Ο  Μέγας Αθανάσιος

βίος και πολιτεία

Είναι κοινή διαπίστωση, μα και λυπηρά δυστυχώς, στις ημέρες μας αντιστραφήκανε οι όροι. Οι όροι της λογικής, της τάξεως και της ευπρέπειας. Τα κάτω, τα μικρά, τα ανάξια λόγου τα βάλαμε στα επάνω σκαλοπάτια της κλίμακος των αξιών και τα μεγάλα στα χαμηλά. Σεβόμαστε, αναγνωρίζουμε και ηρωποιούμε τους μικρούς, τους ανάξιους, αντί τους μεγάλους και τους άξιους. Τους μεγάλους ευεργέτες της ανθρωπότητας, τους κορυφαίους της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων, τους ήρωες της πίστεως και της πατρίδας τους περιφρονούμε, δεν τους αναγνωρίζουμε.

Ἀναλυτικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

Σὲ κανέναν Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἔκανε τόσες καὶ τέτοιες ἄγριες ἐπιθέσεις πειρασμῶν ὁ διάβολος, ὅσες στὸν Μέγα Ἀντώνιο. Μεταχειρίστηκε ὁ δόλιος ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ τὸν γκρεμίσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Πάμπλουτος ἀλλὰ ἀγράμματος Τὸ 251 μ.Χ. γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο ἕνα μεγάλο καὶ φωτεινὸ ἀστέρι τῆς χριστιανοσύνης: Ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ἰδιαίτερη πατρίδα του ἤτανε ἕνα μικρὸ χωριό, Κόμα ὀνομαζόμενο, ποὺ βρισκόταν ἀνατολικὰ τῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ Νείλου, στὴν Νότιο Μέμφιδα.

Δίψα Θεοῦ

Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ μὲ δάκρυα Τὸν ζητῶ. Πῶς νὰ μὴ Σὲ ζητῶ; Σὺ μὲ ζήτησες πρῶτος καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ γευθῶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἡ ψυχή μου Σὲ ἀγάπησε ἕως τέλους.

Βλέπεις, Κύριε, τὴ λύπη καὶ τὰ δάκρυά μου … Ἂν δὲν μὲ προσείλκυες μὲ τὴν ἀγάπη Σου, δὲν θὰ Σὲ ζητοῦσα ὅπως Σὲ ζητῶ. Ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο μοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ Σὲ γνωρίσω καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μου, γιατί Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου καὶ Σὲ διψῶ μέχρι δακρύων.

Ποθεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ζητῶ, μὲ δάκρυα. Εὔσπλαχνε Κύριε, Σὺ βλέπεις τὴν πτώση μου καὶ τὴ θλίψη μου. Ταπεινὰ ὅμως παρακαλῶ τὸ ἔλεός Σου: Χορήγησέ μου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Ἡ θύμησή της ὁδηγεῖ τὸ νοῦ μου νὰ ξαναβρῆ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Κύριε, δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως, γιὰ νὰ μὴ ξαναχάσω τὴ χάρη Σου καὶ ξαναρχίσω νὰ τὴν θρηνῶ, ὅπως θρηνοῦσε ὁ Ἀδὰμ γιὰ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεὸ.

Τὸ τρελλὸ νερό: Ἡ ἀλήθεια, ἡ ψευτιά, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος

 

Ἡ ψευτιὰ καὶ ὁ πνευματικὸς ἐκφυλισμὸς ἁπλώνει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἀπάνω στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς παραμορφώνει. Ἕναν λαὸ, ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ’ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ποὺ εἶναι γεμᾶτος πνευματικὴ ὑγεία, πᾶμε νὰ τὸν κάνουμε ἐμεῖς, οἱ λογῆς-λογῆς καλαμαράδες, καί οἱ ἄλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρὶς χαρακτῆρα, χωρὶς πνευματικὸ νεῦρο, χωρὶς πνευματικὴ ἀνδροπρέπεια, χωρὶς χαρακτῆρα. Οἱ διὰφοροι φωστῆρες βαστᾶνε ἀπὸ μιὰ πατέντα στὰ χέρια καὶ μέρα-νύχτα δουλεύουνε γιὰ νὰ «συγχρονίσουν» τὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ στ’ ἀληθινὰ σκάβουνε τὸν λάκκο της. Ἀμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θὰ συγχρονίσετε; Αὐτὸ ποὺ λέτε ἐσεῖς «συγχρονισμὸ» καὶ «ἐξέλιξη» εἶναι μιὰ ἄθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ’ ἕνα βλακῶδες μοντέλλο, ὅπου κάνανε οἱ σαρακοστιανοὶ καὶ κάλπικοι ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς λέγει ἡ Γραφὴ «χλιαρούς», δηλαδὴ σαχλούς, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Θεὸς, ὅτι «μὲλλει ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, εἰ χλιαροὶ εἰσι, καὶ οὔτε ζεστοὶ οὔτε ψυχροὶ» (Ἀποκαλ. γ’ 16).

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἰανουαρίου 2024, Κυριακῆς μετὰ τὰ Φῶτα (Ἐφεσ. δ΄ 7-13)

Aδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάν­τες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἰανουαρίου 2024, Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ματθ. δ΄ 12-17)

12 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, 13 καὶ καταλιπὼν τὴν Να­ζα­ρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παρα­θα­λασσίαν ἐν ὁρίοις Ζα­βου­λὼν καὶ Νεφθαλείμ, 14 ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· 15 γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέ­ραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, 16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέ­τειλεν αὐτοῖς. 17 Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰη­σοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.