β) «Ο
?δε?ς γ?ρ κολάζει το?ς ?δικο?ντας πρ?ς τούτ? τ?ν νο?ν ?χων κα? τούτου ?νεκα, ?τι ?δίκησεν, ?στις μ? ?σπερ θηρίον ?λογίστως τιμωρε?ται? ? δ? μετ? λόγου ?πιχειρ?ν κολάζειν ο? το? παρεληλυθότος ?νεκα ?δικήματος τιμωρε?ται ?ο? γ?ρ ?ν τό γε πραχθ?ν ?γένητον θείη? ?λλ? το? μέλλοντος χάριν, ?να μ? α?θις ?δικήσ? μήτε α?τ?ς ο?τος μήτε ?λλος ? το?τον ?δ?ν κολασθέντα.»
Ο Πρωταγόρας αποδίδοντας παιδαγωγική σημασία στην ποινή προϋποθέτει τη στοιχειώδη έστω λογική και αισθήματα στον άνθρωπο, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα περαιτέρω καλλιέργειας και εξανθρωπισμού. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος διαθέτει ηθική συνείδηση, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη, η οποία με την ποινή μπορεί να τον οδηγήσει στην αναθεώρηση των πράξεών του και στην αυτεπίγνωσή του. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η τιμωρία ως σκόπιμη ενέργεια μέσα στην κοινωνία απορρέει και πρέπει να απορρέει από τη λογική. Η λογική είναι η βάση για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, για τη συνεννόηση των ανθρώπων και τη συμβίωσή τους.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ποινή έχει σημασία και σκοπό, είναι δηλαδή προϊόν λογικής. Αποβλέπει στη συνέτιση αυτού που αδικοπραγεί και στον παραδειγματισμό των άλλων, που γίνονται μάρτυρες της τιμωρίας του. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ενστικτώδη εκδήλωση αυτοσυντήρησης που κατατείνει στην εξόντωση του «εχθρού», ούτε για πράξη τυφλής αντεκδίκησης και ανταπόδοσης. Όποιος επιβάλλει ποινές ?λογ?στως, δεν πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής. Αντίθετα, η έλλογη τιμωρία είναι ένας τρόπος παροχής βοήθειας προς τον άλλον, αφού αποβλέπει στην ανασυγκρότηση της ανθρώπινης υπόστασης, στη βελτίωσή της και στην αναμόρφωσή της.
Ο Πρωταγόρας προκαλεί διακριτικά τον Σωκράτη με την αντίθεση «?λογ?στως» και «μετά λόγου», γιατί τον υποχρεώνει να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με ένα από αυτά. Αν ο Σωκράτης φέρει αντίρρηση για τον σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής, τότε συμφωνεί με το «?στις ?σπερ θηρ?ον ?λογ?στως τιμωρε?ται».
α) Με το ρήμα τιμωρο?μαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.
(Βλέπε και σχόλιο σχολικού βιβλίου: «κολάζει», σελ. 86)
Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες για σωφρονισμό και παραδειγματισμό, απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρακαι όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («ο? γ?ρ ?ν τό γε πραχθ?ν ?γένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («το? μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
δ) «Ταύτην ο?ν τ?ν δόξαν πάντες ?χουσιν ?σοιπερ τιμωρο?νται κα? ?δί? κα? δημοσί?. Τιμωρο?νται δ? κα? κολάζονται ο? τε ?λλοι ?νθρωποι ο?ς ?ν ο?ωνται ?δικε?ν, κα? ο?χ ?κιστα ?θηνα?οι ο? σο? πολ?ται?»
Έτσι, για τον Πρωταγόρα ισχύει ο σωφρονιστικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο. Στον ιδιωτικό, στις σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια και το σχολείο, και στον δημόσιο, στις σχέσεις των πολιτών με την πολιτεία. Στην ιδιωτική ζωή (?δί?), οι γονείς και οι παιδαγωγοί τιμωρούν τα παιδιά και τους μαθητές τους. Στη δημόσια ζωή (δημοσί?), τα όργανα του κράτους επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νόμους.
Η αθηναϊκή κοινωνία φαίνεται ότι αποδέχεται τη λογική πως μέσα από την ποινή είναι δυνατόν να διαμορφωθούν ηθικές και σύννομες συνειδήσεις πολιτών. Μέσα σ? αυτό το σύνολο ανήκουν και οι Αθηναίοι, τους οποίους αναφέρει ο Πρωταγόρας για να απαντήσει στη θέση του Σωκράτη. Ο τελευταίος είχε ισχυριστεί ότι οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν ότι η αρετή είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας με τον συλλογισμό του αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι επιβάλλουν τιμωρίες και, επομένως, πιστεύουν ότι η αρετή διδάσκεται. Χρησιμοποιεί την Αθήνα ως παράδειγμα για να υποστηρίξει τη θέση του, και για λόγους αντικειμενικότητας, καθώς τα παραδείγματα αντλούνται από την αθηναϊκή ζωή, την οικεία στον Σωκράτη, και όχι από την προσωπική του εμπειρία και πατρίδα. Το ύφος μάλιστα του λόγου γίνεται λεπτά ειρωνικό στις φράσεις «…ο? σο?πολ?ται?» και «…κα?χαλκ?ως κα? σκυτοτ?μου συμβουλε?οντος…»
Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και, συνεπώς, το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν. Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης.
Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «? πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας(νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για να διαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο, αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος. Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους, κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;
Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.
Ο Πρωταγόρας συγκεφαλαιώνει τα συμπεράσματά του απευθυνόμενος στον Σωκράτη. Καταλήγει, λοιπόν, στις εξής τρεις θέσεις:
α) η αρετή είναι διδακτή.
β) αυτή είναι και η θέση των Αθηναίων, γι? αυτό σωστά ο κάθε πολίτης ανεξάρτητα από το επάγγελμά του, είτε είναι χαλκιάς είτε τσαγκάρης, έχει το δικαίωμα να συμβουλεύει για τα πολιτικά.
γ) ανασκευή του ισχυρισμού του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.
α) «
?στε κατ? το?τον τ?ν λόγον κα? ?θηνα?οί ε?σι τ?ν ?γουμένων παρασκευαστ?ν ε?ναι κα? διδακτ?ν ?ρετήν»Με το πρώτο συμπέρασμα ο Πρωταγόρας επαναδιατυπώνει την αρχική του θέση, ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί. Εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί? θεωρεί, δηλαδή, ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί.
β) «?ς μ?ν ο?ν ε?κότως ?ποδέχονται ο? σο? πολ?ται κα? χαλκέως κα? σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τ? πολιτικά»
Το δεύτερο συμπέρασμα συνιστά την απάντηση του Πρωταγόρα στο πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη (ενότητα 1η: «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν ? αυτό είναι κάτι που διδάσκεται»). Έχει, λοιπόν, από τη μια αποδείξει ότι αποδέχεται την άποψη του Σωκράτη για την καθολικότητα της αρετής και από την άλλη έχει ανασκευάσει τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας συχνά επικαλούνταν την κοινή γνώμη της αθηναϊκής κοινωνίας και προσάρμοζε σε αυτή και στις εμπειρικές εφαρμογές της τις απόψεις του για το διδακτό της αρετής. Έτσι, η στάση της αθηναϊκής κοινωνίας εδώ φαίνεται να δικαιώνεται μέσα από το επιχείρημά του.
γ) «?κα? ?τι διδακτ?ν κα? παρασκευαστ?ν ?γο?νται ?ρετήν, ?ποδέδεικταί σοι, ? Σώκρατες, ?καν?ς, ?ς γέ μοι φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (?καν?ς), πιστεύοντας ότι αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής του. Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «?ς γέ μοι φαίνεται».
Λιτότητα : ο?χ ?κιστα, μ? ?λογίστως.
Υπερβατό : ?ς ?ξ ?πιμελείας κα? μαθήσεως κτητ?ς ο?σης, ? δ?μετ? λόγου ?πιχειρ?ν, παρασκευαστ?ν ε?ναι κα? διδακτ?ν ?ρετήν.
Παρομοίωση : ?σπερ θηρίον
νουθετε? < νο?ς + τίθημι: νουθεσία, νουθέτηση, νουθέτημα, νουθετητής.
α. νο?ς: < νοέω -?:νους, νόηση, νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, κατανόηση, επινόηση, παρανόηση, διανόηση.
β. τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης.
κτητ?ς < κτ?μαι: κτήμα, κτήση, κτητικός, κτηματικός, κτηματομεσίτης, κτήτορας, κτηματίας, ιδιοκτήτης, πλοιοκτήτης, ιδιόκτητος.
ο?σης < ε?μί: ουσία, παρουσιαστικό, ευπαρουσίαστος, εσθλός, έτυμον, ετυμολογία, ετυμολογικός, όντως, οντολογικός, οντολογία, παροντικός, παρουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, συνουσία, απουσία.
?θέλεις < ?θέλω: θέλημα, εθελούσιος, αθέλητος, θεληματικός, εθελοντικός, εθελοντισμός, εθελοντής, εθελοθυσία, εθελόδουλος.
?ννο?σαι < ?ν + νοέω -?: < νο?ς:νους, νόηση, , νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, νοερός, ευνόητος, απρονοησία, νοησιαρχία, παρανόηση, κατανόηση, συνεννόηση, νοητικότητα, νοηματοδότηση, ανόητος, νοερός, νοηματικός, νοήμων, νοησιοκρατία, ακατανόητος.
τ? κολάζειν (ουσιαστικοποιημένο απαρέμφατο) < κολάζω < κόλος (= κοντός, βραχύς, πρβλ. κολοβός, κόλουρος) + άδ-j-ω: ακόλαστος, κόλαση, κολάσιμος, κολασμένος, κολασμός, κολαστήριο, κολαστής, κολαστικός.
?δικο?ντας (< ?δικ? < ?δικος < ? στερ. + δίκη): αδικία, αδίκημα, αδικημένος, άδικος, αδικοπραγία, αδικοσκοτωμένος, αδικοσφαγμένος, αδικοχαμένος, αδικοχαμός, αδίκως.
δύναται < δύναμαι: δυνατός, δυνατότητα, δύναμη, δυναμικός, ενδυνάμωση, δυναμικό (το), δυναμισμός, δυνητικός, δυνάστης, δυναστεία, καταδυνάστευση, δυναμίτης, αδυναμία, αδύναμος, δυναμωτικό, δυναμικότητα, δυναμισμός, δυναμίτης, δυναμογόνος, δυναμογράφος, δυναμοηλεκτρισμός, δυναμόμετρο.
?γο?νται < ?γέομαι ?ο?μαι: ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγεμονικός, ηγούμενος, ηγουμενικός, ηγετικός, υφηγεσία, προηγουμένως, ηγήτορας, ηγούμενος, ηγουμενία, ηγουμενικός, Ηγουμενίτσα, ηγουμενοσυμβούλιο, ηγουμενείο, περιήγηση, περιηγητής, περιηγητικός, αφήγηση, αφηγητής, αφηγηματικός, αφηγηματικότητα, διήγηση, διήγημα, διηγηματικός, καθηγητής, εξήγηση, επεξήγηση, επεξηγηματικός, παρεξήγηση, εισήγηση, εισηγητής, προηγούμενος, καθηγητής.
?χων < ?χω: εξής, σχέση, σχεδόν, σχολείο, σχετικός, κατεχόμενος, κάτοχος, πάροχος, κατοχή, παροχή, εξοχή, σχόλη, σχολή, σχέδιο, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχετικός, άσχετος, σχετικότητα, σχεδίαση, σχεδιαστήριο, σχήμα, σχηματικός, σχηματισμός, έξοχος, εξοχότητα.
τιμωρε?ται < τιμωρέω ?? < τιμωρός < τιμάορος < τιμή + ο?ρος (= φύλακας, φρουρός) [η λέξη επιδέχεται και τις εξής επιπλέον ετυμολογήσεις: < τιμή + ?ρα = φροντίδα, και < τιμή + ?ρνυμαι = παίρνω]: τιμώρημα, τιμώρηση, τιμωρία, ατιμώρητος, ατιμωρησία, τιμωρός, ακταιωρός, εμβρυωρός, θεωρός, θυρωρός, ολίγωρος, τιμή, τιμητικός, τίμημα, τίμημα, τιμητής, τίμιος, τιμιότητα, έντιμος, εντιμότητα, άτιμος, ατιμία, πρόστιμο, επιτίμηση, επιτιμητικός, αποτίμηση, εκτίμηση, εκτιμητής, διατίμηση, υποτίμηση, υποτιμητικός, προτίμηση, τιμολόγιο, τιμοκατάλογος, τιμοκρατία, τιμοκρατικός, αντίτιμο.
?πιχειρ?ν < ?πιχειρ? < ?π? + χείρ: επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματολογία, επιχειρησιακός, εγχείρημα, εγχειρίδιο, χειροπιαστός, χειροποίητος, χειροδύναμος, επιχειρηματικότητα εγχείρηση, μετεγχειρητικός, επιχείρηση, διαχείριση, διαχειριστής, επιχείρημα, μεταχείριση, μεταχειρισμένος, υποχείριο, χειρολαβή, χειράμαξα, χειραφέτηση, χειραγώγηση χειραψία, χειρισμός, χειριστής, χειροκρότημα, χειρονομία, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός.
παρεληλυθότος < παρέρχομαι / πάρειμι: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος, Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής, ελευθερόστομος.
?γένητον < ? (στερητικό) + γίγνομαι: γένος, γενεά, γενιά, γόνος, γονίδιο, γονέας, γένεση, άγονος, πρόγονος, εγγονός, γεγονός, γενέτειρα, γυνή, γηγενής, γενετήσιος, γνήσιος, ευγενής, πρωτογενής, εγγενής, ενδογενής, εξωγενής, νεογνό, γενέθλιος, ιθαγενής, συγγενής, γενικός, γονικός, γόνιμος, γονιμότητα, υπογονιμότητα.
θείη < τίθημι: θέση, ανάθημα, νομοθέτης, θεσμός, παρακαταθήκη, σύνθετος, πρόσθετος, θεμέλιος, θετός, υποθήκη.
?δ?ν < ε?δον < ?- Fιδ -ον του ρ. ?ρ?:είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ειδεχθής, ανθρωποειδής, ελικοειδής, χονδροειδής, τριγωνοειδής.
?δί?:ιδιώτης, ιδιωτικός, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτελής, ιδιοτέλεια, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδιόλεκτος, ιδίωμα, ιδιωματικός.
πολ?ται < πόλις: πολίτευμα, πολιτικός, πολιτευτής, πολιτεία, πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης, συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση, μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, απολίτικος, απολιτικοποίηση, πολιτάρχης, πολιτειολογία.
λόγον < λέγω: λέξη, λεξικό, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, έπος, ρήμα, ρητό, ρήση, επίρρημα, απόρρητος, ρήση, ρήτορας, ρητορικός, παρρησία, πρόλογος, διάλογος, άρρητος, ρήτρα, λέξημα, διάλεξη, συνδιάλεξη, λεξικό, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λεξικογράφος, λεκτικός, κυριολεξία, κυριολεκτικός, δυσλεξία, δυσλεκτικός, ιδιόλεκτος, διάλεκτος, μονολεκτικός, μονόλογος, διαλογικός, υπόλογος, παράλογος, έλλογος, επίλογος, ομολογία, αναλογία, αναλογικός, απολογία, απολογητικός, έπος, επικός, ανείπωτος.
?ποδέχονται < ?π? + δέχομαι: δοχείο, δέκτης, δεξαμενή, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, αποδεκτός, ανάδοχος, δεξιός, παραδεκτός, απαράδεκτος, αποδέκτης, δόκανο, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αναδεξιμιός, δεκτός, διάδοχος, ανάδοχος, δοκιμή, δοκιμάζω.
σκυτοτόμου < σκ?τος (τ?) + τέμνω: σκυτάλη, σκυταλοδρομία, σκύτινος, σκυτοτομώ, σκυτοτομείο, σκυτοτομικός, τομή, τόμος, τμήση, τμήμα, τεμάχιο, διχοτόμος, επιτομή, διατομή, σύντομος, τέμενος, ταμίας, απότομος, επίτομος, διατομή, κατατομή, περιτομή, νεκροτομή, λοβοτομή, προτομή, σύντομος, συντομογραφία, ανατομία, καινοτομία, ρυμοτομία, κατάτμηση, σύντμηση.
συμβουλεύοντος < συμβουλεύω < σ?ν + βουλεύω < βούλομαι [υπάρχει και δεύτερη ετυμολόγηση: το ρήμα παρασύνθετο < συμβουλ? < συν + βουλ? < βούλομαι]: βουλή, βούλευμα, προβούλευμα, διαβούλευση, εκδούλευση, βουλευτής, βούληση, βουλησιαρχία, βουλευτιλίκι, βουλευτίνα, βουλησιοκρατία. συμβουλή, σύμβουλος, συμβούλιο, κοινοβουλευτικός.
?ποδέδεικται < ?π? + δείκνυμαι: αποδεικτικός, δυσαπόδεικτος, αναπόδεικτος, αυταπόδεικτος, δείξιμο, δείκτης, δείγμα, ένδειξη, υπόδειξη, απόδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα, δειγματολόγιο, δειγματοληψία.
φαίνεται < φαίνομαι: φάσμα, φαινόμενο, φανός, φανερός, φανάρι, φάντασμα, φαντασία, φανταστικός, φαντασίωση, φαντασμαγορικός, άφαντος, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, διαφανής, αφανής, περιφανής, καταφανής, φως, φαεινός, Φανή, Θεοφάνεια, απόφανση, περιφανής, εμφαντικός, έμφαση, πρωτόφαντος, τροφαντός.
Εάν, λοιπόν, η οικογένεια δεν κατόρθωσε να δώσει στο άτομο μια σωστή αγωγή, εάν το σχολείο ή το ευρύτερο περιβάλλον του το επηρέασαν αρνητικά στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς κι αν, τέλος, κάποια δυσλειτουργία ορισμένων θεσμών ή κάποια δυσμενής συγκυρία σε συνάρτηση με κάποιους υποκειμενικούς παράγοντες στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων, το οδήγησαν στο έγκλημα, οφείλει η πολιτεία, χρησιμοποιώντας το θεσμό της δικαιοσύνης, να επαναφέρει τον εγκληματία στην ευθεία και να τον προσανατολίσει σε κάποιες αξίες και να του εμπεδώσει κάποιες αρχές, πείθοντάς τον έτσι ν” αποφύγει νέες παρεκτροπές. Για πολλούς ευαισθητοποιημένους ανθρώπους η ποινή στη μορφή, τουλάχιστον, που την ξέρουμε, είναι απαράδεκτη. Πιστεύεται ότι ο εγκληματίας είναι ψυχικά ασθενής και δε χρειάζεται τιμωρία αλλά θεραπεία. Συνεπώς, η πολιτεία είναι προτιμότερο να κτίζει όχι φυλακές αλλά ειδικού τύπου θεραπευτήρια, που να λειτουργούν ως εκπαιδευτήρια. Όσο κι αν μοιάζει χιμαιρική η φράση του Αδαμαντίου Κοραή πως «και η πλέον θηριώδης ψυχή,ακούουσα τα αθάνατα παραγγέλματα των αρχαίων συγγραφέων της ελληνικής γλώσσης, θα μεταβληθεί εις ενάρετον», εν τούτοις είναι η πλέον ρεαλιστική. Μόνο μορφώνοντας το κεφάλι των ανθρώπων, δε θα χρειαστεί ποτέ η πολιτεία να το κόψει, έλεγε ο Ουγκό.
Θα πρέπει ακόμη μέσα στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας ν” αναγνωρίζεται στον πολίτη το δικαίωμα του «σφάλλειν»: Μόνο οι δικτάτορες είναι «αλάνθαστοι»! Όμως, από την άποψη αυτή και η ποινή είναι ένα δικαίωμα, έστω και αρνητικό. Είναι λάθος να συνυφαίνεται το δικαίωμα μόνο με τον ωφελιμισμό, μ” αυτό που μας εξυπηρετεί προσωπικά. Ο Ντοστογιέφσκη πιστεύει πως η ελευθερία υπάρχει στο παράπτωμα. Παράπτωμα χωρίς τιμωρία δε νοείται. Άρα, η τιμωρία είναι το τίμημα της ελευθερίας. Γι” αυτό συνιστούσε στους ενόρκους να τιμωρούν τους εγκληματίες, αποδίδοντάς τους την αξιοπρέπεια του ενόχου. Θεωρούσε τη μεταβίβαση της ευθύνης στην ένοχη κοινωνία ως την έσχατη προσβολή κατά του ανθρώπινου προσώπου. Ακόμη κι ο ένοχος έχει δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, παρατηρεί ξένος διανοητής. Η αποενοχοποίηση και η ατιμωρησία την αφαιρεί.
Όπως προαναφέρθηκε, η ποινή παίζει διπλό ρόλο. Πέρα” από το σωφρονισμό αυτού που διέπραξε το αδίκημα, πρέπει να συντελεί και στον παραδειγματισμό των άλλων. Όταν ο εγκληματίας τιμωρηθεί με πνεύμα σωφρονιστικό και τελικά πεισθεί για την ενοχή του, είναι φυσικό να παραδειγματιστούν και πολλοί, όταν διαπιστώσουν ότι ο δράστης αποστρέφεται την πράξη του. Βλέποντας, δηλαδή, τον εγκληματία τιμωρημένο, μετανιωμένο και σωφρονισμένο, είναι δύσκολο να μην παραδειγματιστεί από αυτόν κάποιος, που είχε ροπή προς την αδικία και να μην κρατηθεί μακριά από αυτή. Γιατί σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη παραδείγματος απ” αυτήν που προσφέρει ο σωφρονισμός του ίδιου του ενόχου.
Μια τέτοια, λοιπόν, ποινή, που ανταποκρίνεται στη διπλή της αποστολή, να επενεργεί, δηλαδή, σωφρονιστικά προς την κατεύθυνση του ενόχου και παράλληλα να λειτουργεί ως παράδειγμα για πολλούς άλλους, μπορεί, χωρίς κανέναν ενδοιασμό να θεωρηθεί ως μια ολοκληρωμένη ποινή, ως ποινή που έχει υλοποιήσει τους στόχους της. Γιατί, ενώ από τη μια θα έχει βοηθήσει τον εγκληματία να συναισθανθεί την ενοχή του και ν” αποφύγει την επανάληψη αδικημάτων, από την άλλη βοηθώντας τον να εναρμονίσει τη συμπεριφορά με τους κανόνες εκείνους που καθορίζουν αρτιότερες συνθήκες διαβίωσης, δημιουργεί το κοινωνικό πρότυπο, που λόγω κακού παρελθόντος κι έντιμου παρόντος αυξάνει την επιρροή του στα κοινωνικά μέλη.
Φυσικά μια κοινωνία πρέπει να είναι δημοκρατική, αλλά δεν πρέπει να είναι αφελής. Δεν επιτρέπεται στ” όνομα καμιάς δήθεν σωφρονιστικής σκοπιμότητας η επίδειξη ανοχής. Η τιμωρία -έστω και μικρή- πρέπει να είναι βέβαιο πως θα επιβληθεί. Η ατιμωρησία γεννά την ηθική παραλυσία κι εκτρέφει κάθε λογής αντικοινωνικές συμπεριφορές. Χρειάζεται -τουλάχιστον για τις ατελείς συνειδήσεις- ο φόβος της ποινής. «?να δέος (= φόβος), ?νθα καί α?δώς», έλεγαν οι αρχαίοι με την κομψή τους εκφορά, ενώ ο Μπεκαρία το έλεγε πιο παραστατικά: «Αρχή σοφίας ο νόμος του… χωροφύλακα». Όχι βέβαια πως η αστυνόμευση είναι πανάκεια για την εξάλειψη των αδικιών, όμως χωρίς αστυνομική εποπτεία, χωρίς σοβαρή λειτουργία δικαιοσύνης, το άτομο που έχει αντικοινωνικές τάσεις αποθρασύνεται, βλέποντας μια κοινωνία ανεκτική απέναντι του. Η ατιμωρησία υποθάλπει το έγκλημα, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος για ν” αναπτυχθεί. Αυτό θα επιφέρει και μια άλλου είδους κοινωνική εκτροπή. Όταν η πολιτεία δεν τιμωρεί, θ” αρχίσουν να τιμωρούν οι πολίτες. Κι αυτό ούτε τον αδικήσαντα συμφέρει (είναι γνωστά τ” αποτελέσματα του νόμου του Λιντς[1]), ούτε τους αδικημένους (που εξομοιώνονται σε αγριότητα με τους αδικητές), ούτε φυσικά και την κοινωνία, γιατί ο νόμος της αυτοδικίας ξαναγυρίζει τον άνθρωπο στο νόμο της ζούγκλας.
Υπάρχει, τέλος, και το θέμα της θανατικής «ποινής», που τα τελευταία χρόνια επανέρχεται διαρκώς στο πεδίο των έντονων συζητήσεων, λόγω της κατακόρυφης αύξησης της βίας και του εγκλήματος. Προσωπικά πιστεύουμε πως η εκτέλεση του ενόχου δεν είναι ούτε λύση αλλ” ούτε και ποινή. Κάθε ποινή, όπως είπαμε προοιμιακά, πρέπει να έχει το στοιχείο του σωφρονισμού. Θα ήταν αφέλεια, λοιπόν, να μιλάμε για σωφρονισμό, αναφερόμενοι σε μελλοθάνατους. Όσον αφορά στον τομέα του παραδειγματισμού, κυριαρχεί η άποψη πως η θανάτωση του εγκληματία είναι το αποτελεσματικότερο μέτρο αποτροπής. Η «αποτελεσματικότητα» όμως αυτή οφείλεται στο φόβο· και όταν η συμπεριφορά των πολιτών καθορίζεται από αυτόν, τότε είναι σωστότερο να μιλάμε για τρομοκρατία κι όχι για δημοκρατία. Η δημοκρατία απαιτεί ελευθερία κι η ελευθερία σημαίνει δυνατότητα επιλογών, χωρίς τρομοκρατικούς εξαναγκασμούς. Όταν όμως ο φόβος χαράζει την κατευθυντήρια γραμμή των πράξεών μας, δημιουργεί τον τρομοκρατημένο υπήκοο, που είναι ανίκανος να υπηρετήσει δημοκρατία. Εξάλλου, ο φόβος δεν εξαλείφει το έγκλημα· απλώς το αναβάλλει.
Ακόμη η θανατική εκτέλεση, ως ακραία περίπτωση ποινής, οδηγεί τον εγκληματία σε ακραίες αποφάσεις μέσα από ψυχολογικές διαδικασίες, που καταλήγουν στο να εγκληματεί, αδιαφορώντας για τη θανατική του καταδίκη. Όταν, δηλαδή, ο εγκληματίας γνωρίζει πως η τιμωρία που θα του επιβληθεί είναι ο θάνατος, οδηγείται σε περισσότερο ειδεχθή[2] και φρικιαστικά εγκλήματα, για να εκδικηθεί από τα πριν το θάνατό του. Θα είναι ίσως ανεπίτρεπτη μωρία, να επαναφέρουμε τη θανάτωση ως τιμωρία. Γιατί, ας μη μας διαφεύγει πως πάντοτε εμφωλεύει ο κίνδυνος της ηρωοποίησης. Συχνά ειδεχθείς εγκληματίες, που εκτελέστηκαν, πέρασαν στο θρύλο, έγιναν τραγούδι και λαϊκά ινδάλματα[3]. Ο θάνατός τους λειτούργησε στη λαϊκή συνείδηση μ” έναν ιδιότυπο τρόπο, ώστε να προβάλλονται ως πρόμαχοι των λαϊκών συμφερόντων κατά της κρατικής εξουσίας.
Πέρα απ” όλα αυτά η θανατική εκτέλεση απαιτεί κι εκτελεστές. Είναι θλιβερό να υπάρχουν κατ” επάγγελμα δήμιοι, ακόμη θλιβερότερο θανατοποινίτες να εξαγοράζουν τη ζωή τους με το να γίνονται δήμιοι και ακόμη πιο τραγικό κάποια ανυποψίαστα παιδιά του λαού, που καλούνται να υπηρετήσουν την πατρίδα, να μεταβάλλονται ξαφνικά κάποιο πρωινό σε μέλη εκτελεστικού αποσπάσματος. Να συμμετέχουν, δηλαδή, στην εκτέλεση κάποιου, που έστω κι αν είναι κακούργος, δεν παύει να είναι άνθρωπος. Κάποτε στο παρελθόν είχαμε περιπτώσεις αυτοκτονίας στρατιωτών και πάντα περιπτώσεις βαθύτατων ψυχικών κλονισμών. Ας προστεθεί ακόμη ότι η δημόσια εκτέλεση αποτελούσε παλιά είδος λαϊκού θεάματος, που σημαίνει πως ο λαός εθιζόταν στο αίμα ή ερεθιζόταν από το αίμα. Άρα, ούτε κι από την άποψη αυτή βλέποντας το ζήτημα, μπορούμε να θεωρήσουμε τη θανατική τιμωρία ως ποινή.
Έτσι, λοιπόν, η ακραία ποινή του θανάτου θεωρήθηκε ακραίο έγκλημα και, κατά συνέπεια, αποτελούσε ανάγκη η κατάργησή της για τη βελτίωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, για την περισσότερη ασφάλεια των πολιτών και κυρίως για την ηθικοποίησή τους. Επί αιώνες η θανατική ποινή εφαρμοζόταν αδιάλειπτα και συστηματικά. Αυτό δεν έκανε τους ανθρώπους ηθικότερους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθούν νέοι τρόποι για την περιστολή και καταστολή του εγκλήματος. Η κατάργηση της θανατικής ποινής βοήθησε θετικά προς την κατεύθυνση αυτή. Αναγνωρίστηκε πως ένα κεφάλι γίνεται καλύτερο, όταν το μορφώνεις κι όχι όταν το… κόβεις.
Στις μέρες μας, που η υπαρξιακή αγωνία κι ανασφάλεια διαρκώς επιτείνονται κι επεκτείνονται, καθώς οι δείκτες της βίας και της εγκληματικότητας ακολουθούν. συνεχώς μια ανιούσα τάση, γίνεται περισσότερο επιτακτική η αναγκαιότητα για αρτιότερη λειτουργία του θεσμού της δικαιοσύνης και ουσιαστικότερη η συμβολή του τόσο στα διάφορα πολιτικά θέματα, όσο και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Μια τέτοια, όμως, ολοκληρωμένη δικαιοσύνη -όχι με την τρέχουσα «δικαστηριακή» σημασία του όρου- έχει έναν και μοναδικό σκοπό της, τη δημιουργία δίκαιων ανθρώπων, που είναι δυνατό να επιτευχθεί με τρεις τρόπους: το σωφρονισμό του θύτη, τη συγγνώμη από τη μεριά του θύματος και τον παραδειγματισμό του «θεατή».
[1]Νόμος τον Λιντς: Η χωρίς δίκη άμεση εκτέλεση του εγκληματία από το πλήθος. Ο όρος προέρχεται από τ” όνομα του Αμερικανού δικαστή Λιντς (1736-1796), όπου στην περιοχή της Βιργινίας επέβαλε την άμεση εκτέλεση του κακούργου.
[2]Ειδεχθής: κακόμορφος, φρικτός, άσχημος, δυσειδής, δύσμορφος, αποκρουστικός.
Σαράντος Ι. Καργάκος ,Ιστορικός ? Συγγραφέας

