Η ιστορία της γυναίκας του, της προγιαγιάς μου, ήταν ίδια με την ιστορία εκατομμυρίων γυναικών της Κίνας στην εποχή της. Η οικογένειά της, αφενός επειδή δεν ανήκε στο χώρο των διανοουμένων και συνεπώς δεν είχε θέση στο μανδαρινάτο, κι αφετέρου επειδή ήταν κορίτσι, δεν της έδωσε όνομα. Ήταν η δεύτερη κόρη και τη φώναζαν «Δεύτερο κορίτσι» (Ερ-για-τόου).
Τα πόδια της γιαγιάς μου είχαν δεθεί όταν ήταν δύο χρονών. Η μητέρα της, που και κείνης τα πόδια ήταν δεμένα, της τα τύλιξε μ? ένα άσπρο πανί, έξι μέτρα μάκρος, αφού πρώτα λύγισε τα τέσσερα μικρά δάκτυλα προς τα μέσα και κάτω από την πατούσα. Κατόπιν έβαλε μια μεγάλη πέτρα από πάνω για να σπάσει την καμάρα. Η γιαγιά μου στρίγκλιζε από τον τρομερό πόνο και την παρακαλούσε να σταματήσει. Η μητέρα της χρειάστηκε να της βάλει ένα πανί στο στόμα για να μη φωνάζει. Η γιαγιά μου λιποθυμούσε συνέχεια από τον πόνο.
?Εκείνη την εποχή όταν παντρευόταν μια γυναίκα, το πρώτο πράγμα που έκανε η οικογένεια του γαμπρού ήταν να εξετάσει τα πόδια της. Τα μεγάλα πόδια, τα φυσιολογικά πόδια δηλαδή, θα ρεζίλευαν το σπιτικό του. Η πεθερά σήκωνε τον ποδόγυρο της μακριάς φούστας της νύφης κι αν τα πόδια της ήταν πιο μακριά από δέκα εκατοστά, άφηνε τη φούστα να πέσει με μια χειρονομία που δήλωνε περιφρόνηση και αποχωρούσε με ύφος αγέρωχο, εγκαταλείποντας τη νύφη στο επικριτικό βλέμμα των καλεσμένων, που κοιτούσαν τα πόδια της με καταφρόνια μουρμουρίζοντας προσβλητικές εκφράσεις.
Το έθιμο να δένονται τα πόδια ξεκίνησε πριν από χίλια χρόνια, υποτίθεται από μια παλλακίδα του αυτοκράτορα. Οι άντρες όχι μόνο θεωρούσαν ερωτικό το θέαμα μιας γυναίκας με μικροσκοπικά ποδαράκια να κουτσαίνει, αλλά και ερεθίζονταν όταν έπαιζαν με τα δεμένα πόδια, που ήταν κρυμμένα μέσα σε κεντητά μεταξωτά παπούτσια. (?) Τα δεμένα πόδια είχαν σάπιο κρέας και βρωμούσαν όταν έβγαινε ο επίδεσμος αλλά οι άντρες σπάνια τα έβλεπαν γυμνά. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, όταν ήμουν παιδί, να πονάει συνέχεια. Ο πόνος προερχόταν τόσο από τα σπασμένα κόκαλα όσο και από τα νύχια που μεγάλωναν μες το πέλμα της. (?)
ΤΣΑΝΓΚ ΓΙΟΥΝΓΚ Γεννήθηκε στην Κίνα το 1952. Το 1978 χρονολογία στην οποία καταλήγουν και οι Αγριόκυκνοι, έρχεται στο Λονδίνο για να μάθει αγγλικά. Αρχίζει να γράφει το βιβλίο το 1988, στα αγγλικά, με τη βοήθεια του Άγγλου συζύγου της. Το αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο ξεκινάει με την αφήγηση της ζωής της γιαγιάς της, που έζησε τις αγωνίες της φεουδαρχικής εποχής, όταν ακόμη συνέθλιβαν τα πόδια των γυναικών. η γιαγιά δόθηκε ως παλλακίδα σε έναν στρατηγό, το έσκασε με την μικρή της κόρη και παντρεύτηκε ένα γιατρό. Η κόρη αυτή, η μητέρα της συγγραφέως, κατέλαβε, όπως και ο σύζυγος της, υψηλά αξιώματα επί Μάο. Αργότερα βασανίστηκαν και οι δύο και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας. Η Γιούνγκ Τσάνγκ έμεινε για σύντομο διάστημα Ερυθροφρουρός. Είναι η πρώτη Κινέζα διδάκτωρ βρετανικού Πανεπιστημίου (Γυόρκ). Αργότερα δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σήμερα ζει στο Λονδίνο.






