Σοφοκλή, Αντιγόνη
στίχοι 100-161


 

(Έξοδος της Αντιγόνης από την πύλη που οδηγεί στους αγρούς. Η Ισμήνη αποσύρεται στο παλάτι. Στην ορχήστρα μπαίνει ο χορός.)


ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀκτὶς ἀελίου, τὸ κάλ-στροφή α΄
λιστον ἑπταπύλῳ φανὲν101
Θήβᾳ τῶν πρότερον φάος,
ἐφάνθης ποτ᾽, ὦ χρυσέας
ἁμέρας βλέφαρον, Διρκαί-
ων ὑπὲρ ῥεέθρων μολοῦσα,105
τὸν λεύκασπιν Ἀργόθεν
φῶτα, βάντα πανσαγίᾳ
φυγάδα πρόδρομον, ὀξυτέρῳ
κινήσασα χαλινῷ.
Ὃν ἐφ᾽ ἡμετέρᾳ γῇ Πολυνείκης 110
ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων
[ἤγαγεν· ἐχθρός δ᾽] ὀξέα κλάζων
αἰετὸς εἰς γῆν [ὣς] ὑπερέπτη,
λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός
πολλῶν μεθ᾽ ὅπλων 115
ξύν θ᾽ ἱπποκόμοις κορύθεσσιν.

Στὰς δ᾽ ὑπὲρ μελάθρων φονώ-αντιστρ. α΄
σαισιν ἀμφιχανὼν κύκλῳ
λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα,
ἔβα πρίν ποθ᾽ ἁμετέρων 120
αἱμάτων γένυσιν πλησθῆ-
ναί τε καὶ στεφάνωμα πύργων
πευκάενθ᾽ ῞Ηφαιστον ἑλεῖν.
Τοῖος ἀμφὶ νῶτ᾽ ἐτάθη
πάταγος Ἄρεος, ἀντιπάλου 125
δυσχείρωμα δράκοντος.

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους
ὑπερεχθαίρει, καί σφας ἐσιδὼν
πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους,
χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας,130
παλτῷ ῥιπτεῖ πυρὶ βαλβίδων
ἐπ᾽ ἄκρων ἤδη
νίκην ὁρμῶντ᾽ ἀλαλάξαι.

ἀντιτύπᾳ δ᾽ ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθεὶς στροφή β΄
πυρφόρος ὃς τότε μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ 135
βακχεύων ἐπέπνει
ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων.
εἶχε δ᾽ ἄλλᾳ τὰ μέν,
ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα στυφελί
ζων μέγας Ἄρης δεξιόσειρος. 140
ἑπτὰ λοχαγοὶ γὰρ ἐφ᾽ ἑπτὰ πύλαις
ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους ἔλιπον
Ζηνὶ Τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη,
πλὴν τοῖν στυγεροῖν, ὣ πατρὸς ἑνὸς
μητρός τε μιᾶς φύντε καθ᾽ αὑτοῖν145
δικρατεῖς λόγχας στήσαντ᾽ ἔχετον
κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω.

ἀλλὰ γὰρ ἁ μεγαλώνυμος ἦλθε Νίκααντιστρ. β'
τᾷ πολυαρμάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ, ΄
ἐκ μὲν δὴ πολέμων 150
τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν,
θεῶν δὲ ναοὺς χοροῖς
παννυχίοις πάντας ἐπέλ-
θωμεν, ὁ Θήβας δ᾽ ἐλελί-
χθων Βάκχιος ἄρχοι.

ἀλλ᾽, ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς χώρας,155
Κρέων ὁ Μενοικέως,.....νεοχμὸς
νεαραῖσι θεῶν ἐπὶ συντυχίαις
χωρεῖ, τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων,
ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων160
προὔθετο λέσχην,
κοινῷ κηρύγματι πέμψας;

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ω! Ηλιαχτίδα, τ' ομορφότατο100
που φάνηκε παρά ποτέ το φως
στη Θήβα την επτάπυλη,
φώτισες πια, της μέρας
της χρυσής ματόκλαδο,
ήρθες απ' τις πηγές της Δίρκης πέρα
και τον πολεμιστή με την ασπίδα τη λευκή
τον έβαλες στο δρόμο της φυγής
με πιο γοργό, σφιχτό το χαλινάρι τώρα.

Ο Πολυνείκης τον οδήγησε στη γη μας 110
που πήρε αέρα από φιλόνικα μισόλογα
και κράζοντας στριγκιά σαν αετός
πάνω απ' τη γη πετούσε
χωμένος σε λευκή φτερούγα χιόνι
με τα πολλά του τ' άρματα, τα κράνη του
με των αλόγων τις ουρές λοφία.

Ζυγιάστηκαν από τις στέγες πάνω
τα νύχια φόνο διψώντας,
επτάπυλο το στόμα γύρω χάσκοντας
και χάθηκε· προτού στο αίμα μας
το ράμφος του χορτάσει,120
προτού με το δαδί πυρποληθούν
οι πύργοι, τα στέφανα της πόλης μας·
τέτοια πολέμου ταραχή
που πήρε πλάτες και φτερά
και δύσκολα τον έβαλεν ο Δράκοντας στο χέρι.

Ο Δίας απεχθάνεται τα λόγια τα παχιά
του κομπασμού· κι ως τους είδε
χείμαρρος να ξεχύνονται
βροντοχτυπώντας υπερόπτες τα φλουριά τους, 130
αστροπελέκι ρίχνει σύρριζα,
καθώς στις ντάπιες όρμαγε
τη νίκη ν' αλαλάξει.

Πέφτει, κι ο κόσμος σείεται και τον αντιλαλεί·
αυτός που πριν με τη φωτιά ριπές ανέμων
άγριων θεοκρουσμένος φυσομανούσε·
κι άλλους εδώ κι άλλους εκεί
σκόρπια, κοπαδιαστά χτυπούσε
ο μέγας Άρης επιδέξιος. 140

Επτά λοχαγοί στις πύλες τις επτά
αντίκρυ, ίσος προς ίσο, σταθήκαν
και στο Δία τροπαιούχο τάμα κρεμάσαν χάλκινο·
εκτός από τους δόλιους δυο,
ενός πατέρα και μιας μάνας φύτρες,
που σήκωσαν κοντάρια ισοδύναμα
κι ένας στον άλλο έδωσε μερίδιο θανάτου.

Τώρα πια η Νίκη μας ήρθε μεγαλόχαρη,
αντίδωρο στη Θήβα που αρματώθηκε
και στο νωπό τον πόλεμο ρίξαμε λησμονιά.150
Στους ναούς των θεών να χυθούμε
κι ίσαμε το ξημέρωμα να στήσουμε χορό,
και πρώτος πρώτος το χορό να σέρνει
ο Βάκχος, που σειέται και λυγιέσαι, Θήβα.
(Έρχεται ο Κρέοντας από το παλάτι, συνοδευόμενος από φρουρούς.)

Αλλά να, ο Κρέοντας του Μενοικέα μπαίνει,
βασιλέας της χώρας νεόκοπος,
φορτωμένος νωπές θεϊκές συγκυρίες.
Πού τάχα το μυαλό του πελάγωσε
και κάλεσε τους γέροντες 160
στέλνοντας προσταγή κοινή
για τούτη τη συνάθροιση;

 


Αρχαίο κείμενο Μετάφραση Κ. Χρηστομάνου
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀκτὶς ἀελίου, τὸ κάλ-στροφή α΄
λιστον ἑπταπύλῳ φανὲν101
Θήβᾳ τῶν πρότερον φάος,
ἐφάνθης ποτ᾽, ὦ χρυσέας
ἁμέρας βλέφαρον, Διρκαί-
ων ὑπὲρ ῥεέθρων μολοῦσα,105
τὸν λεύκασπιν Ἀργόθεν
φῶτα, βάντα πανσαγίᾳ
φυγάδα πρόδρομον, ὀξυτέρῳ
κινήσασα χαλινῷ.
Ὃν ἐφ᾽ ἡμετέρᾳ γῇ Πολυνείκης 110
ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων
[ἤγαγεν· ἐχθρός δ᾽] ὀξέα κλάζων
αἰετὸς εἰς γῆν [ὣς] ὑπερέπτη,
λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός
πολλῶν μεθ᾽ ὅπλων 115
ξύν θ᾽ ἱπποκόμοις κορύθεσσιν.

Στὰς δ᾽ ὑπὲρ μελάθρων φονώ-αντιστρ. α΄
σαισιν ἀμφιχανὼν κύκλῳ
λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα,
ἔβα πρίν ποθ᾽ ἁμετέρων 120
αἱμάτων γένυσιν πλησθῆ-
ναί τε καὶ στεφάνωμα πύργων
πευκάενθ᾽ ῞Ηφαιστον ἑλεῖν.
Τοῖος ἀμφὶ νῶτ᾽ ἐτάθη
πάταγος Ἄρεος, ἀντιπάλου 125
δυσχείρωμα δράκοντος.

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους
ὑπερεχθαίρει, καί σφας ἐσιδὼν
πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους,
χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας,130
παλτῷ ῥιπτεῖ πυρὶ βαλβίδων
ἐπ᾽ ἄκρων ἤδη
νίκην ὁρμῶντ᾽ ἀλαλάξαι.

ἀντιτύπᾳ δ᾽ ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθεὶς στροφή β΄
πυρφόρος ὃς τότε μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ 135
βακχεύων ἐπέπνει
ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων.
εἶχε δ᾽ ἄλλᾳ τὰ μέν,
ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα στυφελί
ζων μέγας Ἄρης δεξιόσειρος. 140
ἑπτὰ λοχαγοὶ γὰρ ἐφ᾽ ἑπτὰ πύλαις
ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους ἔλιπον
Ζηνὶ Τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη,
πλὴν τοῖν στυγεροῖν, ὣ πατρὸς ἑνὸς
μητρός τε μιᾶς φύντε καθ᾽ αὑτοῖν145
δικρατεῖς λόγχας στήσαντ᾽ ἔχετον
κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω.

ἀλλὰ γὰρ ἁ μεγαλώνυμος ἦλθε Νίκααντιστρ. β'
τᾷ πολυαρμάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ, ΄
ἐκ μὲν δὴ πολέμων 150
τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν,
θεῶν δὲ ναοὺς χοροῖς
παννυχίοις πάντας ἐπέλ-
θωμεν, ὁ Θήβας δ᾽ ἐλελί-
χθων Βάκχιος ἄρχοι.

ἀλλ᾽, ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς χώρας,155
Κρέων ὁ Μενοικέως,.....νεοχμὸς
νεαραῖσι θεῶν ἐπὶ συντυχίαις
χωρεῖ, τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων,
ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων160
προὔθετο λέσχην,
κοινῷ κηρύγματι πέμψας;
ΧΟΡΟΣ (εισέρχεται)
Αχτίδα του ηλίου,100
που ομορφύτερο φως δεν φώτισε την εφτάπυλο Θήβα,
φάνηκες πια
σαν άνοιξε ένα βλέφαρο χρυσόφθαλμης ημέρας,
καθώς έρχεσαι πέρα από τα νερά της Δίρκης!
Και τον στρατό με τις αστραφτερές ασπίδες
που βγήκε απ᾽ το Άργος μ᾽ όλην την αρματωσιά
τον έσπρωξες να φύγει τρέχοντας με σφιγμένο χαλινάρι,
εκείνον που στη χώρα μας ο Πολυνείκης,110
φιλονικώντας για το δίκαιό του, τον ξεσήκωσε....
Κράζοντας στριγκά
σαν αετός από ψηλά στη γης επέταξε
με ανοιγμένη χιονάτη φτερούγα
και μ᾽ άρματα πολλά
και με περικεφαλαίες αλογομαλλούσες.

Κι από πάνω από τα σπίτια στάθη έναν γύρο
με λόγχες φόνισσες να τις μπήξει στο εφτάπυλο στόμα.
Αλλά έφυγε προτού να πιει και να χορτάσει από τα αίματά μας120
και προτού από τις ρετσίνες να πιάσουνε φωτιά οι στεφανωσιές των πύργων,
και πίσω του έρχουνταν η θεόρατη βροντή του Άρη
για τον αντίπαλο Δράκοντα δυσκολονίκητη,
γιατί ο Δίας εχτρεύεται τα κομπάσματα
απ᾽ τη μακριά τη γλώσσα,
και καθώς είδε κείνους, σαν μεγάλο ρέμα, να ξεχύνονται
μ᾽ αλαζονεία κι αχολογή απ᾽ τα χρυσά τους όπλα,130
ρίχνει με τη χτυπητή φωτιά του
αυτόν που είχε χιμήξει στην κορφή του τείχους τη νίκη κιόλας ν᾽ αλαλάξει.

Και ταλαντεύθη και βρόντηξε στη γης
βαστώντας τη φωτιά,
αυτός που με λυσσάρικη ορμή, μεθυσμένος
είχε πέσει πάνω μας σαν την κακιά ανεμοζάλη.
Αλλιώς όμως ήρθαν τα πράματα
και σ᾽ άλλους άλλη τύχη έδωσε ο διώχτης, ο μεγάλος Άρης,
που δεξιά τα φέρνει σαν το δεξιόζευχτο άλογο,140
επειδή κι οι εφτά λοχαγοί που στις εφτά πύλες ήταν βαλμένοι,
τόσοι γι᾽ άλλους τόσους,
αφήσανε στο Δία τα ολόχαλκά τους τ᾽ άρματα για τρόπαιο·
μόνο οι δυο φριχτοί, ω! από έναν πατέρα και μια γεννημένοι μητέρα!
εστήσανε τις διπλοδύναμες λόγχες καταπάνω τους
κι επήγαν και οι δυο τους μ᾽ έναν θάνατο.

Αλλά νά που ήρθε η μεγαλονόματη νίκη
καινούργια φέρνοντας χαρά στη Θήβα με τα πολλά οχήματα
κι έτσι τους τωρινούς πολέμους λησμονήστε τους150
κι ελάτε με χορούς ολονυχτίς γύρο να φέρομε
όλους τους ναούς των θεών
κι αυτός που τραντάζει της Θήβας τη γη, ο Βάκχος,
κεφαλή ας μας είναι!
αλλά νά τον οπού είναι τώρα βασιλιάς της χώρας
με τ᾽ ανέλπιστα που του ᾽τυχαν απ᾽ τους θεούς,
ο Κρέων, ο γιος του Μενοικέα,
προβαίνει· ποιά σκέψη να ᾽χει μέσα του
που έβαλε και μάζεψαν τους γέροντας,160
με το ίδιο κήρυγμα καλώντας τους όλους μαζί;
Αρχαίο κείμενο Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀκτὶς ἀελίου, τὸ κάλ-στροφή α΄
λιστον ἑπταπύλῳ φανὲν101
Θήβᾳ τῶν πρότερον φάος,
ἐφάνθης ποτ᾽, ὦ χρυσέας
ἁμέρας βλέφαρον, Διρκαί-
ων ὑπὲρ ῥεέθρων μολοῦσα,105
τὸν λεύκασπιν Ἀργόθεν
φῶτα, βάντα πανσαγίᾳ
φυγάδα πρόδρομον, ὀξυτέρῳ
κινήσασα χαλινῷ.
Ὃν ἐφ᾽ ἡμετέρᾳ γῇ Πολυνείκης 110
ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων
[ἤγαγεν· ἐχθρός δ᾽] ὀξέα κλάζων
αἰετὸς εἰς γῆν [ὣς] ὑπερέπτη,
λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός
πολλῶν μεθ᾽ ὅπλων 115
ξύν θ᾽ ἱπποκόμοις κορύθεσσιν.

Στὰς δ᾽ ὑπὲρ μελάθρων φονώ-αντιστρ. α΄
σαισιν ἀμφιχανὼν κύκλῳ
λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα,
ἔβα πρίν ποθ᾽ ἁμετέρων 120
αἱμάτων γένυσιν πλησθῆ-
ναί τε καὶ στεφάνωμα πύργων
πευκάενθ᾽ ῞Ηφαιστον ἑλεῖν.
Τοῖος ἀμφὶ νῶτ᾽ ἐτάθη
πάταγος Ἄρεος, ἀντιπάλου 125
δυσχείρωμα δράκοντος.

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους
ὑπερεχθαίρει, καί σφας ἐσιδὼν
πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους,
χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας,130
παλτῷ ῥιπτεῖ πυρὶ βαλβίδων
ἐπ᾽ ἄκρων ἤδη
νίκην ὁρμῶντ᾽ ἀλαλάξαι.

ἀντιτύπᾳ δ᾽ ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθεὶς στροφή β΄
πυρφόρος ὃς τότε μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ 135
βακχεύων ἐπέπνει
ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων.
εἶχε δ᾽ ἄλλᾳ τὰ μέν,
ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα στυφελί
ζων μέγας Ἄρης δεξιόσειρος. 140
ἑπτὰ λοχαγοὶ γὰρ ἐφ᾽ ἑπτὰ πύλαις
ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους ἔλιπον
Ζηνὶ Τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη,
πλὴν τοῖν στυγεροῖν, ὣ πατρὸς ἑνὸς
μητρός τε μιᾶς φύντε καθ᾽ αὑτοῖν145
δικρατεῖς λόγχας στήσαντ᾽ ἔχετον
κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω.

ἀλλὰ γὰρ ἁ μεγαλώνυμος ἦλθε Νίκααντιστρ. β'
τᾷ πολυαρμάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ, ΄
ἐκ μὲν δὴ πολέμων 150
τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν,
θεῶν δὲ ναοὺς χοροῖς
παννυχίοις πάντας ἐπέλ-
θωμεν, ὁ Θήβας δ᾽ ἐλελί-
χθων Βάκχιος ἄρχοι.

ἀλλ᾽, ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς χώρας,155
Κρέων ὁ Μενοικέως,.....νεοχμὸς
νεαραῖσι θεῶν ἐπὶ συντυχίαις
χωρεῖ, τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων,
ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων160
προὔθετο λέσχην,
κοινῷ κηρύγματι πέμψας;
ΧΟΡΟΣ
Αχτίνα του ήλιου, τ᾽ ομορφότερο100
το φως που φώτισε ποτέ ως τα τώρα
τη Θήβα την εφτάπυλη,
φάνηκες τέλος, της χρυσής
ω βλέφαρον ημέρας,
πάνω απ᾽ της Δίρκης τα νερά
και τον πολεμιστή με τις ολόλευκες
ασπίδες του, που ᾽ρθε από τ᾽ Άργος πάνοπλος,
τον έκαμες το φευγατιό να πάρει
κινώντας τον σε δρομοκόπισμα
με πιο γοργό από τότε χαλινάρι.

Που τον είχε ο Πολυνείκης οδηγήσει110
στη δική μου εδώ τη χώρα ερεθισμένος
με διχόγνωμες αμάχες·
και με οξιές στριγγιές εκείνος
πάνω χύμησε απ᾽ τη χώρα, σαν αϊτός
σκεπασμένος με φτερούγα ασπροχιονάτη
μ᾽ άρματα πολλά και φούντες
αλογίσιες στο κεφάλι.

Κι αφού απ᾽ τους πύργους πάνω ζυάστηκε
μ᾽ ανοιχτά γύρω από το εφτάπυλο το κάστρο
τα αιμόδιψα τ᾽ αρπάγια του,
έφυγε πριν χορτάσουν120
το αίμα μας τα σαγόνια του
και πριν να πιάσει ο Ήφαιστος ο πεύκινος
των πύργων τα στεφάνια· τέτοιος σάλαγος
του Άρη τον χτύπησε στις πλάτες
απ᾽ τον αντίπαλό του Δράκοντα
που δύσκολα να νικηθεί στις μάχες.

Γιατί ο Δίας παραεχτρεύεται της γλώσσας
της μεγάλης καμποφάνειες, κι ως τους είδε
να χυμούν με πλήθιο ρέμα
ξεπαρμένοι απ᾽ των χρυσών τους
των αρμάτων την κλαγγή,130
με ριχτή φωτιά γκρεμνίζει εκείνον
που από πάνω πια απ᾽ των κάστρων την κορφή
ετοιμάζονταν τη νίκη ν᾽ αλαλάξει.
Και τον αντιδούπησε η γη, όταν χάμω βροντήχτηκε
με τη δάδα στο χέρι του, αυτός
που μ᾽ ορμή τότε ξώφρενη
φαρομανώντας φυσούσε
μ᾽ άγριων ανέμων ριπές·
μα αυτά τού ηρθαν αλλιώς,
κι άλλη στους άλλους φύλαγε μοίρα ξεκάνοντάς τους
ο μέγας Άρης, δεξιός παραστάτης μας.140

Γιατί εφτά στις εφτά πύλες λοχαγοί τους
ίσοι με ίσους σε δικούς μας αντικρύ παραταγμένοι
φόρον άφησαν στο Δία τον τροπαιούχο
τις ολόχαλκες αρματωσιές των,
έξω από τους άθλους δυο, που από τον ίδιο
τον πατέρα γεννημένοι και τη μάνα,
διπλό στήσανε κοντάρι κι ο ένας του άλλου νικητής
κοινό θάνατο έχουν πάρει.

Μ᾽ αφού μας ήρθεν η Νίκη, —μεγάλο της τ᾽ όνομα—
φέρνοντας χάρη αντίχαρη
στην πολυάρματη Θήβα της,
τους πολέμους πια τώρα150
που περάσαν ξεχάσετε,
και στων θεών όλων τους ναούς
χορούς να στήσομε ας πάμε ολονύχτιους, κι ομπρός ας σέρνει
το χορό ο Βάκχος, της Θήβας τραντάχτορας.

Αλλά νά του Μενοικέα ο γιος ο Κρέοντας,
ο νέος βασιλιάς της χώρας, μ᾽ αυτές τώρα
που μας ήρθαν συντυχιές απ᾽ τους θεούς,
κατά δω προβαίνει. Τάχα
ποιά βουλή μέσα στο νου του ν᾽ αναδεύει,
για να στείλει και την έκτατη αυτή σύναξη
των γερόντων συγκαλέσει160
με μια για όλους προσταγή;
Αρχαίο κείμενο Μετάφραση Κ. Μάνου
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀκτὶς ἀελίου, τὸ κάλ-στροφή α΄
λιστον ἑπταπύλῳ φανὲν101
Θήβᾳ τῶν πρότερον φάος,
ἐφάνθης ποτ᾽, ὦ χρυσέας
ἁμέρας βλέφαρον, Διρκαί-
ων ὑπὲρ ῥεέθρων μολοῦσα,105
τὸν λεύκασπιν Ἀργόθεν
φῶτα, βάντα πανσαγίᾳ
φυγάδα πρόδρομον, ὀξυτέρῳ
κινήσασα χαλινῷ.
Ὃν ἐφ᾽ ἡμετέρᾳ γῇ Πολυνείκης 110
ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων
[ἤγαγεν· ἐχθρός δ᾽] ὀξέα κλάζων
αἰετὸς εἰς γῆν [ὣς] ὑπερέπτη,
λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός
πολλῶν μεθ᾽ ὅπλων 115
ξύν θ᾽ ἱπποκόμοις κορύθεσσιν.

Στὰς δ᾽ ὑπὲρ μελάθρων φονώ-αντιστρ. α΄
σαισιν ἀμφιχανὼν κύκλῳ
λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα,
ἔβα πρίν ποθ᾽ ἁμετέρων 120
αἱμάτων γένυσιν πλησθῆ-
ναί τε καὶ στεφάνωμα πύργων
πευκάενθ᾽ ῞Ηφαιστον ἑλεῖν.
Τοῖος ἀμφὶ νῶτ᾽ ἐτάθη
πάταγος Ἄρεος, ἀντιπάλου 125
δυσχείρωμα δράκοντος.

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους
ὑπερεχθαίρει, καί σφας ἐσιδὼν
πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους,
χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας,130
παλτῷ ῥιπτεῖ πυρὶ βαλβίδων
ἐπ᾽ ἄκρων ἤδη
νίκην ὁρμῶντ᾽ ἀλαλάξαι.

ἀντιτύπᾳ δ᾽ ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθεὶς στροφή β΄
πυρφόρος ὃς τότε μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ 135
βακχεύων ἐπέπνει
ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων.
εἶχε δ᾽ ἄλλᾳ τὰ μέν,
ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα στυφελί
ζων μέγας Ἄρης δεξιόσειρος. 140
ἑπτὰ λοχαγοὶ γὰρ ἐφ᾽ ἑπτὰ πύλαις
ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους ἔλιπον
Ζηνὶ Τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη,
πλὴν τοῖν στυγεροῖν, ὣ πατρὸς ἑνὸς
μητρός τε μιᾶς φύντε καθ᾽ αὑτοῖν145
δικρατεῖς λόγχας στήσαντ᾽ ἔχετον
κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω.

ἀλλὰ γὰρ ἁ μεγαλώνυμος ἦλθε Νίκααντιστρ. β'
τᾷ πολυαρμάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ, ΄
ἐκ μὲν δὴ πολέμων 150
τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν,
θεῶν δὲ ναοὺς χοροῖς
παννυχίοις πάντας ἐπέλ-
θωμεν, ὁ Θήβας δ᾽ ἐλελί-
χθων Βάκχιος ἄρχοι.

ἀλλ᾽, ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς χώρας,155
Κρέων ὁ Μενοικέως,.....νεοχμὸς
νεαραῖσι θεῶν ἐπὶ συντυχίαις
χωρεῖ, τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων,
ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων160
προὔθετο λέσχην,
κοινῷ κηρύγματι πέμψας;
ΧΟΡΟΣ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Α’
Αχτίδα του ήλιου υπέρλαμπρη,100
ποτέ φως σαν εσένα
στη Θήβα την εφτάπυλη
δεν πρόβαλε κανένα·
χρυσό της μέρας βλέφαρο,
από τη Δίρκη εφάνης,
κι ήρθες να ξετρελάνεις
Αργίτικο στρατό.
Αυτόν που μας τον έφερε110
σαν όρνιο ο Πολυνείκης,
με τα φτερά που απλώνουνταν
και τη φωνή της νίκης·
κι είχαν ασπίδες που άστραφταν
κι όπλα πολλά και κράνη.
Φεύγουν, και ποιός τους φτάνει
μέσα στον κορνιαχτό!

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Β’
Αυτοί που ήρθαν και στάθηκαν,
θωρείς τα παλληκάρια,
τριγύρω στην εφτάπυλη
με φονικά κοντάρια,
φεύγουνε πριν προφτάσουνε,120
γιομάτοι περηφάνια,
στων πύργων τα στεφάνια
ν᾽ ανάψουνε φωτιά.

ΗΜΙΧ. Α’ Γιατί κι ο Δίας τη μάχεται
μια γλώσσα φαντασμένη,
κι όταν τους είδε να ᾽ρχουνται
σα θάλασσα αφρισμένη,130
με κεραυνόν εγκρέμισεν
εκείνον που ετοιμάζει
τη νίκη να φωνάζει
από τα τείχη αυτά.

ΗΜΙΧ. Β’ Κεραυνωμένος έπεσε,
πάνω στη γη βροντάει
ο λυσσασμένος που άναβε
φωτιά, για να μας φάει.
Κι ο δυνατός μας σύμμαχος,
ο Άρης ο τιμημένος,
στη μάχη απολυμένος,
χτυπάει δεξιά, ζερβά.140

ΗΜΙΧ. Α’
Κι οι εφτά αρχηγοί παραίτησαν,
αιματωμένο φόρο,
τα ολόχαλκά τους άρματα
στον Δία τον Τροπαιοφόρο.
Μα τα δυο αδέρφια πέσανε
αλληλοσκοτωμένα,
στον χάρο αδερφωμένα
καθώς και στη γενιά.

ΗΜΙΧ. Β’
Μα η Νίκη η μεγαλώνυμη
αφού ήρθε να φιλήσει
τη Θήβα την πολυάμαξη,
καθείς ας λησμονήσει
τον περασμένο πόλεμο,150
και στους ναούς ας μπούμε,
εκεί για να τραβούμε
ολόνυχτο χορό!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μα τώρα βλέπω κι έρχεται
ο γιος του Μενοικέα,
οπού οι θεοί μάς έστειλαν
καινούριο βασιλέα.
Κι αφού τους γέρους κάλεσε
συνέλευση να κάνει,160
θα πει πως κάτι βάνει
στον νου του σοβαρό.

 

αρχή

 



 

ΠΑΡΟΔΟΣ (100-161)

«Ἡ πρώτη λέξις ὅλη χοροῦ»
Αριστ. Περὶ ποιητικῆς 1452b

Ο χορός μπαίνει από τη δεξιά πάροδο στην ορχήστρα. Αποτελείται από δεκαπέντε γέροντες Θηβαίους. Η εμφάνισή τους είναι μεγαλοπρεπής. Συνοδεύονται από αυλητή, που ρυθμίζει το βήμα τους, και καταλαμβάνουν τη θέση τους στην ορχήστρα, χωρισμένοι σε δύο ημιχόρια. Εκφράζουν τη χαρά τους για τη σωτηρία της πόλης και περιμένουν την απόφαση του βασιλιά.

Ολόκληρη η πάροδος διαρθρώνεται σε δύο ζεύγη στροφών, το καθένα από τα οποία αποτελείται από μία στροφή και μία αντιστροφή, με ποικιλία μέτρων, ανάλογη μουσική και κατάλληλες μιμικές κινήσεις του χορού. Οι θεατές με την πάροδο εκτονώνονται από την ένταση του προλόγου.

Α΄ Σύστημα στροφή α΄

1 Πάροδος, Α΄ Επεισόδιο (βίντεο από παράσταση 1995) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου]

100-104. ἀκτὶς ἀελίου.....βλέφαρον (ω! ηλιαχτίδα.......της χρυσής ματόκλαδο)· ο χορός χαιρετίζει τον ήλιο. Είναι ενδιαφέρον ότι το δράμα αρχίζει τη στιγμή που ο ήλιος ανατέλλει στον Υμηττό. Έτσι ταυτίζονται ο χρόνος του δράματος και της παράστασης.

101-102. ἑπταπύλῳ Θήβᾳ (στην Θήβα την επτάπυλη)· επτά οι πύλες της πόλης, επτά οι στρατηγοί των Αργείων, ένας απέναντι σε κάθε πύλη, επτά και οι Θηβαίοι υπερασπιστές τους.

1 Φήβα…Θήβη…Θήβα (βίντεο με θέμα τη Θήβα) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

104-105. Διρκαίων ὑπὲρ ῥεέθρων (απ' τις πηγές της Δίρκης πέρα)· η πηγή της Δίρκης βρισκόταν δυτικά της πόλης, ενώ ο Ισμηνός ανατολικά. Η Δίρκη ήταν κόρη του Ήλιου και γυναίκα του Λύκου, μυθικού βασιλιά των Θηβών.

1 Δίρκη

107. φῶτα......πανσαγίᾳ (τov πολεμιστή......της φυγής)· περιληπτική απόδοση του στρατού των Αργείων, των οποίων χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν η λευκή ασπίδα.

110-111. Πολυνείκης.....ἐξ ἀμφιλόγων (Ο Πολυνείκης......μισόλογα)· λογοπαίγνιο με το όνομα Πολυνείκης (Πολυνείκης = εριστικός). Ηγέτης των Αργείων ήταν ο Πολυνείκης, γαμβρός του βασιλιά του Αργούς Αδράστου. Οδήγησε τον στρατό των Αργείων κατά της Θήβας, για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στον θρόνο.

1 Πολυνείκης

113. αἰετός.....ὑπερέπτα (σαν αετός.....πετούσε)· παραστατική απεικόνιση των Αργείων πολιορκητών που επιτίθενται σαν αετός εναντίον της Θήβας.

αντιστροφή α΄

117-121. στάς δ'......πλησθῆναι (ζυγιάστηκαν....χορτάσει)· παραστατική απεικόνιση της αιματηρής επίθεσης.

123. Ἥφαιστον (φωτιά)· μετωνυμία.

125-126. ἀντιπάλου.....δράκοντος (και δύσκολα....στο χέρι)· οι Θηβαίοι παρομοιάζονται με δράκοντες. Άλλωστε, κατά τον μύθο, οι Θηβαίοι ήσαν δρακοντογενείς. Ο Κάδμος, ο ιδρυτής της Θήβας, έσπειρε τα δόντια του δράκου που σκότωσε και φύτρωσαν οι Θηβαίοι. Η εικόνα της συμπλοκής αετού και δράκου είναι γνωστή από τον Όμηρο (Μ, 201-2).

1 Όμηρος «Ιλιάδα» 12.199-207: Αετός και δράκος

127-128. Ζεύς....ὑπερεχθαίρει (Ο Δίας....κομπασμού)· αιτία της ήττας των Αργείων ήταν η θεϊκή οργή. Ο Δίας συντρίβει τους αλαζόνες.

130-133. χρυσοῦ καναχῆς.....ἀλαλάξαι (βροντοχτυπώντας υπερόπτες.....ν' αλαλάξει)· ο κεραυνός του Δία γίνεται το όργανο της θείας τιμωρίας εναντίον του αλαζόνα Καπανέα (πρβλ. Φοίνισσες, 1180). Η προσωπική μοίρα του Καπανέα εκφράζει τη μοίρα όλου του στρατού. Εκφραστικά ισχυρή η αντίθεση αλαζονείας και πτώσης.

1 Ευριπίδης «Φοίνισσαι» 1172-1187: Τιμωρία του αλαζόνα Καπανέα

Β΄ Σύστημα
στροφή β΄

134-140. ἀντιτύπᾳ δ'........δεξιόσειρος (πέφτει,...επιδέξιος)· αλλεπάλληλες εικόνες παρουσιάζουν τη συντριβή των Αργείων.

141. ἑπτὰ λοχαγοί· οι επτά στρατηγοί των Αργείων: Αμφιάραος, Τυδέας, Ετέοκλος, Ιππομέδοντας, Καπανέας, Παρθενοπαίος, Πολυνείκης.

143. Ζηνὶ τροπαίῳ (το Δία τον τροπαιούχο)· η νίκη αποδίδεται στον Δία.

144-147. πλὴν τοῖν στυγεροῖν.....ἄμφω (εκτός από τους δόλιους.....μερίδιο θανάτου)· ο χορός αναφέρεται στον αμοιβαίο θάνατο των δύο αδελφών. Έτσι ο ποιητής επανέρχεται στην υπόθεση του δράματος.

αντιστροφή β΄

148-154. ἀλλὰ γάρ.....ἄρχοι (τώρα πια η Νίκη....λυγιέσαι, Θήβα)· ο χορός αντιπαρέρχεται γρήγορα την αδελφοσφαγή. Προτρέπει σε ολονύχτιους χορούς προς τιμήν του Διονύσου, προστάτη της Θήβας.

155-161. ἀλλ' ὅδε....πέμψας (Αλλά να, ο Κρέοντας.....τη συνάθροιση;)· η αναγγελία της εισόδου του Κρέοντα διακόπτει το λυρικό μέλος. Οι απροσδόκητες συντυχίες από τους θεούς τον ανακήρυξαν βασιλιά. Αυτός έχει καλέσει τον χορό, που αναμένει τις προσταγές του.

1 Μεγαλοπρεπής προσφώνηση του Κρέοντα: Αν. Στέφος, «Η Διδασκαλία των χορικών της Αντιγόνης του Σοφοκλή»

αρχή

 



1 Σκηνική παρουσία του χορού

  1. Μετά από ποιο μέρος του δράματος ακολουθεί η πάροδος; Ποιο είναι το επόμενο μέρος;

  2. Ποιο είναι το βασικό θέμα της παρόδου; Με ποιον τρόπο εκφράζεται;

  3. Πώς συνδέεται η πάροδος με τα προηγούμενα;

  4. Φαίνεται από την πάροδο η στάση του χορού απέναντι στον Κρέοντα;

  5. Το τραγούδι του χορού σκιάζεται από τον θάνατο των δύο αδελφών. Ποια άλλη σκιά πέφτει βαριά πάνω στην πόλη, όπως φαίνεται από τον πρόλογο;

  6. Νομίζετε ότι από την πλευρά της θεατρικής οικονομίας η πάροδος και ο πρόλογος αποτελούν αντίθεση; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

  7. Θεωρείτε την πάροδο περιττό ή απαραίτητο κομμάτι στο έργο;


 

αρχή