Σαν παραμύθι

Ιούλιος του 196…. Πρωΐ πρωΐ στη παραλία της Καμαριώτισσας παρατηρείται κινητικότητα. Ένας ψαράς συνοδευόμενος απο ένα παιδάκι 6 ετών προχωράει προς  το τρεχαντήρι του που είναι τραβηγμένο στην στεριά πάνω στα φαλάγγια του και δεμένο με το σκοινί του παλάγγου. Στον ώμο του έχει ένα πάνινο δισάκι τον (ντουυυυβά) όπου έχει μέσα 4 ντομάτες σχεδόν πράσινες λίγο άσπρο ψωμί μερικές ελιές και ένα μικρό κομμάτι χαλβά Ο μικρός κρατάει ένα πλαστικό παγούρι γεμάτο με νερό απο την Τουρκόβρυσα (Τουρκόβυυυυσα) Σταματάνε μπροστα στην πλώρη του τρεχαντηριού και στη μάσκα του ξεχωρίζει το όνομά του: Αγιος Νικόλαος Λ.Σ 45. Ο ψαράς αφού έβαλε την «κμπάνια» του μέσα στο αμπάρι λύνει από το τρεχαντήρι το παλάγγο και λέει στον μικρό που περιμένει υπομονετικά εντολές:-Βάλε τον πήρο .( Είναι ο φελλός που κλείνει την τρύπα που εχει στην τρόπιδα το σκάφος) Ο μικρός παίρνει τον φελλό τον τυλίγει με ένα πανάκι σκύβει στο πίσω μέρος του σκάφους βάζει με επιμέλεια τον πήρο και τον κτυπάει ελαφρά με μια πετρα να σφηνώνει για να μην υπάρχει κίνδυνος να βγει και να βουλιάξει το καΐκι Ο ψαράς αφού έλυσε το σχοινί αφήνει το σκάφος να κυλήσει πάνω στα φαλάγγια και να πέσει απαλά στη θάλασσα  δημιουργόώτας πλαφασμό . Είναι σαν να έλεγε : Καιρός ήτανε να πέσω στη θάλασσα. Η στεριά με σκοτώνει Το τρεχαντήρι  σε χρώμα γκρι έπαιζε παιχνιδιάρικο ανυπόμονα και περίμενε να παλέψει με τα κύματα του βοριά. Δεν υπάρχει πιο όμορφο θέαμα απο ένα τρεχαντήρι να πολεμά το πυκνοθαλάσσι του Βοριά Αφού μαζεύουν το παλάγγο για καλό και για κακό βάζουν μέσα και τα φαλάγγια. Ποιος ξέρει? Ισως χρειαστεί να τραβήξουν το σκαφος έξω αν πιάσει μεγάλη φουρτούνα. Μπαίνουν και οι δυο μέσα και ο μικρός βάζει τα κουπιά να σπρωξει το σκαφος προς η μπούκα του λιμανιού ενώ ο καπετάνιος ετοιμάζει την μηχανή Πρέπει πρωτα να ζεσταθεί με τον φλόγιστρο  και μετά να της δώσει κίνηση  ώστε να πάρει μπροστά Πρόκειται για μηχανή Ελληνικής κατασκευής «Αξελού) 5 ΗΡ Μικρή για ένα τόσο μεγάλο σκάφος Του έδινε πολύ ώθηση και ταχύτητα δεν μπορούσε όμως να το πατήσει κάτω και στις φουρτούνες «ξεπροπέλιαζε» έβγαινε η προπέλα του έξω και μπαλάριζε η μηχανή  Για να έχει σταθερή πορεία στις μεγάλες φουρτούνες του βάζανε μερικές πέτρες στη πρύμνη του για να πιάνει η προπέλα Οι μηχανές αυτές αν έπαιρναν μπροστά δεν έσβηναν εύκολα. Όμως μάζευαν πολύ άνθρακα στην πυρόφουσκα και έπρεπε κάθε 5-6 φορες να τη καθαρίζει κάποιος αλλιώς κινδύνευε να μείνει από μηχανή και ειδικά πάνω σε μπουρίνια. Επίσης δεν είχε ρελαντί  .Όλα αυτά θα μας χρειαστούν παρακάτω Στη προκειμένη περίπτωση ο μικρός έπαιζε και τον ρόλο της μίζας αφού έδινε κίνηση στο βολάν με το πόδι.Το βολάν ήταν στο αμπάρι  έπρεπε να βγάλει ένα πήρο έξω και να τον πατήσει αριστερά ώστε η μηχανή να κινηθεί ασκώντας πίεση στον κύλινδρο. Πολλές φορές όμως δεν προλάβαινε να τραβήξει το πόδι και η μηχανή τον σήκωνε ψηλά. είχε μάθει όμως ένα κόλπο. Κρατούσε το σπιράγιο σφιχτά οπότε  τον πετούσε ψηλά αλλά έπεφτε πολύ ομαλά και άρα δεν κινδύνευε το ίδιο και τώρα .Αφού ανοίχτηκε αρκετά από την παραλία βγάζει τα κουπιά και τα τακτοποιεί στην κουπαστή περιμένοντας να ακούσει τον φλόγιστρο να σβήνει.Και πραγματικά σε λίγο ακούει την πολύ ευχάριστη εντολή:- Μπροοός .Πιάνει τον πήρο και τον κτυπάει με όλη του τη δύναμη. Η μονοκύλινδρη μηχανή αρχίζει και στρέφει μια αριστερά και μια δεξιά. Κάποια στιγμή αποφασίζει και γυρνάει δεξιά. Ο μικρός κλείνει το αμπάρι  προσεκτικά και παει πίσω στο δοιάκι για να πιάνει και η προπέλα Η μηχανή είχε μόνο δυο επιλογές Μπρος και κράτει Δεν ειχε ανάποδα αν και είχαν βρεί τρόπο να κάνουν ανάποδα. Την αφηνες να σβήνει και λίγο πριν σβήσει άφηνες τα πετρέλαια Αν ήσουνα τυχερός έπαιρνε ανάποδες στροφές  Αξίζει να σημειωθεί πως η μηχανή ούτε κάρτερ είχε και ο μικρός εκτός των άλλων ήτανε και λαδάς. Έριχνε με το λαδικό στα κινητά της μέρη αλλά καμιά φορά έριχνε παραπάνω οπότε πεταγότανε το λάδι έξω.Σήμερα όμως όλα φαινότανε καλά. Βγήκε από το λιμάνι και έστρεψε Βόρεια : Προορισμός ο Φονιάς.

ΦΟΝΙΑΣ ΘΕΑ1

 Άρχισε λοιπόν το σκάφος να παλεύει πάνω στα κύματα χτυπώντας και σκίζοντας τη θάλασσα. Δίπλα του πεταγότανε άσπρος αφρός . Η κατασκευή στο τρεχαντηρι είναι τέτοια που δεν το επιτρέπει να μπει μέσα η θάλασσα αλλα την πετάει από τα πλάγια τα «λαγγόνια του» Μετά από σχεδόν τρεις ώρες άρχισε να ξεχωρίζει ο περίφημος πύργος του Φονιά.Τι δουλειά είχε όμως το καΐκι στον Φονια? Κάνει αργά τη μηχανή και μπαίνει μέσα στο ποταμάκι προχωράει μερικά μετρα και σβηνει τη μηχανή. Ο μικρός αναρωτιέται: -Μα μέσα στο ποτάμι θα ψαρέψουμε? Μέσα είχε μόνο κεφάλια και μουρμούρια και αυτά μικρά και που και που κανένα σπάρο και κανάνε γύλο. Αφού δένουν το καΐκι στη λυγαριά κατεβαίνουν και οι δυο με ενα σακί και ένα μαχαιράκι Στην εκβολή του ποταμιού είχε τεράστιες πεταλίδες  Έπρεπε να βγάλουν καμιά 400 να δολώσουνε δυο παραγάδια αλλά δεν θα έρριχναν εδω. Τώρα όλα ειναι σαφή. Στην αρχή φαινότανε ευχάριστη η δουλειά μετά απο λίγο όμως  ήτανε βάσανο Τελικά μαζέψανε τις πεταλίδες . -Θα τις βάλουμε μέσα στο νερό με το σακί να μείνουν ζωντανές  είπε ο καπετάνιος όπως και έγινε.Αλλά είχε πια μεσημεριάσει -Κάτσε να φαμε εδω στον ισκιο και να ξαπλλωσουμε λίγο για ξεκούραση είπε Κάθισαν στο πλατάνι και έφαγαν από μια ντομάτα λίγες ελιές και ψωμί και ήπιαν νερό απο το ποταμάκι  Πόσο δροσερό και νόστιμο που ητανε.. Ο καπετάνιος άναψε τσιγάρο αλλά ο μικρός περίεργοςόπως ήτανε,αποφασισε να εξερευνήσει το μέρος Να δει τον πύργο απο κοντά να απολαύσει την φύση. Προχώρησε λοιπόν προς τον πύργο κρατώντας μια βέργα απο λυγαριά να χτυπαει τις φτέρες μην βρεθεί κανένα φίδι. Χαζέυοντας τον πυργο ξεχάστηκα οπότε κάποια στιγμή ακούει ενα υπόκωφο: Γαβ Το βάζει στα πόδια να προλάβει να φτάσει το καΐκι αλλα είναι δύσκολο το τρέξιμο πανω στα χαλίκια.Τρέχοντας γυρνάει πίσω και βλέπει ένα τεράστιο σκύλο τον «Μπόμπυ» να τον κυνηγάει  Πέφτει μέσα στο νερό αλλά και ο σκύλος κανει το ιδιο με δυο απλωτες τον έφτασε .Ο καπετάνιος ξαπλωμένος κάτω από το πλατάνι με το τσιγάρο στο χέρι βλέπει την όλη σκηνή  αλλά δε σηκώνεται να βοηθήσει Αντίθετα γελάει και είναι άνετος. Ο μικρός αφού είδε πως δεν έχει από πουθενά βοήθεια αποφάσισε να αντιμετωπίσει μόνος του τον εχθρό αν και ήξερε πως θα χάσει την μάχη: Δεν τα βγάζεις πέρα  εύκολα με τόσο μεγάλο τσομπανόσκυλο . Αλλά και πάλι ο καπετάνιος που ήτανε και πατέρας του πως τον παράτησε μόνο? Και γιατί διασκέδαζε με το όλο σκηνικό? Πολλές ερωτήσεις αλλά απάντηση καμία Αφήνει λοιπόν την βέργα και ετοιμάζεται  να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο που έτσι και αλλιώς τον είχε φτάσει αφού ένοιωθε την ζεστή του ανάσα στον σβέρκο. Στο μεταξύ πέρασε από το μυαλό του όλη η μικρούλα του ζωή των 6 ετών που είχε ζήσει . Άσε που ένοιωσε πως θα χάσει κανένα χέρι στη μάχη με το θηρίο. Στρέφει λοιπόν και βλέπει μες την μούρη του την μούρη του σκύλου. Μόνο που δεν ήτανε τόσο άγρια Είδε ακόμα να κουνάει μες το νερό την  ουρά του και να έχει απλώσει το πόδι του σαν χείρα φιλίας. Ο μικρός σάστισε Τι να συνέβαινε? Σε κάποια στιγμή κοίταξε τον σκύλο μες τα μάτια και μετά όρμησε πάνω του και τον αγκάλιασε. Ο σκύλος δεν ήτανε εχθρός. Βέβαια είχε καταπατηθεί η ζωτική του περιοχή και η περιοχή ευθύνης του αλλά και αυτός ένοιωθε μοναξιά . Άλλωστε τα σκυλιά νοιώθουν ποιοι είναι εχθροί και ποιοι  όχι. Μπορεί να  τύχει και σε σας σήμερα. Βλέπεις ένα σκυλί να γαβγίζει μόνο σε συγκεκριμένους ανθρώπους ή οχήματα. Σκύλος και παιδί άρχισαν να παίζουν στο νερό  Του έριχνε ξύλο και αυτός έτρεχε γαβγίζοντας να το φέρει πίσω κουνώντας διαρκώς την ουρά του. Παιχνίδι μες το νερό στο καταμεσήμερο. Δυο διαφορετικοί κόσμοι είχαν γίνει ένας . Οπότε τώρα εξηγούνται όλες οι απορίες: Να γιατί ο καπετάνιος δεν έτρεξε να βοηθήσει. Ήξερα για τον μοναχικό σκύλο. Όπως ήξερε πως  δεν θα έκανε ποτέ κακό στον μικρό ναύτη. Ήθελε όμως να δει πως θα αντιδρούσε στον κίνδυνο. Αυτά  είναι μαθήματα ζωής. Ο μικρός αντέδρασε πολύ φιλικά στον νέο του φιλαράκο. Κάπου στο δισάκι είχε ψωμί. Ο φίλος πεινούσε Ας τρώγανε λίγο μαζί. Ο νέος φίλος έπρεπε να έχει και ένα όνομα. Ο σκύλος είχε όνομα που του είχε δώσει το αφεντικό του αλλά δεν το ήξερε ο μικρός ναύτης. Αυτό δε ήτανε εμπόδιο. Αφού ήτανε μες το ποτάμι θα έκανε και βαφτίσια. Τον ονόμασε «μπόμπι» Μετά από 3-4 φορές ο σκύλος έμαθε το νέο του όνομα. Μέχρι που ξέχασε το παλιό. Κάποια στιγμή βγαίνει από το ποτάμι και γαβγίζει έντονα . Τι να θέλει άραγε? Αναρωτήθηκε ο μικρός. Αφού είχανε παίξει  είχανε φάει τι άλλο ήθελε ο μπόμπι? Συνέχισε να γαβγίζει έντονα και να δείχνει πίσω του με το κεφάλι. Για περίμενε σκέφτηκε ο μικρός. Μα ναι αυτό είναι .. πως δεν το σκέφτηκα? Ήθελε να τον ακολουθήσει. Βγαίνει από το νερό και ξυπόλητος ακολουθάει τον φίλο του. Χαρούμενος αυτός πλησιάζει  προς την περιοχή του και σταματάει. Ναι , ναι αυτό είναι. Ήθελε να του ανταποδώσει την φιλοξενία του. Τον πήγε στην επικράτειά του. Εκεί τον είχε ο μπάρμπα Γιάννης να φυλάει τον κήπο του. Μέσα είχε σπαρμένα φασόλια αγγούρια και διάφορα άλλα και στην άκρη είχε το σπιτάκι του σκύλου. Εκεί στάθηκε ο σκύλος και σηκώθηκε στα πίσω πόδια για να καλωσορίσει τον μικρό ναύτη. Κάθισαν αρκετή ώρα μαζί συνομιλώντας  ο καθένας στη γλώσσα του αλλά τελικά έλεγαν τα ίδια πράγματα και οι δυο. Ο μικρός έλεγε πόσο φιλόξενος ήτανε ο σκύλος  και ο μπόμπι  έλεγε πόσο καλά του φέρθηκε ο μικρός. Όλα καλά ήτανε και αποφάσισαν από κοινού να ξανακάνουν ένα μπανάκι στο ποτάμι. Ο μικρός περίμενε μήπως και φανεί το αφεντικό να μάθει ποιο ήτανε το όνομα του φίλου του αλλά μάταια. Τελικά αποφάσισαν να παραμείνει το νέο όνομα και να το γιορτάσουν με ένα μπάνιο στο ποτάμι. Προχώρησαν μαζί λοιπόν οι δυο φίλοι και όταν έφτασαν στην όχθη κοιτάχτηκαν στα μάτια: Πήραν φόρα και όρμησαν προς το ποτάμι κάνοντας ένα άτυπο διαγωνισμό. Και είναι παράξενο που νίκησε ο μικρός αλλά είμαι σίγουρος πως ο μπόμπι τον άφησε να νικήσει για να χαρεί . Είχε χτιστεί μια δυνατή φιλία μεταξύ δυο διαφορετικών όντων που όμως αν και μιλούσαν διαφορετική γλώσσα μπορούσαν να  τα βρουν Κλείστηκε μια συμφωνία μέσα στο ποτάμι και επισφραγίστηκε με ένα ακόμα μπάνιο: Ο μικρός ναύτης κάθε φορά που θα έμπαινε στο ποτάμι θα αφιέρωνε λίγο χρόνο για τον φίλο του και ο μπόμπι θα τον ξεναγούσε στην περιοχή της επικράτειάς του και θα τν προστάτευε από επίδοξος εχθρούς όπως φίδια και κουνάβια της περιοχής. Φυσικά και από άλλα τυχόν σκυλιά που θα έκαναν επίθεση για να προστατεύσουν την περιοχή τους  Το κράτησαν και οι δυο ήτανε συμφωνία κυρίων. Το παιχνίδι συνεχίστηκε γιατί είχε ακόμα λίγο χρόνο ο μικρός ναύτης πριν σαλπάρει για τον  Άγκιστρο όπου θα έριχναν τα παραγάδια τους. Έπρεπε να φύγουν νωρίς να πάνε στον Άγκιστρο κάτω από το πλατάνι να δολώσουν τα παραγάδια τους και πριν  βασιλέψει ο ήλιος να τα ρίξουν στην περιοχή. Το καλουμάρισμα γινότανε με τα κουπιά αφού η μηχανή δεν κρατούσε ρελαντί  Η περιοχή όμως είχε δυνατά ρεύματα και έπρεπε ο μικρός να τα νικήσει. Κομματάκι δύσκολο για ένα παιδί 6 ετών και ένα σκάφος 6 μέτρων και μάλιστα τρεχαντήρι μα φαρδιά λαγγόνια που είχε βέβαια ευστάθεια στις φουρτούνες αλλά με τα κουπιά ήτανε πολύ δυσκίνητο.Φυσικά ο μπόμπι δεν ήξερε για την συνέχεια αλλά και ποιος νοιαζότανε!!   Του έφτανε που παίζανε στο νερό με τον νέο του φίλο  αφού  ήτανε και η μοναδική παρέα του. Η ζωή του είχε αλλάξει. Είναι πολύ βαριά η μοναξιά για όλα τα πλάσματα. Κοιτούσε τον μικρό στα μάτια και που και που έριχνε και κλεφτές ματιές προς την περιοχή που προστάτευε. Μην ξεχάσει και τα καθήκοντά του ε!!! Κάποια στιγμή τα μάτια του έλαμψαν. Προχώρησε αθόρυβα μέσα στις φτέρες γρυλίζοντας υπόκωφα και κάρφωσε το βλέμμα του μες το ποτάμι. Κάτι είχε δει αλλά τι όμως? Ξαφνικά δίνει ένα σάλτο στο ποτάμι  κάνοντας βουτιά και όταν βγήκε κρατούσε ένα κεφάλι στο στόμα του. Κουνώντας την ουρά του  προχωράει προς το μικρό και το αφήνει στα πόδια του. Ο μικρός τάχασε Άφησε το ψάρι για τον φίλο του να το φάει με τη ησυχία του και προχώρησε προς το καΐκι . Ο μπόμπι όμως γάβγισε και του έδειχνε το ψάρι σαν κάτι να ήθελε να του πει.  Για μια στιγμή αλληλοκοιτάχτηκαν οι φίλοι και ο μικρός ναύτης έπιασε το νόημα. Πριν από λίγο του είχε δώσει ψωμάκι και τώρα ο μπόμπι του ανταπέδιδε το δώρο με δώρο ίσης αξίας. Έσκυψε και πήρε το κεφάλι στα χέρια του και την ίδια στιγμή ο μπόμπι γάβγισε χαρούμενα και ζωηρά  και  έκανε μικρά σάλτα. Ένοιωθε  πως  ο φίλος του  δέχτηκε το δώρο του και η φιλία τους έγινε ακόμα πιο δυνατή. Ο μικρός ναύτης  υποσχέθηκε  να το χρησιμοποιήσει για δόλωμα και ότι ψάρια πιάσει να τα φάνε μαζί. Αφού είδε πως ο φίλος του κατάλαβε την συμφωνία έσκυψε τον χάιδεψε στο κεφάλι και  προχώρησε προς το καΐκι. Ήδη και ο καπετάνιος είχε σηκωθεί και μάζευε τα πράγματα που σημαίνει θα σαλπάριζαν εντός ολίγου. Ο μπόμπι στάθηκε ακίνητος και κουνούσε την ουρά του αφού ήξερε πως ο φίλος του θα ερχότανε ξανά  να κάνουν παρέα να φάνε και να παίξουν  στο ποτάμι. Και αν ήτανε τυχερός θα έτρωγε ψητό ψάρι στα κάρβουνα αλλά θα είχε συμβάλλει και αυτός στο ψάρεμα. Ο μικρός ναύτης δεν μπήκε στο ποτάμι αλλά προχώρησε από την όχθη. Φοβήθηκε πώς να έμπαινε μέσα θα ακολουθούσε και ο φίλος του και ήτανε πιο δύσκολο να τον πείσει να μείνει έξω .

5

 Με το κεφάλι στα χέρια προχώρησε από την όχθη και μπήκε στο καΐκι. Άφησε το ψάρι σε σκιερό μέρος  αφού δεν  είχανε ψυγείο και άνοιξε τον πανεράκι του να φτιάξει τις πετονιές του. Είχε δώσει υπόσχεση και έπρεπε να την τηρήσει. Να πιάσει ψάρια με το δόλωμα του φίλου του και να τα ψήσουν στην παραλία. Άραγε θα του έδινε και κανένα αγγουράκι??Μπα όχι αφού τα σκυλιά δε τρώνε τα αγγουράκια και γενικά τα φυτικά. Μπορεί να τον άφηνε να κόψει αλλά ο μικρός δεν θα το έκανε ποτέ χωρίς να πάρει άδεια από τον μπάρμπα Γιάννη που ήτανε και ο ιδιοκτήτης του κήπου. Τότε θα τρώγανε σκέτο ψαράκι ψητό. Μάλιστα δε,  θα καθάριζε και το κρέας γιατί τα σκυλιά δε είναι σαν τα γάτες και μπορεί να πνιγούν αν φάνε ψάρια  Ήτανε η πρώτη μάχη που κέρδιζε ο μικρός ναύτης  αλλά δεν θα ήτανε η τελευταία Στην μετέπειτα ζωή έδωσε πολλές και σκληρές μάχες που θα τις αναπτύξουμε σε ειδικό κεφάλαιο  .Τα πράγματα είχανε μαζευτεί μες το καΐκι  και ο μικρός αφού έλυσε τον κάβο από τον πλάτανο  και έστρεψε την πλώρη του καϊκιού προς την μπούκα του ποταμιού  μπήκε με αργές κινήσεις στο αμπάρι και πήρε τη θέση του για να δώσει εκκίνηση στη μηχανή. Ο καπετάνιος άναψε τον φλόγιστρο και ο υπόκωφος ήχος του ακούστηκε σε όλο το ποτάμι. Ο μικρός κοιτούσε τον φίλο του που είχε καθίσει στα πίσω πόδια και έβλεπε την κίνηση κουνώντας την ουρά του.  Σε λίγο ακούστηκε η γνώριμη εντολή:-Μπρος  Ο μικρός έπιασε γερά το σπιράγιο  έβγαλε τον πήρο από το βολάν και με χαλαρό χτύπημα έδωσε κίνηση σαν να μην ήθελε να φύγει από την περιοχή  Η μηχανή όμως δεν τουκανε το χατίρι πήρε αμέσως μπροστά και ακούστηκε  ο ρυθμικός και  μελωδικός της ήχος να ταράσσει την σιγαλιά: Ντούκου-ντουκου…….. όπως όλες οι μονοκύλινδρες  μηχανές Όταν άρχισε να κινείται το σκάφος ο μπόμπι γάβγισε με ένα γάβγισμα απροσδιόριστο αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του  Έμεινε καρφωμένος βλέποντας τον φίλο του να απομακρύνεται  Ο μικρός κοιτούσε προς την παραλία και τον έβλεπε  που καθόταν σαν μικρό παιδάκι. Το καΐκι βγήκε από το ποτάμι και έβαλε πλώρη προς τον Άγκιστρο  Ο  μικρός όρθιος στην πλώρη κοιτούσε τον φίλο του που ήτανε ακίνητος. Όταν πέρασε την Αγία Παρασκευή χάθηκε  από το οπτικό πεδίο. Ίσως ήτανε ακόμα  εκεί  ή ίσως να έφυγε χαρούμενος προς το σπιτάκι του περιμένοντας  την επόμενη συνάντηση όπου είχαν κανονίσει να φάνε ψητά ψάρια. Μετά από 45 λεπτά το καΐκι έπεσε γιαλό στον Άγκιστρο στο πλατάνι Αφού το φουντάρησαν βγήκαν έξω και οι δυο με τα σακιά τις πεταλίδες και δυο παραγάδια ψιλά πατωτά

παραγαδι

Ο μικρός έβγαζε επιδέξια τη πεταλίδα από το όστρακο και ο καπετάνιος δόλωνε τα παραγάδια  Ο μικρός όλο και  έβλεπε προς τον πλάτανο Είχε την ελπίδα ο φίλος του να είχε ακολουθήσει το καΐκι και να τον είχε βρει αλλά μάταια  Μόλις τελείωσε το δόλωμα  αφού  έπλυνε τα χέρια του στο νερό έτρεξε πάνω από τον πλάτανο  Είχε ακούσει  ένα γάβγισμα  Η χαρά του ήτανε απερίγραπτη  Να λοιπόν που ο μπόμπι είχε κάνει το ακατόρθωτο Ακολούθησε ένα καΐκι με την ελπίδα να βρει τον αγαπημένο του φίλο  Ο μικρός είχε διαβάσει και Όμηρο όπου ο σκύλος μετά από τόσα  χρόνια αναγνώρισε τον Οδυσσέα. Μπορούσε λοιπόν να επαναληφτεί και με άλλες συνθήκες Η απόσταση Φονιά- Άγκιστρου δεν είναι δα και τόσο μεγάλη  .Βέβαια δεν υπήρχε δρόμος παρά μόνο αστιβιές και γαϊδουράγκαθα αλλά αυτά  δεν θα ήτανε και σοβαρό εμπόδιο για ένα

 

6

σκύλο Με τις σκέψεις αυτές ανέβηκε στο ίσωμα κάτω από τον πλάτανο για να έχει μεγαλύτερο οπτικό πεδίο και να μπορεί να υποδεχτεί τον φίλο του  Ο καπετάνιος είχε ανάψει τσιγάρο άρα υπήρχε  χρόνος για να γίνει αυτή η διαδρομή  Κρίμα που δεν είχε πάρει μαζί του και κανένα κομμάτι ψωμί να το δώσει στον φίλο του ως δώρο για την μεγάλη απόφαση που είχε πάρει:Να διανύσει την απόσταση Φονιά –Άγκιστρου στον ίδιο χρόνο με τα καΐκι. Ανέβηκε λοιπόν και αυτό που είδε ήτανε μοναδικό και φυσικά θα μείνει αξέχαστο  στον μικρό  Ένα  κοπάδι κατσίκια (αίγες) που βοσκούσαν πάνω από το ίσωμα  μαζευότανε  να πάνε προς το στεγάδι τους (μαντρί) Ο κιαχαγιάς ( βοσκός) που φορούσε την παραδοσιακή του βράκα είχε τον γκντουρ ( ραβδί) στον ώμο του και το κοπάδι μαζευότανε  από ένα τσομπανόσκυλο παρόμοιο με τον «μπόμπι» Ίδια ράτσα ίδιο μπόι και ίδιο βάβγισμα μόνο που αυτός δεν ήξερε για τον μικρό ναύτη και τον κοίταξε απειλητικά σαν να του έλεγε να μη πλησιάσει. Ο μικρός φυσικά ούτε που είχε σκοπό να πλησιάσει. Ο βοσκός που τον είχε δει τον πλησίασε και του έκανε την ανιαρή ερώτηση :

– Καλά ποιανού γισε   μπεκαμένε?

Ο μικρός στάθηκε και με περίσσεια υπερηφάνεια απάντησε :

-Του Θανάση…

-Αααααα είπε ο κιαχαγιάς Ταχιά ααααα σας φέου πραγούστγια και δαμάσκνα. Αα γίστε σιάδιου???

–Δεν ξέρω απάντησε ο μικρός. Για πες μου όμως μπάρμπα  Σντου Φουνιά απ έχει γένα σκύλου σαν ντου θκός ποιανού είναι?

-Του μπάρμπα Γιαννη ένει  μα με ντου θκό ένει αδέρφια.

Τώρα λύθηκε το μυστή ριο. Ο μπόμπι ειχε αδερφό που ήτανε το ίδιο έξυπνος και αυτός και φυσικά δεν θα του έκανε κακό. Απλά τον ειδοποίησε να μην παραβιάσει τον χώρο του και την ιδιοκτησία του . Γύρισε να φύγει αλλά ξαφνικά κοντοστάθηκε και  κοιτώντας τον κιαχαγιά τον ρώτησε

-Πως ντου λεν ντου σκύλου σ? και περίμενε να ακούσει το όνομα μπόμπι

-Λίζα ντη λεν απάντησε ο κιαχαγιάς

Έτσι  έμαθε και το φύλο του σκύλου.Τώρα είναι ευκαιρία να ρωτήσει και ποιο είναι το πραγματικό όνομα του Μπόμπι που σίγουρα θα ήξερε

7

-Ντου σκύλου σντου Φουνιά πως ντου λεν? Ρώτησε με αγωνία ο μικρός εκείνη τη στιγμή συνέβηκαν δυο πράγματα: Το ένα  πως ο  κιαχαγιάς έπρεπε να φωνάξει να συμμαζέψει τα  κατσίκια του και το άλλο πως ο καπετάνιος είχε βγει πάνω και φώναξε τον μικρό να σαλπάρουν οπότε δεν έμαθε το πραγματικό όνομα του μπόμπι Αλλά αυτό μικρή σημασία είχε . Η μεγάλη  ανακάλυψη  ήτανε πως ο μπόμπι είχε αδερφή που ίσως να μη το ήξερε  ούτε ο ίδιος και ακόμα το  δεύτερο  ότι δεν τον είχε ακολουθήσει για τους δικούς του λόγους και όπως θα αποδειχθεί πιο κάτω ήτανε σοφή

Πρώτη βραδιά στο πέλαγος

Ο μικρός με συναισθήματα ανάμεικτα  προχώρησε προς τον πλάτανο. Ούτε καν το πραγματικό όνομα του φίλου  του δεν κατόρθωσε να μάθει . Όμως  όπως είπε ο κιαχαγιάς το πρωί θα τους έφερνε φρούτα Ήταν ευκαιρία να τον ρωτήσει ξανά αν και  στο βάθος δεν ήθελε και τόσο να μάθει  το όνομα αφού του είχε δώσει ένα νέο . Τον βασάνιζε όμως και μια άλλη σκέψη: Μήπως θα έπρεπε να φέρει τον μπόμπι κοντά στην αδερφή του? Άραγε θα την αναγνώριζε σαν αδερφή του ή απλά σαν ένα ξένο ζώο ίδιας φυλής? Και τελικά ήτανε σωστό να σμίξουν ξανά τα δυο σκυλιά ή πιο καλά να  έμειναν έτσι όπως ήτανε στην  νέα τους ζωή? Με τις σκέψεις αυτές έφτασε στην παραλία και έπιασε τον κάβο του καϊκιού. Ήδη στον πλάτανο είχε εμφανιστεί ο κιαχαγιάς και κάτι έλεγε και χειρονομούσε. Αλλά δεν μπορούσε να ακούσει καλά . Άλλωστε δεν θα χανότανε κιόλας. Ήδη ο καπετάνιος είχε μπεί στο καΐκι και είχε ανάψει τον φλόγιστρο. Έπρεπε ο μικρός να  βιαστεί  για να μην νυχτωθούν στο καλουμάρισμα. Πράγματι έλυσε τον κάβο μπήκε στο νερό και έσπρωξε το καΐκι ενώ ταυτόχρονα  πιάστηκε από το χαλκά της πλώρης. Το όμορφο σκαρί πλατσούρισε λίγο και έφυγε πίσω παρασύροντας και τον μικρό που με ένα σάλτο βρέθηκε στην κουβέρτα μαζεύοντας το σχοινί. Σειρά  είχε η άγκυρα. Την μάζευε από την πλώρη για να αναγκάσει το σκάφος να  βλέπει προς το πέλαγος ώστε να μην χρειαστεί να βάλει κουπιά. Άλλωστε θα είχε όλο τον καιρό να χορτάσει κωπηλασία στο καλουμάρισμα και στο λεβάρισμα των παραγαδιών τους. Ήδη είχε τελειώσει  και το μάζεμα της άγκυρας που την  είχε ανεβάσει στην κουπαστή και την τακτοποιούσε όταν ακούστηκε η γνώριμη εντολή:-Μπροοοός  Κατέβηκε στο αμπάρι  και έδωσε κτύπημα στην  μηχανή που πήρε αμέσως μπροστά σπάζοντας την σιγαλιά και σκεπάζοντας τον ήχο των τζιτζικιών στο ποτάμι του Άγκιστρου. Με το μπρός το τρεχαντήρι άρχισε να ανοίγεται προς το πέλαγος και ο μικρός καθισμένος στη πλώρη κοιτούσε αριστερά προς το μέρος του Φονιά. Ο πύργος έστεκε στη θέση του αγέρωχος αλλά κάτω από τον πύργο υπήρχε ένα άλλο σπιτάκι που έκρυβε τον καλό του φίλο. Όμως από τόσο μακριά  δεν ξεχώριζε τίποτα. Άραγε θα ήτανε μέσα και ο μπόμπι ή θα καθότανε στην όχθη του ποταμού  περιμένοντας τον φίλο του? Ο ήλιος ήτανε ακόμα ψηλά και ο μικρός θυμήθηκε πως είχε ένα ψάρι στο πανεράκι του που ήτανε το δώρο  φίλου του. Μέχρι να πάνε στο «μέρος» έπρεπε να το κόψει σε κομματάκια και  να φτιάξει ψαροδόλια ώστε με το πέσιμο του ήλιου να δοκιμάσει να πιάσει κανένα ψάρι

8

για να ικανοποιήσει την υπόσχεσή του. Πραγματικά παίρνει το μαχαιράκι του και άρχισε να κόβει φέτες το  ψάρι. Έφτιαξε 25-30 δολώματα  ΄Εφταναν  κιόλας Μακάρι να έβγαζε 25 ψάρια . Θα έκανε πανηγύρι με τον φίλο του. Αφού κοίταξε και τις δυο πετονιές του τα έβαλε ξανά στο πανεράκι του. Ήτανε πανέτοιμος  για να εκπληρώσει την αποστολή του . Ο φίλος είχε πιάσει ένα ψάρι χωρίς  δόλωμα και χωρίς εργαλεία. Ο μικρός με τα εργαλεία του έπρεπε να πιάσει πολύ περισσότερα Τις σκέψεις του αυτές τις διέκοψε ο ήχος της μηχανής που άλλαξε πήγε στο ρελαντί. Άρα φτάσανε. Σηκώθηκε  και πραγματικά βλέπει πως ήτανε στο «μέρος» Φαινότανε τα σημάδια στο βουνό  Πρέπει να πούμε πως εκείνη την εποχή  επειδή δεν υπήρχαν βυθόμετρα για να βρουν οι ψαράδες το μέρος όπου θα έριχναν παραγάδια ή δίχτυα  έπρεπε να βάλουν δυο  ακίνητα μέρη ως σημάδια στη  στεριά που με νοητές ευθείες και την  διασταύρωσή τους  θα έδινε ένα σημείο  όπου θα ήταν το «μέρος»Ο καπετάνιος έκανε κράτει  και σβήνει την  μηχανή. Τώρα είναι η σειρά του κωπηλάτη. Βάζει τα κουπιά και κάνει «Σία αριστερά » οπότε το σκάφος γύρισε κατά τον Φονιά. Ο καπετάνιος πήρε την πρώτη  σαμαντούρα «σημαδούρα» έδεσε την άκρη του παραγαδιού και την πέταξε στη θάλασσα  Καλουμάριζε μέχρι να πιάσει πάτο. Και τότε άρχισαν οι εντολές: -Μπροοοοος

-Σία αριστεράα

-σία και τα δυό

=-σίιαααααα .. Το σκάφος γύριζε και προχωρούσε ανάλογα με τις εντολές και τα αγκίστρια έπεφταν στην θάλασσα αδειάζοντας σιγά  -σιγά το πανέρι. Είχε κατέβει αρκετά ο ήλιος όταν τα πανέρια άδειασαν και πετάξανε το χαλίκι στη θάλασσα . Μες το πανέρι πάντα βάζαμε ψιλό χαλίκι  και όχι στεγνό για να κρατάει την πετονιά κάτω και να μην μπερδεύεται. Μόλις τελείωνε φυσικά το άδειαζαν μες την θάλασσα Ακόμα όμως ήταν μέρα. Και ο μικρός είχε και μια υποχρέωση  Και ενώ το σκάφος αρμένιζε μόνο του ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου από τα ανέλπιστα:

-Θα δοκιμάζαμε κάθετή για κανένα λυθρίνι όσο βαστά ο ήλιος αλλά δεν έχουμε  δόλωμα

-Έχω  κρατήσει εγώ απαντάει ο μικρός και ανοίγει το πανεράκι του

-Βρε διαβολάκο που το βρήκες? Ρώτησε όλο απορία ο καπετάνιος. Τι να πει όμως? Θα  τον πίστευε ?? Αποφάσισε να μην πει

-Πόσο βάθος έχουμε εδώ? Ρωτάει αλλάζοντας θέμα

-12 οργιές αλλά με το ρέμα θέλει 15-18 οργιές πετονιά

Και ενώ ο καπετάνιος ετοιμάζει την άγκυρα  ο μικρός ετοιμάζει την πετονιά του

 

9

-Να αφήσεις το καΐκι να σταματήσει και μετά να ρίξεις λέει ο καπετάνιος και  αφήνει την άγκυρα  να βουλιάξει αργά –αργά.

Ο μικρός δολώνει με επιμέλεια τα δύο αγκίστρια της  κάθετής του και μόλις το καΐκι ορθοπλωρίζει αφήνει το βαρίδιο να πάει κάτω. Δεν πρόλαβε να το  πιάσει πάτο και νοιώθει ένα δυνατό τράβηγμα και αμέσως μετά άλλο ένα. Δοκιμάζει αν ανεβάσει την πετονιά ήτανε ασήκωτη. Κάτι την τραβούσε με πολύ δύναμη προς τα κάτω είχε όμως μάθει να ψαρεύει ο μικρός από τα μαθήματα που του έκανε ο καπετάνιος.Όταν το ψάρι τραβάει του δίνουμε σφιχτά μπόσικα και μόλις σταματήσει να τραβάει το λεβάρουμε. Αυτό θα εφάρμοζε και ήταν ευκαιρία να αποδείξει πως ήτανε και σωστό Θα  τα κατάφερνε άραγε??Όσο ανέβαζε την πετονιά τόσο και το βάρος μεγάλωνε  αλλά έπρεπε να το ανεβάσει να δει τι είναι. Σε λίγο έφτασε στα χέρια του στο στριφτάρι και στην επιφάνεια στης θάλασσας είχαν πλαγιάσει 2 λυθρίνια  του κιλού. Ο μικρός  δεν έχασε καιρό   άρπαξε την απόχη και έβαλε μέσα και τα δυο ψάρια από φόβο μην φύγουν και τα έφερε στη κουβέρτα. Το βλέπει ο καπετάνιος και αναφώνησε: -Μπρεεεεε  Η έκφραση αυτή χρησιμοποιειται κατά κύριο λόγο ως έκφραση θαυμασμού και όχι μόνο. Ο μικρός δεν έχασε χρόνο. Ξεψαρίζει τα ψάρια δολώνει τα αγκίστρια και αφήνει το βαρίδιο απαλά να πάει στον πυθμένα ενώ ταυτόχρονα βάζει τα ψάρια στο πανέρι και τα σκεπάζει με ένα τσουβάλι βρεγμένο. Αυτό θα τα κρατήσει  ως το πρωί  οπότε θα τα έβαζε μαζί με τα άλλα από το παραγάδι  και φυσικά μαζί με αυτά που θα έπιαναν στην καθετή αφού στο μεταξύ και ο καπετάνιος έριξε καθετή  για να δοκιμάσει. Τα  ψάρια χτυπούσαν σαν «στραβά»  Τώρα ανέβαζαν σκαθάρια μεγάλου μεγέθους και  οι δυο το ίδιο. -Ίσα και θα γεμίσουμ του πανέρ με ντη καθετή φώναξε ο καπετάνιος. Ο μικρός αμίλητος συνέχιζε να βγάζει πότε ένα πότε δυο και να  τα ρίχνει στο πανέρι του. Μόλις νύχτωσε  τσιμπούσαν πιο πολύ Άναψαν  ένα  φαναράκι και το έβαλαν πάνω στο σπιράγιο  για να βλέπουν να δολώνουν και φυσικά τι ψάρια ανέβαζαν μη τυχόν και πιάσουν καμιά δράκαινα ή κανένα σκορπιό ή μουγκρί και τους κάνει ζημιά  . Σε κάθε  ρίξιμο βγάζανε και  1-2 ψάρια. Κάποια στιγμή ο μικρός θυμήθηκε τις ιστορίες του καπετάνιου πως όταν είναι να κάνει μπουρίνι τα ψάρια τσιμπούν σαν στραβά αλλά αφού στο σκάφος ήταν ο ίδιος ο καπετάνιος δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Θα ήξερα πιο καλά τον καιρό.  Γύρω στις 10 το βράδυ άρχισε να φυσάει ένα ασθενικό αεράκι από το πέλαγος αλλά  η θάλασσα ήταν ήρεμη. Τα ψάρια αραίωσαν και τσιμπούσαν ασθενικά.

-Πρέπει να σαλπάρουμε  είπε ο καπετάνιος μάζεψε τις πετονιές

­-Να μην καθίσουμε καμιά ώρα ακόμα ?ρώτησε με αγωνία

-Μπαααα Να τα μαζέψουμ για να πέσουμ γιαλό απάντησε ο καπετάνιος. Για να το λέει έτσι θα είναι κιόλας σκέφτηκε  ο μικρός. Ύστερα είχε πιάσει και τόσα ψάρια οπότε θα το γλεντούσαν με τον φίλο του. Ας πήγαιναν γιαλό να ξαπλώσουν και λίγο και αύριο πάλι μέρα ήτανε .

10

Ο μικρός  με βαριά καρδιά άρχισε να μαζεύει την πετονιά του ενώ ο ήχος του φλόγιστρου έσπασε την σιγαλιά της νύχτας. Αφού τα μάζεψαν όλα και σήκωσαν και την άγκυρα  έβαλαν μπροστά τη μηχανή και ο μικρός έμεινε στο αμπάρι ενώ στο δοιάκι ήτανε ο καπετάνιος. Που να πηγαίνανε άραγε? Μέσα στο Φονιά ήτανε αδύνατο να μπούνε την νύχτα. Θα κάνανε ζημιά. Αλλά τι τον ένοιαζε? Κοίταξε το πανεράκι του που ήτανε γεμάτο ψάρια και σκέφτηκε το γεύμα που θα κάνανε με τον φίλο του στην όχθη του Φονιά . Κοιτώντας την πλώρη την νύχτα  μπροστά του διακρινότανε  τα  βράχια της Αγίας Παρασκευής

  ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1Α

Λες να φουντάριζαν εδώ? Πραγματικά μόλις πέρασαν τους βράχους το καΐκι έστριψε αριστερά και η μηχανή κατέβηκε στο ρελαντί. Εδώ θα έμενα. –Ετοίμασε το σίδερο.. Όντως  έσβησε η μηχανή έπεσε η άγκυρα και το καΐκι ηρέμησε στον κόλπο της Αγιας Παρασκευής που είναι αμμώδης και δεν έχει που να σκαλώσει η άγκυρα κάτω .

–Εδώ θα κοιμηθούμε Έδεσαν καλά τη πλώρη του σκάφους με το σκοινί της άγκυρας και έστρωσαν στο αμπάρι. Μια κουρελού και μια κουβέρτα και φυσικά ύπνος με τα ρούχα. Μια τελευταία ματιά στο πετρέλαιο και στη πυρόφουσκα και ύπνο  είναι πολύ όμορφα να κοιμάται κανείς σε σκάφος και να κουνάει η θάλασσα ανάλαφρα από κάτω ακούγονται  τα χαλίκια να χτυπάνε και δίπλα να πετάγονται ψάρια παίζοντας ή κυνηγώντας . Θεσπέσιος ύπνος . Ο μικρός έριξε μια τελευταία ματιά στο πέλαγος. Σαν να του φάνηκε πως είδε μια λάμψη. Το ανέφερε στον καπετάνιο: Σαν να είδα αστραπή στο πέλαγος. Σηκώνεται ο καπετάνιος και κοιτάει προς τα εκεί. Τίποτα Μόνο ο φάρος της Αλεξανδρούπολης διακρίνεται να τρεμοφέγγει.- Ο φάρος είναι  λέει  στο μικρό Να ξέρεις όμως αν πέσουμε σε φουρτούνα να πιάσεις αυτήν  εδώ την σαμαντούρα σφιχτα λέει και του δείχνει μια σιδερένια σημαδούρα δίπλα στην κουπαστή. Μπήκαν και οι δυο στο αμπάρι και   ξάπλωσαν με ανοιχτά τα καπάκια για δροσιά. Μες την σιγαλιά της νύχτας ακουγότανε πολλές και διάφορες φωνές  ζώων και ήχοι που ανακατευόταν αρμονικά. Έξω ακουγότανε οι φωνές από δυο νυχτοπούλια  μαζί με τους ήχους από  τριζόνια  και χλιμίντρισμα από μουλάρια (μλάρια) και στο βάθος  γαβγίσματα σκύλων. Θα ήτανε μαζί και η φωνή του μπόμπι σκέφτηκε ο μικρός και θα περιμένει το γεύμα που του είχε υποσχεθεί και θα το έφτιαχνε αφού είχε πιάσει πολλά ψάρια με δόλωμα το ψάρι του . Όλη αυτή η σύνθεση ήχων  τους νανούριζε γλυκά  -γλυκά. Το καΐκι κουνούσε όλο και πιο έντονα και  έστρεφε συνεχώς την πλώρη του αριστερά και δεξιά σαν πουλαράκι  μικρό και άβγαλτο.  Έξω φαινότανε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που σχεδόν ακουμπάει στη θάλασσα και φαίνεται να την κάνει μύρο για να ταξιδεύουν με ασφάλεια οι ναυτικοί. Θα ήτανε άραγε όμορφη η βραδιά??Οι  δυο τους αποκοιμήθηκαν αφού τους περίμενε μια πολύ δύσκολη ημέρα με το λεβάρισμα των παραγαδιών και αν είχανε καλή ψαριά έπρεπε να το επαναλάβουν αφού πήγαιναν τα

11

ψάρια στο λιμανάκι στα Θέρμα  για να το δώσουν στους  μαγαζάτορες της περιοχής. Μόλις είχε δειλά – δειλά να αναπτύσσεται ο  τουρισμός στην περιοχή αλλά δεν είχε ακόμα  καλό οδικό δίκτυο και οι μεταφορές γινότανε  μα καΐκια  Σε κάποια στιγμή το καΐκι άρχισε να σκαμπανεβάζει όλο και πιο ρυθμικά και πιο νευρικά. Kάνει ο μικρός να ρωτήσει τον καπετάνιο τι έχει γίνει αλλά δίπλα του δεν βλέπει κανένα. Ψαχουλεύει με το χέρι του και πιάνει σκέτα τα σκεπάσματα . Τι να είχε συμβεί. Προσπαθεί να συρθεί στο αμπάρι προς την μηχανή και να βγάλει έξω το κεφάλι του να δει  αλλά τον δυσκολεύει  το κούνημα του καϊκιού. Σε κάποια στιγμή βλέπει την εκκλησία να έχει πλησιάσει πάρα πολύ  και σχεδόν  τα βράχια της παραλίας να είναι δίπλα στη μάσκα του σκάφους. Παραπάνω ανέφερα πως η παραλία είναι αμμώδης και η άγκυρα δεν έχει που να πιάσει στον πυθμένα. Επομένως  στην φουρτούνα  η άγκυρα οργώνει τον βυθό και το σκάφος ξεσέρνει και μετακινείται επικίνδυνα. Κοιτάει την κουπαστή τα κουπιά στη θέση τους και το παλάγγο διπλα από τα φαλάγγια. Τα σκοινιά  μαζεμένα εκτός από αυτό της άγκυρας το πανεράκι του δίπλα στο αμπάρι και οι κουρελούδες μαζί με τις κουβέρτες απλωμένα στο αμπάρι. Ο αέρας τον χτυπούσε στο πρόσωπο και ο κυματισμός δυνάμωνε σπρώχνοντας  το σκάφος στα βράχια. Αλλά ο καπετάνιος που είχε πάει? Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί πολύ και ακούστηκε μες την φασαρία ο γνώριμος ήχος του φλόγιστρου . Να που ήτανε ο καπετάνιος. Ζέσταινε την μηχανή που δεν είχε προλάβει να κρυώσει τελείως. Έπρεπε όμως οι ενέργειες να γίνουν συντονισμένες; Να πάρει μπρος η μηχανή να διατηρηθεί η πλώρη προς το πέλαγος  αφού δεν είχε ανάποδα να σηκωθεί η άγκυρα και το πιο σημαντικό: Να μη προλάβει ο κυματισμός και τους πετάξει στα ρηχά όπου η μηχανή θα ήτανε άχρηστη. Στο μεταξύ άρχισε να βρέχει  τόσο πολύ που δεν έβλεπες από την πλώρη την πρύμνη. Η θάλασσα αγρίευε όσο πάει και χειρότερα  αλλά ο μικρός κοιτούσε την εκκλησία  που διακρινότανε στο σκοτάδι Σκέφτηκε πως η Αγία Παρασκευή δεν θα τους άφηνε να πνιγούν  αλλά θα έβρισκε τρόπο να τους βοηθήσει

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ

Μέσα σε αυτά θυμήθηκε την σωτήρια φράση: αν πέσουμε σε φουρτούνα να πιάσεις αυτήν  εδώ την σαμαντούρα σφιχτά.  –Μπροοοός ακούστηκε η γνώριμη φωνή  Ο μικρός δίνει μια στο βολάν με όλη τη δυναμη του ποδιού του. Πάνω στον πανικό δεν πρόλαβε να τραβήξει το πόδι του και η μηχανή που άρπαξε αμέσως τον πέταξε ψηλά ευτυχώς που κρατούσε το σπιράγιο και δεν έφυγε από το σκάφος. Αμέσως  πιάνει την σαμαντούρα σφιχτά ενώ ο καπετάνιος κάνοντα μπρος στο ρελαντί σηκώνει και τυλίγει το σκοινί της άγκυρας. Η μηχανή μα χαμηλές στροφές  μόλις και μετά βίας κρατούσε το σκάφος. Κάποια  στιγμή που πήρε στην άγκυρα άνοιξε πιο βαθειά και λέει στο μικρό:- Έλα πίσω  . Θα θυμίσω εδώ πως η μηχανή ήτανε σχετικά μικρή  και ξεπροπέλιαζε. Άρα ήθελε βάρος πίσω .΄ Κυρίως όμως  το πίσω πήγαινε αλλού. Επειδή  έβρεχε ο καπετάνιος σκεφτηκε να βάλει τον μικρό μέσα στην  ζεστασιά της μηχανής στο σπιράγιο

12

 Και όντως αυτό έκανε. Μόλις βγήκε το καΐκι από τον κόλπο της Αγίας Παρασκευής  ανεβάζει τις στροφές της μηχανής και ο μικρός ακούει μια φράση που θα του μείνει αξέχαστη: -Τώρα βγάλε καπνό. Η φράση αυτή σημαίνει πως τώρα δε σε φοβάμαι. Το σκάφος άνοιξε στο πέλαγος και έστριψε  δεξιά προς τον Άγκιστρο.Δεν είχε πορεία  προς το λιμάνι. Μα πού θα πήγαιναν? Από τον Άγκιστρο είχαν φύγει για να μη τους πιάσει μπουρίνι. Θυμάστε που τα ψάρια τσιμπούσαν σαν στραβά? Εαυτό είναι δείγμα πως θα βγάλει μπουρίνι αλλά πολλοί δεν το ξερουν και την πατάνε κυρίως  ερασιτέχνες με εξωλέμβιες μηχανές. Δεν  κατηγορώ τις εξωλέμβιες ίσα –ίσα που είναι πολύστροφες  αν και με εξωλέμβια είχα ξοριάσει αργότερα .Θυμάμαι όμως την φράση πολλών παλιών καπεταναίων: Ζήσεις χρονίσεις μηχανή καθιστή και πετρελαίου  να έχεις. Το σκάφος πάλευε με τα κύματα ο ουρανός κοβότανε στα δύο η θάλασσα μούγκριζε κανένας ήχος από την στεριά εκτός από το σκάσιμο των κυμάτων και οι δυο ψαράδες να ταξιδεύουν χωρίς όργανα  βασιζόμενοι μόνο στην πείρα  του καπετάνιου στο  ένστικτο και σε μια μηχανή μονοκύλινδρη  .  Ειχανε αφήσει πίσω τους σκοτεινούς όγκους των βράχων της Αγίας Παρασκευής και ταξίδευαν όλο δεξιά  σε μέρος που ο μικρός δεν ήξερε. Στον Άγκιστρο δεν μπορούσαν να πιάσουν ούτως η άλλως. Που λοιπόν θα πήγαιναν?? Και τι  θα γινότανε   η υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο του? Όλο και απομακρυνότανε από το σημείο συνάντησης. Αλήθεια σε αυτόν τον χαλασμό ο μπόμπι θα ήτανε στο σπιτάκι του? Θα τον προστάτευε από την βροχή και τον αέρα? Ποιος ξέρει? Αλλά τα σκυλιά μπορούν και μόνα τους να προστατευτούν. Όχι όπως οι άνθρωποι  . Στη  κατάσταση που ήτανε και οι ναυτικοί δεν μπορούσαν να πιάσουν στεριά και σε λίγο θα χρειαζότανε πόσιμο νεράκι. Αν ήμουν στο αμπάρι θα έπινα λίγο νεράκι σκέφτηκε ο μικρός Στην κατάσταση όμως αυτή πρώτη προτεραιότητα ήτανε  να επιβιώσουν από τα στοιχεία της φύσης. Αν αντέχανε 1-2 ώρες ακόμα θα ξημέρωνε και την ημέρα όλα είναι υπό έλεγχο. Από την άλλη πάλι  ο καπετάνιος δεν ήξερε που πήγαινε? Με αυτές τα σκέψεις ξεχώρισε η σιλουέτα του πλάτανου στον   Άγκιστρο και το καΐκι  ταξίδευε στο πέλαγος Άρα δεν πηγαίνανε στον Άγκιστρο αλλά  κάπου αλλού. Ήδη στο πέλαγος είχε κόψει η βροχή και το σκάφος ταξίδευε ομαλά άνω στις κορυφές των κυμάτων Ο  μικρός έβγαλε δειλά –δειλά το κεφάλι του έξω βλέποντας τους αφρούς που σκάγανε στην πλώρη  του σκάφους. Καλοτάξιδο σκαρί με καλό καπετάνιο και μηχανή .Τι να φοβηθεί κανείς?  Φυσικά η Αγία Παρασκευή  είχε βάλει το χέρι της. Αν  αργούσε λίγο να πάρει μπροστά η μηχανή που δεν ήτανε και ασυνήθιστο θα τους είχε σπάσει στα βράχια έξω. Αφού καβατζάρανε τον κάβο του Άγκιστρου   έστριψε  ελαφρώς δεξιά και συνέχισε με ταχύτητα πορείας . Στο βάθος ξεχώριζε ο όγκος του βουνού που κατέβαινε προς τη θάλασσα. Ήδη άρχισε να χαράζει κιόλας και είδανε από γιαλό να σκάνε κύματα θεόρατα και  το σκάφος ανέβαινε και κατέβαινε σε βουνά κυμάτων. Αλλά προχωρούσε απτόητα προς  τον όγκο Φαινότανε ένας κάβος από  μακριά  όπου τα κύματα έσκαγαν .Ίσως θα  πήγαιναν  εκεί μετά τον κάβο ποιος ξέρει. Όσο ξημέρωνε τόσο ο συλλογισμός  γινότανε βεβαιότητα.

13

Πραγματικά μόλις πέρασαν τον κάβο είχε πια ξημερώσει για τα καλά. Τα κύματα ήτανε βουβά και αναρια μεταξύ τους και ο αέρας είχε κόψει. Ο καπετάνιος έκανε αργά τη μηχανή και πέρασαν γιαλό όπου είχε άλλα δυο καΐκια και τα δυο τρεχαντήρια. Το ένα ήταν του καπετάν Βαγγέλη και το άλλο του καπετάν Γιώργη με τον πατέρα του. Γνώριμα και τα δυο φουνταρισμένα εδώ. Είχαν φτάσει στη περίφημη παραλία των Κήπων

ΚΗΠΟΣ1

Εδώ λοιπόν ήτανε το φουντάγιο με  το μπουρίνι? Έκανε κράτει η μηχανή και ακούστηκε η καδένα της άγκυρας που έφευγε προς τον πυθμένα. Πολύ  ωραία παραλία μόνο που δεν μπορουσαν να βγούν έξω εξαιτίας του κυματισμού. Οι καπεταναίοι άναψαν τσιγάρο και κουβέντιαζαν. Τα άλλα δυο τρεχαντήρια  είχαν βάλει δίχτυα. Ο μικρός μόνο παραγάδια. Συζητούσαν πώς θα  πήγαιναν να πάρουν τα εργαλεία αν έσπαγε ο καιρός  πράγμα δύσκολο. Το μπουρίνι είχε περάσει αλλά άφησε πίσω του κυματισμό βουνά. Έτσι έφτασε ο ήλιος ψηλά. Η απόφαση είχε βγει: Πάμε για λιμάνι και αν κόψε ερχόμαστε. Τα καΐκια έβαλαν μπρος τις μηχανές. Τα δυο έφυγαν για τον Άγκιστρο . Το καΐκι του μικρού έφυγε για την Βουρλιά. Ήτανε δύσκολο να νικήσει τον κυματισμό. Πιο καλά να τον είχε πρίμα  Φεύγουν λοιπόν να πάνε στο λιμάνι και οι δυο καθισμένοι στη πρύμνη για να πιάνει η προπέλα. Ήτανε πρώτη φορά που ο μικρός θα έκανε  τον γύρο του νησιού έστω και με αυτόν τον τρόπο.Ήδη τα ψάριαπου είχε στο πανεράκι του είχαν αρχίσει να μυρίζουν. –Να τα πετάξεις λέει ο καπετάνιος. Περνώντας  από την Βουρλιά ο μικρός βγάζει το πανεράκι και το αδειάζει στη θάλασσα. Ήδη τα θαλασσοπούλια το πήρανε χαμπάρι. Ένα κοπάδι γλάρους σηκώθηκε με τη μία και μερικές καραπλάνκες (κορμοράνοι) που ήτανε καθισμένοι στους βράχους έπεσαν στο νερό. Έτοιμη τροφή και θα την άφηναν έτσι? Βέβαια έπρεπε πρώτα να την τεμαχίσουν αφού ήτανε πολύ μεγάλα τα ψάρια  σκέφτηκε ο μικρός. Από την άλλη όμως αυτά τα ψάρια ήτανε και το φαγητό που είχε τάξει στον φίλο του. Με μισή καρδιά τα πετούσε  αφού είχαν ήδη βρωμίσει. Ε όχι και να τα περιποιηθεί για να  τα φάνε κάποια θαλασσοπούλια!!!!! Ας κουραζότανε και λίγο δεν πειράζει. Έτσι άδειασε όλο το πανεράκι με τα πανέμορφα ψάρια που ειχε πιάσει με την καθετή  χρησιμοποιώντας δόλωμα το ψάρι του Μπόμπι.  Ανοιχτά περνώντας  φάνηκε το κρεμαστό

ΚΡΕΜΑΣΤΑ 2

Το Κρεμαστό Νερό ευρίσκεται στη νότια ακτή της νήσου κι είναι προσβάσιμο μόνο δια θαλάσσης. Λέγεται έτσι επειδή είναι ένας καταρράκτης που πέφτει στη θάλασσα! (Για να πάει κανείς σε αυτόν τον πλανήτη να δει άλλο μέρος όπου καταρράκτες πέφτουν στη θάλασσα, θα πρέπει να ταξιδέψει έως τη Γροιλανδία!). Το χειμώνα, λόγω πολλών νερών, ο καταρράκτης δε γλείφει τα βράχια και πέφτει στον αέρα. Εξ ου και τ” όνομά του.

14

Ο καταρράκτης αυτός καταγράφεται ως ο υψηλότερος στην Ελλάδα, 4ος στην Ευρώπη κι 11ος στον πλανήτη, αφού πέφτει από ύψος 180 μ.! Το νερό φαίνεται να σκάει μέσα από το βουνό αλλά δε είναι έτσι. Είναι πολύ εντυπωσιακό  και είναι σαν το νερό να γίνεται σκόνη κατεβαίνοντας από ύψος 180 μέτρων. Δεν μπορούσαν να πλησιάσουν πολύ κοντά  εξαιτίας των κυμάτων. Ο μικρός όμως  υποσχέθηκε στον εαυτό του πως  κάποια άλλη φορά που θα ήτανε μπουνάτσα θα ερχότανε να τον δει από πολύ κοντά    Προς το παρόν έπρεπε να τον θαυμάσει από μακριά  ενώ το καΐκι προχωρούσε Σε λίγο φάνηκε μια πανέμορφη παραλία  κλειστή από παντού και ένα ποταμάκι κυλούσε προς τη θάλασσα.

ÄÅÍ ÈÅËÙ ÍÁ ÌÅ ÊËÁØÅÔÅ .......ÌÅ ÖÏÍÔÏ ÔÏ ÂÁÔÏ !!!!!!

Ο μικρός θυμήθηκε πως διψούσε αλλά ήτανε αδύνατον να πέσουν γιαλό.  Ο καπετανιος σαν να διάβασε τη σκέψη του:-Κάνε υπομονή και σε λίγο θα βρούμε και νερό είπε και έβγαλε να ανάψει ένα τσιγάρο για να ξεχάσει τη δίψα του. Τι να κάνει ο μικρος? Άπλωσε το χέρι του στη θάλασσα και πήρε λίγο νεράκι βρέχοντας τα χείλη του. Αντί όμως να ξεδιψάσει δίψασε πιο πολύ. Είναι πολύ παράξενο αλλά να βρεθείς στη θάλασσα με τόσο νερό και να πάθεις αφυδάτωση? Και όμως.. Φυσικά υπάρχει εξήγηση  για όλα φταίει το αλάτι που έχει μέσα το θαλασσινό νερό  άρχισε λοιπόν να σκέφτεται τον φίλο του που ήτανε στο ποτάμι του Φονιά. Αυτός είχε όσο νερό ήθελε τουλάχιστον  αλλά φαγητό είχε? Βέβαια ο μικρός ούτε νερό ούτε φαγητό είχε. Αλλα για μια στιγμή? Μέσα στο δισάκι είχε μια ντομάτα και λίγο ψωμάκι. Ευκαιρία να το φάνε από  μισό. Αν όμως στραβοκατάπιναν και ήθελαν νερό? Όχι .. ας περίμενε  Σε λίγο φάνηκε ένας βράχος ασυνήθιστος:

Γριας πανιά 2

– Τι είναι αυτό? Ρώτησε ανυπόμονα

–Αυτά είναι της γριάς τα τζάτζαλα  (πανιά) απάντησε ο καπετάνιος σχεδόν αμέσως Ο μικρός ξέχασε και την πείνα και την δίψα του κοιτούσε χωρίς να χορταίνει. Τι φτιάχνει η φύση όταν έχει κέφια? Σκέφτηκε Φαινότανε σαν κάποια γυναίκα να είχε απλώσει τα πανιά της να στεγνώσουν και αυτά μαρμάρωσαν εκεί πάνω .Προφανώς είναι γεωλογικοί σχηματισμοί υπό μεγάλη πίεση και μετά από διάβρωση πολλών αιώνων. Φυσικά  η μορφή τους και το σχήμα τους έδινε τροφή στη φαντασία των  ντόπιων. Και έφτιαξαν ένα μύθο που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά όπως άλλωστε και κάθε  τόπος. Εδώ τη Σαμοθράκη κυρίαρχα στοιχεία της φαντασίας αυτής είναι: Ο τόπακας  , ο μούτσινους  , η γιααααγκίδα  και το στχειό. Φυσικά επιμέρους η μυθοπλασία ήθελε μια γριούλα να απλώνει τα κουρέλια της στον ήλιο για να στεγνώσουν και αυτά να μαρμαρώνουν  πάνω στα βράχια . Όταν η θάλασσα είναι μπουνάτσα  και το καΐκι πλησιάσει την ακτή  ο σχηματισμός είναι υπέροχος.

15

Αν αυτό γίνει αρκετά πρωί επειδή τα οι γρανίτες είναι υγροί από την πρωινή  υγρασία το φώς του ήλιου παιχνιδίζει και από ανάκλαση και διάχυση δίνει διάφορους χρωματισμούς   που φαντάζουν θεσπέσιοι. Αν έχει όμως και ομίχλη τότε  «ζωντανεύει » ακόμα και η γριούλα και φαίνεται να κινείται πάνω στα βράχια καθοδηγώντας τα κατσίκια της. Αυτά όμως από μεταγενέστερο χρόνο. Τώρα ο μικρός  ναύτης είχε κρεμαστεί στη κουπαστή και είχε ξεχάσει τη δίψα του θαυμάζοντας την όμορφη  αλλά απροσπέλαστη ακτή. Υποσχέθηκε όμως πως θα ερχότανε ξανά να δει να θαυμάσει και να καταγράψει ότι υπήρχε .Ο μικρός θυμήθηκε πως διψούσε αλλά ήτανε αδύνατον να πέσουν γιαλό.  Ο καπετανιος σαν να διάβασε τη σκέψη του:-Κάνε υπομονή και σε λίγο θα βρούμε και νερό είπε και έβγαλε να ανάψει ένα τσιγάρο για να ξεχάσει τη δίψα του. Τι να κάνει ο μικρος? Άπλωσε το χέρι του στη θάλασσα και πήρε λίγο νεράκι βρέχοντας τα χείλη του. Αντί όμως να ξεδιψάσει δίψασε πιο πολύ. Είναι πολύ παράξενο αλλά να βρεθείς στη θάλασσα με τόσο νερό και να πάθεις αφυδάτωση? Και όμως.. Φυσικά υπάρχει εξήγηση  για όλα φταίει το αλάτι που έχει μέσα το θαλασσινό νερό  άρχισε λοιπόν να σκέφτεται τον φίλο του που ήτανε στο ποτάμι του Φονιά. Αυτός είχε όσο νερό ήθελε τουλάχιστον  αλλά φαγητό είχε? Βέβαια ο μικρός ούτε νερό ούτε φαγητό είχε. Αλλα για μια στιγμή? Μέσα στο δισάκι είχε μια ντομάτα και λίγο ψωμάκι. Ευκαιρία να το φάνε από  μισό. Αν όμως στραβοκατάπιναν και ήθελαν νερό? Όχι .. ας περίμενε . Ο μικρός ξέχασε και την πείνα και την δίψα του κοιτούσε χωρίς να χορταίνει. Τι φτιάχνει η φύση όταν έχει κέφια? Σκέφτηκε Φαινότανε σαν κάποια γυναίκα να είχε απλώσει τα πανιά της να στεγνώσουν και αυτά μαρμάρωσαν εκεί πάνω .Προφανώς είναι γεωλογικοί σχηματισμοί υπό μεγάλη πίεση και μετά από διάβρωση πολλών αιώνων. Φυσικά  η μορφή τους και το σχήμα τους έδινε τροφή στη φαντασία των  ντόπιων. Και έφτιαξαν ένα μύθο που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά όπως άλλωστε και κάθε  τόπος. Εδώ τη Σαμοθράκη κυρίαρχα στοιχεία της φαντασίας αυτής είναι: Ο τόπακας  , ο μούτσινους  , η γιααααγκίδα  και το στχειό. Φυσικά επιμέρους η μυθοπλασία ήθελε μια γριούλα να απλώνει τα κουρέλια της στον ήλιο για να στεγνώσουν και αυτά να μαρμαρώνουν  πάνω στα βράχια . Όταν η θάλασσα είναι μπουνάτσα  και το καΐκι πλησιάσει την ακτή  ο σχηματισμός είναι υπέροχος. Αν αυτό γίνει αρκετά πρωί επειδή τα οι γρανίτες είναι υγροί από την πρωινή  υγρασία το φώς του ήλιου παιχνιδίζει και από ανάκλαση και διάχυση δίνει διάφορους χρωματισμούς   που φαντάζουν θεσπέσιοι. Αν έχει όμως και ομίχλη τότε  «ζωντανεύει » ακόμα και η γριούλα και φαίνεται να κινείται πάνω στα βράχια καθοδηγώντας τα κατσίκια της.

16

Αυτά όμως από μεταγενέστερο χρόνο. Τώρα ο μικρός  ναύτης είχε κρεμαστεί στη κουπαστή και είχε ξεχάσει τη δίψα του θαυμάζοντας την όμορφη  αλλά απροσπέλαστη ακτή. Υποσχέθηκε όμως πως θα ερχότανε ξανά να δει να θαυμάσει και να καταγράψει ότι υπήρχε .Στο μεταξύ η μηχανή απτόητη : ντούκου- ντούκου –ντούκου  έσπρωχνε τον  Άγιο Νικόλαο  προς  τα δεξιά. Ήδη τα πανιά της γριάς είχανε μείνει πίσω  και ο μικρός αναπολούσε τον καλό του φίλο. Είχε ήδη ξημερώσει για τα καλά. Τέτοια ώρα  ο μπόμπι θα είχε ξυπνήσει και αφού είχε κάνει επιθεώρηση την περιοχή του θα είχε πάει στο ποτάμι. Σαν να τον έβλεπε ο μικρός. Θα είχε καθίσει στα πίσω πόδια του και θα έβλεπε προς το πέλαγος περιμένοντας να ακούσει τον γνώριμο ήχο της μηχανής που θα έφερνε κοντά του τον μικρό ναύτη. Τα πανιά της γριάς είναι διαμετρικά αντίθετα από τον Φονιά Άρα για να  πάει εκεί είχε πολύ δρόμο ακόμα. Αλλά τι θα γινότανε? Θα πήγαινε εκεί ξανά σήμερα? Και αν  πήγαινε που θα έβρισκε τα ψάρια που του είχε τάξει? Αφού αυτά που πιάσανε τα είχανε πετάξει. Θα  εξηγούσε βέβαια στον φίλο του σε κάποια γλώσσα . Θα καταλάβαινε όμως? Μήπως πίστευε πως τον είχε ξεχάσει κιόλας και ένοιωθε απογοήτευση??  Τέτοιες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του μικρού. Στο μεταξύ η δίψα είχε μεγαλώσει και άρχισε ν συνοδεύεται και από πείνα. Κοιτάει κατά την πρύμνη και βλέπει τον καπετάνιο να έχει ανάψει τσιγάρο  και ο καπνός να συνοδεύει τον καπνό που έβγαζε η μηχανή. Δούλευε τόσες  ώρες αλλά ήτανε υδρόψυκτη οπότε δεν κινδύνευε να πάθει ζημιά. Ο πρωινός στεριανός αέρας  που κατέβαινε από τα βουνά του δρόσισε το μέτωπο και ανακούφισε λίγο την δίψα του. Έσκυψε στην κουπαστή και έβαλε το χέρι του στη θάλασσα. Πόσο δροσερή ήτανε!!!!!! Έφερε το χέρι στο στόμα και δρόσισε και τα χείλη του . Δεν μπορεί σκέφτηκε. Ο καπετάνιος που ήτανε έμπειρος κάτι θα είχε στο μυαλό του. Ξαφνικά ο ήχος της μηχανής άλλαξε. Χαμήλωσαν οι στροφές. Κοιτάει έξω και βλέπει μια πανέμορφη παραλία με άσπρη άμμο

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΧΙΑΣ ΑΜΜΟΥ

Το σκάφος έστριψε δεξιά και πήγαινε αργά προς την αμμουδιά .Κατάλαβε ο μικρός πως εδώ θα σταματούσαν για κάποιο λόγο. Σηκώθηκε και ετοίμασε το σχοινί της πλώρης. Ήξερα πως αν ήταν να φουντάρουν ο ένας θα είχε την άγκυρα και ο άλλος το σχοινί της πλώρης. Το τύλιξε σε κουλούρα γύρω από το χέρι του και κοίταξε τον βυθό. Στα κρυστάλλινα νερά υπήρχε άμμος και πολλά ψαράκια που τρέχανε χωρίς νόημα. Παίζανε ή κυνηγούσανε. Άκουσε  τον θόρυβο που έκανε η άγκυρα πέφτοντας στο νερό και προχώρησε στην πλώρη να είναι έτοιμος να κάνει σάλτο. Το καΐκι ήρθε ομαλά και κάθισε στην άμμο .Ήτανε αρκετά βαθειά. Κατεβαίνει ο μικρός και απλώνει το σκοινί  το δένει χαλαρά σε ένα «γιαλόξλο» . Είναι ξύλο που το έχει πετάξει η θάλασσα στην στεριά. Συνήθως κορμός δέντρου. Κοίταξε  προς τη θάλασσα. Το όμορφο τρεχαντηράκι  πλατσουρίζε αμέριμνο  πάνω στα κυματάκια της θάλασσας παίζοντας μαζί τους. Ο καπετάνιος είχε ήδη πάρει το παγουράκι και κατέβηκε και αυτός. Μπροστά φαινότανε ένα εκκλησάκι πανω στα βράχια.

17

Είναι το διάσημο εκκλησάκι της Παναγίας της Κρημνιώτισσας που στέκεται αγέρωχα πάνω στο βράχο και φυλάει όλους τους ναυτικούς του κόσμου. Ο μικρός προχώρησε προς  το μέρος του καπετάνιου. Κρατούσε ένα μικρός φτυάρι που το είχανε για να στρώνουν τον ορκό.Ορκός είναι το μέρος που τραβούν τα καΐκι έξω στη στεριά πάνω στα φαλάγγια τους. Προχώρησε λίγα μέτρα και άρχισε να σκάβει στην άμμο. Στους 20 πόντους παρουσιάστηκε νερό πολύ δροσερό. Ο καπετάνιος με ένα μικρό μαστραπά το έπαιρνε και βάζοντας το μαντήλι μπροστά σν σουρωτήρι το έριχνε μέσα στο παγουράκι.Σιγά σιγά το παγουράκι γέμιζε. Όταν έφτασε στα μισά γεμίζει ένα μπαστραπά και το δίνει στο μικρό. –Πιές του λέει. Ο μικρός το πήρε στα χέρια του και χωρίς καμιά κουβέντα άρχισε να πίνει. Το νερό ήτανε πού δροσερό αλλά γλυφό. Όμως με την δίψα που ειχε του φαινόταν σαν νερό Α διαλογής. –Γένα αααααα πιείς του λέει ο καπετάνιος. Σια γύστηηα  αααα πιεις ακόμα γένα. Με του μαλακό. Αυτό ήτανε και το σωστό. Αφού ο ήπιε ο μικρός άφησε τον μαστραπά και ήπιε και ένα  ο καπετάνιος. Το παγούρακι ήτανε γεμάτο. -Παρτο και και πάντου στ αμπαρ..Ο μικρός πήρε το παγούρι και τράβηξε για το σκάφος ενώ ο καπετάνιος άναψε τσιγάρο. Πηγαίνοντας  για το καΐκι  σκεφτόταν: καλά ήπιαμε αλλά από τροφή?? Μπαίνει μέσα αφήνει το νερό σε σκιερό μέρος και ψάχνει για την κμπάνια. Βλέπει πως είχε μείνει ένα μεγάλο κομμάτι  ψωμί μια ντομάτα και κάμποσες ελιές. Τα παίρνει όλα και βγαίνει στην παραλία.  –Ααα καλά έκανες και το έφερες του λέει ο καπατένιος.Παίρνει τν σουγιά που ητανε  δεμένος με σπάγγο από την ζώνη του και κόβει την ντομάτα στα τέσσερα. Πήγαινε να την πλύνεις σντου γιαλό. Είπε κοφτά. Το ξέπλυμα στη θάλασσα είχε διπλό ρόλο: Και να πλυθεί και να αλατιστεί. Πράγματι ήτανε πιο νόστιμε  έτσι. Μοιράζονται λοιπόν την ντομάτα και τις ελιές . Τρώνε για κολατσιό και το ψωμί . Κάπως χόρτασαν  Πιο καλά ξεγέλασαν την πείνα τους. Αν είχανε κρατήσει και τα ψάρια θα  τα είχανε ψήσει εδώ και θα τρώγανε καλά σκέφτηκε ο μικρός αλλά τις σκέψεις του τις διέκοψε ένα γάβγισμα. Τινάχτηκε ο μικρός πάνω.  Είναι δυνατόν να είχε έρθει εδώ ο φίλος τους? Μα πως  πέρασε όλες αυτές τις απροσπέλαστες ακτές που δεν ήτανε και καθόλου φιλικές? Δηλαδή ταξίδευε όλη νύχτα για να ακολουθήσει το καΐκι μες το μπουρίνι? Μακάρι να ήτανε έτσι. Αλλά τότε τι θα τον έδινε να φάει αφού δεν υπήρχε τίποτα? Άσε που θα ειχε αθετήσει την υπόσχεσή του αφού είχε πετάξει όλα τα ψάρια στη πορεία/ Λες να ητανε της φαντασίας του?Με τις σκέψεις του αυτές έστρεψε το βλέμμα προς το  γάβγισμα. Βλέπει δυο κιαχαγιάδες  με ντου γκντουρ και τσι σκύλοι να έρχονται προς το μέρος τους.- Εεεε καπετάνιε. Αααααα μας παρς ως του Λάκουμα?? Φώναξε ο ένας δείχνοντας με το μπαστούνι δεξιά όπου έπεφτε το Λάκκωμα. Το Λάκκωμα είναι ένα χωριό της Σαμοθράκης στην νότια πλευρά.

18

ΦΩΤΟ ΛΑΚΚΩΜΑ

 

 

Ο καπετάνιος κοίταξε προς το μέρος τους και απάντησε: Ελάτε εδώ βρέ παιδί!!!! Οι δυο κιαχαγιάδες πλησίασαν  και ο μικρός είδε πως στη πλάτη τους είχαν από μία βούλια  ( τομάρι από κατσίκι κατάλληλα επεξεργασμένο που παίζει το ρόλο του ταγαριού) Ξεχώρισε και στα πόδια τους τα τσερβούλια (είδος υποδήματος που χρησιμοποιούν οι βοσκοί στη Σαμοθράκη). Τους βοηθούσε να μην βουλιάζουν στην άμμο αλλά και τους προστάτευε από τα κακοτράχαλα μονοπάτια αφού στο κάτω μέρος είχε σόλα από ελαστικό αυτοκινήτου. Πίσω τους στεκότανε δυο σκύλοι  που κοιτούσαν άγρια .Οι βοσκοί πλησίασαν και είπανε ξανά το αίτημά τους. Αααααα μας παρς ως του Λάκουμα?   Για τι σας θελα σας πάου αλλά δε βαζου σκύλοι στου καΐκι ήταν η απάντηση του καπετάνιου.  Καλά δε πειάζει . Ηλάτε να σας δώσουν  κουμάτ αθότυου είπε ο ψηλός και έβγαλε ντη βούλια από την πλάτη. Ο μικρός πλησίασε . Να που θα τρώγανε καλά  και θα χόρταιναν από τους κιαχαγιάδες. Πήγε στο καΐκι και πήρε ντου τουρβά.. Ο κιαχαγιάς ήδη είχε βγάλει τουν αθότυουυ (μυζήθρα Σαμοθράκης) και έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Συνάμα ο δευτερος έβγαλε από την βούλια ένα κομμάτι κρέας (γουργόβαααασσστου) και το είχε κοψει και αυτός σε 4 κομμάτια. Τα δυο ήτανε δικά τους . Τα άλλα δυο πήγαιναν για τους ναυτικούς. Και φυσικά τα κόκκαλα  στα σκυλιά. Ωραία ζωή σκέφτηκε ομικρός. Ο φίλος του όμως θα ειχε τάχα να φάει? Μήπως περίμενε στο ποτάμι να φανεί το καΐκι και να παίξουν ή να φάνε τα ψάρια που του είχε τάξει? Τις σκεψεις του διέκοψε  η φωνή του καπετάνιου. –Σαλπάρουμε  Πήρε τοφαγητό και προχώρησε προς το σκάφος αφού είπε ευχαριστώ στους δυο βοσκούς. Ανέβηκε επάνω έβαλε το φαγητό στο αμπάρι και κοιτούσε προς την εκκλησία της παναγίας της Κρημνιώτισσας. Θα ξαναρχότανε αυτό ήτανε σίγουρο. Ο καπετάνιος αφού μίλησε λίγο με τους δυο βοσκούς ανέβηκε στο καΐκι. Άναψε τσιγάρο και τον φλόγιστρο. Ο μικρός είχε ήδη μαζέψει το σχοινί της πλώρης και τώρα μάζευε το σχοινί της άγκυρας. Ανυπομονούσε να σαλπάρουν . Πράγματι όλα πήγαν σαν ρολόι. Η μηχανή πήρε αμέσως μπροστά σπάζοντας την σιγαλιά της περιοχής. Μερικοί γλάροι πέταξαν και έκαναν κύκλους γύρω από το σκάφος. Αριστερά από τα βράχια δυο καραπλάνκες βούτηξαν στο νερό και πίσω δεξιά πετάχτηκαν μερικά  κεφάλια τρομαγμένα από το θόρυβο της μηχανής. Με το μπρός άρχισε το όμορφο σκαφος να ανοιγεται προς το πέλαγος. Έπρεπε να περάσει τα βράχια και  να κινηθεί προς την Κοιτάδα. Στην παραλία οι δυο κιαχαγιάδες αφού έβαλαν τις βούλιες στην πλάτη πήραν τον ανήφορο χρησιμοποιώντας το μπαστούνι για στήριγμα  με τους σκύλους να ακολουθούν. Ο μικρός καθισμένος στη πλώρη του καϊκιού κοιτούσε την παραλία αλλά η σκέψη του ήτανε στον Φονιά. Ο φίλος του θα τον περίμενε? Δεν φταίει φυσικά ο ίδιος που  δε είχε πάει στο ραντεβού τους.

19

Αλλά και μέσα στην νύχτα με το μπουρίνι θα είχε προλάβει να πάει στο σπιτάκι του? Θα είχε φαγητό να φάει ? Ποιος ξέρει? Τις σκέψεις του διέκοπτε ο ρυθμικός ήχος της μηχανής –Ντούκου ντούκου… Αλλά   έπρεπε να δει και την θετική πλευρά της υπόθεσης. Αφού το νησί ήταν κυκλικό κάθε χτύπος της μηχανής τον έφερνε πιο κοντά στον φίλο του. Το πιο πιθανό ήταν να πανε στο λιμάνι και να αράξουν.Από την άλλη όμως στον Άγκιστρο ήτανε τα εργαλεία τους . Δυο παραγαδάκια ήταν μέσα από την προηγούμενη νύχτα. Θα τα άφηναν εκεί? Μήπως θα συνέχιζαν και θα πήγαιναν να τα σηκώσουνε? Αυτή η σκέψη τον χαροποίησε. Έσκυψε στο αμπάρι και πήρε το παγουράκι .Ήπιε μερικές γουλιές δροσερό νεράκι  ενώ ήδη καβατζάριζαν τον κάβο. Πάνω στα βράχια καθισμένες καραπλάνκες τους αγνοούσαν παντελώς και μερικοί γλάροι έκαναν βουτιές πάνω από τα κεφάλια τους. Ένα σμήνος αγριοπερίστερα  πετούσαν αμέριμνα και μερικά κοράκια  έκρωζαν χτυπώντας τα φτερά τους. Ο μικρός κοιτούσε μαγεμένος.. Ποιος το περίμενε πως το ξαφνικό μπουρίνι θα του έδινε μια τέτοια χρυσή ευκαιρία να κάνει τον γύρω της Σαμοθράκης? Έβλεπε όμορφες παραλίες για πρώτη φορά και κατέγραφε τα ονόματά τους.Καθισμένος στη  πλώρη ο μικρός κοιτούσε μαγεμένος  τις όμορφες παραλίες καθώς το τρεχαντήρι έσχιζε τα γαλάζια νερά  μεταφέροντας τους δυο ψαράδες  προς το λιμάνι της Καμαριώτισσας. Σιγά – σιγά άφηνε πίσω τις απόκρημνες παραλίες και πλησίαζε σε παραλίες γνώριμες. Ήδη μπροστά φάνηκαν  το Λάκκωμα και οι  Μακρυλιές  και στο βάθος αριστερά η Λάμπη και το Μκόο Βνι  Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά όταν φτάσανε στην παραλία στο Λιβάδι που ήτανε πού γνώριμη αφού εκεί κάνανε τα μπάνια τους όλοι οι κάτοικοι των Αλωνίων. Ο μικρός σηκώθηκε όρθιος να δει και να θαυμάσει  την πλαζ όπου ήδη υπήρχαν μερικοί κολυμβητές που παίρνανε το πρωϊνό τους μπάνιο. Να και ο κάβος του Αγίου Ανδρέα . Μόλις  θα τον περνούσανε θα φαινότανε η Καμαριώτισσα. Το καΐκι λες και ένοιωθε τις σκεψεις του μικρού έσχιζε με υπερηφάνεια τα νερά σαν να του έλεγε : θα σε πάω στο λιμάνι μην ανησυχείς. Μερικά δελφίνια ακολούθησαν το σκαρί  και μόλις πέρασαν τον κάβο έστριψαν κατά το πέλαγος. Να και το λιμανάκι. Μόλις βγούμε έξω θα ζητήσω ένα παγωτό χωνάκι σκέφτηκε ο μικρός. Θα το φάω με μία μπουκιά  και θα πιώ νερό δροσερό από τη Τουρκόοβυυυυσα. Όρθιος στην πλώρη έβλεπε τον αφρό που πετούσε η πλώρη. Παρατήρησε όμως πως το καΐκι δεν έστριβε κατά το λιμάνι αλλά η πλώρη έδειχνε το Λιμνίδι. Σκέφτηκε μήπως ο  καπετάνιος αποκοιμήθηκε αλλά στρέφοντας τον είδε με  το τσιγάρο στα χέρια . Τι να είχε συμβεί? Καλά άλλος είναι ο κυβερνήτης σκέφτηκε. Και ξαναπήγε στη πλώρη κοιτώντας τον αφρό που πετούσε. Ήδη είχαν περάσει το Ροδοφύλι όταν άκουσε μια φωνή: -Έλα πίσω Προχώρησε με σταθερό βήμα προς την πρύμνη και κάθισε στο δοιάκι. –Εγώ θα ξαπλώσω λίγο στο αμπάρι. Να κρατάς πορεία για τον Άγκιστρο. Αυτό ήταν Θα πήγαιναν πίσω να πάρουν τα  παραγάδια τους. Μα τότε θα περνούσαν και από τον Φονιά όπου ήταν ο φίλος τους. Ωραία σκέφτηκε θα τον ξαναδώ σύντομα. Πιο σύντομα από όσο ήλπιζα. Έβαλε πλώρη για την Παλαιόπολη   και θυμήθηκε που του είχε πεί ο καπετάνιος να μην ανοίγεται πολύ  γιατί στο πέλαγος

20

έχει ρέματα που  δυσκολεύουν το καΐκι. Τώρα καπετάνιος ήτανε ο μικρός. Ένοιωθε να έχει όλο τον κόσμο στα χέρια του και τον είχε αλήθεια. Έπρεπε να οδηγήσει το σκάφος με ασφάλεια. Μόλις πέρασαν τη Παλαιόπολη ο βοριάς  έδειχνε τα δόντια του. Ένα πυκνοθαλάσσι χτυπούσε το σκάφος Αλλά αυτό δεν καταλάβαινε  τίποτα λες και ήξερε και ένοιωθε τα αφεντικά του. Από τα πανάρχαια χρόνια οι ναυτικοί έδιναν  όνομα στα πλοία και κυρίως γένους θηλυκού όπως η Αργώ η Πάραλος κ.α Θεωρούσαν πως  δεν ήτανε ένα άψυχο κατασκεύασμα αλλά ένα «ον» που ένοιωθε τον καπετάνιο και το πλήρωμα. Με τις σκέψεις αυτές έπεσε γιαλό στους Καρυώτες και στα Θέρμα. Ήδη άνοιξε ο κάβος και φάνηκε ο Πύργος του Φονιά. Ο μικρός ένοιωσε ρίγος Άραγε ο μπόμπι θα τον περίμενε?? Πλησιάζοντας βλέπει ένα όγκο καθισμένο στην παραλία και ξαφνικά άκουσε το γνώριμο γάβγισμα. Να λοιπόν που τον περίμενε Όρθιος όπως ήτανε χαιρέτισε με τα χέρια τον φίλο του και αυτός γάβγισε χαρούμενα Δεν μπορούσε όμως να πέσει γιαλό το σκάφος εξαιτίας του κυματισμού αλλά και πάλι δεν είχε τίποτα να του δώσει Το καΐκι όμως απομακρυνότανε συνέχεια και ο σκύλος έμεινε στη παραλία να κοιτάει προς το μέρος του . Όταν πέρασαν την Αγία Παρασκευή ο μικρός άρχισε να χτυπάει το σπιράγιο με τον κόπανο. Ήταν το σύνθημα προς τον καπετάνιο να ξυπνήσει. Ήδη άνοιξε προς τον Άγκιστρο όπου ο βοριάς είχε πέσει πια και φαινόταν οι σημαδούρες από τα παραγάδια Άφησε το τιμόνι και προχώρησε προς το αμπάρι αλλάζοντας θεση με τον καπετάνιο. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά φτάσανε στο μέρος. Ο καπετάνιος έσβησε την μηχανή . Καιρός ήτανε να ξεκουραστεί και αυτή και έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς. Από και πέρα θα αναλάμβανε η ξυλομηχανή δηλαδη τα κουπιά. Πράγματι  όταν έπιασαν τν πρώτη σημαδούρα ήταν καταμεσήμερο πια. Κάθε αγκίστρι είχε και ένα ψάρι: Σκαθάρια  σαργούς κακαρέλους τσιπούρες λιθρίνια  φαγκριά συναγριδάκια χάνους σπάρους και πέρκες. Όλα όμως χαλασμένα και σχεδόν βρωμικα. Μόλις τα ξαγκίστρωνε τα πετούσε στη θάλασσα. Όλη η σοδειά πήγε στράφι. Κάποια στιγμή ο μικρός θυμήθηκε και το τάμα του.-Άμα ανέβει κανένα που δεν μυρίζει κράτα το να το δώσω στο σκύλο είπε Πράγματι ο καπετάνιος έριξε μερικά στο πανεράκι Αλλά το ερώτημα είναι πως θα τα δίνανε στο σκύλο? Αφού μάζεψαν  τα εργαλεία τους ξεκίνησαν για την επιστροφή  με το μυαλό του μικρού να είναι στον μπόμπι. Ήδη η θάλασσα είχε «πέσει» και είχε γίνει λάδι και το τρεχαντήρι ανάλαφρο είχε πάρει πορεία προς το λιμάνι .Μόλις φτάσανε στον Φονιά έκανε αργά την μηχανή και έστρεψε κατά την μπούκα του ποταμιού Με αργές κινήσεις μπήκαν μέσα στο ποτάμι. Η χαρά του μικρού ήτανε απερίγραπτη   Δέσανε το καΐκι και άκουσε τον καπετάνιο να λέει. –Πήγαινε να μαζέψεις ξύλα να ανάψουμε φωτιά να ψήσουμε τα ψάρια για κολατσιό. Είχανε στο πανεράκι 10 ψάρια που ήτανε  αρκετά φρέσκα Ο μικρός πετάχτηκε έξω και έτρεξε προς τον πύργο να δει τον φίλο του. Πουθενά όμως. Άρχισε να φωνάζει: Μπόμπιιιιι Μπόμπιιιιιι και τότε από μακριά άκουσε το γνώριμο γάβγισμα Να και ο μπόμπι Επιτέλους  πάλι μαζί.Έλα να μαζέψουμε ξύλα όχι να  παίξουμε αλλά να ψήσουμε ψάρια. Σαν να κατάλαβε ο σκύλος και ακολούθησε .

21

Η θάλασσα ήτανε γεμάτη γιαλόξυλα. Μάζεψε μια καλή αγκαλιά ο μικρός και τα πήγε πίσω ακολουθούμενος από τον μπόμπι Ο καπετάνιος άναψε φωτιά και ο μικρός πήρε να καθαρίσει τα ψάρια από τα εντόσθια που τα πετούσε μέσα στο ποτάμι. Σε λίγο μαζεύτηκαν κεφαλόπουλα μουρμούρια και σπάροι και άρχισαν να τρώνε. Ο μπόμπι ήταν έτοιμος να επέμβει αλλά ο μικρός τον συγκράτησε. –Όχι αυτά εμείς θα φάμε το ψάρι.  Αλλά και ο μικρός έκανε κάτι πιο παράξενο πήρε την απόχη και περίμενε να μαζευτούν τα ψαράκια οπότε με μια απότομη κίνηση βουτάει και η απόχη τσάκωσε ένα σπάρο. –Εσένα θα σε κάνω δόλωμα είπε και τον άφησε στη στεριά Από τα ψάρια που καθάριζε τα λέπια δεν τα έβγαζε Αυτά παρέμεινα στο ψήσιμο και εμπόδιζαν το ψάρι να  καεί Έδωσε τα ψάρια στον καπετάνιο και πήρε τον φίλο του να κάνουν ένα μπανάκι στο ποτάμι. Έπεσε μέσα με τα ρούχα και τον ακολούθησε ο σκύλος Η χαρά τους δεν περιγράφεται Θα έτρωγαν και ίσως να ξάπλωναν και λίγο στη σκιά στα πλατάνια Πράγματι σε λίγο άκουσε την φωνή του καπετάνιου:-Ελάτε για κολατσιό. Ήτανε η πρώτη φορά που έτρωγε τόσο νόστιμα ψάρια και μάλιστα με την πιο καλή παρέα. Ο μπόμπι μασουλούσε το δικό του ψάρι γρυλίζοντας από ευχαρίστηση Μόλις τελείωσαν λέει ο καπετάνιος: -Μια και έπεσε ο καιρός θα ξαναρίξουμε παραγάδια στον Άγκιστρο.. Αυτό σημαίνει ξανά πεταλίδες  και ξανά ίδια εργασία. Αλλά χαλάλι αφού ξαναβρήκε τον φίλο του Πήρε το σακί και το μαχαιράκι και παρέα τον μπόμπι και μπήκαν στη θάλασσα Άρχισε να μαζεύει πεταλίδες ενώ ο σκύλος έφερνε ξυλάκια αφού θεωρούσε όλο αυτό σαν ένα παιχνίδι Πιο δίπλα ο καπετάνιος μαζευε και αυτός πεταλίδες Θα ξαναδοκίμαζαν και ίσως να ήτανε πιο τυχεροί. Άραγε  ο σκύλος τα καταλάβαινε?? Υπέθεσε πως μάλλον ναι τα σκυλιά έχουν ένστικτο και νοιώθουν πολλά για τους ανθρώπους. Μόλις γέμισαν τα μικρα σακιά τα έριξααν στον αμπάρι και ετοιμάστηκαν να σαλπάρουν Δεν είχαν και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους. Ο μικρός χαιρέτησε τον μπόμπι με μια αγκαλιά έλυσε το παλαμάρι της πλώρης και σαλτάρισε μέσα στο αμπάρι έτοιμος στη θέση του Αφού βάλανε μπροστά το σκάφος ανοίχτηκε για το πέλαγος γύρισε και είδε τον φίλο του που γάβγιζε χαρούμενος  και χορτασμένος Ήταν όλοι ευχαριστημένοι: Ο μικρός που εκπλήρωσε το τάμα του ο σκύλος ου βρήκε τον φιλο του και ο καπετάνιος  που θα πήγαινε στο λιμάνι με ψάρια αφού η προηγούμενη βραδιά  πήγε στράφι. Για να δούμε όμως. Μόλις καλουμάρισαν τα παραγάδια τους έπεσαν γιαλο στον Άγκιστρο και φουντάρισαν για να είναι και κοντά στο μέρος. Δεν θα ξαναέκανε μπουρίνι και αυτή τη βραδιά Άλλωστε τα σημάδια έδειχναν πως  θα είχαν μια πολύ όμορφη νύχτα. Ο Ουρανός ξάστερος φύλλο δεν κουνιότανε και το καΐκι σχεδόν ακίνητο λες και ήτανε στη στεριά καλη βραδιά για ψάρεμα σκέφτηκε ο μικρός αλλά ήτανε ήδη κουρασμένος Προτιμούσε ένα υπνακο στο αμπάρι να ακούει  τα πετραδάκια να χτυπάνε στον βυθό. Όμως δεν έχανε τίποτα  να ρίξει ένα πεταχτάρι. Δόλωμα είχανε. Στα γρήγορα αρμάτωσε ένα πεταχτάρι  το δόλωσε και το έριξε στη θάλασσα. Έδεσε τη πετονιά στη πρύμνη διπλα στην άγκυρα και  πήγε να ξαπλώσει στο αμπάρι. Κάτι θα έπιανε αλλά και τίποτα να μην έπιανε δεν έχανε και πολλά πράγματα   .

22

 Ο καπετάνιος ήδη είχε κάνει το τσιγάρο του και είχε ξαπλώσει –Που πήγες τον ρώτησε –Εριξα πεταχτάρι πίσω απάντησε –Θα μαγκώσει κάτω έχει πολλές πέτρες εδώ αλλά άστο. Ξάπλωσε δίπλα ο μικρό με το αμπάρι ανοικτό. Φαινότανε τα άστρα και άκουγαν ήχους παράξενους και αρμονικούς. Κάπου μακριά ένας σκύλος  γάβγιζε που ίσως ήταν ο φίλος του Αλλά ήτανε ευχαριστημένος. Με τις σκέψεις αυτές τον πήρε ο ύπνος    και μάλιστα ουτε όνειρο δεν είδε από τη κούραση

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Κάποια στιγμή ακούει κάτι σαν χτύπημα. Ξυπνάει και βλέπει πως είχε πια χαράξει η μέρα και ο καπετάνιος έλλειπε από το αμπάρι. Σηκώνεται και τον βλέπει πίσω στην πρύμνη Έλα να δεις φώναξε. Σηκώνεται ο μικρός και  τι να δει? Ένα λαβράκι 3-4 κιλα  πάνω στη πρύμνη. Τότε θυμήθηκε το πεταχτάρι που είχε ρίξει στη θάλασσα Άρχισε να χοροπηδάει από την χαρά του Ήταν η πρώτη φορά που  έβγαζε ένα τόσο μεγάλο ψάρι –Γούρι λέει ο καπετάνιος Σήκω να πάμε για τα παραγάδια μας  Σηκώθηκε ο μικρός έβρεξε με θαλασσινό νερό το πρόσωπό του και έπιασε το λαβράκι. Του φαινότανε απίστευτο πως κατάφερε  πιάσει ένα τόσο μεγάλο ψάρι με το δόλωμα  που είχε βγάλει με την βοήθεια του Μπόμπυ. Πρέπει να θυμηθούμε πως σαν δόλωμα είχε βάλει τον σπάρο που έπιασε στον Φονιά όταν έριχνε τα εντόσθια από τα ψάρια που καθάριζε. Αλλά και πάλι ο σκύλος ήτανε μέσα στην ιστορία.. Αυτός ο σκύλος είναι πολύ γουρλίδικος σκέφτηκε. Και στη Σαμοθράκη οι ψαράδες έχουν διάφορα πράγματα και γεγονότα ως γούρικα ή ως γρουσουζιά αντίστοιχα . Για παράδειγμα αν πεις σε ψαρά όταν ξεκινάει να πάει στη δουλειά «καλή ψαριά» το θεωρεί μέγιστη γρουσουζιά. Αφού έβρεξε το πρόσωπο ο μικρός έβαλε πήρε τη θέση του στο αμπάρι να δώσει εκκίνηση στη μηχανή. Η θάλασσα ήτανε λάδι και όλα πήγαιναν καλά. Έβαλαν την μηχανή μπροστά και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Ο ήλιος μόλις είχε βγει και φαινότανε πως  βγήκε από τη θάλασσα . Το σκάφος γλιστρούσε πάνω στα νερά  ανάλαφρο και ο καπετάνιος μόλις είχε ανάψει τσιγάρο. Ο μικρός κοιτούσε  μια τον θάλασσα και μια  τον ουρανό. Λες και είχανε  ενωθεί στο βάθος .Για να δούμε  σκέφτηκε. Τι είδους γούρι θα έφερνε το λαβράκι που μόλις είχε πιάσει? Σκέπασε με τρυφερότητα το ψάρι με ένα τσουβάλι και το έβρεξε με νερό για να αντέξει μέχρι να σηκώσουν τα παραγάδια και να φτάσουν στο λιμάνι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τις σκέψεις του και καταλαβαίνει πως ο καπετάνιος έκανε κράτει στη μηχανή. Ήρθε η ώρα σκέφτηκε. Χωρίς δεύτερη σκέψη τοποθέτησε τα κουπιά στους σκαρμούς ενώ το τρεχαντήρι ακόμα γλιστρούσε πάνω στα ήρεμα νερά. Ο  καπετάνιος έβγαλε το τιμόνι και    αφού έσβησε τη μηχανή πήρε  τη θέση του στη πλώρη να πιάσει τη σαμαντούρα. Μόλις ανέβασε την άκρη από το παραγάδι  έδωσε την πρώτη εντολή: Σίααα αριστερά. Ο μικρός  κατάλαβε αμέσως. Κάνει αριστερά σία και ετοιμάζει την απόχη. Σε λίγο μια συναγρίδα γύρω στα  3 κιλά είχε έρθει στο σκάφος. Και ξανά σίαααααα και ξανά μπρος.

23

Ένα –ένα τα αγκίστρια που ερχότανε μέσα έφερναν και κάτι: Σαργούς κακαρέλους σκαθάρια λιθρίνια  φαγκρόπουλα  χάνους σπάρους πέρκες. Μέχρι να πάρουν το μισό παραγάδι είχε γεμίσει το πρώτο τελάρο. Το αρπάζει ο μικρός και το κατεβάζει στο αμπάρι και δίνει τον δεύτερο με την ευχή να γεμίσει. Πράγματι γεμίζει και το δεύτερο όμορφα  ψάρια κούκλες όπως τα έλεγε ο καπετάνιος Το πρώτο παραγάδι έδωσε 2 τελάρα ψάρια  αλλά έμεινε και το δεύτερο που ήτανε  στο «μέρος»  Άντε μπρός να πάρουμε και το δεύτερο λέει ο καπετάνιος. Το λαβράκι σου μας έφερε γούρι.  –Και ο σκύλος λέει ο μικρός να μη το ξεχνάμε. –Και ο σκύλος λέει ο καπετάνιος και ανάβει πάλι τσιγάρο από τη χαρά του. Με μερικές κουπιές και με τη βοήθεια του ρέματος  έφτασαν και το δεύτερο. Με το που ανεβάζει το πρώτο αγκίστρι ακούστηκε η γνώριμη φωνή-Σιααααα    πράγματι με τη βοήθεια της απόχης ανέβηκε μια στήρα πάνω από 3 κιλά. –Το τελάρο κοντά. Άρχισε να γεμίζει και το τρίτο τελάρο με τη ίδια σοδειά μόνο που τώρα προστέθηκαν και μελανούρια και μερικές τσιπούρες. –Αυτό θα μας δώσει παραπάνω είπε χαρούμενος ο καπετάνιος. –Ναι  λέει ο μικρός  και κοιτάει δίπλα στο σκάφος να κολυμπάει μια χελώνα. Αρπάζει ένα χάνο και της τον ρίχνει στα κρυφά. Όμως αμέσως σχεδόν  βούτηξε μια παρέα από γλάρους κρώζοντας και ο χάνος εξαφανίστηκε αμέσως στο ράμφος κάποιου πεινασμένου γλάρου. Αμέσως ο μικρός αρπάζει δεύτερο χάνο και τον ρίχνει στη χελώνα.Την βλέπει  να τον πλησιάζει αλλά η φωνή του καπετάνιου του κόβει τον ειρμό: Σίααααα και πιάνει τον γάντζο. Μπα κάτι  μεγάλο ανεβαίνει σκέφτηκε ο μικρός. Τι όμως?? Βλέπει τον καπετάνιο να ψαρέυει κανονικά το ψάρι: Μια του δίνει μπόσικα μια τον λεβάρει και η  αγωνία του μικρού χτυπάει κόκκινο Τι να είναι άραγε? Και γιατί τον γάντζο? Ας περιμένουμε να δούμε  σκέφτηκε και έπιασε πάλι τα κουπιά παρακολουθώντας το παραγάδι για να κουμαντάρει τα σκάφος. Μετά από αρκετή ώρα βλέπει τον καπετάνιο να σκύβει με τον γάντζο και ξαφνικά ένας ροφός πάνω από 5 κιλά βρέθηκε στην κουβέρτα. –Ροφό με ψιλό παραγάδι? Ρώτησε όλο απορία –Πήγε να φάει μια  σπέρκα ΄που είχε πιαστεί και τη έπαθε λέει όλο χαρά ο καπετάνιος. Βάλτον μέσα –Δύσκολο αυτό   Κάνει ο μικρός να τον πιάσει από τα βραγχια. –Μηηηηηη ακούει  τον καπετάνιο  Δεν τον πιάνουν από εκεί αλλά από τα μάτια αλλιώς θα σου  κόψει το χέρι. Να ένα ακόμα μάθημα από έμπειρο ψαρά. Τον ρίχνει στο αμπάρι και συνεχίζει αν ρίχνει τα ψάρια στα τελάρα. Με το τελείωμα του παραγαδιού είχανε γεμίσει 4 τελάρα ψάρια πρώτα και έμειναν και  κάοια ακόμα αλλά δεν είχανε άλλα τελάρα. Τα ρίξανε χύμα στο αμπάρι.Μπερεκέτ είπε ο καπετάνιος Αντε να την κάνουμε τώρα  για Τουρκόβυσσσσσα –Ναι είπε ο μικρός Να φάω και το παγωτό μου.-Σημερα χαλάλ σ του απαντά ο καπετάνιος του βγάλαμ και με του παραπάν Μαζεύει τα κουπιά και τα βάζει στην κουπαστή Έριξε λίγο νερό στα ψάρια να τα δροσίσει και  κάθισε στη πλώρη όσο ο καπετάνιος ζέσταινε την μηχανή Μόλις πάρει μπρός θα ξαπλώσω στη κουβέρτα σκέφτηκε ο μικρός αλλά στον Φονιά θα σηκωθώ να χαιρετίσω τον φιλαράκο μου τον γουρλή. Το μεροκάματο είχε βγει . Μες το αμπάρι είχανε γύρω στα 30 κιλά πρώτα ψάρια  γύρω στα 20 κιλά δεύτερα χωριστά .

24

Υπήρχε ακόμα το λαβράκι και οι 4 στήρες .Με ένα γρήγορο υπολογισμό θα πρέπει να κόστιζαν αυτά γύρω στις 1000-1100 δραχμές. Πολύ μεγάλο ποσό αν σκεφτεί κανείς πως το πιο μεγάλο μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 50 δραχμές.  Χαλάλι ο κόπος και η ταλαιπωρία λοιπόν.  Το σκάφος ξεκίνησε από ανοιχτά με πλώρη κατά τα Θέρμα για να πέσει γιαλό. Ο μικρός  ξάπλωσε στη πλώρη και αφού υπολόγισε την αξία των ψαριών η σκέψη του πήγε στον φίλο του. Αν μπορούσε να κάνει μια ευχή θα ήταν να δει πάλι τον ευγενικό του φίλο αλλά σιγά τώρα. Η πλώρη σταθερά έδειχνε τα Θέρμα . Φτάνοντας στον Φονιά σηκώθηκε όρθιος αλλά ο μπόμπυ πουθενά. Μπορεί και να ήτανε στην παραλία αλλά ήτανε πολύ ανοιχτά για να τον δει Ύστερα η το τρεχαντήρι έτρεχε κατά το λιμάνι  Ο μικρός  έμεινε όρθιος να θαυμάζει τη Πλατειά  όπου η φύση είχε δώσει τον πιο καλό της εαυτό μέσα στα δέντρα και στα νερά . Πάνω στο λιμανάκι στα Θέρμα διέκριναν δυο φιγούρες να κουνούν τα χέρια τους σν να έκαναν σήμα στο καΐκι. Ο καπετάνιος το είδε από πίσω και έστριψε κατά το λιμανάκι. Μάλλον θα θέλανε να τους πάρουμε για την Καμαριώτισσα σκέφτηκε ο μικρός αφού δεν είχε μεταφορικά μέσα παρά μόνο τα ζώα και τα καΐκια. Το τρεχαντήρι έπεσε πολύ  γιαλό και   κάνοντας κράτει ο καπετάνιος φώναξε: -Τι πάθετε βρε παιδί??  -Μπάρμπα μήπως έχεις ψάρια φώναξε ο ένας από τους δυο ο ψηλός. –Έχουμ αλλά είναι πουλλά. Πόσα θελτε? –καμιά 40 κιλά άμα έχετε τα πάιρνουμ. Γήρταν τουριστές και  θέλ να φαν    Άρχισαν οι μανούβρες για φουντάρισμα στην μαρίνα στα Θέρμα. Πραγματικά μόλις φουντάρισε το καΐκι μπαίνουν μεσα και οι δυό και βλέπουν τα ψάρια: -Αααααα τα παουμ γούλ (Θα τα παρουμε όλα) Πόσου καν? (πόσο κοστίζουν)  -Γούλα μαζι με ντου ρουφό κάν  1300 δραχμές και γένε μπιτόν γάζ (όλα μαζί με τον ροφό κοστίζουν 1300 δραχμες και ένα μπετόνι πετρέλαιο)-Εντάξει είπαν και οι δυο Τα πήραμε. Άρχισε το ξεφόρτωμα. Πήραν όλα τα ψάρια πλήρωσαν και είπε ο ένας –Απάντεχε μπαρμπα να ση κατεβάσουμ κι του γαζ (Περίμενε θείε να σου κατεβάσουμε και το πετρέλαιο)  Ο καπετάνιος αφού έβαλε τα λεφτά  στη τσέπη από το πουκάμισο λέει στον μικρό. –Αφού τα δώσαμ εδιου αααα ξαναπάμε σντου  Φουνιά ( Αφού τα  δώσαμε εδώ θα ξαναπάμε στον Φονιά) Σε λίγο ήρθε ο ψηλός και έφερε  το μπετόνι με τα πετρέλαιο και μια σακούλα με δαμάσκηνα και πραγούστια. Ότι έπρεπε για εκείνη την ώρα. Πήρε μερικά ο μικρός   τα έπλυνε στη θάλασσα και άρχισε να τα τρώει.   Ο καπετάνιος αφού πήρε το πετρέλαιο πετάχτηκε στη στεριά και άρχισε να ανηφορίζει κατά το χωριό. Σε λίγο κατέβηκε με δυο σακούλες και τις δίνει στο μικρό. Κοιτάει μέσα και τι να δει? Χαλβάς ντομάτες ελιές δυο κονσέρβες  με ζαμπόν τρία ψωμιά και δυο αρμαθιές τζουτζούκια και ένα παγωτό χωνάκι. Αυτό και αν ήτανε δώρο!!!! Το άρπαξε ο μικρός και άρχισε να το τρώει. Η χαρά του απερίγραπτη:  πρώτον για το παγωτό και δεύτερον γιατί θα ξαναπήγαινε στον αγαπημένο του φίλο και να  ήτανε τυχεροί θα  ξαναγέμιζαν τα τελάρα με ψάρια

 25

ΟΙ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

Κοίταξε το τρεχαντήρι που λικνιζόταν ρυθμικά στην άκρη της μαρίνας. Φαινόταν και αυτό χαρούμενο αφού τόσες μέρες ήτανε μες τη θάλασσα και είχε χορτάσει την αλμυρα της. Ο μικρός έκανε σιωπηρή συμφωνία με το σκάφος: Θα μας πας στο Φονιά και εγώ θα σου πλύνω την κουβέρτα με το νερό του ποταμού. Η πλώρη κατέβηκε απότομα σαν να έγνεφε καταφατικά.. Μπήκε μέσα και καθάρισε τα τελάρα από το αίμα των ψαριών  και αφού τα έπλυνε καλά τα στοίβαξε στην κουπαστή . Τακτοποίησε τα τρόφιμα στα πλαϊνά στο αμπάρι και ξάπλωσε πάνω στη κουβέρτα. Το καΐκι κουνιότανε ρυθμικά και το τιμόνι πίσω έβγαζε ένα ήχο  αρμονικό. Ο καπετάνιος ήτανε έξω και συζητούσε με δυο Γερμανούς τουρίστες σε σπαστά Γερμανικά. Είχε κάνει 4 χρόνια στη Γερμανία και γνώριζε  κάπως την γλώσσα τους. Ο μικρός ξαπλωμένος στην κουβέρτα περίμενε ανυπόμονα να ξαναπάει στο ποτάμι. Σχεδίαζε τι θα κάνει με τον φίλο του. Εκτός από τις χαιρετούρες θα έκαναν  ένα μπάνιο στο ποτάμι και θα  τρώγανε ψωμάκι για κολατσιό.  Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή του καπετάνιου. –Μπροοος.. Πότε πρόλαβε και μπήκε και πότε πρόλαβε να ζεστάνει τη μηχανή!!! Δεν το πήρε μυρουδιά.. Σηκώθηκε έλυσε τον κάβο της πλώρης και έδωσε εκκίνηση.. Η μηχανή πήρε αμέσως μπροστά και σε λίγο το περήφανο σκάφος άνοιξε από το λιμανάκι προς το πέλαγος. Η θαλάσσια αύρα έφερνε  την μυρουδιά από το πετρέλαιο που καιγότανε . Πολύ αρωματικό και ο ήχος της μηχανής ρυθμικά.. Ντουκου –ντούκου και έσπρωχνε σταθερά το σκάφος  . Μόλις άνοιξαν από τον κάβο φάνηκε ο πύργος του Φονιά. Ο μικρός σηκώθηκε όρθιος λες και βιαζότανε να φτάσει μια ώρα πιο μπροστά στο ποτάμι. Και πραγματικά δεν άργησαν και πολύ. Στην παραλία είδε  να διαγράφονται  δυο σιλουέτες πάνω στη παραλία Η μία ήτανε του μπόμπυ. Η άλλη? Μόλις μπήκαν στο ποτάμι ξεχώρισε και είδε καθαρά  πως η άλλη ήτανε  το αφεντικό του σκύλου. Ο μπάρμπα Γιάννης   Ο μικρός δεν περίμενε να αράξει το καΐκι. Πετάχτηκε έξω και έπεσε στο νερό αμέσως έπεσε και ο σκύλος και οι δυο τους αγκαλιάστηκαν κολυμπώντας όλο χαρά και οι δυο. Ο μπάρμπα Γιάννης πλησίασε :- Εμ  από που σε γνουίζει  μπε παιδί μ? ( Από πού που σε γνωρίζει βρε παιδί μου?) –Καλά γίμαστε φίλοι   απάντησε  ο μικρός.. Άνοιξε την βούλια ο μπάρμπας και  έβγαλε από μέσα τυρί  ντομάτες και αγγουράκια. –Παρτα να τα φάτε  σντου γιαλό Τα πήρε ο μικρός και μπήκε στο ποτάμι μαζί με το σκυλί  Πήγε στο σκάφος και τα έβαλε πάνω στην κουβέρτα  . Έπλυνε τα χέρια του  και προχώρησε προς το μέρος του καπετάνιου που κάπνιζε κάτω από  το πλατάνι. – Ααααα βγάλουμ πεταλίδες???  -Όχι απάντησε ο καπετάνιος. Κάτσε να ξεκουαστείς   Μπα τι καινούριο είναι αυτό σκέφτηκε ο μικρός. Που θα βρούμε δόλωμα?? Αλλά είχε εμπιστοσύνη  στον καπετάνιο.  Ξαναγύρισε  στον σκύλο που τον περίμενε στην άκρη καθιστός στα πίσω πόδια.

26

Είχε στο στόμα του ένα κόκκαλο και το μασουλούσε  . Προχωρώντας  είδε στο πέλαγος ένα μεγάλο καΐκι που ήτανε γρι -γρι της ημέρας. Το ήξερε από πριν ήτανε το ¨Δαίδαλος» ένα όμορφο τρεχαντήρι κάτασπρο σαν τον γλάρο  έσκιζε τα νερά και ταξίδευε  τραβώντας πίσω του  το βοηθητικό του. Την ίδια στιγμή ακούει και τη φωνή του καπετάνιου- Αντε να σαλπάρουμ   Χαιρέτισε τον φίλο του και τράβηξε κατά το καΐκι τους. Ήδη είχε λύσει το σκοινί ο καπετάνιος και   ζέσταινε την μηχανή. Ο μικρός  μπήκε μέσα και πήρε το κοντάρι για να σπρώξει την πλώρη κατά την μπούκα του ποταμού. Η θάλασσα στο μεταξύ λάδι. Με το μπροοός  μάζεψε το κοντάρι  και πήγε πίσω  στην πρύμνη. Το όμορφο σκαρί βγήκε από το ποτάμι  και άνοιξε κατά το πέλαγος. Που θα πήγαιναν? Ήδη η πλώρη  έδειχνε κατά το γρι-γρι  και η μηχανή φουλ.. Το «Δαίδαλος» ήδη είχε σταματήσει λες και περίμενε . Σε λίγο φτάσανε πάνω .—Βρε παιδιά θα μας δώσετε κανένα τελάρο δόλωμα?? Λύθηκε η απορία Να που θα έβρισκαν το δόλωμα. Έκαναν αργά  και πλεύρισαν στο μεγάλο καΐκι. Οι ναύτες από πάνω έριξαν δυο τελάρα μαρίδα πάνω στην κουβέρτα—Πόσο κάνουν? Ρώτησε ο καπετάνιος  -Τίποτα ήρθε η απάντηση. Να είστε καλά.. Ανοίγουν κατά τον Άγκιστρο –Φέρε πίσω τα ψάρια είπε ο καπετάνιος και τα δυο πανέρια τα χοντρά. Πραγματικά  μάζεψε τα ψάρια σε δυο τελάρα και τα έσπρωξε πίσω . Βγάζει και τα πανέρια και  τα στέλνει πίσω . Προσεκτικά περνάει πίσω  και κάθεται στην μηχανή. Ο καπετάνιος βγάζει το μαχαιράκι του και τραβάει το πρώτο παραγάδι Φτάνοντας στον Άγκιστρο έκανε  αργά και έδωσε εντολή/ -Όταν σου πω θα κάνεις κράτει / Εύκολη εντολή.  Κατέβασε τις στροφές και έπιασε  τον λεβιέ  Ο καπετάνιος τράβηξε το τελάρο και εδωσε εντολή  κράτει.. Δολώνει το πρώτο αγκίστρι και το έριξε τη θάλασσα Μηχανικά έπαιρνε μαρίδες και δόλωνε το  παραγάδι με τη μηχανή να κλωτσάει κατά τα Φανάρια. Ο καπετάνιος καλουμάριζε και  ταυτόχρονα έκανε κουμάντο και το τιμόνι. Ο μικρός μόνο μπρός –κράτει  Δεν άργησαν να τα ρίξουν και τα δυο . Τώρα μπρός να πάμε γιαλό Θα καθίσουμε καμιά ώρα και θα έρθουμε να σηκώσουμε. Βγήκαν γιαλό και έριξαν άγκυρα απέναντι από το ιστορικό πλατάνι –Να βγούμε έξω   να καθίσουμε.. Έδεσαν το καΐκι  και βγήκαν έξω. Ο μικρός περπάτησε κατά το ποτάμι να δει κανένα ψαράκι και ο καπετάνιος άναψε τσιγάρο . Αφού πέρασε το κάβο πάει στο ποταμάκι  Δεν ήτανε όπως του Φονιά αλλά πολύ πιο μικρό. Παρ όλα αυτά μπορούσε να μπει μέσα μια μικρή φελούκα. Κάποιες αθερίνες ήτανε μέσα και μερικά κεφαλόπουλα  Ο μικρός για να παίξει έριξε μια πέτρα μέσα προσεκτικά για να μη χτυπήσει κανένα  και παρατήρησε τα ψαράκια να τρέχουν τρομαγμένα να σωθούν Πέρα από την όχθη μερικά κατσίκια ήρθαν για να πιούν νερό και πάνω στον αέρα γλάροι έκαναν κύκλους να βρουν τίποτα να φάνε Πήρε ένα ξύλο και χτύπησε τις φτέρες Δυο νυχτοπούλια πέταξαν τρομαγμένα. Πήρε το δρόμο του γυρισμού γιατί  ήδη πέρασε η ώρα. Καβατζάροντας τον κάβο είδε πως και ο καπετάνιος είχε σηκωθεί  και ετοιμαζότανε  Άντε να δούμε  τι ψάρια θα πιάνανε με τα χοντρά? Και το δόλωμα ήτανε ξεκούραστο σήμερα.. Μπήκαν μέσα και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Φαινότανε η σαμαντούρα .

27

Με το αργά  έβαλε τα κουπιά  και έσβησε  την μηχανή Ο καπετάνιος έπιασε με τον γάντζο την σημαδούρα και άρχισε να ανεβάζει το παραγάδι  Τα πρώτα αγκίστρια ήτανε χωρίς δόλωμα Καλό σημάδι αυτό. Φαίνεται πως τα ψάρια έτρωγαν .Ξαφνικά ακούγεται η γνώριμη φωνη-Σίαααααα καθώς κανει τα κουπιά ανάποδα  βλέπει τον καπετάνιο να ψαρεύει κανονικά και να  έχει δίπλα του τον γάντζο. Σκύβει και βλέπει κάτι να γυαλίζει και σιγά — σιγά να μεγαλώνει Σε λίγο μια πανέμορφη συναγρίδα γύρω στα 9 κιλά ανέβηκε στη κουβέρτα. Την πιάνει ο μικρός και τη βάζει στο αμπάρι χωρίς να ξεχνάει τα κουπιά. Σε κάποια στιγμή ακούει μια φωνή-Έλα να διείς. Γυρνάει πίσω και βλέπει κάτι να αρμενίζει-Τι είναι εύτου? –Ροφός είναι και έβγαλε τη φούσκα του  Σιγά –σιγά τον έφερε κοντά Ένα μεγάλο ψάρι πάνω από 8 κιλά Φέρτου στου αμπαρ  Το ρίχνει και αυτό μέσα Καλά πάμε σκέφτηκε –Καλά πάμε είπε και ο καπετάνιος λες και είχανε συννενοηθεί. Με τον ίδιο τρόπο πήραν άλλες  συναγρίδες  3 ροφούς και 7 στήρες. Και είχανε ακόμα και το άλλο παραγάδι. –Αντε κουράγιο να πάμε και για το άλλο είπε ο καπετάνιος Φέρε σε μένα τα κουπιά. Μπήκε στο αμπάρι και άρχισε να τραβάει κουπιά για να ξεκουράσει τον μικρό. Δεν άργησαν να φτάσουν στο παραγάδι τους. –Να καθίσεις στη πλώρη και να λεβάρεις εσυ είπε. Κάθισε ο μικρός στη πλώρη και ετοιμάστηκε να πιάσει την άκρη. Ο καπετάνιος σαν πιο έμπειρος έφερε κοντά το σκάφος  Ανέβασε την άκρη και άρχισε να μαζεύει στο πανέρι όταν ξαφνικά ένοιωσε κάτι να  τραβάει με δύναμη. Πολύ ισχυρός αντίπαλος. Τι να ήτανε –Προσεκτικά λέει ο καπετάνιος να το καλουμάρεις όταν τραβάει. Άρχισε ένας αγώνα πάνω κάτω οπότε μετά από λίγη ώρα ξάπλωσε δίπλα στο καΐκι ένα μεγάλο φαγκρί πάνω από  8 κιλά Με προσοχή ο μικρός το πιάνει με τον γάντζο  και το ρίχνει μες το σκάφος –Μπρεεεεεε μπραβο!!! Φώναξε ο καπετάνιος. Ισα τωρα Με τον ίδιο τρόπο ανέβασε 5 φαγκριά και 1 συναγρίδα πάνω κάτω στο ίδιο μέγεθος όταν ξαφνικά ένοιωσε ένα τράβηγμα παράξενο Ανέβαινε πολύ βαριά  με μεγάλη δυσκολία. Σε  λίγο βλέπει δίπλα στο σκάφος ένα σαλάχι τεραστίων διαστάσεων-Αυτό δεν το μπορώ να το βγάλω φώναξε ο μικρός. –Καλά  έλα πίσω στα κουπιά. Ανέβηκε ο καπετάνιος και με μια επιδέξια κίνηση το άρπαξε με τον γάντζο και το χτύπησε στο κεφάλι με τον κόπανο. Αυτό ήτανε –Αντε λίγο έμεινε ακόμα. Κάτι σαλεύει ακόμα. Και σε λίγο έρχεται στο σκάφος μια σμέρνα τεράστια. –Τι να την κάνουμε αυτή? –Να την πάρουμε για λιόκαφτη απάντησε ο μικρός Την ανέβασαν και αυτή πάνω στην κουβέρτα και με δυο χτυπήματα στο κεφάλι την καθάρισαν –Αντε μπερκέτ είπε ο καπετάνιος πάιρνοντας και το τελευταίο αγκίστρι. Αντε καλό λιμάνι τώρα.. Ο μικρός μάζεψε  τα κουπιά και άρχισε να καθαρίζει τη  κουβέρτα από τα δολώματα που τα πετουσε στη θάλασσα. Για πότε το πηραν χαμπαρι οι γλάροι ένας θεός ξέρει. Ορμούσαν κρώζοντας  και όσο τους έβλεπε ο μικρός τόσο τους πετούσε μέχρι που τελείωσαν όλα  Όλοι ευχαριστημένοι  άνθρωποι και πουλιά. Ο καπετάνιος ήδη είχε ζεστάνει την μηχανή και με το πρώτο  χτύπημα πήρε μπροστά. Ο μικρός στάθηκε  όρθιος για να χαιρετήσει τον φίλο του όταν έφταναν  στον Φονιά και μετά θα  ξάπλωνε ως το λιμάνι. Ητανε κουρασμένος αλλά χαλάλι οι κόποι τους

28

 Όταν έφτασαν στον Φονιά παρατήρησε πως στην ακτή δεν ήτανε κανένας  Δεν πειράζει σκέφτηκε Θα είχε πάει να φυλάξει την περιοχή του. Μπροστά φαινότανε ο κάβος στα Λουτρά Αν ξάπλωνε και λίγο να ξεκουραστεί καλά θα ήτανε.Μήπως έπρεπε να ξαπλώσει και ο καπετάνιος?  Ας τον ρωτήσουμε σκέφτηκε: -Μπαμπά θες να ξαπλώσεις??-Όχι απαντάει  Ξάπλωσε εσυ και άμα θελησω θα σε ξυπνήσω. Στρώνει την «τζατζαλού» στο αμπάρι και ξάπλωσε. Ήδη κόντευε απόγευμα Η μηχανή θορυβούσε πολύ και δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι. Αλλά και έτσι καλά ήτανε. Κοιτώντας από το ανοιχτό αμπάρι  φαινότανε το βουνό και ο Ουρανός. Το όμορφο σκαρί λες και βιαζότανε να φτάσει στο λιμάνι. Η μυρουδιά από το πετρέλαιο  έφτανε στην μύτη του. Τώρα η μάνα μου θα έφτιαχνε κολοκυθολούλουδα σκέφτηκε. Και τηγανητές μελιτζάνες με μπόλικη σάλτσα που ήτανε και το αγαπημένο μου. Καλό το ψαρεμα αλλά καλό και το σπιτικό φαγητό. Τα βλέφαρά του ήτανε βαριά και τα έκλεισε λίγο. Σαν σε όραμα είδε το σπίτι του στα Αλώνια να όπου τα μικρά παιδιά της ηλικίας του θα παίζανε αμάδες και  θα κυνηγούσαν πουλιά με την  σφεντόνα «τσατάλα» Ένα παράπονο ανέβηκε αλλά το έπνιξε γρήγορα. Έκλεισε τα μάτια για να δει ένα όμορφο όνειρο ενώ  η μηχανή συνέχιζε να σπρώχνει τον Αγιο Νικόλαο   κατά το λιμάνι –Αντε φτάσαμε ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Άκουσε την μηχανή στο ρελαντί. Άνοιξε τα μάτια του και βλέπει το λιμάνι Είχανε φτάσει Σηκώθηκε  έπιασε το σχοινί της πλώρης και ετοιμάστηκε να βγει στη στεριά να δέσει το τρεχαντήρι όπως και έγινε.Μέχρι να γίνουν όλα αυτά παρουσιάζεται και ο μάνάβης-Καπετάν Θανάση έχετε τίποτα? –Κάτι έχουμε κι εμείς απάντησε ο καπετάνιος χαμογελώντας –Για να διούμε βρε παιδι Πλησίασε και κοίταξε στο αμπάρι Ήδη ο μικρός είχε σηκώσει το τσουβάλι και έδειξε τα ψάρια –Μπρεεεεεε μπράβο ειπε ο μανάβης και έφυγε για να φέρει το καρότσι να πάρει τα ψάρια Με την βοήθεια και του καπετάνιου φόρτωσαν τα ψάρια στο καρότσι και έφυγαν να τα ζυγίσουν Ο μικρός αφού έπλυνε το σκάφος έκλεισε το αμπάρι και βγήκε έξω. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά είχε γυρίσει και ο καπετάνιος –Πάρε για τον κόπο σου είπε καθ έβγαλε ένα ασημένιο εικοσάρικο με το αλογάκι. Το πήρε ο μικρός και  πήγε στα παγωτά Ένα χωνάκι ήτανε ότι έπρεπε Πήρε το παγωτό και τα υπόλοιπα τα έβαλε σε ένα μικρό σακουλάκι όπου θα μάζευε το χαρτζηλικάκι του να το  έχει για το σχολείο. Ήτανε πολύ περήφανος μπορεί να μην κυνηγούσε πουλιά αλλά έβγαζε το ψωμί με τον ιδρώτα του και έπαιρνε και μαθήματα ζωή  εδώ στο καΐκι.  Τα μαθήματα αυτά θα του  ήτανε πολύ χρήσιμα αργότερα όπως θα δούμε στην πορεία της ζωής του Έπρεπε όμως να  φάνε και φαγητό κάποια στιγμή Έρχεται  ο καπετάνιος και του λέει-Ιγώ ααα πάγου στ Αλώνια να μάσου κουτσύνια για ντου φούρνου. Τι θες να σε ΄φεου?? (Εγώ θα πάω στα Αλώνια να μαζέψω  κλαδιά από πουρνάρι να ζεσταθεί ο φούρνος Τι θες να σε ΄φερω?)-Αμα έχει ματζάνες που κάνει η μάναμ θα γήθηλα (Άμα έχει μελιτζάνες όπως τις φτιάχνει η μάνα μου θα ήθελα) Ο μικρός θα φρόντιζε το καΐκι και θα κοιμότανε μέσα Στο μεταξύ είχε τυρί ντομάτες ελιές και χαλβά να φάει για βραδυνό Και αν ήτανε τυχερός αύριο θα έτρωγε μελιτζάνες όπως τις είχε επιθυμήσει .

29

 Μόλις έμεινε μόνος  και αφού έπλυνε  την κουβέρτα του καϊκιού  πήγε πίσω στη πρύμνη και έβγαλε  τις πετονιές του. Διάλεξε ένα μονάγκιστρο και  αφού το ετοίμασε  και το δόλωσε το έριξε στη θάλασσα με το δόλωμα να βουλιάζει πολύ αργά  και το έδεσε πάνω στον σκαρμό.Θα ψάρευε να περάσει λίγο η ώρα του και τα ψάρια που θα έβγαζε  θα τα έψηνε και ετσι θα είχε και βραδινό Πήγε στο αμπάρι να πάρει τον κουβά Θα έβαζε νερό και εκεί θα έριχνε τα ψάρια του να  τα διατηρήσει ζωντανά και φρέσκα. Αν δεν έπιανε αρκετά θα τα έριχνε πάλι στη θάλασσα. Μέχρι να το σκεφτεί όλο αυτό τεντώθηκε η πετονιά Τη ανεβάζει γρήγορα και βλέπει μια σπαρούκλα τεράστια –καλά πάμε σκέφτηκε . Δόλωσε γρήγορα και  ξαναρίχνει  Πάλι το ίδιο Σε λίγη ώρα είχε γεμίσει το κουβαδάκι με σπάρους χάνους κεφαλάδες σπέρκες 3 σάρπες  2 κεφαλόπουλα και 1 τσιπούρα  Βγήκε το βραδινό. Η θάλασσα δε σε αφήνει ποτέ να πεινάσεις  Παίρνει τον κουβά  και κάνει να βγει έξω Κοίταξε τη θάλασσα να την ευχαριστήσει για το κολατσιό και τι να δει!!! Ένα τεράστιο χταπόδι κάτω από το σκάφος είχε απλώσει τα πλοκάμια του Αφήνει τον κουβά  και βγάζει την σαλαγγιά από το αμπάρι. Την ρίχνει με τέχνη και αρπάζει το χταπόδι Αρχίζει να το ανεβάζει και σκέφτεται  πως θα το  κάνει καλά αυτό το θηρίο!!! Πιάνει τον  γάντζο  και το  αρπάζει από την κουκούλα του. Το ρίχνει μέσα στο καΐκι και το κοπανάει μερικές με τον κόπανο στο κεφάλι. Το θηρίο παραδόθηκε ζαλίστηκε. Αφού το σκότωσε με το μαχαίρι το  τραβάει να το  βγάλει έξω Δεν πρόσεξε πως τη μάχη αυτή τη παρακολουθούσαν δυο παλιοί  καπεταναίοι Κοιτούσαν χωρίς να μιλάνε λες και περίμεναν πρώτα να δουν το αποτέλεσμα της μάχης –Μπράβο μπρέ  Φώναξε ο ένας που φορούσε το καπέλο του στραβά. Ο μικρός σήκωσε το  μικρό του  ανάστημα  με καμάρι σαν να έλεγε—Σιγά την δουλειά αλλά μέσα του ήξερε πως πέρασε πολύ μεγάλο κίνδυνο. Έπρεπε τώρα να το χτυπήσει και να το «σγουρίσει» για  να είναι έτοιμο. Εκείνη τη στιγμή περνούσε από εκεί ο μανάβης-Το πουλάς ταχατπόδι?? Φώναξε  Ο μικρός σκέφτηκε γρήγορα  :- Θα βγάλω και άλλο χαρτζηλίκι  -Ναι απάντησε το πουλώ 50 δραχμές –Μπααα  πολλά ζητάς θα σου δώκω  30 δραχμές και πολλές  είναι –Καλά λέει ο μικρός δώσε δυο κοσάρικα και φτάνει. –Εντάξει  Παίρνει ο μικρός τα λεφτά και κατευθείαν στο σακουλάκι. –Να σκέφτηκε μια δουλειά Θα βγάζω ψαράκια  και χταπόδια και θα τα πουλώ  Κάτι θα βγάζω . Έτσι του μπήκε η πρώτη ιδέα πως μπορεί να κάνει και τον έμπορο και ειδικά στα Αλώνια που οι κάτοικοι πάντα  ζητούσαν φρέσκο ψάρι  , αχταπόδια και σπιές (σουπιές)   Αφού τακτοποίησε τα λεφτά παίρνει τον κουβά  και το μαχαιράκι του και κάθεται στη παραλία να καθαρίσει τα ψάρια του. Ήδη είχε  φτάσει απόγευμα όμως. Αφού τα καθάρισε  τα πήρε και τράβηξε κατά την Τουρκόβυυυσα (Τουρκόβρυσα) όπου είχαν ένα οικόπεδο Εκεί θα τα έψηνε Στη πορεία μάζευε και ξύλα  για να κάνει κάρβουνα. Δεν υπάρχει καλλίτερο  βραδινό από σπάρους  ψητούς και σαλάτα ντομάτα αν και οι σπάροι είναι πιο νόστιμοι όταν είναι τηγανητοί αλλά πουθενά τηγάνι ούτε και λάδι Φυσικά για σαλάτα ούτε λόγος θα έτρωγε ψάρι ψητό και ντομάτα σκέτη πλυμένη  στη θάλασσα για να πάρει και αλάτι και όλα  θα ήτανε καλά.

30

Είχε μαζί του και σπίρτα να ανάψει φωτιά  Φρόντισε να μη καθαρίσει τα λέπια για να βράσουν τα ψάρια χωρίς να καούν Αφού άναψε φωτιά περίμενε να πέσει λίγο και έριξε πάνω τα ψάρια σκέτα πάνω στα κάρβουνα. Μια ωραία μυρουδιά τον ειδοποίησε πως είχε  αρχίσει το ψήσιμο.Αφού τα γύρισε δυο φορές τα έβγαλε μέσα στον κουβά αφού δεν είχε πιάτο. Εκεί θα τα άφηνε να κρυώσουν και θα τα έτρωγε όταν βράδιασε Τώρα ώρα για μπάνιο να καθαρίσει από την ψαρίλα Το όλο σκηνικό του θύμισε τον Φονιά όπου είχε ψήσει ψάρια με τον φίλο του Και ένα  γάβγισμα ήρθε να του θυμίσει πως υπάρχουν και άλλοι σκύλοι. Πραγματικά ένα κοπάδι πρόβατα ερχότανε στη βρύση όπου είχε και ποτίστρα να πιούν  νεράκι Ο μικρός κάθισε και παρατηρούσε τα ζώα Ήταν μια εμπειρία και αυτό που την ήξερε αφού ο παππούς του ήταν  (κιαχαγιάς) μεγαλοτσομπάνης στα Αλώνια και είχε και αυτός ένα μπόμπυ με τον οποίο παίζανε  άλλωστε για αυτό είχε δώσει αυτό το όνομα και στον φίλο του Πήρε νερό από την βρύση και  αφού έσβησε καλά τα κάρβουνα  κρέμασε το κουβαδάκι στον πλάτανο και κατηφόρισε για την θάλασσα. Έκανε το μπανάκι του ήπιε και μπόλικο νερό πήρε το κουβαδάκι και τράβηξε για το καΐκι που ήταν φουνταρισμένο στην παραλία της Καμαριώτισσας. Ανέβηκε πάνω και κάθισε στην πρύμνη για να φάει τα ψαράκια του γα δείπνο όσο είχε ακόμα φως γιατί σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Τέτοια νοστιμιά δεν είχε γευτεί ξανά. Αφού χόρτασε πέταξε τα ψαροκέφαλα στη θάλασσα και παρατηρούσε πως μαζεύτηκαν σπάροι καλογρίτσες  χάνοι σπέρκες και κοκωβιοί για να πάρουν ένα μεζεδάκι. Θα μπορούσε να πιάσει και άλλα με τη  σαλαγγιά αλλά δεν είχε  νόημα. Αφού είχε χορτάσει τι να τα κάνει? Το κυνήγι είναι θεμιτό για να ικανοποιεί κανείς τις βιοποριστικές ανάγκες του σκέφτηκε.  Καθάρισε καλά την πρύμνη έβαλε το κουβαδάκι του κάτω  από ένα  βρεγμένο τσουβάλι για να είναι δροσερά και άπλωσε τη «τζαρζαλού» στο αμπάρι Ο καιρός ήτανε θαυμάσιος και θα κοιμότανε με ανοικτό το καπάκι κοιτάζοντας τα άστρα. Ξάπλωσε και στο μυαλό του ήρθε  η εικόνα  του σπιτιού του στα Αλώνια. Ήδη η μάνα του θα είχε μάθει για τις «ματζάνες» και θα τις ετοίμαζε με την πλούσια σάλτσα από ντομάτες  και φρέσκα κρεμμύδια? Δεν έμεινε όμως σε αυτό Τον Σεπτέμβριο θα πήγαινε στο σχολείο να μάθει τα πρώτα του γράμματα Μέσα στο σακουλάκι του ήδη είχε τα πρώτα του λεφτά για να πάρει τετράδια και μολύβια χωρίς να επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Σαν αστραπή πέρασε και μια εικόνα από το μυαλό του: Τα άλλα παιδιά στην ηλικία αυτή έπαιζαν με μπάλα από  κουρέλια κυνηγούσαν πουλιά έκοβαν φρούτα από τους μπαξέδες και γενικά έκαναν ότι ήθελαν ενώ ο μικρός ναύτης τραβούσε κουπιά και έδινε μάχες με τον Βοριά Ποιος ήτανε ο πιο τυχερός? Τα άλλα παιδάκια ή ο μικρός μας? Θα το έδειχνε αυτό ο χρόνος Μετά ήρθε η εικόνα ενός παλιού μπουζουκιού που είχε μες την ντουλάπα που του είχε δανείσει ένας γείτονας και γρατσουνούσε όταν είχε χρόνο. Ήδη ήξερε  μερικά  τραγουδάκια που τα είχε μάθει παρατηρώντας τους θείους του που  έπαιζαν σε πανηγύρια. Θα κατάφερνε άραγε να μάθει κάποτε και αυτός να παίζει κανονικά? Άγνωστο αλλά ο μικρός μας ήξερε πως δεν έχει αξία τόσο η νίκη όσο η μάχη.

31

Τουλάχιστον θα πολεμούσε και ίσως τα κατάφερνε κάποτε. Με τις σκέψεις αυτές σιγά-σιγά έφτασε ο Μορφέας  και τον πήρε στη αγκαλιά του ενώ το καΐκι κουνούσε ρυθμικά όπως μια μάνα κουνάει το μωρό της. Οι πέτρες στον βυθό χτυπούσαν ρυθμικά και το δοιάκι που ήταν πάνω στο πηδάλιο έβγαζε ένα ήχο πολύ όμορφο και  ρυθμικό

ΟΙ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

Κοίταξε το τρεχαντήρι που λικνιζόταν ρυθμικά στην άκρη της μαρίνας. Φαινόταν και αυτό χαρούμενο αφού τόσες μέρες ήτανε μες τη θάλασσα και είχε χορτάσει την αλμυρα της. Ο μικρός έκανε σιωπηρή συμφωνία με το σκάφος: Θα μας πας στο Φονιά και εγώ θα σου πλύνω την κουβέρτα με το νερό του ποταμού. Η πλώρη κατέβηκε απότομα σαν να έγνεφε καταφατικά.. Μπήκε μέσα και καθάρισε τα τελάρα από το αίμα των ψαριών  και αφού τα έπλυνε καλά τα στοίβαξε στην κουπαστή . Τακτοποίησε τα τρόφιμα στα πλαϊνά στο αμπάρι και ξάπλωσε πάνω στη κουβέρτα. Το καΐκι κουνιότανε ρυθμικά και το τιμόνι πίσω έβγαζε ένα ήχο  αρμονικό. Ο καπετάνιος ήτανε έξω και συζητούσε με δυο Γερμανούς τουρίστες σε σπαστά Γερμανικά. Είχε κάνει 4 χρόνια στη Γερμανία και γνώριζε  κάπως την γλώσσα τους. Ο μικρός ξαπλωμένος στην κουβέρτα περίμενε ανυπόμονα να ξαναπάει στο ποτάμι. Σχεδίαζε τι θα κάνει με τον φίλο του. Εκτός από τις χαιρετούρες θα έκαναν  ένα μπάνιο στο ποτάμι και θα  τρώγανε ψωμάκι για κολατσιό.  Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή του καπετάνιου. –Μπροοος.. Πότε πρόλαβε και μπήκε και πότε πρόλαβε να ζεστάνει τη μηχανή!!! Δεν το πήρε μυρουδιά.. Σηκώθηκε έλυσε τον κάβο της πλώρης και έδωσε εκκίνηση.. Η μηχανή πήρε αμέσως μπροστά και σε λίγο το περήφανο σκάφος άνοιξε από το λιμανάκι προς το πέλαγος. Η θαλάσσια αύρα έφερνε  την μυρουδιά από το πετρέλαιο που καιγότανε . Πολύ αρωματικό και ο ήχος της μηχανής ρυθμικά.. Ντουκου –ντούκου και έσπρωχνε σταθερά το σκάφος  . Μόλις άνοιξαν από τον κάβο φάνηκε ο πύργος του Φονιά. Ο μικρός σηκώθηκε όρθιος λες και βιαζότανε να φτάσει μια ώρα πιο μπροστά στο ποτάμι. Και πραγματικά δεν άργησαν και πολύ. Στην παραλία είδε  να διαγράφονται  δυο σιλουέτες πάνω στη παραλία Η μία ήτανε του μπόμπυ. Η άλλη? Μόλις μπήκαν στο ποτάμι ξεχώρισε και είδε καθαρά  πως η άλλη ήτανε  το αφεντικό του σκύλου. Ο μπάρμπα Γιάννης   Ο μικρός δεν περίμενε να αράξει το καΐκι. Πετάχτηκε έξω και έπεσε στο νερό αμέσως έπεσε και ο σκύλος και οι δυο τους αγκαλιάστηκαν κολυμπώντας όλο χαρά και οι δυο. Ο μπάρμπα Γιάννης πλησίασε :- Εμ  από που σε γνουίζει  μπε παιδί μ? ( Από πού που σε γνωρίζει βρε παιδί μου?) –Καλά γίμαστε φίλοι    για απάντησε  ο μικρός.. Άνοιξε την βούλια ο μπάρμπας και  έβγαλε από μέσα τυρί  ντομάτες και αγγουράκια. –Παρτα να τα φάτε  σντου γιαλό Τα πήρε ο μικρός και μπήκε στο ποτάμι μαζί με το σκυλί  Πήγε στο σκάφος και τα έβαλεπάνω στην κουβέρτα Έπλυνε τα χέρια του  και προχώρησε προς το μέρος του καπετάνιου που κάπνιζε κάτω από  το πλατάνι. – Ααααα βγάλουμ πεταλίδες???  -Όχι απάντησε ο καπετάνιος. Κάτσε να ξεκουαστείς   Μπα τι καινούριο είναι αυτό σκέφτηκε ο μικρός. Που θα βρούμε δόλωμα?? Αλλά είχε εμπιστοσύνη  στον καπετάνιο.Ξαναγύρισε  στον σκύλο που τον περίμενε στην άκρη καθιστός στα πίσω πόδια  Είχε στο στόμα του ένα κόκκαλο και το μασουλούσε  . Προχωρώντας  είδε στο πέλαγος ένα μεγάλο καΐκι που ήτανε γρι -γρι της ημέρας. Το ήξερε από πριν ήτανε το ¨Δαίδαλος» ένα όμορφο τρεχαντήρι κάτασπρο σαν τον γλάρο .

32

 Έσκιζε τα νερά και ταξίδευε  τραβώντας πίσω του  το βοηθητικό του. Την ίδια στιγμή ακούει και τη φωνή του καπετάνιου- Αντε να σαλπάρουμ   Χαιρέτισε τον φίλο του και τράβηξε κατά το καΐκι τους. Ήδη είχε λύσει το σκοινί ο καπετάνιος και   ζέσταινε την μηχανή. Ο μικρός  μπήκε μέσα και πήρε το κοντάρι για να σπρώξει την πλώρη κατά την μπούκα του ποταμού Η θάλασσα στο μεταξύ λάδι. Με το μπροοός  μάζεψε το κοντάρι  και πήγε πίσω  στην πρύμνη. Το όμορφο σκαρί βγήκε από το ποτάμι  και άνοιξε κατά το πέλαγος. Που θα πήγαιναν? Ήδη η πλώρη  έδειχνε κατά το γρι-γρι  και η μηχανή φουλ.. Το «Δαίδαλος» ήδη είχε σταματήσει λες και περίμενε . Σε λίγο φτάσανε πάνω .—Βρε παιδιά θα μας δώσετε κανένα τελάρο δόλωμα?? Λύθηκε η απορία Να που θα έβρισκαν το δόλωμα. Έκαναν αργά  και πλεύρισαν στο μεγάλο καΐκι. Οι ναύτες από πάνω έριξαν δυο τελάρα μαρίδα πάνω στην κουβέρτα—Πόσο κάνουν? Ρώτησε ο καπετάνιος  -Τίποτα ήρθε η απάντηση. -Να είστε καλά.. Ανοίγουν κατά τον Άγκιστρο –Φέρε πίσω τα ψάρια είπε ο καπετάνιος και τα δυο πανέρια τα χοντρά. Πραγματικά  μάζεψε τα ψάρια σε δυο τελάρα και τα έσπρωξε πίσω . Βγάζει και τα πανέρια και  τα στέλνει πίσω . Προσεκτικά περνάει πίσω  και κάθεται στην μηχανή. Ο καπετάνιος βγάζει το μαχαιράκι του και τραβάει το πρώτο παραγάδι Φτάνοντας στον Άγκιστρο έκανε  αργά και έδωσε εντολή/ -Όταν σου πω θα κάνεις κράτει / Εύκολη εντολή.  Κατέβασε τις στροφές και έπιασε  τον λεβιέ  Ο καπετάνιος τράβηξε το τελάρο και εδωσε εντολή  κράτει.. Δολώνει το πρώτο αγκίστρι και το έριξε τη θάλασσα Μηχανικά έπαιρνε μαρίδες και δόλωνε το  παραγάδι με τη μηχανή να κλωτσάει κατά τα Φανάρια. Ο καπετάνιος καλουμάριζε και  ταυτόχρονα έκανε κουμάντο και το τιμόνι. Ο μικρός μόνο μπρός –κράτει  Δεν άργησαν να τα ρίξουν και τα δυο . Τώρα μπρός να πάμε γιαλό Θα καθίσουμε καμιά ώρα και θα έρθουμε να σηκώσουμε. Βγήκαν γιαλό και έριξαν άγκυρα απέναντι από το ιστορικό πλατάνι –Να βγούμε έξω   να καθίσουμε.. Έδεσαν το καΐκι  και βγήκαν έξω. Ο μικρός περπάτησε κατά το ποτάμι να δει κανένα ψαράκι και ο καπετάνιος άναψε τσιγάρο . Αφού πέρασε το κάβο πάει στο ποταμάκι  Δεν ήτανε όπως του Φονιά αλλά πολύ πιο μικρό. Παρ όλα αυτά μπορούσε να μπει μέσα μια μικρή φελούκα. Κάποιες αθερίνες ήτανε μέσα και μερικά κεφαλόπουλα  Ο μικρός για να παίξει έριξε μια πέτρα μέσα προσεκτικά για να μη χτυπήσει κανένα  και παρατήρησε τα ψαράκια να τρέχουν τρομαγμένα να σωθούν Πέρα από την όχθη μερικά κατσίκια ήρθαν για να πιούν νερό και πάνω στον αέρα γλάροι έκαναν κύκλους να βρουν τίποτα να φάνε Πήρε ένα ξύλο και χτύπησε τις φτέρες  Δυο νυχτοπούλια πέταξαν τρομαγμένα. Πήρε το δρόμο του γυρισμού γιατί  ήδη πέρασε η ώρα. Καβατζάροντας τον κάβο είδε πως και ο καπετάνιος είχε σηκωθεί  και ετοιμαζότανε  Άντε να δούμε  τι ψάρια θα πιάνανε με τα χοντρά? Και το δόλωμα ήτανε ξεκούραστο σήμερα.. Μπήκαν μέσα και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Φαινότανε η σαμαντούρα . Με το αργά  έβαλε τα κουπιά  και έσβησε  την μηχανή Ο καπετάνιος έπιασε με τον γάντζο την σημαδούρα και άρχισε να ανεβάζει το παραγάδι  Τα πρώτα αγκίστρια ήτανε χωρίς δόλωμα Καλό σημάδι αυτό. Φαίνεται πως τα ψάρια έτρωγαν Ξαφνικά ακούγεται η γνώριμη φωνη-Σίαααααα καθώς κανει τα κουπιά ανάποδα  βλέπει τον καπετάνιο να ψαρεύει κανονικά και να  έχει δίπλα του τον γάντζο. Σκύβει και βλέπει κάτι να γυαλίζει και σιγά — σιγά να μεγαλώνει Σε λίγο μια πανέμορφη συναγρίδα γύρω στα 9 κιλά ανέβηκε στη κουβέρτα. Την πιάνει ο μικρός και τη βάζει στο αμπάρι χωρίς να ξεχνάει τα κουπιά. Σε κάποια στιγμή ακούει μια φωνή-Έλα να διείς. Γυρνάει πίσω και βλέπει κάτι να αρμενίζει-Τι είναι εύτου? –Ροφός είναι και έβγαλε τη φούσκα του  Σιγά –σιγά τον έφερε κοντά.

33

 Ένα μεγάλο ψάρι πάνω από 8 κιλά .Φέρτου στου αμπαρ  .Το ρίχνει και αυτό μέσα Καλά πάμε σκέφτηκε –Καλά πάμε είπε και ο καπετάνιος λες και είχανε συνεννοηθεί. Με τον ίδιο τρόπο πήραν άλλες  συναγρίδες  3 ροφούς και 7 στήρες. Και είχανε ακόμα και το άλλο παραγάδι. –Άντε κουράγιο να πάμε και για το άλλο είπε ο καπετάνιος Φέρε σε μένα τα κουπιά. Μπήκε στο αμπάρι και άρχισε να τραβάει κουπιά για να ξεκουράσει τον μικρό. Δεν άργησαν να φτάσουν στο παραγάδι τους. –Να καθίσεις στη πλώρη και να λεβάρεις εσύ είπε. Κάθισε ο μικρός στη πλώρη και ετοιμάστηκε να πιάσει την άκρη. Ο καπετάνιος σαν πιο έμπειρος έφερε κοντά το σκάφος  Ανέβασε την άκρη και άρχισε να μαζεύει στο πανέρι όταν ξαφνικά ένοιωσε κάτι να  τραβάει με δύναμη. Πολύ ισχυρός αντίπαλος. Τι να ήτανε –Προσεκτικά λέει ο καπετάνιος να το καλουμάρεις όταν τραβάει. Άρχισε ένας αγώνα πάνω κάτω οπότε μετά από λίγη ώρα ξάπλωσε δίπλα στο καΐκι ένα μεγάλο φαγκρί πάνω από  8 κιλά Με προσοχή ο μικρός το πιάνει με τον γάντζο  και το ρίχνει μες το σκάφος –Μπρεεεεεε μπραβο!!! Φώναξε ο καπετάνιος. Ίσα τώρα Με τον ίδιο τρόπο ανέβασε 5 φαγκριά και 1 συναγρίδα πάνω κάτω στο ίδιο μέγεθος όταν ξαφνικά ένοιωσε ένα τράβηγμα παράξενο Ανέβαινε πολύ βαριά  με μεγάλη δυσκολία. Σε  λίγο βλέπει δίπλα στο σκάφος ένα σαλάχι τεραστίων διαστάσεων-Αυτό δεν το μπορώ να το βγάλω φώναξε ο μικρός. –Καλά  έλα πίσω στα κουπιά. Ανέβηκε ο καπετάνιος και με μια επιδέξια κίνηση το άρπαξε με τον γάντζο και το χτύπησε στο κεφάλι με τον κόπανο. Αυτό ήτανε –Αντε λίγο έμεινε ακόμα. Κάτι σαλεύει ακόμα. Και σε λίγο έρχεται στο σκάφος μια σμέρνα τεράστια. –Τι να την κάνουμε αυτή? –Να την πάρουμε για λιόκαφτη απάντησε ο μικρός Την ανέβασαν και αυτή πάνω στην κουβέρτα και με δυο χτυπήματα στο κεφάλι την καθάρισαν –Αντε μπερκέτ είπε ο καπετάνιος πάιρνοντας και το τελευταίο αγκίστρι. Αντε καλό λιμάνι τώρα.. Ο μικρός μάζεψε  τα κουπιά και άρχισε να καθαρίζει τη  κουβέρτα από τα δολώματα που τα πετουσε στη θάλασσα. Για πότε το πήραν χαμπαρι οι γλάροι ένας θεός ξέρει. Ορμούσαν κρώζοντας  και όσο τους έβλεπε ο μικρός τόσο τους πετούσε μέχρι που τελείωσαν όλα  Όλοι ευχαριστημένοι  άνθρωποι και πουλιά . Αφού έβαλαν μπρός την μηχανή ,ο μικρός κάθισε στη πλώρη να ξεκουραστεί  βλέποντας το καΐκι να σχίζει τα καταγάλανα νερά. Αριστερά ήταν το θρυλικό πλατάνι και μπροστά φαινόταν ο Πύργος του Φονιά.

ΑΓΚΙΣΤΡΟΣ

 Το θρυλικό πλατάνι στον Άγκιστρο

Ήταν φανερό πως πήγαιναν για το λιμάνι.

34

Τα συναισθήματα ήταν ανακατεμένα. Πρώτα –πρώτα θα χαιρετούσε από μακριά τον αγαπημένο του φίλο τον Μπόμπι  και δεν θα είχε την χαρά να παίξει μαζί του σα νερά.  Ήταν σίγουρος πως  θα τον περίμενε αλλά πώς να πει στον καπετάνιο να πιάσουν γιαλό για να χαιρετίσει ένα σκύλο? Δύσκολη απόφαση. Μετά σκέφτηκε πώς να ήταν γραφτό να συναντηθούν   θα συνωμοτούσε όλο το Σύμπαν για να πραγματοποιηθεί αυτή η συνάντηση. Αλλά και πάλι χαιρόταν γιατί θα πιάνανε λιμάνι και θα έτρωγε το αγαπημένο του φαγητό: Ματζάνες τηγανητές με σάλτσα και ψωμί που μόνο η μάνα του το έφτιαχνε τόσο νόστιμο. Όπως και να το κάνουμε το φαγητό της μαμάς δεν συγκρίνεται με τίποτα στο κόσμο. Απορροφημένος στη σκέψεις δεν πρόσεξε ο μικρός πως το καΐκι είχε πορεία για «γιαλό» . Και ξαφνικά βλέπει στον Πύργο του Φονιά και στην εκβολή του ποταμού τρεις φιγούρες . Η μία μάλιστα κάτι κουνούσε λες και  ήθελε να κάνει σινιάλο. Μόλις πλησίασαν ξεχώρισαν οι σιλουέτες. Η μία ήταν του μπάρμπα Γιάννη η άλλη ενός αγνώστου και η τρίτη η πιο μικρή ήταν του Μπόμπυ που καθόταν στα πίσω πόδια και κοιτούσε το καΐκι. –Μόλις πιάσουμε γιαλό θα βγεις να αβαράρεις το καΐκι είπε ο καπετάνιος. Ο μικρός  πετάχτηκε από την  χαρά του. Δεν περίμενε άλλη κουβέντα. Σηκώθηκε όρθιος και ετοιμάστηκε να κατέβει  στη θάλασσα για να κρατήσει το καΐκι μη χτυπήσει  στις πέτρες. Βλέπεις δεν είχε ανάποδα η μηχανή. Πραγματικά μόλις  πιάσαν γιαλό κατέβηκε ο μικρός  μες τη θάλασσα . Την ίδια στιγμή και ο Μπόμπυ έπεσε στη θάλασσα γαβγίζοντας. Έφτασε γρήγορα  κι έπιασε τον μικρό από το παντελόνι τραβώντας τον για έξω. Νόμιζε πως κινδύνευε και ήθελε να τον σώσει. Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να καταλάβει πως δεν υπήρχε κίνδυνος. Και τότε όρμησε πάνω στον μικρό και αυτός τον αγκάλιασε και πέσαν και οι δυο στο νερό..Παιχνίδι και άγιος ο Θεός.(Συνεχίζεται 22-1-2018)

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Επιτρέπονται τα εξής στοιχεία και ιδιότητες HTML: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>