Μαρία Κέντρου ? Αγαθοπούλου , ?Ο μοτοσικλετιστής?



Τι ν? απόγινε άραγε
Εκείνος ο θορυβοποιός
Της νύχτας
Καβάλα στο μηχανικό του ζώο
Να κραδαίνει την άσφαλτο
Χωρίς φρένο
Να παίζει ώρα ύπνου
Με τις φρένες μας
Εδώ μέσα
Στο σακατεμένο κρανίο
 
Προχτές το μεσονύχτι
Που κοίταζα απ? το παράθυρό μου
Το νέο φεγγάρι
Άκουσα θόρυβο παράξενο
Να ?ρχεται από ψηλά
Και μου φάνηκε πως τον είδα
Ένας άγγελος πάνω σε μοτοσικλέτα
Να διασχίζει τους δρόμους τ? ουρανού
Κι απ? το σπασμένο καθρεφτάκι του
Να με κοιτάζει περίλυπος
 
Βγάλε μου σε παρακαλώ
Μια ωραία φωτογραφία
Να τη στείλω στο κορίτσι μου
Έτσι πάνω στη μοτοσικλέτα μου
Με το ένα χέρι στο χειρόφρενο
Το άλλο να σιάζει τα σγουρά μαλλιά μου
Θέλω να φαίνεται καλά
Το καινούργιο μου πέτσινο
Το σιδερένιο κράνος
Να διακρίνεται προπάντων
Ο ίλιγγος στο πρόσωπό μου
Και κείνο του θανάτου
Το αναπόφευκτο
 

 

 

 

 

 


Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου γεννήθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Μικρασιάτες. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1958 με το ποίημα ?Ξημέρωμα?. Εξέδωσε τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: Ψυχή και τέχνη (1961), Διασταυρώσεις (1965), Περίπτωση σιωπής (1968), Μεγεθύνσεις (1971), Αρμιλλάρια (1973), Τα τοπία που είδα (1975), Τα επακόλουθα (1978), Θαλασσινό ημερολόγιο (1981), Μετανάστες του εσωτερικού νερού (1985), Η σκοτεινή διάρκεια των ημερών, Επιλογές και σύνολα, Ποιήματα (1965-1995), Νησίδες (2001), Σαλκίμ (2001), Σεντόνια της αγρύπνιας (2006) κ.ά.. Αφού καταξιώθηκε στο χώρο της ποίησης, ασχολήθηκε και με την πεζογραφία: Συνοικισμός Σιδηροδρομικών (1998), Στο δωμάτιο (1999), Η παραίτηση (2002), Οι μικρές χαρές (2005), Τα σεντόνια της αγρύπνιας (2006).
Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά λογοτεχνών, στην οποία περιλαμβάνονται οι συγγραφείς που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1929 και 1940 και εμφανίζονται κυρίως τη δεκαετία 1950-1960. Η ποίησή της χωρίζεται σε δύο περιόδους: στην πρώτη, (1968-1978) αναζητεί εναγώνια τρόπους προσέγγισης του υπερβατικού κόσμου. Στη δεύτερη (1981 κ.έ.), περιορίζει τις αναζητήσεις της στην απτή πραγματικότητα και αρκείται στην απλή, πολυσήμαντη ωστόσο, καθημερινότητά της, ανακαλώντας μνήμες του μακρινού παρελθόντος.
Το ποίημα ?Ο μοτοσικλετιστής? είναι από τη συλλογή Θαλασσινό ημερολόγιο (1981) με την οποία η ποιήτρια εγκαινιάζει τη δεύτερη και ωριμότερη φάση της ποιητικής της πορείας.

 
Posted in ΠΟΙΗΣΗ | Leave a comment

Γκάτσος Nίκος – Αμοργός

 
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στα Χάνια Φραγκόβρυσης της Αρκαδίας το 1911. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα, όπου σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου. Την περίοδο 1935-1936 ταξίδεψε στη Νότιο Γαλλία και το Παρίσι.

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έκανε το 1931 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Της μοναξιάς» στο περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ την ίδια περίοδο μπήκε στον κύκλο του περιοδικού «Νέα Γράμματα» με το οποίο συνεργάστηκε και ως κριτικός λογοτεχνίας, δραστηριότητα που ανέπτυξε και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας. Το 1943 εξέδωσε την «Αμοργό», ποιητική συλλογή που θεωρήθηκε ως ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής υπερρεαλιστικής ποίησης και επηρέασε σύγχρονους και μεταγενέστερούς του ποιητές.
Μετά την «Αμοργό» ωστόσο δε δημοσίευσε παρά τρία ποιήματα στον περιοδικό τύπο. Στη μεταπολεμική περίοδο συνεργάστηκε με το περιοδικό του Κ.Γ. Κατσίμπαλη «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική μετάφραση (Λόρκα, Στρίντμπεργκ, Ο?Νηλ, Λόπε ντε Βέγκα, Τενεσσή Ουΐλλιαμς κ.α.) σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και άλλων αθηναϊκών θιάσων και από τη δεκαετία του ?50 με τη στιχουργική.
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μάνο Χατζιδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη, το Σταύρο Ξαρχάκο και άλλους έλληνες συνθέτες.
Τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του (1987) και εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας της Βαρκελώνης για τη συμβολή του (μέσω των μεταφράσεών του) στην προώθηση της ισπανικής λογοτεχνίας (1991).

Πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992. Το 1995 κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη τουρκική μετάφραση του ποιητικού έργου του από τον Ηρακλή Μήλλα.

 
 

 

 Αμοργός
 

 

Kακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί
και ώτα βαρβάρους ψυχάς εχόντων.
HPAKΛEITOΣ

Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Oι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Aλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
Mήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια
Kι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Mόνο ν” ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Nα κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Mε της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Kαι τότε θά “ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Mες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων.

Γι” αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Nα τραγουδήστε τη Mπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ” τα περιβόλια των κριθαριών
Mε τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Kι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Kαι μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Mη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Mη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Oύτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Oύτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Eίναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Eίναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Eίναι φωτιά σ” ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Eίναι των Tούρκων συμπεθεριό των Aυστραλών πανηγύρι
Eίναι λημέρι των Oύγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Bλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ” αυγά τους
Kαι τόνε κλαίνε κι αυτές
Kαίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Mε τ” ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ” άλλο κελλάρι
Nα μπούνε σ” άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Tράπεζες
Kι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Oι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Kι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Mε ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Mε φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Mε της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Tρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ” Aη-Γιαννιού και τα φλουριά του Aράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Kόβουν τα γένια ενός παπά με του Kολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Kι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ” ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Mε το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Aπό το παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Ή όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ” αυλάκια
Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ” τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκρούς είπ” ο Hράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει
Kι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Kι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ” τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Tί να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Tο ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ” όνομά του
Tο ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Mα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Mόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Kαι να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Nα βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Nα πιάσεις από τα λουριά του Aχιλλέα τ” άλογα
Aντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Tον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Kίτσου.
Γιατί κι εσύ θα “χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα “χει γεράσει.
Mέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ” το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Kι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Kι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα “ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Mε το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Mε το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Mε το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ” ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν” ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη…
 


Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ” άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ” ένα πηγάδι μ” αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν” ανοίξει ο πικραπήγανος
N” αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
 

 

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Tο ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μια σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν” ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ” ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι. Yπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ” όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ” αηδόνια. Eίναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Nτέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ” αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους. Γιατί τότε κανείς δε θ” αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ” όλα τα σταυροδρόμια θ” ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Tότε θα “ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Eυρώτα. Kαληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα. Oι ταξιδιώτες των Iνδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ” τους Bυζαντινούς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Kατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων τού λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Eν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Eγώ που κάποτε σ” άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ” αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Mια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Mπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Mπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Mέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Mαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Kαι μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ” αστέρια
Tόσους αιώνες φευγάτο
Aπό των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλλους της Bαλτιμόρης
Kι απ” τη χαμένη Aγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Mα πάνω στ” αψηλά βουνά ποιοι να “ναι αυτοί που κοιτάνε
Mε την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να “ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Mήνα ο Kαλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Mήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Mανιάτες;
Oυδ” ο Kαλύβας πολεμάει κι ουδ” ο Λεβεντογιάννης
Oύτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Mανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Kορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη
Tσοπαναρέοι ατάραχοι μ” ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μια ντουφεκιά στα τρυγόνια
Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ” όλους
Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Kαι κατεβαίνει απ” τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.

Xρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Mε το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Mιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Eγώ που κάποτε σ” άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ” αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. 

 
(από το Aμοργός, Ίκαρος 1987)
   
(διαβάζει: Φυσσούν Πέτρος, Ανέκδοτη ηχογράφηση, 1962)

 

Posted in ΠΟΙΗΣΗ | Leave a comment

Καββαδίας Νίκος – Μαραμπού



 
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις  11 Ιανουαρίου 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Κεφαλλονίτες. Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί τους, αν και, η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί, και τελικό της λιμάνι θα είναι ο Πειραιάς, στον οποίο μετοικεί το 1921, όταν ο Νίκος είναι μόλις 11 ετών.

Στον Πειραιά ο ποιητής τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του δημοτικού, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα είναι το όνειρό του. Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος? Η ανέχεια τον κάνει ν? αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε φάει η λαμαρίνα και το δίπλωμα του Ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμα του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει βρίσκεται στρατιώτης στην Αλβανία και κατόπιν ξέμπαρκος στην Αθήνα με την γερμανική κατοχή.
 
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος , το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με την γλώσσα των καραβιών ,αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις γνωστές λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του Λόγου του Ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρίαμικρά πεζά*. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα και η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.   

 


Μαραμπού

Λένε γι? μένα ο? ναυτικο? πο? ?ζήσαμε μαζ?
π
?ς ε?μαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
π
?ς τ?ς γυνα?κες μ? ?να τρόπον ?πουλο μισ?
κι
?τι μ? α?τ?ς ν? κοιμηθ? ποτέ μου δ?ν πηγαίνω.

?κόμα, λένε π?ς τραβ? χασίσι κα? κοκό,
π
?ς κάποιο πάθος μ? κρατε? φριχτ? κα?σιχαμένο,
κι
?λόκληρο ?χω τ? κορμ? μ? ζωγραφι?ς α?σχρές,
σιχαμερ
? παράξενες, βαθι? στιγματισμένο.

?κόμα, λένε πράματα φριχτ? πάρα πολύ,
πο
? ε?ν? ?μως ψέματα χοντρ? κα?κατασκευασμένα,
κι α
?τ? πο? ?στοίχισε σ? μ? πληγ?ς θανατερ?ς
κανε
?ς δ?ν τό ?μαθε, γιατ? δ?ν τό ?πα σ? κανένα.

Μ? ?πόψε, τώρα πο? ?πεσεν ? τροπικ? βραδιά,
κα
? φεύγουν πρ?ς τ? δυτικ? τ?ν Μαραμπο? τ? σμήνη,
κάτι μ
? σπρώχνει ?πίμονα ν? γράψω στ? χαρτί,
?κε?νο, πο? παντοτιν? κρυφ? πληγή μου ?γίνη.

?μουνα τότε δόκιμος σ? ?να λαμπρ? ποστάλ
κα
? ταξιδεύαμε Α?γυπτο γραμμ? Νότιο Γαλλία.
Τότε τ
? γνώρισα -σ?ν ?νθος ?μοίαζε ?λπικ?-
κα
? μία στεν? μ?ς ?δεσεν ?δελφικ? φιλία.

?ριστοκρατική, λεπτ? κα?μελαγχολική,
κόρη
?ν?ς πλούσιου Α?γύπτιου ?πού ?χε α?τοκτονήσει,
ταξίδευε τ
? λύπη της σ? χ?ρες μακρινές,
μήπως
?κε? γινότανε ν? τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδ?ν τ?ς Μπασκιρτσ?φ κρατο?σε τ? Ζουρνάλ,
κα
? τ?ν ?γία της ?βιλας παράφορα ?γαπο?σε,
συχν
? στίχους ?πάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι
?ρες πολλ?ς πρ?ς τ? γαλάζιαν ?κταση ?κοιτο?σε.

Κι ?γώ, πο? μόνον ?ταιρ?ν ?γνώριζα κορμιά,
κι ε
?χα μίαν ?βουλη ψυχ? δαρμένη ?π? τ? πελάη,
μπροστά της
?ξανάβρισκα τ?ν παιδικ? χαρ?
καί, σ
?ν προφήτη, ?κστατικ?ς τ?ν ?κουα ν? μιλάει.

?να μικρ? τ?ς πέρασα σταυρ?ν ?π? τ? λαιμ?
κι
?κείνη ?να μο? χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι
?μουν ? πι? δυστυχισμένος ?νθρωπος τ?ς γ?ς,
?ταν ?φθάσαμε σ? α?τ?ν πο? θά ?φευγε, τ?ν πόλη.

Τ?ν ?σκεφτόμουνα πολλ?ς φορ?ς στ? φορτηγά,
?ς ?να παραστάτη μου κι ?γγελο φύλακά μου,
κα
? μία φωτογραφία της στ?ν πλώρη ?ταν γι? μ?
?αση, πο? ?νας συναντ? μ?ς στ?ν καρδι? τ?ς ?μμου.

Νομίζω π?ς θ? νά ?πρεπε ν? σταματήσω ?δ?.
Τρέμει τ
? χέρι μου, ? θερμ?ς ?γέρας μ? φλογίζει.
Κάτι
?νθη ?ξαίσια τροπικ? το? ποταμο? βρωμο?ν,
κι
?να βλακ?δες Μαραμπο? παράμερα γρυλίζει.

Θ?προχωρήσω!… Μία βραδι? σ? πόρτο ξενικ?
ε
?χα μεθύσει τρομερ? μ? ο?ίσκυ, τζ?ν κα? μπύρα,
κα
? κατ? τ? μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τ
? δρόμο πρ?ς τ? βρωμερά, χαμένα σπίτια ?π?ρα.

Α?σχρ?ς γυνα?κες τράβαγαν ?κε? τους ναυτικούς,
κάποια μ
? ?ρπαξ? ?πότομα, γελώντας, τ? καπέλο
(παλι
? συνήθεια γαλλικ? το? δρόμου τ?ν πορν?ν)
κι
?γ? τ?ν ?κολούθησα σχεδ?ν χωρ?ς ν? θέλω.

Μία κάμαρα στενή, μικρή, σ?ν ?λες βρωμερή,
ο
? ?σβέστες ?π? το?ς τοίχους της ?πέφτανε κομμάτια,
κι α
?τ? ράκος ?νθρώπινο πο? ?μίλαγε βραχνά,
μ
? σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Τ?ς ε?πα κι ?σβησε τ? φ?ς. ?πέσαμε μαζί.
Τ
? δάχτυλά μου καθαρ? μέτρααν τ? κόκαλά της.
Βρωμο
?σε ?ψέντι. ?ξύπνησα, ?ς λένε ο? ποιητές,
«μόλις
?σκόρπιζεν ? α?γ? τ? ροδοπέταλά της».

?ταν τ?ν ε?δα κα? στ? φ?ς τ? ?χν? τ? πρωινό,
μο
? φάνηκε λυπητερή, μ?κολασμένη τόσο,
πο
? μ? ?να δέος ?λλόκοτο, σ? νά ?χα φοβηθε?,
τ
? πορτοφόλι μου ?βγαλα γοργ? ν? τ?ν πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μ? ?βγαλε μία φωνή,
κι ε
?δα μία ?μένα ν? κοιτ? μ? μάτι ?γριεμένο,
κα
? μία τ? πορτοφόλι μου… Μ? ?πόμεινα κι ?γ?
?να σταυρ?ν ?πάνω της σ?ν ε?δα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας τ? καπέλο μου βγ?κα σ?ν τ?ν τρελό,
σ
?ν τ?ν τρελ? πο? ?διάκοπα τρικλίζει κα?χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στ
? α?μα μου μία ?ρρώστια τρομερή,
πο
? ?κόμα βασανιστικ? τ? σ?μα μου παιδεύει.

Λένε γι? μένα ο? ναυτικο? πο? ?κάμαμε μαζ?
π
?ς χρόνια τώρα μ? γυναίκα ?γ? δ?ν ?χω πέσει,
π
?ς ε?μαι παλιοτόμαρο κα? π?ς τραβάω κοκό.
Μ
? ?ν ?ξεραν ο? δύστυχοι, θ? μ? ε?χαν συχωρέσει…

Τ? χέρι τρέμει… ? πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
?σάλευτο ?να Μαραμπο? στ?ν ?χθη ν? κοιτάζω.
Κι
?τσι καθ?ς ?πίμονα κι ?κε?νο μ? κοιτ?,
νομίζω π
?ς στ? μοναξι? κα? στ? βλακεία το? μοιάζω …



?νας δόκιμος στ? γέφυρα ?ν ?ρ? κινδύνου

Στ? ?μερολόγιο γράψαμε: «Κυκλ?ν κα? καταιγίς».
?στείλαμε τ? S.O.S μακρι? σ? ?λλα καράβια,
κι
?γ? κοιτάζοντας χλωμ?ς τ?ν ?γριον ?νδικ?
πολ
? ?μφιβάλλω ?ν φτάσουμε μία μέρα στ?Μπατάβια.

Μ? δ? λυπ?μαι μία σταλι?ν – ?με?ς ο? ναυτικο?
?χουμε, λένε, τ?ν ψυχ? στ? διάολο πουλημένη.
Μία μάνα μόνο σκέφτομαι στυγν
? κα?σκυθρωπή,
πο
? χρόνια τώρα κα? καιρο?ς τ? γιό της περιμένει.

Τ? ξέρω π?ς ? θέση μας ε?ναι ?σχημη πολύ.
? θάλασσα τ? γέφυρα μ? κύματα γεμίζει,
κι
?γ? λυπ?μαι μοναχ? πο? δ?ν μπορ? ν? π?
σ
? κάποιον, κάτι πο? πολ? φριχτ? μ?βασανίζει.

Θεέ μου! Ε?μαι μοναχ? δεκαεννι? χρον?ν,
κι
?χω σ? μέρη μακριν? πολλ?ς φορ?ς γυρίσει.
Θεέ μου!
?χω μίαν ?κακη, μία παιδικ? καρδιά,
?λλ? πολ? ?χω πλανηθε?, κι ?χω πολ? ?μαρτήσει.

Συχώρεσέ με … Κάποτες ?πού ?χα πιε? πολ?
κα
? δ?ν ?καταλάβαινα τ? τί ?κανα, στ? ?λγέρι,
γι
? μίαν μικρ?ν ?ράπισσα, πο? ?χόρευε γυμνή,
?πέταξα κατάστηθα σ? κάποιον τ?μαχαίρι.

Συχώρεσέ με… Μία βραδι? θολ? στ? Σάντα Φέ,
καθ
?ς κάποια μ? κράταγε σφιχτ? στ?ν ?γκαλιά της,
?τράβηξα ?π? τ?ν κάλτσα της μία δέσμη ?π? λεφτ?
πο
? ?λη τ? μέρα ?μάζευεν ?π? τ?ν α?σχρ? δουλειά της.

Κι ?κόμα, Κύριε… ντρέπομαι ν? τ?συλλογιστ?,
? ?τανε τόσο κόκκινα κι ?γρ? τ? ?ρα?α του χείλια
κα
? κάποια κάπου ?λόλυζε κιθάρα ?σπανική…)
κοιμήθηκα μ
? ?να μικρ?ν ?βρα?ο στ? Σεβίλλια.

Κύριε… ?το?το τ? κορμ? τ? τόσο ?μαρτωλ?
σ
? λίγο στ?ς ?δάτινες ε?ρκτ?ς νεκρ? θ? πέσει…
Μ
? τέσσερα ?μως σκέφτομαι γαλόνια ?γ? χρυσ?
κι
?να θλιμμένο δόκιμο, πο? δ? θ? τ?φορέσει …

 

Ο? γάτες τ?ν φορτηγ?ν

for Runrun

Ο?ναυτικο? στ? φορτηγ? πάντα μία γάτα τρέφουν,
πο
? τ?ν λατρεύουνε, χωρ?ς ν? ξέρουν τ? γιατί,
κι α
?τή, σ?ν ?π? τ?ν βάρδια τους σχολ?νε κουρασμένοι,
περήφανη στ
? πόδια τους θ? τρέξει ν? τριφτε?.

Τ?βράδια, ?ταν ? θάλασσα χτυπάει τ?ς λαμαρίνες,
κα
? πολεμάει μ? δύναμη ν? σπάσει τ? καρφιά,
μέσα στ
?ς πλώρης τ? βαρι? σιγή, πο? βασανίζει,
ε
?ναι γι? α?το?ς σ? μία γλυκι? γυναίκεια συντροφιά.

Ε?ναι περήφανη κι ?κνή, καθ?ς ?λες ο? γάτες,
κι ε
?ναι τ? γκρίζα μάτια της γιομάτα ?λεκτρισμ?
κι
?πως χαϊδεύουν ?παλ? τ? ράχη της, νομίζεις
π
?ς ?ναλύεται σ? ?να ?ργ? κα? ?δονικ? σπασμό.

Στ?ρεμβασμ? κα? στ? θυμ? μ? τ? γυναίκα μοιάζει
κι ο
? να?τες περισσότερο τ?ν ?γαπο?ν γι? α?τ?
κι
?ταν ?ργ? κα? ράθυμα στ? μάτια το?ς κοιτάζει,
θαρρε
?ς ?ναν παράξενο π?ς φέρνει πυρετό.

Τ?ς ?χουν πάντα στ? λαιμ? μία μπακιρένια γύρα,
γι
? το? σιδέρου τ?ν κακ?ν ?ρρώστια φυλαχτό,
χωρ
?ς ?μως, ?λίμονο, ποτ? ν? κατορθώνουν
ν
? τ?ν φυλάξουν ?π? τ? μα?ρο θάνατο μ? α?τό.

Γιατ? ε?ναι τ? ?γρια μάτια της ?γρ? κι ?λεκτρισμένα
κι
?τσι ?θελα τ? σίδερο τ? μα?ρο τ? τραβ?,
κι ο
?ρλιάζοντας τρελαίνεται σ? ?να σημε?ο κοιτώνας
φέρνοντας δάκρυα σκοτειν
? στο?ς να?τες κα? βουβά.

Λίγο πρ?ν ?π? τ?ν θάνατον, ?π? το?ς να?τες ?νας,
?τ?ς ?πού ?δε πράματα στ? ζήση του φρικτ?-
χαϊδεύοντας τ
?ν μία στιγμ? στ? μάτια τ?ν κοιτάζει
κι
?στερα μ?ς στ?ν θάλασσα τ?ν ?γρια τ?ν πετ?.

Κα? τότε ο? να?τες πο? πολ? σπάνια λυγάει ? καρδιά τους,
π
?νε στ?ν πλώρη ν? κρυφτο?ν μ? τ?ν καρδι? σφιχτή,
γεμάτη μία παράξενη πικρία πο
? ?λο δαγκώνει,
σ
?ν ?ταν χάνουνε θερμή, γυναίκα ?γαπητή.

?να μαχαίρι

?πάνω μου ?χω πάντοτε στ? ζώνη μου σφιγμένο
?να μικρ? ?φρικανικ?ν ?τσάλινο μαχαίρι
-
?πως α?τ? πο? συνηθο?ν κα? παίζουν ο? ?ραπάδες-
πο
? ?π? ?ναν γέρο ?μπορο τ? ?γόρασα στ? ?λγέρι.

Θυμ?μαι, ?ς τώρα ν? ?τανε, τ?ν γέρο παλαιοπώλη,
?που ?μοίαζε μ? μίαν παλι? ?λαιογραφία το? Γκόγια,
?ρθ?ν πλάι σ? μακρι? σπαθι? κα? σ? στολ?ς σχισμένες,
ν
? λέει μ? μία βραχν? φων? τ? παρακάτου λόγια.

«?το?το τ?μαχαίρι ?δ? πο? θέλεις ν? ?γοράσεις
μ
? ?στορίες ?λλόκοτες ? θρύλος τό ?χει ζώσει,
κι
?λοι τ? ξέρουν π?ς α?το? πο? κάποια φορ? τό ?χαν,
καθένας κάποιον
?νθρωπο δικό του ?χει σκοτώσει.

? Δ?ν Μπαζίλιο σκότωσε μ? α?τ? τ? Δόνα Τζούλια
τ
?ν ?μορφη γυναίκα του γιατ? τ?ν ?πατο?σε.
? Κόντε ?ντόνιο μία βραδι? τ?δύστυχο ?δερφό του
μ
? τ? μαχαίρι το?το ?δ? κρυφ? δολοφονο?σε.

?νας ?ράπης τ? μικρ? ?ρωμένη του ?π? ζήλια
κα
? κάποιος ναύτης ?ταλ?ς ?ναν Γραικ? λοστρόμο.
Χέρι σ
? χέρι ξέπεσε κα? στ? δικά μου χέρια.
Πολλ
? ?χουν δε? τ? μάτια μου, μ? α?τ? μο? φέρνει τρόμο.

Σκύψε κα? δές το, μι? ?γκυρα κι ?να ο?κόσημο ?χει,
ε
?ν? ?λαφρύ, γι? πιάσε το, δ?ν πάει ο?τε ?να κουάρτο,
μ
? ?γ? θ? σ? συμβούλευα κάτι ?λλο ν? ?γοράσεις»
-Πόσο
?χει; -Μόνο φράγκα ?φτά. ?φο? τ? θέλεις π?ρ? το.

?να στιλέτο ?χω μικρ? στ? ζώνη μου σφιγμένο,
πο
? ?διοτροπία μ? ?καμε κα? τό ?καμα δικό μου
κι
?φο? κανέναν δ?ν μισ? στ?ν κόσμο ν? σκοτώσω
φοβ
?μαι μ? καμι? φορ? τ? στρέψω στ?ν ?αυτό μου…



 

 

Γράμμα στ?ν ποιητ? Καίσαρα ?μμανουήλ

«Φαίνεται πι? π?ς τίποτα -
τίποτα δ
?ν μ?ς σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω ?γ? κάτι πο? μπορο?σε, Κα?σαρ, ν? σ?ς σώσει.
Κάτι πο
? πάντα βρίσκεται σ? α?ώνια ?ναλλαγή,
κάτι πο
? σχίζει τ?ς θολ?ς γραμμ?ς τ?ν ?ριζόντων,
κα
? ταξιδεύει ?διάκοπα τ?ν ?τέλειωτη γ?.

Κάτι πο? θά ?κανε γοργ? ν? φύγει τ? κοράκι,
πο
? το? γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τ?χαρτιά?
ν
? φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τ? φτερά του,
πρ
?ς κάποιαν ?κατοίκητη κοιλάδα το? Νοτι?.

Κάτι πο? θά ?κανε τ? ?γρά, παράδοξά σας μάτια,
πο
? ?βρ?ς μαθήτριες τ? ?γαπο?ν κα?σιωπηρο? ποιηταί,
χαρούμενα κα
? προσδοκία γεμάτα ν?γελάσουν
μ
? κάποιον τρόπο πού, ?πως λέν, δ? γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, πο? μπορο?σε, βέβαια, ν? σ?ς σώσει.
?γ? πο? δ? σ?ς γνώρισα ποτέ… Σκεφτε?τε… ?γώ.
?να καράβι… Ν? σ?ς πάρει, Κα?σαρ… Ν? μ?ς πάρει…
?να καράβι πο? πολ? μακρι? θ? τ? ?δηγ?.

Μία μέρα χειμωνιάτικη θ? φεύγαμε.
- Τ
? ρυμουλκ? περνώντας θ? σφυρίζαν,
τ
? βρωμερ? νερ? ? βροχ? θ? ράντιζε,
κι ο
? γερανο? στο?ς ντόκους θ? γυρίζαν.

Ο? πολιτε?ες ο? ξένες θ? μ?ς δέχονταν,
ο
? πολιτε?ες ο? πι? ?πομακρυσμένες
κι
?γ? σ? α?τ?ς ?βρ? θ? σ?ς ?σύσταινα
σ
?ν σ? παλιές, θερμές μου ?γαπημένες.

Τ?βράδια, βάρδια κάνοντας, θ? λέγαμε
παράξενες στ
? γέφυρα ?στορίες,
γι
? το?ς ?στερισμο?ς ? γι? τ? κύματα,
γι
? το?ς καιρούς, τ?ς ?πνοιες, τ?ς πορε?ες.

?ταν πυκν? ? ?μίχλη θ? μ?ς σκέπαζε,
το
?ς φάρους θ? ν? ?κούγαμε ν? κλα?νε
κα
? τ? καράβια ?θέατα θ? τ? ?κούγαμε,
περνώντας ν
? σφυρίζουν κα? ν? πλένε.

Μακριά, πολ? μακρι? ν? ταξιδεύουμε,
κι
? ?λιος πάντα μόνους ν? μ?ς βρίσκει?
?σε?ς τσιγάρα «Κάμελ» ν?καπνίζετε,
κι
?γ? σ? μία γωνι? ν? πίνω ο?ΐσκυ.

Κα? μία γρι? στ? ?ννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μία γρι
? σ? ?να πολύβοο καφενε?ο -
μία α
?μάσσουσα καρδι? θ? μο?στιγμάτιζε,
κι
?να γυμνό, στ? στ?θος σας, κρανίο.

Κα? μία βραδι? στ? Μπούρμα, ? στ? Μπατάβια
στ
? μάτια μίας ?νδ?ς πο? θ? χορέψει
γυμν
? στ? δεκαεφτ? στιλέτα ?νάμεσα,
θ
? δε?τε – ?σως – τ? Γκρέτα ν? ?πιστρέψει.

Κα?σαρ, ?π? ?να θάνατο σ? κάμαρα,
κι
?π? ?να χωματένιο πεζ? μν?μα,
δ
? θά ?ναι ποιητικότερο κα? πι? ?μορφο,
? διαφέγγος βυθ?ς κα? τ? ?γριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ?νεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπν
?ς κι ?θάλη»,
πο
? ?σως διαβάζοντας τ? ν? μ? ο?κτίρετε,
γελώντας κα
? κουνώντας τ? κεφάλι.

? μόνη μου παράκληση ?μως θά ?τανε,
το
?ς στίχους μου ν? μ?ν ε?ρωνευθε?τε.
Κι
?πως ?γ? γι? ?ν? ?δερφ? ?δεήθηκα,
γι
? ?ναν τρελ?ν ?σε?ς προσευχηθε?τε.




? πιλότος Nagel

Στ?ν ποιητ? Ν. Ράντο

? Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγ?ς πιλότος στ? Κολόμπο,
?μα ?δινε κανονικ? πορεία στ? καράβια
πο
? ?φευγαν γι? το?ς ?γνωστους κα? μακρινο?ς λιμένες,
κατέβαινε στ
? βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος
μ
? τ? χοντρ? τ? χέρια του στ? στ?θος σταυρωμένα,
καπνίζοντας
?να παλι? χωμάτινο τσιμπούκι,
κα
? σ? μία γλώσσα βοριν? σιγ?μονολογώντας
?φευγε μόλις χάνονταν ?λότελα τ? πλο?α.

? Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σ? φορτηγ?καράβια,
?φο? τ?ν κόσμο γύρισαν ?λόκληρο, μία μέρα
κουράστηκε κι
?πόμεινε πιλότος στ? Κολόμπο.
Μ
? πάντα συλλογίζονταν τ?ν μακρινή του χώρα
κα
? τ? νησι? πού ?ναι γεμάτα θρύλους, τ? Λοφο?τεν.
?μως μία μέρα πέθανε στ?ν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σ
?ν ξεπροβόδισε τ? Steamer Tank «Fjord Folden»
?που ?φευγε καπνίζοντας γι? τ? νησι? Λοφο?τεν…



?χω μία πίπα

Στ?ν ποιητ? ?π. Μελαχρινό

?χω μία πίπα ?λλανδικ? ?π? ?να μα?ρο ξύλο,
?πο? πολ? παράξενα τ?ν ?χουν σκαλισμένη.
?χει τ? σχ?μα κεφαλιο? Γοργόνας μ? πλουμίδια.
Κι
?νας σ? ?μ? ναύτης Δαν?ς τ?ν ?χει χαρισμένη.

Κα? μο? ?πε α?τ?ς π?ς μία φορ? το? τ?ν ?πούλησε ?νας,
στ
?ν ?λεξάντρεια, ?μπορος ναρκωτικ?ν, ?ράπης,
κα
? στ?ν ?ράπη – λέει – α?τόν, τ?ν ε?χε δώσει κάποια,
σ
? κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τ?ς ?γάπης.

Πολλ?ς φορές, τ?ς βραδιν?ς σκοτεινιασμένες ?ρες,
?νάβοντας τ?ν πίπα α?τή, σ? μία γωνι? καπνίζω,
κι
? γκρίζος βγαίνοντας καπν?ς σιγ? μ?περιβάλλει,
κάνοντας
?να γύρω μου κενό, μαβ? κα?γκρίζο.

Κα? πότε μία ψηλή, ? καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε
?να πόρτο ξενικ? πολ? κα?μακρυσμένο.
Κα
? βλέπω μεσ? στο?ς δρόμους του το?ς κρύους κα?βραδιασμένους
ν
? περπατ? ?ναν ?ποπτον ?ράπη μεθυσμένο.

Κα? βλέπω πάλι, ?λλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μ
? τ? πανιά της ?νοιχτ? στ? ?βέβαιο ν? ?ρμενίζει
κι
?πάνω στ? μπαστούνι της ν? κάθεται ?νας ναύτης,
νά
?χει μία πίπα – ?πως α?τ?ν ?γ? – κα? ν?καπνίζει.

?χω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τ
? πι? παράδοξα ?νειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά
?ναι μαγική». Μ? πάλι λέω: μ? φταίει
? ?γγλέζικος βαρ?ς καπν?ς κα? ? νευρασθένειά μου;




? μαϊμο? το? ?νδικο? λιμανιο?

Κάποτε, σ? ?να μακριν? λιμάνι το? ?νδικο?,
δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτ
? γραβάτα
σ
? ?ναν ?ράπη, μία μικρ?ν ?γόρασα μαϊμο?
μ
? μάτια γκρίζα, σκοτειν? κα?πονηρία γεμ?τα.

?να τσιμπούκι δάγκωνε στ? στόμα της χοντρ?
κα
? τό ?βγαζε ?ταν ?θελε μονάχα ν? φυσήσει
?ναν καπν? πολ? βαρύ, πού, ?ς μο? ?πε ? πουλητής,
?ταν ?πίου, πο? ?π? μικρ? τ?ν ε?χε συνηθίσει.

Τ?ς πρ?τες μέρες μοναχ? στ?ς πλώρης μία γωνιά,
ξερνο
?σε κα? μ? κοίταζε βουβ? κα?λυπημένη,
μ
? σ?ν ?πέρασε καιρός, ?ρχόταν μοναχ?
κι
?ρες πολλ?ς στ?ν ?μο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

?ταν στ? γέφυρα ?κανα τ? βάρδια τ?ς νυχτ?ς
κι
? νύστα βασανιστικ? τ? μάτια μου ?τρυπο?σε,
στ
?ν ?μο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπ?
κα
? σοβαρ? μαζ? μ? ?μ? τ?ν μπούσουλα ?κοιτο?σε.

Στ? πόρτα τ?ς ?γόραζα μπανάνες κα? γλυκ?
κι
?ξω μ? μι? ?λυσο μικρ? τ?ν ?βγαζα δεμένη
κι
?φο? σ? ?λα καθόμαστε κι ?πίναμε τ? μπάρ,
στ
? φορτηγ? γυρίζαμε κι ο? δυό μας μεθυσμένοι.

Δ? θύμωνε κα? μο? ?δειχνε πολ? π?ς μ? ?γαπ?,
ο
?τε κακ? τ?ν ?κουσα ποτ? ν? μο? γρυλίσει.
Φαινόταν π
?ς συνήθισε τ?ς κακουχίες κι ?μέ,
κι
?γ? σ?ν ?ναν ?νθρωπο τ?ν ε?χα συνηθίσει.

Κάποια φορ? πο? ?πήγαινα μαζί της σκεφτικ?ς
?ξέφυγ? ?π? τ? χέρια μου χαρούμενη κα? πάει.
Ε
?χε προτέρημα πολ? μεγάλο: ν?σιωπάει.
Μ
? κάτι ε?χε ?π? τ?ν ?πουλη καρδι? τ?ς γυναικός.



?νας νέγρος θερμαστ?ς ?π? τ? Τζιμπουτί

Το? ?. Πικραμένου

? Γουίλλη, ? μα?ρος θερμαστ?ς ?π? τ? Τζιμπουτί,
?ταν ?π? τ?ν βάρδια το? τ? βραδιν? σχολο?σε,
στ
?ν κάμαρά μου ?ρχότανε, γελώντας ν? μ? βρε?,
κι
?ρες πολλ?ς γι? πράματα περίεργα μο? μιλο?σε.

Μο? ?λεγε π?ς καπνίζουνε στ? ?λγέρι τ? χασ?ς
κα
? στ? ?ντεν π?ς χορεύοντας πίνουν τ?ν ?σπρη σκόνη,
κι
?πειτα π?ς φωνάζουνε κα? π?ς μονολογο?ν,
?ταν ? ζάλη μ? ?νειρα περίεργα το?ς κυκλώνει.

Μο? λέγ? ?κόμα ?τ? ε?δ? α?τός, μία νύχτα πού ?χε πιε?,
π
?ς πάνω σ? ?τι κάλπαζε στ?ν πλάτη τ?ς θαλάσσης,
κα
? πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μ? φτερά.
?ν π?με στ? ?ντεν, μο? ?λεγε, κι ?σ? θ? δοκιμάσεις.

?γ? γλυκ? το? χάριζα κα? λάμες ξουραφι?ν
κα
? το? ?λεγα π?ς τ? χασ?ς τ?ν ?νθρωπο σκοτώνει,
κα
? τότε α?τ?ς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μ
? τό ?να χέρι του ψηλ? πολ? ν? μ?σηκώνει.

Μ?ς στ?τεράστιο σ?μα του ε?χε μι? ?θώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στ
? μπ?ρ Ρετζίνα – στ? Μαρσίλια
γι
? ν? φυλάξει ?μένα ?π? ?ναν ?σπανό,
?φαγε α?τ?ς μίαν ?δειαν? στ?ν κεφαλ? μποτίλια.

Μία μέρα τ?ν ?φήσαμε στεγν? ?π? τον πυρετό,
πέρα στ
?ν ?πω ?νατολή, ν? φλέγεται, ν? λιώνει.
Θε
? τ?ν μαύρων, τ?ν καλ? συγχώρεσε Γου?λ
κα
? δ?σ? του ?κε? πο? βρίσκεται, λίγη ?π? τ?ν ?σπρη σκόνη.



Gabrielle Didot

Τ? βράδυ ?το?το κάρφωσε μ? ?πιμον? τ? νο? μου
κάποια γυναίκα πο
? ?λλοτες ?γνώρισα, κοιν?
πο
? ?στόσο α?τ? ξεχώριζεν ?π? τ?ς ?δελφές της,
γιατ
? ?ταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη κα?στυγνή.

Θυμ?μαι πο? τ?ν πείραζαν συχν? τ? ?λλα κορίτσια,
γελώντας την γι
? τ? ?φος της τ? τόσο σοβαρό,
κα
? μεταξύ τους ?λεγαν, α?σχρ?κάνοντας σχ?μα,
π
?ς θ? συνήθιζε κι α?τ? σιγ? μ? τ?ν καιρό.

Κι α?τή, ψυχρ? κα? σιωπηλή, καθόταν στ? γωνιά της,
?ν? μία γάτα χάϊδευε μ? α?τάκια μυτερ?
κι
?να σκυλ? πο? δίπλα της στεκόταν λυπημένο -
?να σκυλ? ?πο? ποτ? δ?ν κούναε τ?ν ο?ρά.

Κι ?μοιαζ? ? γάτα, πο? α?στηρ? τ?ν κοίταζε στ? μάτια,
? πλήξη ?ς νά ?ταν, πο? μ? μάτια κοίταε ζοφερά,
κα
? τ? σκυλ? πο? ?δάγκωνε τ? κάτασπρό της χέρι,
? τύψη ?ς νά ?ταν ?μοιαζε, πο? ?δάγκωνε σκληρά.

Πολλ?ς φορ?ς περίεργες τ?ν ?κυκλ?ναν σκέψεις
κα
? προσπαθο?σε – μο? ?λεγε – συχν? ν? θυμηθε?,
τ
? νο? τ?ς βασανίζοντας τ?ς ?ρες τ?ς ?νίας,
?σους μαζί της ε?χανε μία νύχτα κοιμηθε?.

?ρες πολλ?ς ?κοίταζα τ? σκοτεινά της μάτια
κι
?νόμιζα π?ς ?βλεπα βαθι? μέσα σ? α?τ?
τρικυμισμένες θάλασσες, νησι
? το? ?ρχιπελάγους
κα
? καραβάκια πο? ?φευγαν μ? τ? πανι? ?νοιχτά.

?πόψε ?ναθυμήθηκα κάποια κοιν?γυναίκα
κι
?να τραγούδι ?σκάρωσα σ? στ?λ μπωντλαιρικό,
πο
? ?ς τ? διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ?ναγνώστη,
γελ
?ς γι? α?τ?ν πο? τό ?γραψε, μ? γέλιο ε?ρωνικό.



Ο? προσευχ?ς τ?ν ναυτικ?ν

Στ?ν Θανάση Καραβία

Ο?Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτο? ν?κοιμηθο?ν,
βρίσκουν στ
?ν πλώρη μία γωνι? πο? δ?ν πηγαίνουν ?λλοι
κι
?ρα πολλ? προσεύχονται, βουβοί, γονατιστο?
μπρ
?ς σ? ?να Βούδα κίτρινο πο? σκύβει τ? κεφάλι.

Κάτι μακρι? ?ς τ? πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας ο
? ?χροκίτρινοι μικρο? κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε μ
? τ?ν ψιλ? φωνή τους προσευχ?ς
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα πο
?καπνίζει.

Ο?Κούληδες μ? τ? βαρι? ?χροκίτρινη μορφ?
βαστ
?ν σκυφτο? τ? γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι ο
? ?ράπηδες σιγοκουν?ν τ? σ?μα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας
?νάντια το? θανάτου.

Ο? Ε?ρωπα?οι τ? χέρια τους κρατώντας ?νοιχτά,
?κστατικ? προσεύχονται γεμάτοι ?π? ?κεσία,
κα
? ψάλλουνε καθολικ?ς ?δ?ς μουρμουριστά,
πο
? ?μάθαν ?ταν πήγαιναν μικρο? στ?ν ?κκλησία.

Κα? ο? ?λληνες, μ? τ? μορφ? τ? βασανιστική,
?π? συνήθεια κάνουνε, πρ?ν πέσουν, τ? σταυρό τους
κι
?ρχίζοντας μ? σιγαν? φων? «Πάτερ ?μ?ν…»
τ
? μακρουλ? σταυρώνουνε λερ? προσκέφαλό τους.



A bord de l? «Aspasia»

Ταξίδευες κυνηγημένη?π? τ? μοίρα σου
γι? τ? κατάλευκημ? πένθιμη ?λβετία,
πάντα στ? deck, σ? μία σα?ζ-λ?γκ πεσμένη, κάτωχρη
?π? τ? γνωστ? κα? θλιβερότατηα?τία.

Πάντοτε ?νήσυχα ο? δικοί σου σ? τριγύριζαν,
μ
? ?σ? κοιτάζοντας τ? μάκρη ?διαφορο?σες.
Σ
? ?τι σο? ?λεγαν πικρογέλαγες, γιατ? ?νιωθες
π
?ς γι? τ? χώρα το? θανάτου ?δοιπορο?σες.

Κάποια βραδιά, πο? ?π? τ? Στρόμπολι περνούσαμε
ε
?πες σ? κάποιον γελαστή, σ? τόνο ?στείου:
«Π
?ς μοιάζει τ? ?ρρωστο κορμί μου, καθ?ς καίγεται,
μ
? τ?ν κορφ? τ? φλεγόμενη το? ?φαιστείου!»

?στερα σ? ε?δα στ?ν Μαρσίλια σ?ν ?χάθηκες
μέσα στ
? θόρυβο χωρ?ς ν? στρέψεις πίσω.
Κι
?γώ, πο? μόνο τ?ν ?γρ? ?κταση ?γάπησα,
λέω π
?ς ?σένα θ? μπορο?σα ν? ?γαπήσω.



Γράμμα ?π? τ? Μαρσίλλια

?σχισα, φίλε μου, πολλ? χαρτι? γι? ν? σο? γράψω.
?δ? ? Μαρσίλλια μ? ?καμε πολ? ν? ζαλιστ?,
κι
?μως δ?ν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, ?γαπητέ μου,
χωρ
?ς κα? μ?ς στ? ζάλη μου ν? σ?ς συλλογιστ?.

Σ?ς ?σκεφτόμουν στ? Μπουλβ?ρ ντ? Ντ?μ σ?ν περπατο?σα
?νάμεσα σ? δυ? τροτ?ζ πο? ?κάναν σ?ν τρελές,
?ν? μιλώντας δυνατ? τριγύρω μας περνο?σαν
?νθρ?ποι ?π? ?λες, θά ?λεγες, το? κόσμου τ?ς φυλές.

Κι ?πειτα πάλι στ? μεστ? ?π? κόσμο Κανναμπιέρα,
στ
? Πόρτο Βέκκιο, στ?ν τεφρ?ν ?δ? Σα?ντ ?νορέ,
κι
?κόμα, συγχωρ?στε με, σ?ς ?νιωθα μαζί μου
στ
? θορυβώδη κα? γιομ?τα κόσμο καμπαρέ.

Βορινο? να?τες μπλέκονται μ? θερμαστ?ς το? Νότου,
στ
? γόνατά τους κάθονται κορίτσια τ?ς δουλει?ς,
παίζει τ
? πιάνο μοναχ? κα? μία μικρ? σφυρίζει
?ναν παράταιρο σκοπ? μία μελωδίας παλι?ς.

Κι ?στερα σ?ν ?π? τ? Ταρτ?ν ?βγ?κα μεθυσμένος
κα
? νόμιζα τ? σ?μα μου ?νάξιο κα? μικρό,
πολ
? κοντ? σ?ς ?νιωθα ν? μο? χαμογελ?τε
μ
? ?κε?νο τ? παράξενο τ? γέλιο, τ? πικρό.

Κα? μόνον ?ταν στ?ν Κορνίς, σ? κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω
?π? ?βραίους πού ?χανε μ? γυναικε?α ντυθε?,
σ
?ς ?χασα γι? μία στιγμ? ?π? τ? μάτια μου, μο? ?φάνη
? φύλακάς μου ? ?γγελος π?ς ε?χε πι? χαθε?.

Α?ριο φεύγω κα? μαζί μου φέρνω στ?ν ?θήνα
?ναμνησες παράξενες, πολλές, μ? τ? σωρ?
κα
? κάποιο δ?ρο θλιβερό, προϊ?ν τ?ς Μασσαλίας
πο
? μία Πωλ?ν μο? χάρισε προχθ?ς στ?Numeros…



? πλοίαρχος Φλέτσερ

* ? Γερμαν?ς ?μποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ ?ξώκειλε
στ
?ν Ματαπ? μ? τ? φορτηγ? «Σχέλδ», γιατ? λόγ? ?μίχλης
δ
?ν μπόρεσε ?π? μέρες ν? κατεβάσει τ?ν ?λιο μ? τ?ν ?ξάντα.
Τρελάθηκε κα
? πέθανε στ?ν Πειραι? ?π? ?λίαση.

Στ?ν ποιητ? Κώστα Ο?ράνη

? πλοίαρχος Φλέτσερ ?ριξε τ? «Σχ?λδ» στ?ν Ματαπ?
μία μέρα πο
? τ?ν θαλασσ?ν παλε?αν τ? στοιχε?α,
γιατ
? ?λιος δ?ν φαινότανε τ? στίγμα του ν? βρε?
ο
?τε μπορο?σε ?π? τ?ς στερι?ς ν? πάρει ?ντιστοιχία.

Κι α?τ? στ? μέρος πο? ?πεσεν ?σφήνωσε βαθιά,
τόσο πο
? ο? βράχοι ο? μυτερο? μεμι?ς τ? καταστρέψαν,
μ
? τίποτ? ?π? τ? πλήρωμα δ?ν ?παθε κανε?ς
κι
?λοι μ? κάποιο ρυμουλκ? στ?ν Πειραι? ?πιστρέψαν.

Σ? λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μία μελαγχολική, στυγν
? θλιμμένη συνοδεία,
κι
?μεινε ? Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στ? πιοτ?
τ
?ν πίκρα του στ? βρωμερ? ν? πνίξει καφωδε?α.

Κοντός, μ? τ? πηλίκιο του, τ? γε?σο τ? χρυσό,
κα
? μ? τ? τέσσερα χρυσ? γαλόνια του, τ? ?στέρια,
?μπαινε μόλις ?ρχιζε ν? ?πλώνεται ? νυχτιά,
κα
? τ?ν α?γ?ν ?ναίσθητο τ?ν βγάνανε στ? χέρια.

Μ? τ?γαλόνια ξέφτισαν κα? σχίστηκε ? στολή,
τ
? ?ρα?α του ρο?χα ?πούλησε, τ?ν πέτσινή του τσάντα,
κι
?να ?ργαλε?ον ?κράτησε μονάχα, ναυτικό,
τ
? ?ργανο ?κε?νο πο? μετρ?ν τ?ν ?λιο, τ?ν ?ξάντα.

? στεναχώρια κα? τ? ?λκο?λ δουλεύοντας σιγά,
μέρα τ
? μέρα σ? ?να χα?νον χάσμα τ?ν ?θο?σαν.
Τρελάθηκε. Τ
?ν πείραζαν στο?ς δρόμους τ?παιδιά,
κι ο
? ψε?ρες πάνω στ? ξανθά του γένια ?περπατο?σαν.

?ταν ? ?λιος φλόγιζε τ?ν ?ττικ? ο?ρανό,
α
?τ?ς μ? τ?ν ?ξάντα του στ? χέρι ?ξεκινο?σε,
τ
? ?ψος γοργ? ?πολόγιζε σ? μία μαούνα ?ρθός,
κι
?στερα α?σχρ? μουντζώνοντας τ?ν ?λιο, ?βλαστημο?σε.

Μ? κάποια μέρα βλέποντας μ? τ? ?ργανο ψηλά,
?φυγε γι? τ? σκοτειν? λιμάνι το? θανάτου,
?ν? σιγ? σ?ν πάντοτε, φαιδρ?ς κα?φλογερός,
? ?λιος τ?ν κανονικ? διέσχιζε τροχιά του.



Γράμμα ?ν?ς ?ρρώστου

Φίλε μου ?λέξη, τό ?λαβα τ? γράμμα σου
κα
? μ? ρωτ?ς τί γίνομαι, τί κάνω;
Μάθε,
? γιατρ?ς π?ς ε?πε στ? μητέρα μου
?τι σ? λίγες μέρες θ? πεθάνω…

Ε?ναι καιρ?ς ?που ?πληξα, διαβάζοντας
?λο τ? ?δια πο? ?χω ?δ? βιβλία,
κι
?λο ?ποθο?σα κάτι νέο ν? μάθαινα
πο
? ν? μο? φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ?ρθεν ?χθ?ς τ? νέο ?τσι ?προσδόκητα
-σιγ
? ? γιατρ?ς στ? διάδρομο ?μιλο?σε-
κα
? τ? ?κουσα. Στ?ν κάμαρα ?σκοτείνιαζε
κι
? θόρυβος το? δρόμου ?σταματο?σε.

?κλαψα βέβαια, κάτω ?π? τ?ν κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Γι
? σκέψου, τόσο νέος!
Μ
? στ?ν ?αυτό μου ?μέσως ?ποσχέθηκα
π
?ς θ? φαν?, σ?ν πάντοτε, γεννα?ος.

Θυμ?σαι, πο?ταξίδια ?νειρευόμουνα
κι ε
?χα ?να διαβήτη κι ?να χάρτη
κα
? πάντα γι? ν? φύγω ?τοιμαζόμουνα
κι
?λο ? μητέρα μο? ?λεγε: Τ? Μάρτη…

Τώρα στ? τζάμι ?να καράβι ?σκάρωσα
κι
?να το? Μ?γκρ στιχάκι ?χω σκαλίσει:
«Τί θλίψη στ
? ταξίδια κρύβεται ?πειρη!»
Κι
?γ? γι? ?να ταξίδι ?χω κινήσει.

Ν? πε?ς στο?ς φίλους χαιρετίσματα,
κι
?ν τύχει κι ?νταμώσεις τ?ν ?λένη,
π
?ς μ? ?να φορτηγ? -πές της- μπαρκάρισα
κα
? τώρα πι? ν? μ? μ? περιμένει…

?λήθεια! ? Χάρος ?θελα ν? ?ρχότανε
σ
?ν ?νας καπετάνιος ν? μ? πάρει
χτυπώντας τ
?ς βαρι?ς πέτσινες μπότες του
κι
?να μακρ? τσιμπούκι ν? φουμάρει.

?λέξη, νιώθω τώρα π?ς σ? ?κούρασα.
Μπορε
? κιόλας ν? σ? ?καμα ν? κλάψεις.
Δ
? θά ?βρεις, βέβαια, λόγια γι? μι? ?πάντηση.
Μ
? δ? θ? λάβεις κόπο ν? μο?γράψεις…



Mal Du Depart

Στ?ν ?δερφή μου Ζένια

Θ? μείνω πάντα ?δανικ?ς κι ?νάξιος ?ραστ?ς
τ
?ν μακρυσμένων ταξιδι?ν κα? τ?ν γαλάζιων πόντων,
κα
? θ? πεθάνω μία βραδιά, σ?ν ?λες τ?ς βραδιές,
χωρ
?ς ν? σχίσω τ? θολ? γραμμ? τ?ν ?ριζόντων.

Γι? τ?Μαδράς, τ? Σιγγαπούρ, τ? ?λγέρι κα? τ? Σφ?ξ
θ
? ?ναχωρο?ν σ?ν πάντοτε περήφανα τ? πλο?α,
κι
?γώ, σκυφτ?ς σ? ?να γραφε?ο μ? χάρτες ναυτικούς,
θ
? κάνω ?θροίσεις σ? χοντρ? λογιστικ? βιβλία.

Θ? πάψω πι? γι? μακριν? ταξίδια ν? μιλ?
ο
? φίλοι θ? νομίζουνε π?ς τά ?χω πι? ξεχάσει,
κι
? μάνα μου, χαρούμενη, θ? λέει σ? ?ποιον ρωτ?
«
?ταν μία λόξα νεανική, μ? τώρα ?χει περάσει…»

Μ? ? ?αυτός μου μία βραδι?ν ?μπρός μου θ? ?ψωθε?
κα
? λόγο, ?ς ?νας δικαστ?ς στυγνός, θ? μο? ζητήσει,
κι α
?τ? τ? ?νάξιο χέρι μου πο? τρέμει θ? ?πλιστε?,
θ
? σημαδέψει, κι ?φοβα τ?φταίχτη θ? χτυπήσει.

Κι ?γώ, πο? τόσο ?πόθησα μία μέρα ν? ταφ?
σ
? κάποια θάλασσα βαθι? στ?ς μακριν?ς ?νδίες,
θά
?χω ?να θάνατο κοιν? κα? θλιβερ? πολ?
κα
? μι? κηδεία σ?ν τ?ν πολλ?ν ?νθρώπων τ?ς κηδε?ες.



? πλώρη μας

Στ?ν Θ. Λιαρο?τσο

?ταν ? πλώρη μας καθ?ς τ?ν φορτηγ?ν ο? πλ?ρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, πο
? ?μύριζαν βαριά,
μ
? ?να τραπέζι ξύλινο στ? μέση, λερωμένο
κα
? σκαλισμένο σ? πολλ?ς μερι?ς μ? τ? σουγι?.

Ε?χε δεξι? κι ?ριστερά, ?πάνω τό ?να στ? ?λλο,
τ
? ξύλινα κρεβάτια μας στ? πλάγια κολλητά,
πο
? ?μοιαζαν, μέσα στ? θαμπόν, ?νάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα πο
? ξεχάστηκαν κα? μείναν ?νοιχτά.

Σ? μία γωνι? τ? ?ρμάρι μας, ?π? ?ξω στολισμένο
μ
? ζωγραφι?ς χρωματιστ?ς ?π? περιοδικ?
? γαλλικ?ς φωτογραφίες α?σχρές, πο?παρασταίνουν
τ
? ?μάρτημα τ?ς ?δον?ς τ? προπατορικό.

Πάντα βασίλευε σιγ? θανατερ? ?κε? μέσα
κα
? περπατούσαμε ?λοι μας στ?ς μύτες τ?ν ποδι?ν,
κι
?ταν στιγμ?ς πο? νόμιζες π?ς ?κουες ν? χτυπο?νε
σ
?ν τ? ρολόι, μ?ς στ? σιγή, ο? χτύποι τ?ν καρδι?ν.

Κι ?κοβε μόνο τ? σιγ?ν ? χτύπος τ?ς καμπάνας
πο
? ?πάνω στ? καμπούνι, ?ργά, χτυπο?σε τ?ν ?ρ?ν
τ
? πέρασμα, μ? ?να βαρ? μ? λυπημένο ?χο,
πο
? πνίγονταν μ?ς στ? βο? το? ?γέρα ? τ?ν νερ?ν.

Τ?ς Κυριακές, σ?ν ε?χανε δουλει? μονάχα ο? βάρδιες,
σ
? α?τ?ν ?μαζευόμαστε κι ?νάβαμε φωτι?
κι
? α?σχρές, σιγά, γι? τ?ς γυνα?κες λέγαμε ?στορίες
? τ? φαΐ μας παίζαμε μ? πε?σμα στ?χαρτιά.

Στ?ν πλώρη α?τ? κατάστρεψα τ?ν ?ρεμο ?αυτό μου
κα
? σκότωσα τ?ν τρυφερ? παιδιάτικη ψυχή.
?μως ποτ? δ? μ? ?φησε τ? ?πίμονο ?νειρό μου
κα
? πάντα ? θάλασσα πολλ? μο? λέει, ?ταν ?χε?.



William George Allum

?γνώρισα κάποια φορ? σ? ?να καράβι ξένο
?ναν πολ? παράξενο ?γγλέζο θερμαστή,
?που δ?ν μίλαγε ποτ? κι ο?τε ποτ? ε?χε φίλους
κα
? μόνο πάντα ?κάπνιζε μία πίπα σκαλιστή.

?λοι ?λεγαν μία θλιβερ? π?ς ε?χε ?στορία
κι
?σοι ε?χαν στ? στόκολο μ? δα?τον ?ργαστε?
?λεγαν ?τι κάποτες, ?π? τ? λαιμ? ?ς τ? νύχια,
ε
?χε σ? κάποιο μακριν? τόπο στιγματιστε?.

Ε?χε στ?μπράτσα του σταυρούς, σπαθι? ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στ
?ν κοιλιά, πο? ?χόρευε γυμν?
κι
?π? στ? μέρος τ?ς καρδι?ς στιγματισμένη ε?χε
μ
? στίγματ? ?νεξάλειπτα μίαν ?γρια καλλον?

Κι ?λεγαν ?τι τ? γυναίκα α?τ? ε?χε ?γαπήσει
μ
? ?γριαν ?γάπη, ?κράτητη, βαθι? κι ?ληθιν?
κι α
?τ? π?ς τ?ν ?πάτησε μ? κάποιο ναύτη ?ράπη
γιατ
? ?τανε μία ?ναίσθητη γυναίκα κα? κοινή.

Τότε προσπάθησε α?τ?ς ν? διώξει ?π? τ? νο? του
τ
?ν ξωτικ? πο? ?γάπησε, τόσο βαθιά, ?μορφι?
κι
?π? κοντά του ?ξάλειψεν ?,τι δικό της ε?χε,
?μεινεν ?μως στ?ς καρδι?ς τ? θέση ? ζωγραφιά.

Πολλ?ς φορ?ς στ?σκοτειν? τ?ν ε?δανε τ? βράδια
μ
? βότανα στ? στ?θος του ν? τρίβει, ο? θερμαστ?ς …
Το
? κάκου, γνώριζε α?τ?ς – καθ?ς τ? ξέρουμ? ?λοι -
?τι το? ?νν?μ τ? στίγματα δ?ν βγαίνουνε ποτ?ς …

Κάποια βραδι? ?ς περνούσαμε ?π? τ? Bay of Bisky
μ
? ?να μικρ? τ?ν βρήκανε στ? στήθια το? σπαθί.
? πλοίαρχος ε?πε: «Θέλησε τ? στίγμα του ν?σβήσει»
κα
? διάταξε στ? θάλασσα τ?ν κρύα ν? κηδευτε?.



Καφάρ

Στ? Γι?ργο Παπ?

Ν? ζε?ς στ?ν ?δια πολιτεία παντοτιν?
κα
? νά ?χεις τ?ν ?ναχωρήσεων τ? μανία,
μ
? φεύγοντας ?π? τ? γραφε?ο τ? βραδιν?
ν
? κάνεις ?φθαλμοπορνε?α στ? καφενε?α.

?λλοτες ε?χαμε τ? πλο?α κρυφ? σκοπό,
μ
? ? κόσμος ?γινε σ?ν ?δειαν? φυλλάδα,
ε
?ναι τί ?διο πι? ν? μένεις στ?ν ?λλάδα
μ
? τ? ν? ταξιδεύεις στ? Fernando Po.

Τ? φορτηγ? ε?ναι κακοτάξιδα κι ?ργο?ν,
μ
?ς στ? ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
τ
? ν? φορτώνεις μ?νες ρύζια στ? Ραγκο?ν
ε
?ν? ?να πράγμα πο? σκοτώνει το?ς ?ρτίστες.

Ο? πόλοι γίνανε σ? μ?ς πολ? γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλ
?ς φορ?ς τ? Βόρειο Σέλας
κι
?χουν ο? πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστε?
?π? ?δειαν? κουτι? σπανιόλικης σαρδέλλας.

Στ?ν Ταϊτ? ?ζησε μ?νες κι ? Λοτί,
?ν π?ς λιγάκι παρακάτου, στ?ς Μαρκίζες,
πο
? ?λλοτες τρώγανε μπανάνες κι ?γριες ρίζες,
καλλυντικ
? τώρα πουλ?νε το? Coty.

Ο?Γιαπωνέζες, τ? κορίτσια στ? Χιλή,
κι ο
? μα?ρες του Μαρόκου πο? πουλ?νε μέλι,
?χουν σ?ν ?λες τ?ς γυνα?κες τ? ?δια σκέλη
κα
? δίνουν μ? τ?ν ?διο τρόπο τ? φιλί.

? α?τοκτονία, προνόμιο πι? στ?θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι
?με?ς α?τ? τ? σκέψη.
Πεθαίνεις πι
? σιγ? μ? τ? ναρκωτικά,
μ
? τελευταία κι α?τ? τ?χουν νοθέψει.



Coaliers

Στ? Ν. Φαμελιάρη

Σ? πολιτε?ες το?Καναλιο?, στ? Λίβερπουλ, στ? Σου?νς
βλέπει κανε
?ς πρω? πρωί, στο?ς ντόκους μ? τ? κρένια,
κάποιους πο
? ?ν? δ? μοιάζουνε πολ? γι?ναυτικοί,
πρ
?ς τ? καράβια ?δεύουνε γελώντας δίχως ?ννοια.

Πέντ? ?ξι ?ργι?ς τ? μπάρκα τους κι ?μοια τόσο πολύ,
πο
? ?ς ν? τ? βρο?ν κουράζονται πολλ?ς φορ?ς στ? ράδα.
Πλώρη ψηλ
? ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι ε
?ναι τ? πι? μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.

?να βρακ? ?σιδέρωτο φορ?νε βρωμερ?
κα
? μία φανέλα ?π? φιλ? χειμώνα καλοκαίρι,
?να μαντίλι τ?ς φωτι?ς δεμένο στ? λαιμ?
κα
? περπατ?ν τρεκλίζοντας πιασμένοι ?π? τ? χέρι.

?μως περνο?ν τ? τρομερ? κανάλι το? Saint George
κι
?ρθοπλωρίζουνε γι? κε? πο?κυβερνάει πούσι,
πο
? τ? καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τ
?ν ?μαθο πο? θ? τ? πρωτακούσει.

Περήφανα το? ?τλαντικο? διαβαίνουν τ? νερά,
τ
?ν φαναρι?ν ?κολουθώντας πάντα τ?ς σειρ?νες,
χορεύοντας
?να χορ? στ? κύματ? ?λαφρό,
πο
? ο? ναυτικο? τ?ν φορτηγ?ν τ? λέμε μπαλαρίνες.

Ο?Φλαμαντέζοι ναυτικο? γελ?ν κα? λένε π?ς
ο
? ?γγλέζοι το?ς πνιγμένους το?ς κλα?νε μία μέρα μόνο
μ
? ?ν ?θελαν περισσότερο δ? θά ?χανε καιρό:
δέκα
?π? α?τ? σ?ν φύγουνε, γυρν?νε πέντε μόνο.

?π? συνήθεια παίρνουνε σ? χρ?μα τ?ν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χ
?μ κι ?να κουτ? μ? βρώμη
μ
? τό ?χουν προτιμότερο ν? πιο?νε τ? λεφτά,
πρ
?ν φύγουν κα? ν? το?ς τραβο?ν στερν? στιγμ? ο? λοστρόμοι.

Μ? ε?ναι τ? πι?καλύτερα πο? γνώρισα παιδι?
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυ
? δυ?πιασμένοι,
κα
? δίχως ν? τ? νιώσουνε καλά, πολλ?ς φορ?ς
βουλιάζουν μ
? τ? μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.



Μαύρη λίστα

Στ?ν Π. Τζόανο

Ε?ναι κάτι μεσόκοποι καπετανα?οι ?γγλέζοι,
πο
? φάγανε τ? νιάτα τους στ?ς γέφυρες ?πάνω,
σ
? βάρδιες ?ξαντλητικές, κοιτώντας τ?φανάρια,
σ
? θεωρίες παράξενες γι?στίγματα, γι? μήκη,
πο
? ?λη στ? νο? τους κλείσανε τ? ναυτικ? ?πιστήμη.
Μ
? θ?ς ?π? τ?ν κούραση ? ?π? τ? πολ? πο? ?πίναν
?πεσαν ?ξω, τ? μεγάλο δίπλωμα το?ς π?ραν,
στ
? «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ?να χαρτ? το?ς δώσαν,
?να χαρτ? πο? δίνουνε μονάχα στο?ς λοστρόμους.
Κα
? τότε α?τοί, ?π? κούραση κι ?π? πικρία γιομάτοι,
στ
?ς πολιτε?ες τους μείνανε κα? δ?ν ?ξαναφύγαν.

Ξέρω κάτι μεσόκοπους ?γγλέζους καπετάνιους,
?λκολικούς, μ? τ?ς χρυσ?ς πο? σχίστηκαν στολές τους,
πο
? ?λη τ? μέρα μ?ς στ? μπ?ρ γυρίζουνε κα? πίνουν,
τσίκλα μασ
?ν, α?σχρολογο?ν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μ
? σ?ν βραδιάσει κι ?ρχιν?ν ν?φεύγουν τ? καράβια,
κάνοντας μέσα στ
? νερ? το? λιμανιο? μπρ?ς πίσω,
βγαίνουν α
?το? κα? κρίνουνε μ? πε?σμα τ?ς μανο?βρες.
Πολλ
?ς φορ?ς μαλώνουνε, παίζουν γροθι?ς κα?βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικ
? το? Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιο
?νται κα? πεθαίνουνε πάνω σ? μπάλες κάμποτ
? σ? τσουβάλια ?π? τ? Penang μπαχαρικ? γιομάτα.



Παραλληλισμοί

Τρία πράματα στ?ν κόσμο α?τό, πολ? ν? μοιάζουν ε?δα.
Τ
? ?λόλευκα μ? πένθιμα σχολε?α τ?ν Δυτικ?ν,
τ
?ν φορτηγ?ν ο? βρώμικες σκοτεινιασμένες πλ?ρες
κα
? ο? κατοικίες τ?ν κοιν?ν, χαμένων γυναικών.

?χουνε μία παράξενη συγγένεια κα? τ? τρία
παρ
? ?λη τ? μεγάλη τους στ? βάθος διαφορά,
μ
? μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατ? το?ς λείπει
? κίνηση, ? ?νεση το? χώρου κα? ? χαρά.

Μ

Posted in ΠΟΙΗΣΗ | Leave a comment

Κατερίνα Γώγου


Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940. Έπειτα από περίπου 53 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου 1993 αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, μέσα από τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της.




 «Η Κατερίνα ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε… άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβηστο πάθος…» σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Ν. Κούνδουρος. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία, εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971» κ.ά.). Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες «Το & βαρύ πεπόνι» (Π. Τάσιου, 1977) για την οποία κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» (Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και «Όστρια» (Α. Θωμόπουλου, 1984», ταινία για την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο. Για την τελευταία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο.


Βιβλία της Κατερίνας Γώγου

  • Τρία κλικ αριστερά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1978

  • Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1980
  • Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-0292-8, 1η έκδοση 1982
  • Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1986
  • Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1988
  • Νόστος, Εκδόσεις Λιβάνη, 1η έκδοση 1990 – Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση 2004

Μεταθανάτιες κυκλοφορίες


Δισκογραφία


Ποιήματα από ήδη εκδοθέντα βιβλία της χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία του (πρώην συζύγου της) Παύλου Τάσσιου «Παραγγελιά» (με υπόθεση βασισμένη στην ιστορία του Νίκου Κοεμτζή). Η μουσική της ταινίας, που έγραψε ο (μετέπειτα διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος) Κυριάκος Σφέτσας και επένδυσε τα εν λόγω ποιήματα, κυκλοφόρησε σε δίσκο (ΕΜΙ-1981) με τίτλο «ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ». Λίγο μετά το θάνατό της η EMI-Minos κυκλοφόρησε το δίσκο «ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ» σε CD (remastered ADD) το 1995. Κυκλοφόρησε σε CD και το 2006 (σε περιορισμένα αντίτυπα) στη σειρά «Αποκλειστικές Επανεκδόσεις» των «Metropolis».


Από το ΙΔΙΩΝΥΜΟ

 Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ?τη μέση
μετρήσαμε τ?άμέτρητα τ?άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα- 
τον Ιούλιο κάποτε
Γι?αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι?αυτό αν τύχει και μ?αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ 
πώς θα μ?αγκαλιάσεις.  Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.»

Θά ?ρθει καιρός

που θ? αλλάξουν τα πράγματα.

Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη;

Μη βλέπεις εμένα, μην κλαις.
Εσύ είσαι η ελπίδα.
Άκου, θα ?ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς,
δε θα βγαίνουν στην τύχη.
Δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ? έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ?μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια.

Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες,
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές,
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός,
για το μάθημα της Ιστορίας.

Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θά ?ρθουνε κι άλλοι,
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά,
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω,
κι απ? όσα διάβασα ένα κράτησα καλά.
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος.
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ? όλα αυτά Μαρία..

Από τα Τρία Κλικ Αριστερά

Η μοναξιά?
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι ? Αγ. Βαρβάρα ? Κοκκινιά
Τούμπα ? Σταυρούπολη ? Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ? αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης ? εδώ κοντά είναι η Κοτζιά
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει

`Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους?
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας?

*

«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω «ποιητής».
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν
ʼ αγναντ
εύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω.
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ?
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί?ε;?μίαν άλλη μέρα?»

*

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους.
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο
λαιμό σας
.
Οι φίλοι μου.

*

25 ΜΑΪΟΥ

Ένα πρωί θ? ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ? άφησαν- και την πόλη.
Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας ?φασίστες!!”
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ? ένα κόκκινο λάβαρο ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ? ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
?έτσι” ?αόριστα”
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ? ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά των δρόμων
που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.
Posted in ΠΟΙΗΣΗ | Leave a comment

ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ


Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ? αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ να περνάς απ? έξω






Η Ελλάδα έχει μεγάλη ποίηση που λένε

Οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα

οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα.

                            Φιλοδοξίες

Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο

μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια

σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα!

Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου

μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια

μεθυσμένα κάρα μεθυσμένα κι αργοκίνητα.

Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους

μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια

χρόνια πριν απ? το ?20 όταν ο Βάρναλης

ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας?

Εμείς

Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ? όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια και τα παρεμφερή ωραία πράγματα?

Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά τσιγάρα καφέδες και κρασιά κουτούκια και ταξιά έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες κλειστά μαγαζιά κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες ή με τον άντρα τους και γι? αυτό δυο φορές μόνες?

 Αγάπες

Φύσημα των δέντρων σβήσιμο του κύματος

άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές

ωραία πράγματα στον τοίχο ωραία κι ανώνυμα

παρηκμασμένα μαγαζιά έρημοι σιδηροδρομικοί σταθμοί

τυχαία ταξίδια μαγικά σ? αγνοημένα μέρη επαρχιακά.


Πώς μας κέρδισε μια κοπέλα

Ήρθε μια κοπέλα στο γραφείο μας το πρωί
χωρίς μπογιές στο πρόσωπο
χωρίς κακόν άνεμο στα μάτια.
Μας έφεγγε χαμόγελο αληθινής καλημέρας.
Ο προϊστάμενος της έδειξε την εξουσία του.
Η συνάδελφος την ομορφιά της που δεν είχε.
Ο συνάδελφος μια ηλιθιότητα που της συννέφιασε το πρόσωπο.
Κι η μουχλιασμένη κάμαρα
μια στεναχώρια που της κέρδισε την καρδιά.
Όμως ήταν κοπέλα που δεν ξέρει την εξουσία
που ξέρει να κυβερνάει την ομορφιά της
που συμμερίζεται την προστυχιά
μα προπαντός
ήταν κοπέλα που έμαθε με πολύ κόπο
να ξανακερδίζει την καρδιά της.
Ήταν απλώς μια εργαζόμενη κοπέλα
κι έσερνε πίσω της το μέλλον δύσκολο μα βέβαιο

Πέφτει Ουρανός

Πέφτει ουρανός στον αφαλό της νεαράς
και τον ζωγραφίζει. Τι αγοράζετε
αφαλό ή πίνακα; Η νεαρά η οποία σημειωτέον
έχει καλούτσικα πόδια αγόρασε τυρόπιττα?
Τι να είναι άραγε ο πατέρας της;
ράφτης οδηγός λεωφορείου καθηγητής πανεπιστημίου
επαγγελματίας αριστερός περιπτεράς λογιστής;
Φοράει τα γυαλιά της μόλις βγήκε λίγος ήλιος η μαϊμού
βγάζει από την τσάντα της τα γυαλάκια της και τα φοράει.
Αυτή τη στιγμή επιθυμώ ένα δωμάτιο ένα ντιβάνι ένα
τραπέζι μια καρέκλα ένα καφέ ένα νερό ένα τσιγάρο
και λίγη ακόμα φαντασία η νεαρά μπήκε στον ουρά
της αφετηρίας όπου θα τελειώσει την υπέροχη τυρόπιτά της?

Η Μαίριλυν

Μαζί με σε θυμάμαι και τον Μπελογιάννη.
Το σώμα σου είχε την παγκόσμια θέα
το σώμα σου φιλοξενούσε την παγκόσμια αγωνία
το σώμα σου το κάναμε γινάτι και ταμπούρι
το σώμα σου αγαπημένη των αγαπημένων
σαν τη ζωή όταν βγαίνει στο παζάρι
σαν τη ζωή όταν μαζεύεται το βράδυ
σαν τη ζωή όταν κυλάει από κρεβάτι σε κρεβάτι
σαν τη ζωή όταν μαχαιρώνεται μα δεν την παίρνουνε τα δάκρυα.
Το σώμα σου το φόρεσαν κονκάρδα
αυτοί που πρόδωσαν αυτοί που ξέχασαν αυτοί που πάνε
αυτοί που έχει στο στόμα τους παγώσει
το λίπος των μελό επιτάφιων λόγων
και των επίκαιρων στίχων.
Οι βιρτουόζοι
των γυναικείων λυγμών
και των ωραίων αναστεναγμών
και των μισθών και των Σας άρεσε;
Καλό δεν ήταν;? Ευχαριστώ!

Γλυκιά μου Μαίριλυν κι ακόμα πιο γλυκιά
όταν οι τίμιοι θολώνουν και σε λεν πουτάνα
γλυκιά μου Μαίριλυν μας άφησες ένα στόμα
να σεργιανάει στου κόσμου τις πληγές.

Ποίηση ανάμνηση από φίλντισι

Ποίηση
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ? τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
Ποίηση
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκοματένια χαλκοματάς
-όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες
και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ? τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ? τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ? τα γεράματα
βιολέτες σ? άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις





ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1935. Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975 έως το 1980 στο Παρίσι, και από το 1990 μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αίγινα. Έκανε μια ντουζίνα επαγγέλματα: εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης (εκδόσεις Πανόραμα και εκδόσεις Έξοδος), μεταφραστής, κ.α., πριν και μετά τη λεγόμενη δημοσιογραφία (συντάκτης στον Ημερήσιο Τύπο: Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία). Ακόμα υπήρξε συντάκτης ή αρχισυντάκτης στα περιοδικά Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο, Ρουμελιώτικη Βίγλα, Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα, Η Καλλιτεχνική, Πολιτικά Θέματα, Μουσικά Θέματα.

Έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δίδαξε σε θεατρική σχολή ιστορία λογοτεχνίας και αγωγή του λόγου. Στη δεκαετία του 1950 σύχναζε στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, στη Στοά Μαυρίδη, στο Πατάρι του Λουμίδη και στο Βυζάντιον.

Από το 1955 έως το 1967 συμμετείχε σε ομάδες που πρωτοστάτησαν για μια πρωτοπορία στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, και για την υπεράσπιση του λαϊκού τραγουδιού. Από τους πρώτους που μίλησαν και έγραψαν για τον Καραγκιόζη και το ρεμπέτικο. Το 1979 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ στην Όστια της Ρώμης. Πέθανε στην Αθήνα το 2003.

πηγή: BAKXIKON

Posted in ΠΟΙΗΣΗ | 1 Comment