Ειδικότερα, ακολουθώντας ο Πρωταγόρας το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, που αναφερόταν στον ειδικό στη ναυπηγική και στην οικοδομική, χρησιμοποιεί την περίπτωση του αυλητή για να δείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι? αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.
Η φράση αυτή αποτελεί την αποδεικτέα θέση για την καθολικότητα της αρετής, ότι όλοι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν μερίδιο σ? αυτή. Ο Σωκράτης, στο επιχείρημα για τους ειδικούς που συμβουλεύουν σε ειδικά θέματα σε αντίθεση με την πολιτική, για την οποία όλοι αδιακρίτως έχουν λόγο, αφήνει να νοηθεί ότι για την πολιτική μιλούν όλοι, γιατί ισχύει η καθολικότητα της πολιτικής αρετής ως κοινής ιδιότητας όλων των ανθρώπων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στα συστατικά της πολιτικής αρετής ο Πρωταγόρας προσθέτει εδώ και τη δικαιοσύνη. Στο τέλος του κεφαλαίου θα προσθέσει, επίσης, την ευσέβεια.
Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής.
1ο παράδειγμα: «
?ν γ?ρ τα?ς ?λλαις ?ρετα?ς, ?σπερ σ? λέγεις, ?άν τις φ? ?γαθ?ς α?λητ?ς ε?ναι, ? ?λλην ?ντινο?ν τέχνην ?ν μή ?στιν, ? καταγελ?σιν ? χαλεπαίνουσιν, κα? ο? ο?κε?οι προσιόντες νουθετο?σιν ?ς μαινόμενον?»Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
2ο παράδειγμα: «
?ν δ? δικαιοσύν? κα? ?ν τ? ?λλ? πολιτικ? ?ρετ?, ?άν τινα κα? ε?δ?σιν ?τι ?δικός ?στιν, ??ν ο?τος α?τ?ς καθ? α?το? τ?ληθ? λέγ? ?ναντίον πολλ?ν, ? ?κε? σωφροσύνην ?γο?ντο ε?ναι, τ?ληθ? λέγειν, ?ντα?θα μανίαν ?»Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής:
α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος.
β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι:
α) «κα
? φασιν πάντας δε?ν φάναι ε?ναι δικαίους»: όλοι πρέπει να λένε ότι κατέχουν την πολιτική αρετή,β) «?ς ?ναγκα?ον ο?δένα ?ντιν? ο?χ? ?μ?ς γέ πως μετέχειν α?τ?ς, ? μ? ε?ναι ?ν ?νθρώποις.»: Είναι ανάγκη όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη, ή έστω να αποδέχονται καταρχήν το δίκαιο, για να μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες. ? μ? ε?ναι ?ν ?νθρώποις.»
Σ? αυτό το σημείο ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην έννοια της δικαιοσύνης, είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός στην πολιτική κοινωνία. Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ? αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα. Από την άλλη, στην 4η ενότητα είχε προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ?ς νόσον πόλεως»). Ίσως η ποινή του Πρωταγόρα να φαίνεται ηπιότερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλει ο Δίας? έχουν όμως και οι δύο τον ίδιο σκοπό: να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αρετή. Έτσι, προβάλλεται ο παιδευτικός ρόλος των νόμων. Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας τη σημασία που έχει η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά την εποχή αυτή, καταλαβαίνουμε πως η ποινή που αναφέρει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία.
3. «
?τι μ?ν ο?ν πάντ? ?νδρα ε?κότως ?ποδέχονται περ? ταύτης τ?ς ?ρετ?ς σύμβουλον δι? τ? ?γε?σθαι παντ? μετε?ναι α?τ?ς, τα?τα λέγω?»Η φράση αυτή αποτελεί την κατακλείδα και το συμπέρασμα του «τεκμηρίου». Εδώ, δηλαδή, κλείνει το θέμα της καθολικότητας της πολιτικής αρετής και διατυπώνεται το συμπέρασμα. Αυτό καταδεικνύεται και από τις λέξεις ο
?ν και τα?τα λέγω. Επιπλέον, συνδέεται με όσα είχε πει ο Σωκράτης για τους Αθηναίους στην 1η ενότητα. Ο Πρωταγόρας, δηλαδή, από τη μια επιβεβαίωσε την άποψη του Σωκράτη ότι οι Αθηναίοι δικαιολογημένα δέχονται οποιονδήποτε για σύμβουλο σε θέματα πολιτικής αρετής και από την άλλη αιτιολόγησε την άποψη αυτή λέγοντας ότι αυτό γίνεται, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή.
Αποδεικτέα θέση: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«?γο?νται πάντες ?νθρωποι πάντα ?νδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε κα? τ?ς ?λλης πολιτικ?ς ?ρετ?ς»).
Παραδείγματα:
α) Στις τέχνες: έστω ότι κάποιος δεν είναι καλός αυλητής.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια? αλλιώς, θεωρείται τρελός.
β) Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι? αλλιώς, θεωρείται τρελός.
Φράσεις-αιτιολογήσεις, που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση:
α) επειδή όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι
(«καί φασιν πάντας δε?ν φάναι ε?ναι δικαίους»)
β) επειδή είναι αναγκαίο να έχει ο καθένας μερίδιο στην πολιτική αρετή
(«?ς ?ναγκα?ον ο?δένα ?ντιν? ο?χ? ?μ?ς γέ πως μετέχειν α?τ?ς»)
Συμπέρασμα: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«?γο?νται πάντες ?νθρωποι πάντα ?νδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε κα? τ?ς ?λλης πολιτικ?ς ?ρετ?ς»).
Κριτική του «τεκμηρίου» του Πρωταγόρα
Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής. Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι? αυτό είναι τυπικό τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:
α) η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («
?γο?νται ? μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει δεοντολογική διατύπωση («δε?ν φάναι – ?ναγκα?ον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει ναλένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ? αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «?γο?νται πάντες ?νθρωποι πάντα ?νδρα δε?ν μετέχειν δικαιοσύνης τε κα? τ?ς ?λλης πολιτικ?ς ?ρετ?ς».β) «?άντε ?σιν ?άντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
γ) ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.
δ) οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.
Ο Πρωταγόρας με τη συγκριτική παρουσίαση των δύο παραδειγμάτων του αυλητή και του άδικου επιβεβαίωσε τον σωκρατικό ισχυρισμό για την άνευ όρων συμμετοχή όλων των πολιτών στον πολιτικό διάλογο και υποχρεώνεται τώρα να προχωρήσει στην ανατροπή της σωκρατικής θέσης ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Το κύριο επιχείρημα, που χρησιμοποιεί, έχει θέμα τη διαφοροποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αντίδρασης στα έμφυτα και επίκτητα γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης. Οργανώνει το επιχείρημα κατά το τυπικό του ρητορικού λόγου, δηλαδή με υποδειγματική «πρόθεσιν» (θεματική περίοδο) και «απόδειξιν», και προσφεύγει και πάλι στην εμπειρία και τη ρητορική αντίθεση (φυσικά ? επίκτητα, θετικά ? αρνητικά χαρακτηριστικά και συμπονετική/ανεκτική ? κριτική/«παρεμβατική» συμπεριφορά).
Η φράση «
?τι δ? α?τ?ν ? παραγίγνεσθαι ? ?ν παραγίγνηται» αποτελεί την αποδεικτέα θέση του επιχειρήματος για το ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας δεν αφίσταται από αυτό που οι άνθρωποι γενικά πιστεύουν, δηλαδή ότι: α) η πολιτική αρετή δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο ούτε είναι αυτόματη η εμφάνισή της και β) διδάσκεται, καλλιεργείται και γίνεται κτήμα του ανθρώπου με επιμέλεια και άσκηση. Παράλληλα χρησιμοποιώντας το σχήμα άρσης-θέσης θα αποδείξει ότι η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση ή την τύχη, χωρίς την προσπάθεια του ανθρώπου, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας, φροντίδας και άσκησης. Με την αναφορά στο ζεύγος «φύσει ή τύχ?» ο Πρωταγόρας δείχνει ότι τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο στη φύση, αλλά προϊόν της σκοπιμότητας του δημιουργού του. Συνεπώς, και η πολιτική αρετή οφείλεται στη σκοπιμότητα της πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή στην εξασφάλιση του ζ?ν και του ε? ζ?ν των ανθρώπων που την συναποτελούν.
2. «?σα γ?ρ ?γο?νται ?λλήλους κακ? ?χειν ?νθρωποι φύσει ? τύχ?, ο?δε?ς θυμο?ται ο?δ? νουθετε? ο?δ? διδάσκει ο?δ? κολάζει το?ς τα?τα ?χοντας, ?να μ? τοιο?τοι ?σιν, ?λλ? ?λεο?σιν? ο?ον το?ς α?σχρο?ς ? σμικρο?ς ? ?σθενε?ς τ?ς ο?τως ?νόητος ?στε τι τούτων ?πιχειρε?ν ποιε?ν; Τα?τα μ?ν γ?ρ ο?μαι ?σασιν ?τι φύσει τε κα? τύχ? το?ς ?νθρώποις γίγνεται, τ? καλ? κα? τ?ναντία τούτοις?»
Σ? αυτό το χωρίο ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα προτερήματα και τα ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη και σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά, δεν τον απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου («?πό το? α?τομάτου»). Αντίθετα, νιώθουν οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης.
Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί η καθαρή αποστασιοποίηση του σοφιστή από θεοκρατικές ερμηνείες, σε αντίθεση με την 4η ενότητα, όπου, στο πλαίσιο του μύθου, γινόταν αναφορά στη θεϊκή προέλευση της α?δο?ς και της δίκης. Δέχεται, λοιπόν, την ύπαρξη μιας τελεολογικής αρχής στη φύση, ότι όλα δηλαδή γίνονται για να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό, και προσθέτει τον αστάθμητο παράγοντα του τυχαίου. Πουθενά, όμως, δεν γίνεται λόγος για παρουσία ή παρέμβαση του θείου.
Επιπλέον, μέσα από την ανάπτυξη των παραπάνω θέσεων αποκαλύπτεται η ανθρωπιστική στάση του Πρωταγόρα, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή της. Άνθρωποι που έχουν αδικηθεί από τη φύση αξίζουν την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη συμπάθεια των άλλων ανθρώπων.
Σ? αυτό το χωρίο αναφέρεται ο σοφιστής στα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ? αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις αρετές. Εύλογα, και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Σε αυτό, λοιπόν, το σημείο κυρίως στηρίζει την απόδειξη του «διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), προκαλεί την κοινή γνώμη και οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει. Άρα, η πολιτική αρετή διδάσκεται. Συνεπώς, η κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι επιδεκτική καλλιέργειας, ευαισθητοποίησης και ηθικοποίησης.
Οι παράγοντες που θα συντελέσουν στην κατάκτηση της πολιτικής αρετής είναι η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία, που αποτελούν τις τρεις μορφές αγωγής. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται επιπλέον η νουθεσία και η τιμωρία. Πιο συγκεκριμένα:
β) Η άσκηση (?σκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Οι άνθρωποι οφείλουν να να ασκηθούν, δηλαδή να μάθουν να εφαρμόζουν αυτά που διδάσκονται, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στους ρόλους, που θα αναλάβουν αργότερα στο πλαίσιο της κοινωνίας και στη συναναστροφή τους με τους συνανθρώπους και τους συμπολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι στη διαδικασία της αγωγής είναι σημαντικό να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά.
γ) Η διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από τον δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.
Οφείλουμε, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι στις μορφές αγωγής εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία του. Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος μιμείται άκριτα ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο για την ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ? αυτή θα ανέτρεπε όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το βασικό ζητούμενο για το διδακτό της αρετής.
Τέλος, η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού δασκάλου, δηλαδή του κατάλληλου και ικανού παιδαγωγού να αναλάβει την αγωγή του νέου. Ένας τέτοιος δάσκαλος είναι ο Πρωταγόρας, από τον λόγο του οποίου συνάγεται και η αξία του ως παιδαγωγού. Ειδικά ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται το θέμα του, η συναγωγή συμπερασμάτων από σειρά επιχειρημάτων και η ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και παραδειγμάτων τον καθιστούν άξιο σμιλευτή του παιδαγωγικού λόγου και τον σπουδαιότερο ίσως εκπρόσωπο του ελληνικού διαφωτισμού.
Σύντομη απόδοση του συλλογισμού του Πρωταγόρα
Μείζων προκείμενη: ο άνθρωπος ανέχεται τα φυσικά μειονεκτήματα/ελαττώματά του, όχι όμως και τα επίκτητα, τα οποία μεταστρέφει σε αρετές με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή.
Ελάσσων προκείμενη: η ασέβεια και η αδικία ως επίκτητα ελαττώματα είναι το αντίθετο της πολιτικής αρετής.
Συμπέρασμα: άρα η πολιτική αρετή ως το αντίθετο της ασέβειας και της αδικίας αποκτάται με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή.
Η απόδειξη του Πρωταγόρα θεμελιώνεται σε σκέψη που διέπεται από πραγματικό ανθρωπισμό και λαμβάνει τον άνθρωπο ως μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη οργανώνεται με σοφιστικό τρόπο με αποτέλεσμα να αποβλέπει στην πειθώ απλώς του δέκτη και όχι στην αναζήτηση και εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, που είναι το ζητούμενο του Σωκράτη.
Ειδικότερα, ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται ο Πρωταγόρας το θέμα του, και η ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και λογικών παραδειγμάτων φανερώνουν ότι ο σοφιστής αγωνιά για την πειστικότητα των λόγων του και όχι για την εύρεση της απόλυτης αλήθειας. Ο σοφιστικός τρόπος προσέγγισης του θέματος φαίνεται, λοιπόν, στα εξής:
α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη της αρετής («
?σα δ? ?ξ ?πιμελείας κα? ?σκήσεως κα? διδαχ?ς ο?ονται γίγνεσθαι ?γαθ? ?νθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση, αυτό δηλαδή που χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν, το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λ?ψις το? ζητουμένου».β) «? ?ν παραγίγνηται» / «?άν τις τα?τα μ? ?χ?»: Οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι η αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν με τη διδασκαλία, είτε με τη θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την κατέχουν.
γ) Παρουσιάζει ως άποψη γενικά των ανθρώπων, τη δική του απλώς άποψη για το θέμα.
δ) Υπολανθάνει η απαίτηση του ικανού και κατάλληλου δασκάλου, όπως ο ίδιος, για να διδάξει την πολιτική αρετή.
Συνολικά για τον αποδεικτικό λόγο του Πρωταγόρα στην ενότητα αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («
?γο?νται πάντες ?νθρωποι πάντα ?νδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε κα? τ?ς ?λλης πολιτικ?ς ?ρετ?ς») εννοεί ότι όλοι έχουν μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η διδασκαλία για να φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίαςκαι, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών («?άντε ?σιν ?άντε μ? / ? ?ν παραγίγνηται» / «?άν τις τα?τα μ? ?χ?»). Συνεπώς, το πρόβλημα, κατά τον Πρωταγόρα, είναι πώς ο άνθρωπος με δεδομένη τη γενική αίσθηση του δικαίου (που του χαρίζουν η αιδώς και η δίκη ως προδιάθεση και καταβολές) μπορεί και πρέπει να παιδεύεται και να ευαισθητοποιείται προκειμένου να κατακτήσει μια δίκαιη συμπεριφορά από κοινωνικοπολιτική άποψη.
- ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Άρση-θέση:
«?τι δ? α?τ?ν ο? φύσει ?γο?νται ε?ναι ο?δ? ?π? το? α?τομάτου, ?λλ? διδακτόν τε κα? ?ξ ?πιμελείας παραγίγνεσθαι»
«ο?δε?ς θυμο?ται ο?δ? νουθετε? ο?δ? διδάσκει ο?δ? κολάζει το?ς τα?τα ?χοντας ? ?λλ? ?λεο?σιν»
Ανιούσα κλιμάκωση:
«ο?δε?ς θυμο?ται ο?δ? νουθετε? ο?δ? διδάσκει ο?δ? κολάζει το?ς τα?τα ?χοντας»
«ο? τε θυμο? γίγνονται κα? α? κολάσεις κα? α? νουθετήσεις»
Πολυσύνδετο σχήμα: «ο? τε θυμο? γίγνονται κα? α? κολάσεις κα? α? νουθετήσεις»
Λαβέ < λαμβάνω: ακατάληπτος, αμεροληψία, ανάληψη, αντιλαβή, ανεπανάληπτος, αντίληψη, απολαβή, ασύλληπτος, δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία, εργολάβος, ευυπόληπτος, ηχολήπτης, ηχοληψία, θρησκοληψία, κατάληψη, λαβή, λάφυρο, λήμμα, λήψη, μεροληψία, μετάληψη, παραλαβή, παραλήπτης, περίληψη, προκατάληψη, πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη, υπόληψη, χειρολαβή.
Φ? < φημί: αντίφαση, αντιφατικός, απόφαση, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, περίφημος, πρόσφατος, πρόφαση, προφήτης, φήμη, φημολογία.
Προσιόντες < προσέρχομαι < πρ?ς + έρχομαι: ανεξίτηλος, διέλευση, εισιτήριο, ελευθερία, έλευση, Ελευσίνα, εξιτήριο, έπηλυς, ερχομός, ισθμός, οδός, προσέλευση, προσηλυτισμός, προσήλυτος, προσιτός (στο σχολικό εγχειρίδιο δίνεται ετυμολόγηση από το ρήμα προσίημι < πρ?ς + ?ημι: άνεση, αφέτης, αφετηρία, δίεση, ένεση, έφεση, εφετείο).
Ε?δ?σιν, ?σασιν < ο?δα: ειδήμων, είδηση, ειδικός, ειδοποιός, είδος, ιστορία.
?λήθεια < ?ληθής < ?- στερητικό + λήθη (< λανθάνω): αληθεύω, αληθινός, αληθοφάνεια, επαληθεύω, φιλαλήθεια, φιλαλήθης.
δε?ν < δε? (απρόσωπο): αντιδεοντολογικός, δεοντολογία, δεοντολογικός.
ε?κότως < ?οικα: εικασία, εικόνα, εικονικός, επιεικής
πειράσομαι < πειράομαι -?μαι: απειρία, απόπειρα, εμπειρία, πείρα, πείραγμα, πείραμα, πειραματόζωο, πειρατεία, πειρατής, πειρατικός, πειραχτήρι, πειρασμός
?σθενε?ς < ?- στερητικό + σθένος: ασθένεια, ασθενώ, ασθενώς, εξασθενώ
?σέβεια < ?σεβ?ς < ?- στερητικό + σέβω: ασέβημα, ασεβώ, σεβάζομαι, σέβας, σέβασμα, σεβαστός.
συλλήβδην < σ?ν + λαμβάνω: συλλαβή, συλλαβίζω, σύλληψη

