ΚΕΙΜΕΝΟ
ΦΥΛΑΞ
Ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως τάχους ὕπο
δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα.
Πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις, 225
ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν·
ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη,
τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;
τλήμων, μενεῖς αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων
ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ; 230
Τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς,
χοὔτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά.
Τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν
σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως.
Τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,235
τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον.
ΚΡ. Τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν;
ΦΥ. Φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ
πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν
οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι. 240
ΚΡ. Εὖ γε στοχάζῃ κἀποφράγνυσαι κύκλῳ
τὸ πρᾶγμα· δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον.
ΦΥ. Τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν.
ΚΡ. Οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει;
ΦΥ. Καὶ δὴ λέγω σοι· τὸν νεκρόν τις ἀρτίως 245
θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν
κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή.
ΚΡ. Τί φῄς; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολμήσας τάδε;
ΦΥ. Οὐκ οἶδ᾽· ἐκεῖ γὰρ οὔτε του γενῇδος ἦν
πλῆγμ᾽, οὐ δικέλλης ἐκβολή· στύφλος δὲ γῆ 250
καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ᾽ ἐπημαξευμένη
τροχοῖσιν, ἀλλ᾽ ἄσημος οὑργάτης τις ἦν.
Ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡμὶν ἡμεροσκόπος
δείκνυσι, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν·
ὁ μὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυμβήρης μὲν οὔ, 255
λεπτὴ δ᾽ ἄγος φεύγοντος ὣς ἐπῆν κόνις.
Σημεῖα δ᾽ οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν
ἐλθόντος, οὐ σπάσαντος, ἐξεφαίνετο.
Λόγοι δ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί,
φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, κἂν ἐγίγνετο 260
πληγὴ τελευτῶσ᾽, οὐδ᾽ ὁ κωλύσων παρῆν.
Εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος,
κοὐδεὶς ἐναργής, ἀλλ᾽ ἔφευγε μὴ εἰδέναι.
Ἦμεν δ᾽ ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν,
καὶ πῦρ διέρπειν, καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν 265
τὸ μήτε δρᾶσαι μήτε τῳ ξυνειδέναι
τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι μήτ᾽ εἰργασμένῳ.
Τέλος δ᾽ ὅτ᾽ οὐδὲν ἦν ἐρευνῶσιν πλέον,
λέγει τις εἷς ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα
νεῦσαι φόβῳ προὔτρεψεν· οὐ γὰρ εἴχομεν270
οὔτ᾽ ἀντιφωνεῖν οὔθ᾽ ὅπως δρῶντες καλῶς
πράξαιμεν. Ἦν δ᾽ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον
σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον.
Καὶ ταῦτ᾽ ἐνίκα, κἀμὲ τὸν δυσδαίμονα
πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν. 275
Πάρειμι δ᾽ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ᾽ ὅτι·
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν.
ΧΟ. Ἄναξ, ἐμοί τοι μή τι καὶ θεήλατον
τοὔργον τόδ᾽ ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΦΥΛΑΚΑΣ
Βασιλιά, δε θα σου πω πως έφτασα πετώντας
ούτε πως η πιλάλα μ' έχει λαχανιάσει·
το γυρόφερνα, κοντοστάθηκα πολλές φορές,
είπα να τα μαζεύω και να κάνω πίσω.
Η ψυχούλα μου το 'λεγε και το ξανάλεγε:
δόλιε, πού πας, θα σε καθίσουν στο σκαμνί·
σταμάτησες, κακόμοιρε; Κι αν ο Κρέοντας τα μάθει
από κανέναν άλλονε, θα σε παιδέψει. 230
Το κλωθογύριζα κι ερχόμουνα κι αργά και σιγανά,
έτσι που δρόμος λιγοστός παραμεγάλωσε.
Με τα πολλά, πάντως, κατάφερα να 'ρθώ σε σένα.
Δεν ξέρω τίποτα, μα θα μιλήσω.
Έρχομαι και κρατώ στη χούφτα την ελπίδα
πως το γραμμένο θα με βρει και τίποτε άλλο.
ΚΡ. Τι συμβαίνει κι έχεις αναστατωθεί;
ΦΥ. Πρώτα να πω τα δικά μου· ούτε το 'καμα
ούτε κι είδα ποιος ήταν που το 'καμε,
ούτε και δίκιο θα 'ναι εγώ να το πληρώσω. 240
ΚΡ. Μια στο καρφί χτυπάς και μια στο πέταλο·
κάτι σημαντικό μας φέρνεις σίγουρα.
ΦΥ. Οκνό καματερό κακό μαντάτο.
ΚΡ. Πριν πάρεις πόδι, θα μιλήσεις τέλος πάντων;
ΦΥ. Θα σου μιλήσω, να! Κάποιος προσώρας τον νεκρό
τον έθαψε και λάκισε, αφού με σκόνη
τον πασπάλισε ξερή και μ' αγιασμό τον ράντισε.
ΚΡ. Τι λες; Ποιος άντρας τόλμησε μια τέτοια πράξη;
ΦΥ. Δεν ξέρω. Δεν είχε ο τόπος λάκκο από τσαπί
ουδέ σωρό από φτυάρι· χώμα χέρσο, 250
σκληρό σαν πέτρα και πουθενά ροδιές
από αμάξι· ο δράστης άφαντος.
Μόλις μας το 'δειξε της μέρας ο σκοπός
ο πρώτος, μας φάνηκε παράξενο μυστήριο.
Ο πεθαμένος άφαντος, όχι θαμμένος,
σκόνη τον σκέπαζε λεπτή, για να ξορκίσει το κακό.
Χνάρι θεριού, σκυλιού, κανένα
που να 'ρθε και τον σπάραξε δε φαίνονταν.
Βαρύ βρισίδι ξέσπασε· ο ένας στον άλλο
το 'ριχνε και θα 'πεφτε και ξύλο στα στερνά·
κανείς δε βρίσκονταν να μπει στη μέση. 260
Ο ένας τον άλλο έπαιρνε για φταίχτη,
όμως κανένας τσακωτός· γλίστραγε πως δεν ήξερε.
Ήμαστε πρόθυμοι και σίδερο να πιάσουμε καυτό,
να μπούμε στη φωτιά μπουσουλητά, να ορκιστούμε
πως δεν το κάναμε, ούτε που ξέραμε να το 'βαλε
κανείς στο νου του ούτε κι αν το 'κανε ποτές.
Τέλος, όσο κι αν ψάχναμε, δε βρίσκαμε λογαριασμό.
Ξέρω 'γω ποιος, κάτι λέει και μας έσπρωξε στη γη
να σκύψουμε κεφάλι φοβισμένοι· αντίρρηση 270
δεν είχαμε και πως να βρούμε το σωστό δεν ξέραμε.
Έλεγε λοιπόν να καταγγείλουμε σε σένα
την περίπτωση, κι ότι δεν έπρεπε κρυφή να μείνει.
Ο λόγος τούτος κέρδισε, και μένα τον κακότυχο
ο κλήρος καταδίκασε να φέρω το καλό μαντάτο·
ήρθα με το στανιό, με το στανιό με δέχονται, το ξέρω.
Ποιος καλοδέχεται κακό μαντατοφόρο;
ΧΟ. Βασιλιά, ώρα πολλή γυρίζει στο μυαλό μου
μήπως είναι θεόσταλτο το πράγμα τούτο 'δω.
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Κ. Χρηστομάνου |
ΦΥΛΑΞ Ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως τάχους ὕπο δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα. Πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις, 225 ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν· ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη, τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην; τλήμων, μενεῖς αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ; 230 Τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς, χοὔτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά. Τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως. Τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,235 τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον. ΚΡ. Τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν; ΦΥ. Φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι. 240 ΚΡ. Εὖ γε στοχάζῃ κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα· δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον. ΦΥ. Τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν. ΚΡ. Οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; ΦΥ. Καὶ δὴ λέγω σοι· τὸν νεκρόν τις ἀρτίως 245 θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή. ΚΡ. Τί φῄς; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολμήσας τάδε; ΦΥ. Οὐκ οἶδ᾽· ἐκεῖ γὰρ οὔτε του γενῇδος ἦν πλῆγμ᾽, οὐ δικέλλης ἐκβολή· στύφλος δὲ γῆ 250 καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ᾽ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν, ἀλλ᾽ ἄσημος οὑργάτης τις ἦν. Ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡμὶν ἡμεροσκόπος δείκνυσι, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν· ὁ μὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυμβήρης μὲν οὔ, 255 λεπτὴ δ᾽ ἄγος φεύγοντος ὣς ἐπῆν κόνις. Σημεῖα δ᾽ οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν ἐλθόντος, οὐ σπάσαντος, ἐξεφαίνετο. Λόγοι δ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί, φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, κἂν ἐγίγνετο 260 πληγὴ τελευτῶσ᾽, οὐδ᾽ ὁ κωλύσων παρῆν. Εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος, κοὐδεὶς ἐναργής, ἀλλ᾽ ἔφευγε μὴ εἰδέναι. Ἦμεν δ᾽ ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν, καὶ πῦρ διέρπειν, καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν 265 τὸ μήτε δρᾶσαι μήτε τῳ ξυνειδέναι τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι μήτ᾽ εἰργασμένῳ. Τέλος δ᾽ ὅτ᾽ οὐδὲν ἦν ἐρευνῶσιν πλέον, λέγει τις εἷς ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ προὔτρεψεν· οὐ γὰρ εἴχομεν270 οὔτ᾽ ἀντιφωνεῖν οὔθ᾽ ὅπως δρῶντες καλῶς πράξαιμεν. Ἦν δ᾽ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον. Καὶ ταῦτ᾽ ἐνίκα, κἀμὲ τὸν δυσδαίμονα πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν. 275 Πάρειμι δ᾽ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ᾽ ὅτι· στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν. ΧΟ. Ἄναξ, ἐμοί τοι μή τι καὶ θεήλατον τοὔργον τόδ᾽ ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι. |
ΦΥΛΑΞ Βασιλιά, δεν μπορώ να πω πως απ᾽ τη βιάση μου λαχάνιασα, και πως τα πόδια μου έκαναν φτερά, γιατί πολλές φορές από τη συλλογή μου σταμάτησα στον δρόμο και μου ᾽ρθε να γυρίσω πίσω. Χάρις που η ψυχή μου πολλά μου έψελνε και μου τσαμπουνούσε. «Κακομοίρη, τί πας αυτού που, μόλις φθάσεις, θα σε χώσουν μέσα;» «Μα χαντακωμένε, κάθισες πάλι; κι αν το μάθει ο Κρέων από άλλον δεν θα σε τζούξει έπειτα;»230 Σε τέτοιους συλλογισμούς μπερδεύονταν τα πόδια μου κι έτσι έφτασα γρήγορα αργά μ᾽ όλο μου το κολάι, γιατί κι ο κοντός δρόμος έτσι γίνεται μακρύς. Τέλος βάστηξε η γνώμη νά ᾽ρθω σ᾽ εσένα κι αν δεν σου πω και τίποτα, πάλι θα σ᾽ το πω, γιατί έρχομαι απ᾽ την ελπίδα κρεμασμένος πως άλλο δεν μπορώ να πάθω απ᾽ ό,τι μου μέλλεται. ΚΡΕ. Τί ᾽ν᾽ αυτό που σε κάνει έτσι να φοβάσαι; ΦΥΛ. Πρώτα θέλω να σου πω για τα δικά μου· γιατί ούτε το ᾽κανα εγώ το πράμα ούτε είδα ποιός το ᾽κανε, και δεν θα ᾽ταν δίκιο να πάθω τίποτα κακό.240 ΚΡΕ. Όλο προοίμια είσαι κι όλο τα φέρνεις γύρο για την ασφάλειά σου· φαίνεται πως κάποιο σπουδαίο θέλεις να πεις. ΦΥΛ. Τα φοβερά δίνουν πολύ βαρεμό να τα λέει κανείς. ΚΡΕ. Θα μιλήσεις λοιπόν μια φορά; έπειτα σ᾽ αφήνω και φεύγεις. ΦΥΛ. Νά! σου λέω κιόλας. Κάποιος πήγε κι έθαψε τώρα δα τον νεκρό, έριξε σκόνη στεγνή κι επασπάλισε το σώμα του κι έκανε όλα κατά πώς είναι συνήθεια. ΚΡΕ. Τί είπες; ποιός ήταν αυτός που τόλμησε να κάνει αυτό; ΦΥΛ. Ξέρω κι εγώ; δεν φαινότανε κει πέρα ούτε αχνάρι απ᾽ αξίνα ούτε ξεπέταγμ᾽ από τσάπα.250 Η γη ξερή πέτρα, μήτε σκασμένη πουθενά μήτε και σημαδεμένη απ᾽ τους τροχούς των αμαξιών, παρά όποιος το ᾽κανε δεν φανερώθηκε. Καθώς μας το ᾽δειξε ο πρώτος που ήρθε για σκοπός της μέρας, μας φάνηκε ολονώνε θάμα και μυστήριο, επειδής ο νεκρός δεν φαινότανε πια, θαμμένος πάλι δεν ήτον, μόνο μια σκόνη ψιλή ήταν απάνω του ριγμένη, σάμπως για να ξεφύγουν την αμαρτία, και ούτε σημάδι εφαίνουνταν από ζώο, ή από σκυλί που να ᾽ρθε να τον τραβήξει έξω. Και άσχημα λόγια εβούιζαν ανάκατα κι ο ένας φύλακας έβριζε τον άλλο, κι αν έπεφτε στα τελευταία και ξύλο,260 δεν θα βρισκότανε κανείς να τους χωρίσει, γιατί ο καθένας τους ήταν ο ένας που το ᾽χε κανωμένα και φανερός κανείς τους. Καθένας κοίταζε πώς να ξεφύγει, για να μην είν᾽ αυτός, κι ήμαστ᾽ έτοιμοι να πιάσομε και σίδερο καυτό στα χέρια μας, και να περάσομε από μέσα απ᾽ τη φωτιά και να πάρομε όρκους σ᾽ όλους τους θεούς πως μήτε κάναμε τίποτα μήτε και ξέρουμε γι᾽ αυτόν που το ᾽χει σοφιστεί και κανωμένο. Τέλος πάντων, σα δεν μας έμεινε πια τίποτ᾽ άλλο να ξετάξομε, πετάει κάποιος έναν λόγο που μας έκανε όλους να ρίξομε τα κεφάλια κάτω270 απ᾽ τον φόβο μας, γιατί δεν είχαμε τίποτε να πούμε ενάντιο και ούτε πώς θα κάνομε να βγούμε πέρα. Έλεγε, που θα πει, πως έπρεπε να σ᾽ την αναφέρομε εσένανε την πράξη και όχι να την κρύψομε. Κι αυτή η γνώμη εβάστηξε· εμένα όμως του άμοιρου μου ᾽πεσ᾽ ο κλήρος εγώ ν᾽ απολάψω αυτό το καλό. Κι έτσι να ᾽μαι τώρα μπροστά σου χωρίς να το θέλω εγώ και χωρίς να με θέλεις και συ· αυτό το ξέρω — επειδή κανείς δεν καλοβλέπει αυτόν που φέρνει τις κακές είδησες. ΧΟΡ. Εμένα, βασιλιά μου, απ᾽ την αρχή το λέει ο νους μου μήπως κι απ᾽ τον θεό μάς έρχεται ετούτο το σημάδι. |
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη |
ΦΥΛΑΞ Ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως τάχους ὕπο δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα. Πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις, 225 ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν· ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη, τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην; τλήμων, μενεῖς αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ; 230 Τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς, χοὔτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά. Τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως. Τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,235 τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον. ΚΡ. Τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν; ΦΥ. Φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι. 240 ΚΡ. Εὖ γε στοχάζῃ κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα· δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον. ΦΥ. Τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν. ΚΡ. Οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; ΦΥ. Καὶ δὴ λέγω σοι· τὸν νεκρόν τις ἀρτίως 245 θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή. ΚΡ. Τί φῄς; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολμήσας τάδε; ΦΥ. Οὐκ οἶδ᾽· ἐκεῖ γὰρ οὔτε του γενῇδος ἦν πλῆγμ᾽, οὐ δικέλλης ἐκβολή· στύφλος δὲ γῆ 250 καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ᾽ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν, ἀλλ᾽ ἄσημος οὑργάτης τις ἦν. Ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡμὶν ἡμεροσκόπος δείκνυσι, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν· ὁ μὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυμβήρης μὲν οὔ, 255 λεπτὴ δ᾽ ἄγος φεύγοντος ὣς ἐπῆν κόνις. Σημεῖα δ᾽ οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν ἐλθόντος, οὐ σπάσαντος, ἐξεφαίνετο. Λόγοι δ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί, φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, κἂν ἐγίγνετο 260 πληγὴ τελευτῶσ᾽, οὐδ᾽ ὁ κωλύσων παρῆν. Εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος, κοὐδεὶς ἐναργής, ἀλλ᾽ ἔφευγε μὴ εἰδέναι. Ἦμεν δ᾽ ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν, καὶ πῦρ διέρπειν, καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν 265 τὸ μήτε δρᾶσαι μήτε τῳ ξυνειδέναι τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι μήτ᾽ εἰργασμένῳ. Τέλος δ᾽ ὅτ᾽ οὐδὲν ἦν ἐρευνῶσιν πλέον, λέγει τις εἷς ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ προὔτρεψεν· οὐ γὰρ εἴχομεν270 οὔτ᾽ ἀντιφωνεῖν οὔθ᾽ ὅπως δρῶντες καλῶς πράξαιμεν. Ἦν δ᾽ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον. Καὶ ταῦτ᾽ ἐνίκα, κἀμὲ τὸν δυσδαίμονα πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν. 275 Πάρειμι δ᾽ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ᾽ ὅτι· στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν. ΧΟ. Ἄναξ, ἐμοί τοι μή τι καὶ θεήλατον τοὔργον τόδ᾽ ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι. |
ΦΥΛΑΚΑΣ Αφέντη, δε θα πω πως απ᾽ τη βια μου δίχως πνοή ᾽ρθα παίρνοντας τα πόδια στον ώμο μου, γιατί κοντοστεκόμουν πολλές φορές στο δρόμο από την έγνοια που πίσω με κυκλόφερνε να στρέψω, γιατ᾽ η ψυχή μου τέτοια πολλά λόγια μου μιλούσε και μὄλεγε: Καημένε, τί πας εκεί που θα σε βρει άμα φτάσεις ο παιδεμός; ταλαίπωρε, έτσι ακόμα θα στέκεσαι; κι αν θα το μάθει απ᾽ άλλον ο Κρέοντας, τί κακό πὄχεις να πάθεις;230 τέτοια κλωθογυρίζοντας στο νου μου μόλις και μετά βίας εμπρός τραβούσα κι έτσι μακρύς γίνεται ο λίγος δρόμος· νίκησε μολαταύτα η απόφασή μου να σου έρθω εδώ· κι αν τίποτα δεν έχω για να σου πω, μα όμως θενα μιλήσω, γιατ᾽ ήρθα αγκαλιασμένος την ελπίδα πως άλλο δε θα πάθω απ᾽ το γραφτό μου. ΚΡΕ. Και τί ᾽ναι που έτσι ταραγμένο σ᾽ έχει; ΦΥΛ. Να σου πω θέλω πρώτα όσο για μένα· γιατί εγώ μήτε το ᾽καμα, μήτε είδα ποιός ήτανε που το ᾽καμε· ούτε θά ηταν δίκιο να μ᾽ εύρουν τίποτ᾽ αμαρτίες.240 ΚΡΕ. Παίρνεις καλά τα μέτρα σου και γύρω με τέχνη τα χαράκια σου τα στήνεις· σίγουρα κάτι νέο θά ηρθες να φέρεις. ΦΥΛ. Γιατί σου φέρνει πάντα πολύ ζόρι να φανερώσεις το κακό. ΚΡΕ. Λοιπόν, δε λες ό,τι έχεις και να παίρνεις πόδι; ΦΥΛ. Σου λέω, νά· το νεκρό έθαψε κάποιος λίγη πριν ώρα κι έφυγε, αφού πρώτα του πασπάλισε απάνω στεγνή σκόνη κι αφού μ᾽ όλα τον άγιασε που πρέπει. ΚΡΕ. Τί λες; ποιός άντρας είχε αυτή την τόλμη; ΦΥΛ. Δεν ξέρω, γιατί εκεί δεν ήταν ούτε σκάμμα απ᾽ αξίνα ούτε φτυαριά από τσάπα,250 μα τραχιά πέτρα η γης χωρίς σκισμάδα και μήτε χάραμα τροχού απ᾽ αμάξι, μα ίχνος όποιος να το ᾽καμε κανένα δεν άφησε· κι έτσι, καθώς ο πρώτος φύλακας της ημέρας μάς φωνάζει κι εμείς να δούμε, θάμα αξήγητο βρέθηκε μπρος μας: ο νεκρός καθόλου δε φαίνονταν, όχι ενταφιασμένος βέβαια μες στη γη, μα ψιλό χώμα σαν από κάποιο που ᾽θελε απ᾽ το μίασμα να γλιτώσει, τον σκέπαζε από πάνω· μα ούτε αγριμιού σημάδια ούτε σκύλου που να ᾽ρθε ή που να σπάραξε φαινόταν. Κι άρχισε τότε μεταξύ μας λόγια να ρίχνουνται βαριά κι ο ένας τον άλλο κατηγορούσε φύλακας και τέλος260 και στα χέρια θα φτάναμε, χωρίς να ᾽ταν κανείς εκεί να μας χωρίσει· γιατ᾽ ήτανε ο καθένας μας ο φταίχτης και για κανένα απόδειξη δεν ήταν, μα ξεσκιζόνταν όλοι πως δεν ξέρουν κι όλοι μας έτοιμοι ήμαστε να μπούμε και στη φωτιά και σίδερα αναμμένα στα χέρια να σηκώσουμε και σ᾽ όλους τους θεούς ορκιζόμαστε πως μήτε το ᾽καμε αυτός και μήτε που γνωρίζει ποιός σκέφτηκε ή ποιός το ᾽καμε το πράμα. Στο τέλος, αφού τίποτα πιο πέρα δεν έβγαινε με τα ψαξίματά μας, λέει ένας κάτι που μας έκαμε όλους να σκύψομε στη γη την κεφαλή μας απ᾽ το φόβο, γιατί μήτε να πούμε270 μπορούσαμε όχι, μήτε κι ήταν τρόπος να μη βγει κάνοντάς το σε κακό μας· κι ο λόγος του ήταν, πως σε σένα αμέσως έπρεπε ν᾽ αναφέρομε το πράμα και να μην το σκεπάσομε· όλοι εμείναν σύμφωνοι και καταδικάζει ο κλήρος εμένα τον ταλαίπωρο να πάρω αυτή τη χάρη απάνω μου· και νά με, δίχως να θέλω, δίχως να με θέλουν, το ξέρω αυτό, γιατί ποιός ποτέ στρέγει το μηνυτή με τα κακά μαντάτα; ΧΟΡ. Εμένα, ω βασιλιά, μέσα στο νου μου μια συλλογή πολυώρα τριγυρίζει, μην ίσως κι είναι από θεού το πράμα. |
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Κ. Μάνου | ΦΥΛΑΞ Ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως τάχους ὕπο δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα. Πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις, 225 ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν· ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη, τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην; τλήμων, μενεῖς αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ; 230 Τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς, χοὔτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά. Τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως. Τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,235 τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον. ΚΡ. Τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν; ΦΥ. Φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι. 240 ΚΡ. Εὖ γε στοχάζῃ κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα· δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον. ΦΥ. Τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν. ΚΡ. Οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; ΦΥ. Καὶ δὴ λέγω σοι· τὸν νεκρόν τις ἀρτίως 245 θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή. ΚΡ. Τί φῄς; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολμήσας τάδε; ΦΥ. Οὐκ οἶδ᾽· ἐκεῖ γὰρ οὔτε του γενῇδος ἦν πλῆγμ᾽, οὐ δικέλλης ἐκβολή· στύφλος δὲ γῆ 250 καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ᾽ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν, ἀλλ᾽ ἄσημος οὑργάτης τις ἦν. Ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡμὶν ἡμεροσκόπος δείκνυσι, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν· ὁ μὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυμβήρης μὲν οὔ, 255 λεπτὴ δ᾽ ἄγος φεύγοντος ὣς ἐπῆν κόνις. Σημεῖα δ᾽ οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν ἐλθόντος, οὐ σπάσαντος, ἐξεφαίνετο. Λόγοι δ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί, φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, κἂν ἐγίγνετο 260 πληγὴ τελευτῶσ᾽, οὐδ᾽ ὁ κωλύσων παρῆν. Εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος, κοὐδεὶς ἐναργής, ἀλλ᾽ ἔφευγε μὴ εἰδέναι. Ἦμεν δ᾽ ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν, καὶ πῦρ διέρπειν, καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν 265 τὸ μήτε δρᾶσαι μήτε τῳ ξυνειδέναι τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι μήτ᾽ εἰργασμένῳ. Τέλος δ᾽ ὅτ᾽ οὐδὲν ἦν ἐρευνῶσιν πλέον, λέγει τις εἷς ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ προὔτρεψεν· οὐ γὰρ εἴχομεν270 οὔτ᾽ ἀντιφωνεῖν οὔθ᾽ ὅπως δρῶντες καλῶς πράξαιμεν. Ἦν δ᾽ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον. Καὶ ταῦτ᾽ ἐνίκα, κἀμὲ τὸν δυσδαίμονα πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν. 275 Πάρειμι δ᾽ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ᾽ ὅτι· στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν. ΧΟ. Ἄναξ, ἐμοί τοι μή τι καὶ θεήλατον τοὔργον τόδ᾽ ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι. |
ΦΥΛΑΚΑΣ
Ω βασιλιά μου, δεν θα πω πως απ᾽ τη γρηγοράδα κι απ᾽ το πολύ το τρέξιμο φτάνω λαχανιασμένος. Πολλές φορές σταμάτησα σα να μετανοούσα και σα να ετοιμαζόμουνα για να γυρίσω πίσω. Γιατί η ψυχή μου μέσα μου πολλά μου τραγουδούσε· «Δυστυχισμένε, σαν πού πας τον παιδεμό για νά ᾽βρεις;»‒ Κακόμοιρε τί καρτεράς; κι αν μάθει ο βασιλιάς μας απ᾽ άλλον άνθρωπον αυτά, εσύ πώς θα γλιτώσεις;»230 Τέτοια στριφογυρίζοντας, ίσως κι αργοπορούσα· κι έτσι μπορεί δρόμος κοντός μακρύς να καταντήσει. Αλλά στο τέλος νίκησε το εδώ να σου κοπιάσω. Κι αν και δεν ξέρω τί να πω, όμως θενα μιλήσω. Και τώρα εδώ που έρχομαι με τράβηξεν η ελπίδα άλλο κακό πως δεν θα βρω, παρ᾽ ό,τι είναι γραφτό μου. ΚΡΕ. Και τί ᾽ναι αυτό που σ᾽ έκαμε σαν τόσο φοβισμένο; ΦΥΛ. Θεν᾽ αρχινήσω να σου πω για τα δικά μου πρώτα. Το πράμα αυτό δεν το ᾽καμα, ποιός το ᾽καμε δεν είδα· κι άδικο βέβαια θα ᾽τανε τώρα γι᾽ αυτά να μπλέξω.240 ΚΡΕ. Καλά στριφογυρίζεσαι και μου τα προφυλάττεις απ᾽ όλες τις μεριές! Θα πεις κάτι καινούριο βέβαια. ΦΥΛ. Πάντοτε βέβαια το κακό γεννά μεγάλο φόβο. ΚΡΕ. Δεν θα το πεις λοιπόν ποτέ, κι έτσι πια να γλιτώσεις; ΦΥΛ. Τώρα σ᾽ το λέω. Πήγαινε, τον πεθαμένο εθάψαν, με σκόνη τον σκεπάσανε, του εκάμαν και θυσία. ΚΡΕ. Τί λες; Ποιός άντρας βρέθηκεν αυτά για να τολμήσει; ΦΥΛ. Δεν ξέρω. Αξίνας χτύπημα στη γης εκεί δεν ήταν, ή σκάψιμο του δικελλιού· μα ήταν σκληρό το χώμα250 παντού, και χέρσο κι άσπαστο, μηδέ κι αυλακωμένο από τροχούς· κι ο μάστορης δεν άφησε σημάδι. Αλλ᾽ άμα ο πρώτος φύλακας της μέρας μάς το δείχνει, θάμα πολύ δυσάρεστο σ᾽ όλους μας παρουσιάστη· εκείνος είχε αφανιστεί, όχι βέβαια θαμμένος· μα ήταν επάνω του παντού σκόνη ψιλή ριχμένη, σαν από κάποιον που ᾽θελε το κρίμα να ξεφύγει. Κι ούτ᾽ αγριμιού κι ούτε σκυλιού δεν φαίνουνταν σημείο, που να ᾽ρθε να τον ξέσκισε, μαζί του να τον σύρει. Λόγια κακά τότε λοιπόν αρχίσαν μεταξύ μας, κι ο φύλακας τον φύλακα πικρά κατηγορούσε·260 στο δάρσιμο κοντεύαμε και ποιός να μας χωρίσει; Γιατί ο καθένας ήτανε και φταίχτης για τους άλλους, κι όχι κανένας φανερός· αλλά κρυφά φευγάτος. Ήμαστε λοιπόν έτοιμοι να πιάσομε στα χέρια και πυρωμένα σίδερα, και στη φωτιά να μπούμε, και να ορκιστούμε στους θεούς πως ούτ᾽ εμείς οι ίδιοι το κάμαμε, ούτε ξέραμε ποιός σκέφτηκε το πράμα, ούτε ποιός το ξετέλεψε. Κι αφού ξετάσαμε όλα, ένας μιλά, κι ο λόγος του μας αναγκάζει όλους να γείρομε κατά τη γη με φόβο το κεφάλι.270 Γιατί δεν ημπορούσαμε μηδέ να εναντιωθούμε, μηδ᾽ όπως να τα κάναμε να βγούνε σε καλό μας. Κι είπε λοιπόν πως έπρεπε σε σένα να τα πούμε, κι όχι να σου τα κρύψομε. Κι η γνώμη του νικάει. Και τώρα ο κλήρος μου ᾽πεσε και με καταδικάζει, εμένα τον κακόμοιρο, τέτοιο καλό να λάβω. Δίχως να θέλω έρχομαι και δίχως να το θέλεις, γιατί κανείς δεν αγαπά κακόν αγγελιοφόρο! ΚΟΡ. (κουνώντας το κεφάλι) Ω βασιλιά, όσο σκέφτομαι κι όσο το συλλογιούμαι, αυτό σαν έργο θεϊκό μου φαίνεται πως είναι. |
κλείσε τη μετάφραση |