Στα παιδικά μου χρόνια () όλες οι επισκέψεις () –συγγενών () και φίλων ()– συνοδεύονταν απαραιτήτως από κάποιο γλυκό
δώρημα (). Μεγάλα και μικρά κουτιά () σε χρώμα ροζ () ή φιστικί (), με λευκές κορδέλες () και ασύμμετρους φιόγκους (), μικρά τσίγκινα ταψιά (), γυάλινα βάζα () και δοχεία (). Απογεύματα () της Κυριακής () με ζαχαρώδη φιλέματα (), πάστες () διάφορες –κυρίως νουγκατίνες ()–, στρογγυλά και τετράγωνα σοκολατάκια (), αμυγδαλωτά (), πολύχρωμα πτιφούρ (), αλλά και σαραγλί (), μικρά κουρκουμπίνια (), σοροπιαστό κανταΐφι (), πάλλευκους κουραμπιέδες (). Κουβεντούλες τρυφερές () και σκληρές αντιδικίες () μέσα στη θαλπωρή () της ζάχαρης (), λόγια () κάποτε πικρά με τη γλύκα () στο στόμα (), ονειροπολήσεις () και αδιαμόρφωτα σχέδια () γύρω από την οικειότητα () της σαντιγί () – μεγαλώσαμε, χωρίσαμε και τους πιο πολλούς
δεν τους ξαναείδα. Όμως, ακόμα, όταν μπαίνω σε ζαχαροπλαστείο () για συνηθισμένες αγορές (), περιμένοντας τη σειρά () μου, περιεργάζομαι την παράταξη () των γλυκισμάτων (). Και τότε, παρατηρώντας τα αρμονικά και
με ακρίβεια τεμαχισμένα γλυκά () ταψιού () και τις μηλόπιτες (), έχω την εντύπωση () πως βλέπω εν σειρά () τα κομμάτια () από τα περασμένα μου χρόνια (), ενώ οι μισές φέτες () του πορτοκαλιού () μες στο σιρόπι () επαναφέρουν κάτι από τον ήλιο () που έδυε εκείνα τα κυριακάτικα απογεύματα (). Τέλος, οι μικροί αφράτοι μπεζέδες (), που τρίβονται αμέσως στο στόμα () και λιώνουν, κρατάνε πάνω στην επιφάνειά () τους τις μορφές () κάποιων προσώπων (), χωρίς όνομα (), χωρίς ηλικία (), αλλά μόνο με την ελαφρά θαμπή γεύση () της μνήμης (). |