ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Γνωριμία με την Ελένη, την πρωταρχική αιτία του πολέμου
● Η Ελένη και ο Πρίαμος πάνω στα τρωικά τείχη
● Ας δούμε το πεδίο της μάχης ψηλά από τα τείχη της Τροίας
ΣΤΟΧΟΙ
● Γνωριμία με πρόσωπα και πράγματα του έπους καθώς και με το εσωτερικό της πολιορκημένης Τροίας.
● Κατόπτευση του αχαϊκού στρατοπέδου από τα τείχη της Τροίας, «τειχοσκοπία»· φανταστική ανάπλαση του χώρου των πολεμικών επιχειρήσεων.
● Γνωριμία με σημαντικούς ήρωες του έπους —Τρώες και Αχαιούς— και κυρίως την Ελένη, αιτία και επίκεντρο του πολέμου.
● Επιτυχία της προσπάθειας του ποιητή να υποβάλει στο ακροατήριό του την εντύπωση ότι βρισκόμαστε στην αρχή του πολέμου.
● Η περιγραφική και την ηθογραφική ικανότητα του ποιητή.
● Περιγραφική τεχνική της έκφρασης και ο ρόλος που παίζει στην επική αφήγηση η επιβράδυνση, «επική άνεση».
Οι γέροντες θαυμάζουν την Ελένη
«οὐ νέμεσις Τρῶας καί ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς
τοιῇδ’ ἀμφί γυναικί πολύν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·
αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν·
ἀλλά καί ὧς τοίη περ ἐοῦσ’ ἐν νηυσί νεέσθω,
μηδ’ ἡμῖν τεκέεσσί τ’ ὀπίσσω πῆμα λίποιτο.»
(Γ 156-160)
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 22η ημέρα
121 Μηνύτρα στην λευκόχερην Ελένην ήλθ' η Ίρις
και ομοιώθη με την αδελφήν του ανδρός της Λαοδίκην,
που 'χε τον Ελικάωνα Αντηνορίδην άνδρα
απ' όλες ωραιότερη τες κόρες του Πριάμου.
125 Την ήβρεν οπού ύφαινε διπλό μεγάλο υφάδι
πορφύριο κι επάνω του κεντούσε τους πολέμους
των χαλκοφόρων Αχαιών, των ιπποδάμων Τρώων
που εξ αφορμής της απαρχής εκείνοι επολεμούσαν.
Εστάθηκ' η γοργόποδη θεά εμπρός της κι είπε:
130 «Έλα, γλυκιά μου, πράγματα να ιδείς και να θαυμάσεις
των χαλκοφόρων Αχαιών, των ιπποδάμων Τρώων,
αυτοί που τον πολύθρηνον αγώνα του πολέμου
ν' αρχίσουν ήσαν πρόθυμοι, τώρα ησυχάζουν όλοι·
έπαυσ' ο πόλεμος και αυτού γυρμένοι στες ασπίδες
135 κάθονται κι έστησαν ορθά σιμά τους τα κοντάρια,
κι ο ψυχερός Μενέλαος κι ο Πάρις εκεί κάτω
με τα μακριά κοντάρια τους για σε θα πολεμήσουν·
και ο νικητής ομόκλινην θα σ' έχει αγαπημένην».
Είπε η θεά και τρυφερήν της βάζει επιθυμίαν
140 του πρώτου ανδρός, της χώρας της και των γλυκών γονέων.
Κι ευθύς από τον θάλαμον μ' ένα λευκό μαγνάδι
η Ελένη εχύθη και θερμά τα δάκρυα της κυλούσαν.
Και δύο της θεράπαινες, η κόρη του Πιτθέως
Αίθρα και η μεγαλόφθαλμη Κλυμένη ακολουθούσαν.
145 Και των Σκαιών Πυλών ευθύς τον πύργον ανεβήκαν.
Και ο Πρίαμος, ο Πάνθοος, ο Λάμπος, ο Θυμοίτης,
ο Ικετάων, βλάστημα του Άρη, και ο Κλυτίος,
και δύο φρονιμότατοι Αντήνωρ και Ουκαλέγων,
όλοι των Τρώων αρχηγοί και σύμβουλοι εκαθόνταν
150 στον πύργον των Σκαιών Πυλών, που γέροντες ως ήσαν
είχαν αφήσει τ' άρματα, αλλ' ήσαν δημηγόροι
εξαίρετοι και ομοίαζαν τους τσίτσικες που χύνουν
από το πυκνό φύλλωμα την ιλαρή λαλιά τους.
Κι άμ' είδαν ως εσίμωνε στον πύργον την Ελένην,
155 συνομιλούσαν σιγανά με λόγια πτερωμένα:
«Κρίμα δεν έχουν οι Αχαιοί, δεν έχουν κρίμα οι Τρώες
χάριν ομοίας γυναικός τόσον καιρόν να πάσχουν·
τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της
αλλά και ως είναι ασύγκριτη καλύτερα να φύγει
160 παρά να μείνει συμφορά σ' εμάς και στα παιδιά μας».
Και ο Πρίαμος εκάλεσε σιμά του την Ελένην:
«Προχώρησε, παιδί μου, εδώ κοντά μου να καθίσεις
τον πρώτον άνδρα σου να ιδείς, τους συγγενείς και φίλους·
συ δεν μου πταίεις, οι θεοί μου πταίουν, οπού εκείνοι
165 μ' έριξαν στον πολύθρηνον των Αχαιών αγώνα·
κι εκείνον τον θεόρατον να μου ονομάσεις άνδρα
που ανάμεσα των Αχαιών τόσο λαμπρά φαντάζει.
Αλήθεια, στο ανάστημα τον υπερβαίνουν κι άλλοι,
αλλ' άνδρα ως αυτόν καλόν και σεβαστόν δεν είδα
170 εις την ζωήν μου· φαίνεται τωόντι βασιλέας».
Και προς αυτόν απάντησεν η Ελένη γυνή θεία:
«Σέβας και φόβον, ω γλυκέ, σου έχω, πεθερέ μου·
κάλλιο να είχα σκοτωθεί, παρά να φύγ', οϊμένα,
με τον υιόν σου, αφήνοντας τον θάλαμον, τους φίλους,
175 τες τρυφερές ομήλικες, την μόνην θυγατέρα·
αλλ' έζησα· να φθείρεται στα κλάυματα η ζωή μου.
Αλλά σ' αυτό που μ' ερωτάς εγώ θα σου απαντήσω.
Εκείνος είναι ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,
συνάμα βασιλιάς καλός και ανδρείος πολεμάρχος
180 και ανδράδελφον, έναν καιρόν, εγώ τον είχα η σκύλα!»
Και ο γέρος τον εθαύμασε και είπε: «Ευτυχισμένε
Ατρείδη, θεαγάπητε, καλόμοιρε, τωόντι
σου πρέπει τόσων Αχαιών εσύ να βασιλεύεις·
και στης Φρυγίας μια φορά τ' αμπελοφόρα μέρη
185 επήγα κι είδα πληθυσμόν Φρυγών των ιππομάχων,
που τότ' εστρατοπέδευσαν στες όχθες του Σαγγάρου,
του θείου Μύγδονος λαοί συνάμα και του Οτρέως,
ότι βοηθός τους έφθασα κι εγώ να πολεμήσω,
όταν αυτοί τες ίσανδρες κτυπούσαν Αμαζόνες·
190 αλλ' ήσαν ολιγότεροι των Αχαιών εκείνοι».
Είδε κατόπι ο Πρίαμος τον Οδυσσέα κι είπε:
«Παιδί μου, τώρα λέγε μου ποιος είναι πάλι εκείνος·
του Ατρείδη Αγαμέμνονος στ' ανάστημα δεν φθάνει,
αλλ' έχει αυτός πλατύτερα τα στήθη και τους ώμους.
195 Άφησε κάτω τ' άρματα στην γην την πολυθρέπτραν,
και μόνος περιφέρεται στες τάξεις των ανδρείων·
τον παρομοιάζω με τρανό δασύμαλλο κριάρι,
οπού διαβαίνει απέραντην κοπήν λευκών προβάτων».
Η Ελένη κόρη του Διός σ' εκείνον απαντούσε:
200 «Αυτός είναι ο πολύβουλος Λαερτιάδης Οδυσσέας
όπου ανετράφη στο νησί της πετρωτής Ιθάκης
και πολλούς δόλους και άπειρα σοφίσματα γνωρίζει».
Και προς αυτήν απάντησεν ο συνετός Αντήνωρ:
«Λόγον τωόντι αληθινόν, ω δέσποινα, μας είπες·
205 γιατ' ήλθ' εκείνος άλλοτε για σέν' αποσταλμένος
εδώ με τον Μενέλαον και φιλικά στο σπίτι
τους δέχθηκα κι εγνώρισα την πλάση και των δύο
και την μεγάλην σύνεσιν· αλλ' όταν εσταθήκαν
των Τρώων εις την σύνοδον, ο Ατρείδης τον περνούσε
210 με τους μεγάλους ώμους του και ότ' ήσαν καθισμένοι,
εφάνη σεβαστότερος ο θείος Οδυσσέας·
αλλ' όταν λόγους συνετούς να ειπούν στα πλήθη αρχίσαν,
γοργότατα ο Μενέλαος και σύντομα ομιλούσε,
αλλά κοφτά, γλυκά πολύ, χωρίς στιγμήν να φύγει
215 απ' τον σκοπόν, νεότερος αν κι ήταν του Οδυσσέα·
αλλ' όταν ο πολύβουλος σηκώθηκε Οδυσσέας,
στέκονταν με τα μάτια του στη γη προσηλωμένα,
και μήτ' εμπρός το σκήπτρο του κινούσε μήτ' οπίσω
και το βαστούσε ασάλευτο σαν πράξη να μην είχε,
220 θα 'λεγες που 'ναι ένας μωρός κι από χολήν γεμάτος.
Αλλ' άμ' από τα στήθη του βγήκε η φωνή η μεγάλη
και ωσάν πυκνές χιονόψιχες οι λόγοι του πετιόνταν,
θνητός δεν ήταν άξιος να μετρηθεί μ' εκείνον·
και τότε δεν μας ξίπασεν η όψις του ωσάν πρώτα».
225 Και τρίτον είδ' ο γέροντας τον Αίαντα κι ερώτα:
«Και αυτός ποιος είν' ο εξαίσιος, που τους μεγάλους ώμους
υψώνει και την κεφαλήν επάνω των Αργείων;»
Απάντησε η μακρόπεπλη Ελένη γυνή θεία:
«Ο Αίας ο γιγάντιος των Αχαιών ο στύλος·
230 πλησίον στέκει ωσάν θεός μες στων Κρητών τα πλήθη
ο Ιδομενεύς και ολόγυρα οι Κρήτες πολεμάρχοι·
συχνά τον φιλοξένησε στο σπίτι μας ο ανδρείος
Μενέλαος, ότ' έρχονταν εκείνος απ' την Κρήτην·
κι όλους τους άλλους Αχαιούς και βλέπω και γνωρίζω
235 και θα ημπορούσ' αλάθευτα να ειπώ τα ονόματά τους,
και δύο μόνον βασιλείς να ιδώ δεν κατορθώνω
τον Κάστορα ιπποδαμαστήν, τον πύκτην Πολυδεύκην·
κι είναι αδελφοί μου από μια μητέρα γεννημένοι·
μήπως στην Λακεδαίμονα την ποθητήν εμείναν,
240 ή με τους άλλους έφθασαν κι εκείνοι στην Τρωάδα,
αλλά δεν θέλουν να φανούν στες μάχες των ανδρείων,
μην πάρουν από τ' όνειδος και από την εντροπή μου;»
Αυτά 'λεγε και από καιρόν τους είχε η γη σκεπάσει
εκεί στην Λακεδαίμονα, στην ποθητήν πατρίδα.