ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΡΕΩΝ
Ἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ
πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν·
ὑμᾶς δ᾽ ἐγὼ πομποῖσιν ἐκ πάντων δίχα
ἔστειλ᾽ ἱκέσθαι, τοῦτο μὲν τὰ Λαΐου165
σέβοντας εἰδὼς εὖ θρόνων ἀεὶ κράτη,
τοῦτ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ Οἰδίπους ὤρθου πόλιν
κἀπεὶ διώλετ᾽, ἀμφὶ τοὺς κείνων ἔτι
παῖδας μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν.
Ὅτ᾽ οὖν ἐκεῖνοι πρὸς διπλῆς μοίρας μίαν 170
καθ᾽ ἡμέραν ὤλοντο παίσαντές τε καὶ
πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι,
ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχω
γένους κατ᾽ ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων.
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν 175
ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν
ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ.
Ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν
μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων,
ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει, 180
κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ·
καὶ μείζον᾽ ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας
φίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω.
Ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν ἀεί,
οὔτ᾽ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν 185
στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας,
οὔτ᾽ ἂν φίλον ποτ᾽ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς
θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι
ἥδ᾽ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι
πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα· 190
τοιοῖσδ᾽ ἐγὼ νόμοισι τήνδ᾽ αὔξω πόλιν.
Καὶ νῦν ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας ἔχω
ἀστοῖσι παίδων τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου πέρι·
Ἐτεοκλέα μέν, ὃς πόλεως ὑπερμαχῶν
ὄλωλε τῆσδε, πάντ᾽ ἀριστεύσας δορί, 195
τάφῳ τε κρύψαι καὶ τὰ πάντ᾽ ἀφαγνίσαι
ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς·
τὸν δ᾽ αὖ ξύναιμον τοῦδε, Πολυνείκην λέγω,
ὃς γῆν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς
φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε μὲν πυρὶ 200
πρῆσαι κατάκρας, ἠθέλησε δ᾽ αἵματος
κοινοῦ πάσασθαι, τοὺς δὲ δουλώσας ἄγειν,
τοῦτον πόλει τῇδ᾽ ἐκκεκήρυκται τάφῳ
μήτε κτερίζειν μήτε κωκῦσαί τινα,
ἐᾶν δ᾽ ἄθαπτον καὶ πρὸς οἰωνῶν δέμας 205
καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ᾽ ἰδεῖν.
Τοιόνδ᾽ ἐμὸν φρόνημα, κοὔποτ᾽ ἔκ γ᾽ ἐμοῦ
τιμὴν προέξουσ᾽ οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων.
Ἀλλ᾽ ὅστις εὔνους τῇδε τῇ πόλει, θανὼν
καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται. 210
ΧΟ. Σοὶ ταῦτ᾽ ἀρέσκει, παῖ Μενοικέως, ποεῖν
τὸν τῇδε δύσνουν καὶ τὸν εὐμενῆ πόλει·
νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι
καὶ τῶν θανόντων χὠπόσοι ζῶμεν πέρι.
ΚΡ. Ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων 215
ΧΟ. Νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες.
ΚΡ. Ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι;
ΚΡ. Τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε.
ΧΟ. Οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ. 220
ΚΡ. Καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος· ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων
ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΚΡΕΩΝ
Πολίτες, την πόλη πάλι στήσανε στα πόδια της,
αφού τη σείσαν οι θεοί με μέγα σάλο.
Εγώ με κήρυκες κι απ' όλους χώρια
έστειλα και σας κάλεσα· ήξερα κατ' αρχήν
τη σταθερή σας αφοσίωση στο θρόνο του Λαίου·
όταν με τον Οιδίποδα η πόλη ορθοπόδισε
κι όταν εκείνος χάθηκε, με νομιμοφροσύνης
κύρος περιφρουρήσατε και τα παιδιά του.
Όταν εκείνα χάθηκαν την ίδια μέρα 170
δίνοντας παίρνοντας πληγές που μοίρασαν
με βέβηλο το χέρι μεταξύ τους,
εγώ την εξουσία δικαιωματικά κατέλαβα,
λόγω συγγενικών δεσμών με τους χαμένους.
Αδύνατο να μάθεις ανθρώπου κανενός
φρόνημα, γνώμη και ψυχή, προτού
ν' ακονιστεί στην εξουσία και στο νόμο.
Για μένα, όποιος καθοδηγεί μια πόλη
και δε φτάνει στις καλύτερες δυνατές αποφάσεις
αλλά φοβάται καταπίνοντας τη γλώσσα του,180
είναι φαύλος ηγέτης και τώρα και παντού.
Κι όποιος απ' την πατρίδα του το φίλο
προτιμά, τον έχω για μηδενικό.
Εγώ —μάρτυρας ο θεός ο παντεπόπτης—
ούτε θα σιωπούσα βλέποντας τη συμφορά
την πόλη να σιμώνει αντί τη σωτηρία
ούτε φίλο μου θα 'κανα της χώρας τον εχθρό,
γιατί το ξέρω πως είναι μοναδικό σωσίβιο
και μόνο πάνω στης πόλης το σκαρί,
ορθό σαν πλέει, δημιουργούμε τις φιλίες μας.190
Εγώ με τέτοιους νόμους του κράτους την ισχύ θ' αυξήσω.
Και τώρα, σύμφωνα μ' αυτά στην πόλη
διακήρυξα για τα παιδιά του Οιδίποδα:
τον Ετεοκλή, που χάθηκε σαν ήρωας στη μάχη
υπερασπίζοντας την πόλη του, τάφος να τον δεχτεί
με προσφορές τιμής, καθώς αρμόζει στους ήρωες νεκρούς.
Τον αδερφό του πάλι, τον Πολυνείκη εννοώ,
που χώρα πατρική και ντόπιους θεούς
εξόριστος γυρνώντας θέλησε πέρα για πέρα200
να πυρπολήσει, δικό του αίμα
θέλησε να πιει, δικούς του στη σκλαβιά να σύρει,
αυτόν, λέω, στην πόλη τούτη βγήκε προσταγή
κανείς να μη νεκροστολίσει, να μη θρηνήσει κανείς,
να τον αφήσουν άθαφτο, κορμί ρημάδι,
τα σκυλιά να τον ξεσκίσουν και τα όρνια.
Αυτή 'ναι η θέλησή μου· ποτέ δε θα τιμήσω
εγώ περσότερο τους άδικους από τους δίκαιους.
Νεκρό και ζωντανό το ίδιο θα τιμήσω
αυτόν που με της πόλης τα νερά πηγαίνει.210
ΧΟ. Ό,τι σ' αρέσει, Κρέοντα, να κάνεις,
γι' αυτόν που δυστροπεί, γι' αυτόν που πειθαρχεί στην πόλη.
Είναι δικαίωμά σου να κάνεις χρήση νόμου, όπου θες,
για πεθαμένους· ακόμη και για μας τους ζωντανούς.
ΚΡ. Εγγυητές τώρα να γίνετε των λόγων μου.
ΧΟ. Βάλε να φορτωθεί το βάρος νεότερος κανείς.
ΚΡ. Οι σκοπιές του νεκρού είναι στη θέση τους.
ΧΟ. Έξω απ' αυτό, τι άλλο θες ακόμη;
ΚΡ. Να μη σας βρούνε βολικούς οι παραβάτες.
ΧΟ. Πού να βρεθεί τρελός που θέλει να πεθάνει. 220
ΚΡ. Έτσι θα πληρωθεί στ' αλήθεια· όμως πολλές φορές
τον άνθρωπο τον έφαγαν ελπίδες κέρδους.
(Φτάνει από τους αγρούς ένας από τους φύλακες του νεκρού Πολυνείκη.)
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Κ. Χρηστομάνου |
ΚΡΕΩΝ Ἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν· ὑμᾶς δ᾽ ἐγὼ πομποῖσιν ἐκ πάντων δίχα ἔστειλ᾽ ἱκέσθαι, τοῦτο μὲν τὰ Λαΐου165 σέβοντας εἰδὼς εὖ θρόνων ἀεὶ κράτη, τοῦτ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ Οἰδίπους ὤρθου πόλιν κἀπεὶ διώλετ᾽, ἀμφὶ τοὺς κείνων ἔτι παῖδας μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν. Ὅτ᾽ οὖν ἐκεῖνοι πρὸς διπλῆς μοίρας μίαν 170 καθ᾽ ἡμέραν ὤλοντο παίσαντές τε καὶ πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχω γένους κατ᾽ ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων. Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν 175 ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ. Ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων, ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει, 180 κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ· καὶ μείζον᾽ ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας φίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω. Ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν ἀεί, οὔτ᾽ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν 185 στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας, οὔτ᾽ ἂν φίλον ποτ᾽ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι ἥδ᾽ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα· 190 τοιοῖσδ᾽ ἐγὼ νόμοισι τήνδ᾽ αὔξω πόλιν. Καὶ νῦν ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας ἔχω ἀστοῖσι παίδων τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου πέρι· Ἐτεοκλέα μέν, ὃς πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε, πάντ᾽ ἀριστεύσας δορί, 195 τάφῳ τε κρύψαι καὶ τὰ πάντ᾽ ἀφαγνίσαι ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς· τὸν δ᾽ αὖ ξύναιμον τοῦδε, Πολυνείκην λέγω, ὃς γῆν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε μὲν πυρὶ 200 πρῆσαι κατάκρας, ἠθέλησε δ᾽ αἵματος κοινοῦ πάσασθαι, τοὺς δὲ δουλώσας ἄγειν, τοῦτον πόλει τῇδ᾽ ἐκκεκήρυκται τάφῳ μήτε κτερίζειν μήτε κωκῦσαί τινα, ἐᾶν δ᾽ ἄθαπτον καὶ πρὸς οἰωνῶν δέμας 205 καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ᾽ ἰδεῖν. Τοιόνδ᾽ ἐμὸν φρόνημα, κοὔποτ᾽ ἔκ γ᾽ ἐμοῦ τιμὴν προέξουσ᾽ οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων. Ἀλλ᾽ ὅστις εὔνους τῇδε τῇ πόλει, θανὼν καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται. 210 ΧΟ. Σοὶ ταῦτ᾽ ἀρέσκει, παῖ Μενοικέως, ποεῖν τὸν τῇδε δύσνουν καὶ τὸν εὐμενῆ πόλει· νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι καὶ τῶν θανόντων χὠπόσοι ζῶμεν πέρι. ΚΡ. Ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων 215 ΧΟ. Νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες. ΚΡ. Ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι. ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι; ΚΡ. Τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε. ΧΟ. Οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ. 220 ΚΡ. Καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος· ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν. |
ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (εισέρχεται ο Κρέων) ΚΡΕΩΝ Άντρες, έφεραν πάλι οι θεοί τα πράματα δεξιά στην πολιτεία, έπειτα από τον τόσο σάλο που την είχε χαντακώσει, και σας εγώ, από όλους χώρια, μ᾽ απεσταλμένους σας μήνυσα να ᾽ρθείτε, επειδή ξέρω τον σεβασμό που είχατε στου Λάιου τον καιρό πάντα στη βασιλεία και στον θρόνο· και πάλι σαν ξανάστησε την πόλη ο Οιδίπους, κι αφού κείνος χάθηκε, στα παιδιά των βασιλιάδων εμείνατε πιστοί με γνώμη ασάλευτη. Τώρα που αυτοί και οι δυο μαζί σε μια μέρα πάνω170 χάθηκαν χτυπιώντας και χτυπιούμενοι με της αυτοχειριάς την αμαρτία, πήρα και γω τον θρόνο και όλο το βασίλειο, σαν συγγενής που είμαι των πεθαμένων. Δύσκολο είναι βέβαια να καταλάβει κανείς του κάθε ανθρώπου την ψυχή, τη σκέψη και τη γνώμη, πριν να φανεί στη διοίκηση και στους νόμους μαθημένος. Εγώ όμως θαρρώ, και τώρα κι απ᾽ ανέκαθεν, πως όταν ένας που κυβερνάει όλη την πολιτεία δεν ακολουθάει την πιο καλύτερη γνώμη, παρ᾽ από φόβο κρατεί τη γλώσσα στο στόμα του κλειστή,180 είν᾽ απ᾽ όλους ο χειρότερος. Και όποιος έχει καλύτερο τον φίλο απ᾽ την πατρίδα του, αυτόνε ούτε να τον λέω δεν θέλω, επειδή εγώ —ας τ᾽ ακούσει ο Δίας, που πάντα ξέρει όλα— ποτέ μου δεν θα σώπαινα σαν έβλεπα τη συμφορά να ᾽ρχεται κατ᾽ επάνω στους πολίτες να πάρει την ευτυχία τους, και ούτε θα έπιανα φίλο μου ποτέ έναν εχτρό της χώρας, γνωρίζοντας ότι η πατρίδα είναι που μας βαστάει, και πως, όταν στέκει αυτή ολόρθη, και μείς απάνω της κολυμπάμε στα νερά και τότε τους φίλους κάνομε.190 Με τέτοιους νόμους, εγώ αυτή την πόλη ψηλά θα τη σηκώσω. Και τώρα πάλι τα ίδια έχω διαλαλημένα στους πολίτες για τα παιδιά του Οιδίπου. Τον Ετεοκλή βέβαια, που σκοτώθηκε γι᾽ αυτή τη χώρα και δείχτηκε σ᾽ όλα ήρωας στη μάχη, να τον βάλουν στον τάφο και να του κάνουν όλα τα πρεπούμενα, όσα γίνονται για τους καλύτερους νεκρούς, σαν κατεβαίνουν κάτω· αλλά τον αδελφό του —τον Πολυνείκη λέω— που απ᾽ την εξορία του κατέβηκε και τη γη αυτή την πατρική του και τους θεούς τους ντόπιους ήθελε με τη φωτιά να κάνει στάχτη200 και ήθελε και το αίμα της γενιάς του να πιει και να χορτάσει, και σας να σας σκλαβώσει και να σας σέρνει δούλους, αυτουνού, έβαλα να κράξουν σ᾽ όλη την πόλη, μήτε να του στολίσει κανείς τάφο, μήτε και να τον κλάψει, παρά να τον αφήσουν άθαφτο και το κορμί του να το φάνε τα σκυλιά και τα όρνια να το μαγαρίσουν, που όποιος το βλέπει το αίμα του να παγώνει. Αυτή είναι η θέλησή μου, και ποτέ μου δεν θα δώσω στους κακούς ό,τι αξίζουν να ᾽χουν οι καλοί. Αλλ᾽ όποιος αγαπάει αυτή την πόλη, και πεθαμένος να ᾽ν᾽ και ζωντανός, από μένα την ίδια τιμή θενά ᾽βρει.210 ΧΟΡ. Εσένα έτσι σ᾽ αρέσει να κάνεις, γιε του Μενοικέα, Κρέων, και με τον εχτρό της πολιτείας αυτής και με τον φίλο. Και σένα στέκει να βάζεις τον νόμο και για τους πεθαμένους και για τ᾽ εμάς που ζούμε. ΚΡΕ. Εσείς κοιτάτε τώρα πώς θα φυλάξετε σκοπό για όσα σας είπα; ΧΟΡ. Σ᾽ άλλον πιο νεότερο δώσε να ᾽χει αυτή την έννοια. ΚΡΕ. Μα είναι κιόλας βαλμένοι όσοι θα προσέχουν τον νεκρό. ΧΟΡ. Γιατί λοιπόν παραγγέλνεις πάλι ετούτο κι αλλουνού; ΚΡΕ. Για να μην αφήσετε κανέναν σ᾽ αυτά να παρακούσει. ΧΟΡ. Δεν είν᾽ κανείς τόσο κουτός να θέλει να πεθάνει.220 ΚΡΕ. Και βέβαια αυτό θα πάθει, αλλά με την ελπίδα να κερδίσουν, πολλοί ως τώρα χάθηκαν. |
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη |
ΚΡΕΩΝ Ἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν· ὑμᾶς δ᾽ ἐγὼ πομποῖσιν ἐκ πάντων δίχα ἔστειλ᾽ ἱκέσθαι, τοῦτο μὲν τὰ Λαΐου165 σέβοντας εἰδὼς εὖ θρόνων ἀεὶ κράτη, τοῦτ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ Οἰδίπους ὤρθου πόλιν κἀπεὶ διώλετ᾽, ἀμφὶ τοὺς κείνων ἔτι παῖδας μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν. Ὅτ᾽ οὖν ἐκεῖνοι πρὸς διπλῆς μοίρας μίαν 170 καθ᾽ ἡμέραν ὤλοντο παίσαντές τε καὶ πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχω γένους κατ᾽ ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων. Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν 175 ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ. Ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων, ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει, 180 κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ· καὶ μείζον᾽ ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας φίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω. Ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν ἀεί, οὔτ᾽ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν 185 στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας, οὔτ᾽ ἂν φίλον ποτ᾽ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι ἥδ᾽ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα· 190 τοιοῖσδ᾽ ἐγὼ νόμοισι τήνδ᾽ αὔξω πόλιν. Καὶ νῦν ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας ἔχω ἀστοῖσι παίδων τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου πέρι· Ἐτεοκλέα μέν, ὃς πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε, πάντ᾽ ἀριστεύσας δορί, 195 τάφῳ τε κρύψαι καὶ τὰ πάντ᾽ ἀφαγνίσαι ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς· τὸν δ᾽ αὖ ξύναιμον τοῦδε, Πολυνείκην λέγω, ὃς γῆν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε μὲν πυρὶ 200 πρῆσαι κατάκρας, ἠθέλησε δ᾽ αἵματος κοινοῦ πάσασθαι, τοὺς δὲ δουλώσας ἄγειν, τοῦτον πόλει τῇδ᾽ ἐκκεκήρυκται τάφῳ μήτε κτερίζειν μήτε κωκῦσαί τινα, ἐᾶν δ᾽ ἄθαπτον καὶ πρὸς οἰωνῶν δέμας 205 καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ᾽ ἰδεῖν. Τοιόνδ᾽ ἐμὸν φρόνημα, κοὔποτ᾽ ἔκ γ᾽ ἐμοῦ τιμὴν προέξουσ᾽ οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων. Ἀλλ᾽ ὅστις εὔνους τῇδε τῇ πόλει, θανὼν καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται. 210 ΧΟ. Σοὶ ταῦτ᾽ ἀρέσκει, παῖ Μενοικέως, ποεῖν τὸν τῇδε δύσνουν καὶ τὸν εὐμενῆ πόλει· νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι καὶ τῶν θανόντων χὠπόσοι ζῶμεν πέρι. ΚΡ. Ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων 215 ΧΟ. Νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες. ΚΡ. Ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι. ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι; ΚΡ. Τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε. ΧΟ. Οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ. 220 ΚΡ. Καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος· ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν. |
ΚΡΕΟΝΤΑΣ Γέροντες, οι θεοί, αφού με πολύ σάλο τη χώρα μας ταράξανε, ορθή πάλι την έστησαν στην πρώτη ασφάλειά της. Μα τώρα εσάς εγώ, χώριστ᾽ απ᾽ όλους έστειλα να καλέσουν, γιατί ξέρω πρώτα πως πάντα στου Λαΐου τους θρόνους και την αρχή μεγάλο είχατε σέβας, έπειτα πάλι κι όταν κυβερνούσε ο Οιδίποδας τη χώρα κι αφού εκείνος εχάθηκε, την ίδια στα παιδιά τους κι ασάλευτη φυλάξατε την πίστη. Τώρα λοιπόν που εκείνοι σε μια μέρα με της διπλής των μοίρας τη βουλή170 χαθήκαν, χτυπημένοι και χτυπώντας με το ανόσιό τους χέρι ο ένας τον άλλο, εγώ όλη την αρχή του και τους θρόνους σαν πιο στενός τους συγγενής κρατώ. Αδύνατο όμως είναι να γνωρίσεις την ψυχή, τις ιδέες και τη γνώμη ενός ανθρώπου, πρι δοκιμαστεί στην εξουσία επάνω και στους νόμους. Γιατί, για μένα, ένας που ενώ διευθύνει ολόκληρη τη χώρα, δεν είν᾽ άξιος την πιο σοφήν απόφαση να παίρνει, μα κλεισμένη κρατεί απ᾽ όποιο φόβο180 τη γλώσσα του, και τώρα κι από πάντα μου φαίνεται ο πιο αχρείαστος πως είναι· κι όποιος απ᾽ την πατρίδα του πιο πάνω βάζει ένα φίλο, αυτόν εγώ τον έχω για τίποτα, γιατί —και μάρτυράς μου ας είναι ο Δίας που όλα τα βλέπει πάντα— ποτέ εγώ δε θα σώπαινα, όταν βλέπω να ᾽ρχεται μια καταστροφή στην πόλη αντί της σωτηρίας· κι ούτε ποτέ μου θα ᾽κανα φίλο έναν εχθρό της χώρας. Γιατί το ξέρω πως αυτή ᾽ναι η μόνη η σωτηρία, και μόνο όσο το πλοίο, που μέσα ταξιδεύουμε, ορθό στέκει, τότε ειναι που τους κάνομε τους φίλους.190 Με τέτοιους εγώ νόμους τη στηρίζω τη δύναμη του κράτους, και νά τώρα τι, σύμφωνα μ᾽ αυτά, έχω προκηρύξει για τα παιδιά του Οιδίποδα στην πόλη: Ο Ετεοκλής, που έπεσε πολεμώντας γι᾽ αυτή μας την πατρίδα, όσο κανένας πιο ηρωικότερ᾽ απ᾽ αυτόν στη μάχη, σε μνήμα να ταφεί μ᾽ όσες ταιριάζουν τιμές στον πιο ένδοξο νεκρό εκεί κάτω. Μα όσο για τον ομοαίματό του —λέγω τον Πολυνείκη— που την πατρική του τη γη και τους εγχώριους τους θεούς του είχε θελήσει, εξόριστος, γυρνώντας,200 να κάψει απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη, είχε θελήσει αδερφικό αίμα να γευτεί και σκλάβους τους δικούς του να πάρει, έχει για όλους στη χώρ᾽ αυτή απαγορευτεί, κανένας με τάφο να μην τον τιμήσει, μήτε να τον θρηνήσει, μ᾽ άθαυτον αφήσουν, που το κορμί του τα σκυλιά και τα όρνια, αποτρόπαιο θέαμα, το σπαράξουν. Έτσι σκέφτομαι εγώ κι ούτε από μένα τουλάχιστο, ποτέ δε θενα πάρουν οι κακοί πιότερη τιμή απ᾽ τους δίκιους· και μόνον όποιος το καλό της χώρας αυτής θέλει, το ίδιο και πεθαμένος και ζωντανός θα ᾽χει τιμή από μένα.210 ΧΟΡ. Εσέν᾽ αρέσει, γιε του Μενοικέα, έτσι να κάμεις και για τον εχθρό και για το φίλο αυτής της χώρας. Είναι δικαίωμά σου όποιο να βάλεις νόμο και για νεκρούς και για μας όσοι ζούμε. ΚΡΕ. Φρουροί να ᾽στε λοιπόν γι᾽ αυτά όσα είπα. ΧΟΡ. Σ᾽ έναν πιο νέο ανάθεσε το βάρος του χρέους αυτού. ΚΡΕ. Μα έτοιμοι κιόλας είναι αυτοί που το νεκρό θα επιτηρούνε. ΧΟΡ. Τί άλλο λοιπόν έξω απ᾽ αυτό μας θέλεις; ΚΡΕ. Να μη δειχθείτε επιεικείς αν ίσως και παραβεί κανείς την προσταγή μου. ΧΟΡ. Ποιός τόσο είναι τρελός που να θελήσει το θάνατό του; ΚΡΕ. Αυτός θα ᾽ναι ο μιστός του220 πραγματικώς· μα η ελπίδα για το κέρδος πολλές φορές κατάστρεψεν ανθρώπους. |
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Κ. Μάνου | ΚΡΕΩΝ Ἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν· ὑμᾶς δ᾽ ἐγὼ πομποῖσιν ἐκ πάντων δίχα ἔστειλ᾽ ἱκέσθαι, τοῦτο μὲν τὰ Λαΐου165 σέβοντας εἰδὼς εὖ θρόνων ἀεὶ κράτη, τοῦτ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ Οἰδίπους ὤρθου πόλιν κἀπεὶ διώλετ᾽, ἀμφὶ τοὺς κείνων ἔτι παῖδας μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν. Ὅτ᾽ οὖν ἐκεῖνοι πρὸς διπλῆς μοίρας μίαν 170 καθ᾽ ἡμέραν ὤλοντο παίσαντές τε καὶ πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχω γένους κατ᾽ ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων. Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν 175 ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ. Ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων, ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει, 180 κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ· καὶ μείζον᾽ ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας φίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω. Ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν ἀεί, οὔτ᾽ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν 185 στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας, οὔτ᾽ ἂν φίλον ποτ᾽ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι ἥδ᾽ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα· 190 τοιοῖσδ᾽ ἐγὼ νόμοισι τήνδ᾽ αὔξω πόλιν. Καὶ νῦν ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας ἔχω ἀστοῖσι παίδων τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου πέρι· Ἐτεοκλέα μέν, ὃς πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε, πάντ᾽ ἀριστεύσας δορί, 195 τάφῳ τε κρύψαι καὶ τὰ πάντ᾽ ἀφαγνίσαι ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς· τὸν δ᾽ αὖ ξύναιμον τοῦδε, Πολυνείκην λέγω, ὃς γῆν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε μὲν πυρὶ 200 πρῆσαι κατάκρας, ἠθέλησε δ᾽ αἵματος κοινοῦ πάσασθαι, τοὺς δὲ δουλώσας ἄγειν, τοῦτον πόλει τῇδ᾽ ἐκκεκήρυκται τάφῳ μήτε κτερίζειν μήτε κωκῦσαί τινα, ἐᾶν δ᾽ ἄθαπτον καὶ πρὸς οἰωνῶν δέμας 205 καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ᾽ ἰδεῖν. Τοιόνδ᾽ ἐμὸν φρόνημα, κοὔποτ᾽ ἔκ γ᾽ ἐμοῦ τιμὴν προέξουσ᾽ οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων. Ἀλλ᾽ ὅστις εὔνους τῇδε τῇ πόλει, θανὼν καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται. 210 ΧΟ. Σοὶ ταῦτ᾽ ἀρέσκει, παῖ Μενοικέως, ποεῖν τὸν τῇδε δύσνουν καὶ τὸν εὐμενῆ πόλει· νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι καὶ τῶν θανόντων χὠπόσοι ζῶμεν πέρι. ΚΡ. Ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων 215 ΧΟ. Νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες. ΚΡ. Ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι. ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι; ΚΡ. Τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε. ΧΟ. Οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ. 220 ΚΡ. Καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος· ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν. |
ΚΡΕΩΝ Ω γέροντες, πάλι οι θεοί μάς χάρισαν γαλήνη, αφού μας εταράξανε με μαύρη τρικυμία. Εκάλεσα κι εγώ λοιπόν εσάς μονάχα απ᾽ όλους, πρώτο γιατ᾽ ήξερα πως σεις, σε χρόνια περασμένα, πάντοτε σεβαστήκατε τον θρόνο του Λαΐου· κι έπειτα, που ο Οιδίποδας καλά μας κυβερνούσε, πιστοί φανήκατε σ᾽ αυτόν· και υστερινά, που εχάθη, την ίδια πίστη εδείξατε τριγύρω στα παιδιά του. Αφού λοιπόν εκείνοι οι δυο χαθήκαν σε μια μέρα170 κι αλληλοσκοτωθήκανε με το δικό τους χέρι, εγώ κρατώ τη δύναμη, το μεγαλείο του θρόνου, σαν κληρονόμος συγγενής με τους αποθαμένους. Αλλ᾽ είναι αδύνατο κανείς του καθενός ανθρώπου για να γνωρίσει την ψυχή, το φρόνημα, τη γνώμη, προτού να δει στα χέρια του την εξουσία, τους νόμους. Μένα λοιπόν μου φαίνεται πως όποιος κυβερνώντας μιαν πολιτείαν ολάκερη δεν ξέρει να διαλέξει την πιο σωστήν απόφαση και να τη διαλαλήσει, παρά βαστά τη γλώσσα του σαν από κάποιο φόβο,180 μου φαίνεται κακότατος και πάντοτε και τώρα· κι όποιος τον φίλο του αγαπά κάλλια από την πατρίδα, εκείνον τον περιφρονώ· εγώ όμως, μά το Δία που όλα τα βλέπει πάντοτε, ποτέ δεν θα σιωπήσω, όταν θωρώ να προχωρεί, αντίς η σωτηρία, η συφορά των πολιτών· ούτε ποτέ θα κάμω έναν εχτρό του τόπου μου φίλο για τον εαυτό μου· γιατί η πατρίδα καθενός, μόνον αυτή, μας σώζει, κι αν αρμενίζει αυτή καλά, θα κάνομε και φίλους.190 Με τέτοιους νόμους το λοιπόν στερεώνω την πατρίδα. Και τώρα σύφωνα μ᾽ αυτά, στης Θήβας τους πολίτες, διαλαλητάδες έβγαλα για τα παιδιά του Οιδίπου. Τον έναν, τον Ετεοκλή, τον πρώτο στο κοντάρι, που πολεμώντας χάθηκε γι᾽ αυτήν την πολιτεία, σε τάφο να σκεπάσουνε κι όλα να του προσφέρουν όσα θυσιάζουν στους νεκρούς, τους πιο καλύτερούς μας. Όμως τον άλλον αδερφόν, αυτόν τον Πολυνείκη, που από τα ξένα γύρισε και θέλησε να κάψει200 αυτήν τη γη την πατρική και τους θεούς του τόπου, και θέλησε και να γευτεί τ᾽ αδερφικό το αίμα, κι αυτούς εδώ για σκλάβους του μαζί του να τους σύρει, να μην τον θάψει αυτόν κανείς και μήτε να τον κλάψει, αλλά να μείνει άθαφτος, κουφάρι σιχαμένο, για τα πουλιά και τα σκυλιά χαρά που θα τον φάνε. Αυτή έχω την απόφαση. Κι όσο θα βασιλεύω, ποτέ οι κακοί από τους καλούς δεν θα προτιμηθούνε. Όμως εκείνος που αγαπά στ᾽ αλήθεια αυτή την πόλη, το ίδιο νεκρός και ζωντανός θα τιμηθεί από μένα.210 ΚΟΡ. Αυτά, λες, αποφάσισες, ω γιε του Μενοικέα, για κάθε φίλο, κάθε εχτρόν αυτής της πολιτείας. Και μες στα χέρια σου κρατάς εσύ τον κάθε νόμο, και για τους πεθαμένους μας, ως και για μας που ζούμε. ΚΡΕ. Μα πρέπει εσείς να στέκεστε φρουροί των όσων είπα. ΚΟΡ. Κανένας πιο νεότερος αυτό να το βαστάξει. ΚΡΕ. Αλλ᾽ έχω βάλει φύλακες κοντά στον πεθαμένο. ΚΟΡ. Τότε τί άλλο το λοιπόν ακόμα θα προστάξεις; ΚΡΕ. Μη συμπαθήσετε ποτέ σ᾽ όποιον δεν θα μ᾽ ακούσει. ΚΟΡ. Τόσο τρελός ποιός βρέθηκε να θέλει να πεθάνει;220 ΚΡΕ. Τέτοιο μιστό βέβαια θα βρει! Αλλά συχνά το κέρδος ανθρώπους εκατάστρεψε με τις χρυσές του ελπίδες! |