• Τελευταία ενημέρωση:Παρασκευή 13 Σεπτέμβριος 2024, 16:33:49.

Σχολικές γιορτές

Η ομάδα κινηματογράφου μας

Εκπαιδευτικοί ιστότοποι

Συνδεδεμένοι χρήστες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 25 επισκέπτες και κανένα μέλος

Στατιστικά

Λειτουργικό Σύστημα
PHP
5.6.40
MySQL
5.5.5-10.1.31-MariaDB
Ώρα
23:25
Προσωρινή Αποθήκευση
Απενεργοποιημένο
GZip
Απενεργοποιημένο
Επισκέπτες
15
Άρθρα
144
Δικτυακοί Σύνδεσμοι
13
Εμφανίσεις Άρθρων
61259

Σχολείο υπηρεσίας

1

                                                     1ο Γυμνάσιο Καβάλας

Tου γιοφυριού της Άρτας

Η παραλογή αυτή είναι ένα από τα γνωστότερα και ωραιότερα δημιουργήματα της λαϊκής μούσας και στηρίζεται σε μια μακραίωνη παράδοση, σχετική με τη θεμελίωση μεγάλων έργων. Από τους αρχαίους ακόμα χρόνους υπήρχε η δοξασία ότι, για να στερεωθεί και να προφυλαχθεί από κάθε κίνδυνο ένα κτίσμα, έπρεπε να θυσιαστεί στα θεμέλιά του κάποιο ζωντανό πλάσμα. Το γεφύρι της Άρτας, ένα έργο τόσο δύσκολο και θαυμαστό για την εποχή του, ενέπνευσε το ομώνυμο δημοτικό τραγούδι και πλούτισε την παράδοση με το δικό του θρύλο. Παραλλαγές του τραγουδιού, που αναφέρονται και σε άλλα γεφύρια ή οικοδομήματα, υπάρχουν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η κερκυραϊκή παραλλαγή Του γιοφυριού της Άρτας, από την έκδοση του Νικόλαου Γ. Πολίτη Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).

 

 







 

 

 

 

 



 

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ' αποταχύ* και πάρωρα* το γιόμα».

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».

Να τηνε κι εξανάφανεν* από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος*;

─ Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,

και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;

─ Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·
«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει* με το μυστρί*, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό* μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη*,
κι εγώ η πλιο στερνότερη* της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο*, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.

─ Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει* και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Ν. Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια
του ελληνικού λαού

 

 

 

 

 

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ from syrkamidou
 
 

Η κυπριακή παραλλαγή του «γιοφυριού της Άρτας»: Ο ΒΑΛΙΑΝΤΗΣ ΤΖ' Η ΜΑΡΟΥΔΚΙΑ

Κάτω στους πέντε ποταμούς, κάτω στις πέντε βρύσες, 
κάτω στις άκρες των ακρών εκεί που τελειώνει ο κόσμος, 
κάτω στις άκρες των ακρών στη μέση του Μόου, 
έκτιζαν γεφύρι και είπαν πως είναι του φόβου. 
Γιοφύρι είναι που χτίζανε με δώδεκα καμάρες
και όλη μέρα το έχτιζαν, τη νύχτα πάλι χαλούσε. 
Και το Στοιχειό του ποταμού από κάτω κελαηδούσε : 
- Α! Βαλιαντή πρωτομάστορα και μάστορα στους μαστόρους, 
από τη γενιά σου αν δε βάλεις γιοφύρι δε στέκει. 
Στέκεται διερωτάται και εκείνος ποιον να βάλει. 
- Άντε να πω τη μάνα μου, άλλη πια μάνα πού 'ναι; 
Άντε να πω τον πατέρα μου, άλλο πια πατέρα πού 'ναι; 
Και αν βάλω από τα αδέλφια μου, αδέλφια δε βρίσκω. 
Χαπάρια και μηνύματα πηγαίνει στη Μαρουδκιά. 
- Έλα να πάε Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει. 
Κακό στο νου της δεν έβαλε, καλό στο νου της βάζει
και έπιασε τη χρυσή ρόκα και το χρυσό ροδάνι, 
χρυσή κλωστή εκρέμασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει. 
Μόλις τη βλέπει ο Βαλιαντής σφάχτηκε από το καημό του
-Τι με θέλεις, μάστορα μου, και μου μήνυσες και ήρθα; 
-Επέστρεψε στο σπίτι, Μαρουδκιά, και τίποτα δε σε θέλω. 
Μέχρι να πάει η Μαρουδκιά χαπάρια έρχονται πίσω της. 
 -Έλα να πάμε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει. 
-Τώρα ήμουν στου Βαλιαντή και μου είπε πως δε με θέλει. 
-Έλα να πάμε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει. 
Έβγαλε τα χρυσά ρούχα και εφόρεσε τα μαύρα
και έδωσε ένα γύρω των σπιτιών και τα αποχαιρέτισε. 
-Σε κοιμίζω, μωρό μου, και άλλη θα σε ξυπνήσει, 
σε ζυμώνω ζυμάρι μου και άλλη θα σε κόψει. 
Έχετε γεια σπίτια ου και στρώμα όπου κοιμόμουν, 
αυλή που τριγύριζα και τραπέζι όπου δειπνούσα. 
Έπιασε τη μαύρη ρόκα και το μαύρο ροδάνι, 
μαύρη κλωστή εκρέμασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει
Όταν τη βλέπει ο Βαλιαντής, λούστηκε στο κλάμα. 
-Α! σιταρένιο μου ψωμί, σιμιγδαλένια πίτα, 
τι με θέλεις, Βαλιαντή, και μου μήνυσές και ήρθα; 
Πάντα έστελνες και με έφερναν και λουζόσουνα το γέλιο, 
τώρα έστειλες και με έφεραν και λούστηκες το κλάμα. 
-Κάτω στις άκρες των ακρών, στη καμάρα που είναι στο
μέσον η αρραβώνα μου έπεσε και ποιος θα μου την εύρει; 
- Μη κλαις έτσι, Βαλιαντή, και εγώ θα σου την εύρω. 
Φέρε καρέκλα που να αρμόζει, φέρε χρυσό ψαλίδι, κόψε
τα μαλλιά μου που είναι εξήντα πιθαμές
και κάμε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγμένο
και από τη μέση δέσε με κατέβασέ με ως κάτω. 
Φέρνει καρέκλα που να αρμόζει, φέρνει χρυσό ψαλίδι, 
και έκοψε τα μαλλιά της που είναι εξήντα πιθαμές
έκαμε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγμένο
και από τη μέση τη δένει να κατεβεί ως κάτω. 
Κοιτάζει από εκεί, κοιτάζει από δω, τίποτα δε βρίσκει, 
μόνο φαρμακερά φίδια έχουν το στόμα ανοιχτό να τη
ρουφήσουν. 
-Τράβα με πάνω, Βαλιαντή, τίποτα δε βρίσκω, 
μόνο φαρμακερά φίδια έχουν το στόμα ανοιχτό να με
ρουφήσουν. -Και ξανακάνε το γύρο, μακάρι να πετύχεις να τη βρεις. 
Ξανακάνει το γύρο τίποτα δεν πετυχαίνει
-Τράβα με πάνω, Βαλιαντή και το μωρό μου κλαίει
και τα βυζιά τα μυροδόχα είναι φουσκωένα από το γάλα. 
-Φέρτε χαλίκια και πηλό τη Μαρουδκιά να χτίσω. 
Ανάθεμα τη μάνα της και την καρδιά που είχε, 
ανάθεμα τη μάνα της την πικρογαλατούσα. 
Τρεις κόρες που τις έκαμε, τρία γεφύρια έχτισαν, 
η μια έχτισε το Γαλατά, η άλλη τον Ευφράτη
και η τρίτη η καλύτερη της Τρίχας το γιοφύρι

Η πομάκικη παραλλαγή του «Γεφυριού της Άρτας» (Μετάφραση)

Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τη μέρα το χτίζουν, το βράδι γκρεμίζεται
Το βράδι γκρεμίζεται, θυσία θέλει. 
Καθίσανε τρία αδέλφια
Να κουβεντιάσουν, να αποφασίσουν. 
- Αδέλφια, βρε αδέλφια, τρία αδέλφια, 
Ελάτε να κάνουμε δικιά μας συμφωνία
Όποια θα έρθει αύριο νωρίς
Εκείνη θα τη βάλουμε στη μέση στα θεμέλια. 
Ξεπρόβαλλε του πιο μικρού (αδελφού) 
Του πιο μικρού η όμορφη Γιουρκέ, 
Η όμορφη Γιουρκέ, η νέα νύφη. 
Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωινό
Στο δεξί της έχει κρύο νερό. 
Την είδε ο μικρότερος ο αγαπημένος της
Με το χέρι της έγνεψε πίσω να γυρίσει
Της έκλεισε το μάτι. Εκείνη πήγε πιο γρήγορα. 
- Αδέλφια, αδέλφια, τρία αδέλφια
Καλή ευκολία, τρία αδέλφια. 
- Ο Θεός μαζί σου, όμορφη Γιουρκέ
- Γιατί μου κλαις πρώτη μου αγάπη; 
Πώς να μην κλαίω, όμορφη Γιουρκέ; 
Το δαχτυλίδι μου έπεσε στη μέση του γεφυριού. 
- Μη μου κλαις πρώτη μου αγάπη
Θα μαζέψω το μανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι
Θα μπω στη μέση στα θεμέλια
Θα σου βγάλω το άξιο το δαχτυλίδι
Το ασημένιο δαχτυλίδι με τη μαρμαρένια πέτρα. 
- Ρίξτε της αδέλφια, ξύλο για ξύλο
Πέτρα για πέτρα για να χτίσουμε
την όμορφη Γιουρκέ στη μέση της γέφυρας
- Αφήστε με, τρία αδέλφια
Έχω παιδί, μου είναι ξεσκέπαστο
Μου είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωμένο. 
- Μη μου κλαις όμορφη Γιουρκέ
Έχεις μάνα, θα σου το σκεπάσει
Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει. 

Η αλβανική παραλλαγή, Το κάστρο της Ροζάφα

 

Έπεσε η ομίχλη πάνω από την Μπούνα και την κάλυψε ολόκληρη. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η ομίχλη έμεινε εκεί. Μετά τρεις μέρες και τρεις νύχτες ένας αδύναμος άνεμος έπνευσε και ανύψωσε την ομίχλη. Την ανύψωσε και την πήγε μέχρι τον τάφο του Βαλδανούζι. Εκεί στην κορυφή του λόφου, τρία αδέλφια δούλευαν. Έχτιζαν κάστρο μέγα. Τη μέρα έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν, κι έτσι δε χτιζόταν. Περνάει, λοιπόν, από εκεί ένας καλός γέροντας. Καλή δουλειά, ω τρία αδέλφια. Να σαι καλά, ω καλέ γέροντα. Πού τη βλέπεις όμως συ την καλή δουλειά; Τη μέρα το υψώνουμε, τη νύχτα καταρρέει. Ξέρεις κανα λόγο να μας πεις χαρμόσυνο; Τι πρέπει να κάνουμε για να κρατήσουμε τους τοίχους στα πόδια τους; 
Εγώ ξέρω  αποκρίνεται ο γέροντας  αλλά δειλιάζω να σας πω, γιατί είναι αμαρτία. Ρίξ΄ την αμαρτία πάνω μας, γιατί θέλουμε να κρατήσουμε στα πόδια του αυτό το κάστρο. Ο καλός γέροντας σκέφτεται και ρωτάει: - Είστε παντρεμένοι, ω παλικάρια; Τις έχετε εσείς οι τρεις τις τρεις κοπέλες σας; Παντρεμένοι είμαστε, του λένε εκείνοι, και οι τρεις τις έχουμε τις τρεις κοπέλες μας. Για πες, λοιπόν, τι πρέπει να κάνουμε, για να στεριώσει αυτό το κάστρο; Αν θέλετε να στεριώσει δεσμευτείτε με όρκο: Μην πείτε στις γυναίκες σας, στο σπίτι μη μιλήστε για τα λόγια που εγώ θα πω. Μια από τις τρεις συννυφάδες που θα ρθει αύριο να σας φέρει φαγητό, να την πάρετε και να την χτίσετε ζωντανή στον τοίχο του κάστρου. Τότε θα δείτε ότι ο τοίχος θα στεριώσει και θα επιζήσει αιωνίως. 
Αυτά είπε ο γέροντας και σε μια στιγμή εξαφανίστηκε. Συμφορά, ο μεγάλος αδερφός πάτησε τον όρκο του και δεν κράτησε το λόγο του. Μίλησε στο σπίτι, είπε στηγυναίκα του να μην πάει εκεί την επόμενη μέρα. Κι ο μεσαίος αδερφός πάτησε τον όρκο του: όλα τα είπε στη γυναίκα του. Μόνον ο μικρός κράτησε το λόγο του, δε μίλησε στο σπίτι και στη γυναίκα του δε μίλησε.  Ξημέρωμα κι οι τρεις σηκώνονται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους. Τα σφυριά κομματιάζονται, οι πέτρες διαλύονται, οι καρδιές χτυπάνε, οι τοίχοι υψώνονται. Στο σπίτι η μάνα των αγοριών δεν ξέρει τίποτε. Λέει στη μεγάλη: Καλέ μεγάλη νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Της απαντάει η μεγάλη νύφη: Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί είμαι άρρωστη. Γυρνάει και λέει στη μεσαία: Καλέ μεσαία νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί έχω να πάω στους συγγενείς μου. Τότε η μάνα των αγοριών γυρνάει και λέει στη μικρότερη: - Καλέ μικρή νύφη. Η μικρή νύφη όρθια στα δυο της πόδια : - Ορίστε μητέρα. Οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, εγώ θα πάω. Αλλά έχω γιο μικρό. Θέλει να θηλάσει, θέλει να πιει και κλαίει. Ξεκίνα γρήγορα, γιατί το γιο τον έχουμε εμείς, δεν τον αφήνουμε να κλαίει, λένε οι συννυφάδες. 
Σηκώνεται η μικρή γυναίκα, η καλή, παίρνει ψωμί, νερό και κολοκύθα, φιλάει το γιο στα δυο του μάγουλα, ξεκινάει και κατηφορίζει στην Καζένα, εκεί ανεβαίνει το λόφο του Βαλδανούζι, κοντεύει στον τόπο των μαστόρων. Εκεί είναι οι δυο κουνιάδοι και ο άνδρας της. Καλή δουλειά, ω μάστορες. Μα τι είναι αυτό;  Σταματάνε τα σφυριά και κόβονται, αλλά οι καρδιές χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Τα πρόσωπα χλωμιάζουν. Όταν βλέπει ο μικρός τη γυναίκα του, πετάει το σφυρί απ' το χέρι, καταριέται την πέτρα και τον τοίχο. Η γυναίκα του του λέι: - Τι έχεις αφέντη μου; Γιατί καταριέσαι τον τοίχο και την πέτρα; Πετιέται τότε ο κουνιάδος, ο μεγάλος:  Εχεις γεννηθεί σε μαύρη μέρα, νύφη μου. Εμείς συμφωνήσαμε να σε χτίσουμε ζωντανή στον τοίχο αυτού του κάστρου. Έχετε γεια, ω κουνιάδοι. Θα σας αφήσω όμως μια τελευταία επιθυμία: όταν με χτίσετε στον τοίχο, να αφήσετε έξω το δεξί μου μάτι, να αφήσετε έξω το δεξί μου χέρι, να αφήσετε έξω το δεξί μου πόδι, να αφήσετε έξω το δεξί μαστό μου. Γιατί το γιο μου τον έχω μικρό, όταν θα αρχίσει να κλαίει με το ένα μάτι θα τον βλέπω, με το ένα χέρι θα τον νανουρίζω, με το ένα πόδι θα του κουνώ την κούνια και να του δίνω το δεξί μαστό μου να πίνει. Να ζεσταθεί ο μαστός μου, το κάστρο να στεριώσει, ο γιος μου να γίνει παλικάρι να γίνει βασιλιάς, να βασιλέψει. 
Παίρνουν τη μικρή νύφη και τη χτίζουν στα θεμέλια τούτου του κάστρου. Και οι τοίχοι σηκώνονται, υψώνονται δεν πέφτουν πια σαν πρώτα. Πλάι στους τοίχους βρεγμένοι στέκουν και μουχλιασμένοι ακόμη και σήμερα οι βράχοι, γιατί συνεχίζουν τα δάκρυα της μάνας για το γιο της. Κι ο γιος μεγάλωσε, θάρρεψε και πολέμησε.