ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Το εσωτερικό της πολιορκημένης πολιτείας
● Η οικογένεια του Έκτορα: η σύζυγος και ο γιος του
● Ο Έκτορας σε ιδιωτικές στιγμές ως σύζυγος και πατέρας
Ο μικρός Εκτορίδης
«ἥ οἱ ἔπειτ’ ἤντησ’, ἅμα δ’ ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ
παῖδ’ ἐπί κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως,
Ἑκτορίδην ἀγαπητόν, ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ,
τόν ῥ’ Ἕκτωρ καλέεσκε Σκαμάνδριον, αὐτάρ οἱ ἄλλοι
Ἀστυάνακτ’· οἶος γάρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ.»
(Ζ 399-403)
ΣΤΟΧΟΙ
● Κατανόηση του βασικού επικού θέματος της συζυγικής «ομιλίας», μέσα από το χαρακτηριστικότερο ιλιαδικό δείγμα της, η αξία της και ο ρόλος της σε σχέση με την εξέλιξη της πλοκής.
● Ηθογράφηση του Έκτορα και της Ανδρομάχης από τη συνάντηση και τη συνομιλία τους, με κριτήρια: α) το ήθος του Έκτορα όπως διαφαίνεται στη συνομιλία με τη σύζυγό του, στη συμπεριφορά και στο λόγο του προς το γιο του, και στη συνάντησή του με τον Πάρη λίγο πριν από την επιστροφή και των δύο στο πεδίο της μάχης, β) το ήθος της Ανδρομάχης όπως διαφαίνεται στους λόγους των άλλων γι' αυτήν (οικονόμος, ποιητής κτλ.), στο λόγο της και στη γενικότερη στάση-συμπεριφορά της απέναντι στον Έκτορα.
● Γνωριμία με τον βασικότερο ήρωα του αντίπαλου στρατοπέδου, τον Έκτορα, που πρόκειται να παίξει σημαντικό ρόλο από το σημείο αυτό και μετά, αφού αυτός κυρίως θα συμβάλει με την απαράμιλλη ανδρεία του στην υλοποίηση της «βουλής» του Δία με τις νίκες των Τρώων, ώστε να δικαιωθεί ο Αχιλλέας.
● Κατανόηση του ομηρικού ανθρωπισμού, γνωρίζοντας τις ανθρώπινες πλευρές των ιλιαδικών ηρώων.
● Μια τρυφερή οικογενειακή στιγμή, που αποτελεί αλλαγή του πολεμικού σκηνικού και ένα συγκινητικό διάλειμμα μέσα στον όλεθρο του πολέμου, παράλληλα με την τέχνη με την οποία ο ποιητής μεταπλάθει ένα καθαρά ηρωικό πολεμικό έπος σε αντιπολεμική διαμαρτυρία.
● Γνωριμία των βασικών αξιών του ηρωικού κώδικα (τιμή, αιδώς, ανδρεία, χρέος προς την πατρίδα κτλ.) και το ρόλο τους στη συμπεριφορά και τη στάση ζωής του ομηρικού ήρωα.
● Η θέση της γυναίκας και του παιδιού στην ομηρική κοινωνία και για την τύχη τους όταν έχαναν την προστασία του συζύγου-πατέρα.
● Συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος του Έκτορα είναι βέβαιος, επομένως και η πτώση της Τροίας.
● Καλύτερη κατανόηση των τρόπων αφηγηματικής τεχνικής και έκφρασης: α) η ομηρική παρομοίωση, β) τα άστοχα ερωτήματα, γ) η προοικονομία, δ) η ειρωνεία (επική / τραγική) και ο λειτουργικός τους ρόλος.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 22η ημέρα
Ιλιάδα, ραψωδία Ζ, στίχοι 369-529
Αυτά είπε· κι εκίνησεν ο
λοφοσείστης Έκτωρ.
370 Και εις το λαμπρό του μέγαρο δεν
άργησε να φθάσει.
Αλλ' όμως την λευκόχερην δεν ηύρεν Ανδρομάχην·
εκείνη με το βρέφος της και την καλήν
βυζάστραν
άνω στον
πύργον έστεκε να οδύρεται, να κλαίει·
και αφού μέσα δεν εύρηκε την
άψογην συμβίαν,
375 εις το κατώφλι εστάθηκε και προς τες
κόρες είπε:
«Ω κόρες, την αλήθειαν ειπείτε μου να μάθω·
εδώθεν η λευκόχερη πού εβγήκεν Ανδρομάχη;
Να εύρει
συννυφάδα της ή
ανδράδελφην επήγεν,
ή στον ναόν της Αθηνάς όπου κι οι άλλες είναι
380 δέσποινες και την τρομερήν θεάν
εξιλεώνουν;»
Τότε σ' αυτόν απάντησεν η έξυπνη
οικονόμα:
«Ω Έκτορ, την αλήθειαν θα ειπώ, καθώς προστάζεις·
δεν πήγε εις συννυφάδα της ή ανδράδελφην καθόλου
ή στον ναόν της Αθηνάς, όπου κι οι άλλες είναι
385 δέσποινες και την τρομερήν θεάν
εξιλεώνουν·
αλλά στον πύργον έτρεξε της πόλεως, άμ' ακούσθη
νίκη τρανή των Αχαιών και συντριμμός των Τρώων·
και ως φρενιασμένη θα 'φθασε στα τείχη τώρα κείνη,
κι έχει σιμά της η τροφός το βρέφος στην αγκάλη».
390 Και ως τ' άκουσε επετάχθη ευθύς ο
Έκτωρ απ' το δώμα
πάλι στους δρόμους τους λαμπρούς που 'χε περάσει πρώτα
κι έφθασε, την πολύχωρη περνώντας πολιτείαν,
στες Σκαιές πύλες· στην στιγμήν που εκίνα εις το πεδίον,
με ορμήν εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη,
395
πολύδωρη συμβία του και κόρη του γενναίου
Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου
της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων.
Του πολεμάρχου Έκτορος αυτή 'ταν η συμβία
που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της,
400 οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί
της,
τον Εκτορίδη, όμοιον και εύμορφον αστέρα·
Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη
τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Εκείνος
χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
405 ήσυχα· κι απ' το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη
εδάκρυσε και του 'λεγεν «Οϊμέ! Θα σ' αφανίσει
τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι
τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω
ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα
410 να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε
χάσω, κάτω
στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις
και συ, καμιά παρηγοριά δι' εμέ δεν θ' απομείνει,
και πόνοι μόνον· έχασα πατέρα και μητέρα·
τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος
415 Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των
Κιλίκων,
την Θήβην την
υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη
νεκρόν,
δεν τον εγύμνωσε, και μ' όλην την λαμπρήν του
αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,
κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες
420
Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες·
ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου,
κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη·
όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας
των μόσχων μέσα εις
τες κοπές και των λευκών προβάτων.
425 Και την
σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσα στην Θήβην,
δούλην εδώ την έφερε με τ' άλλα λάφυρά του.
Και αφού με δώρ' αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,
την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.
Έκτορ, συ είσαι δι' εμέ πατέρας και μητέρα,
430 συ αδελφός, συ
ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.
Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως
ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα.
Κι εκεί στην
αγριοσυκιά τους άνδρες στήσε οπού 'ναι
η πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο το τείχος·
435 τρεις το δοκίμασαν φορές των Αχαιών οι
πρώτοι,
οι Αίαντες, και ο δοξαστός Ιδομενεύς και οι δύο
Ατρείδες και ο ατρόμητος Τυδείδης ενωμένοι·
ή το φανέρωσε σ' αυτούς χρησμών εξαίσιος γνώστης
ή τους κινεί μόν' η ψυχή σ' αυτό και τους διδάσκει».
440 Και προς αυτήν απάντησε ο λοφοσείστης
Έκτωρ:
«Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά
φοβούμαι
και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,
αν μ' έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην·
ουδ' η καρδιά μου θέλει το, που μ' έμαθε να είμαι
445 γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχομαι
των Τρώων
χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη·
ότ' είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου·
θα φθάσ' η μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η
αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του.
450 Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει
τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα,
όσ' ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
455 εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι,
θα κλαίεις,
εις τ' Άργος
ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ' την
Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: "Ιδέτε την συμβίαν
460 του Έκτορος που πρώτευε
των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν".
Αυτά θα ειπούν και μέσα σου θα ξαναζήσει ο πόνος
του ανδρός εκείνου, οπού δεν ζει διά να σε ελευθερώσει.
Αλλά παρά τον θρήνον σου και τ'
όνειδος ν' ακούσω,
465 βαθιά στην γην καλύτερα να με σκεπάσει ο τάφος».
Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του·
έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας·
φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν
τ' άρματα και απ' την
κόρυθα
της περικεφαλαίας
470
την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του
εσειόνταν·
εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα·
και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαίαν
και καταγής την έθεσεν, όπου λαμποκοπούσε.
Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του
475 κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε:
«Ω πατέρα Δία,
κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει,
στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας,
και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα
480 εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν:
καλύτερος εδείχθη
και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα».
Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας
το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος
το πήρε
γελοκλαίοντας· την ελυπήθη εκείνος,
485 εχάιδευσέ την κι έλεγε: «Αγαπητή, μη
θέλεις
τόσο δι' εμέ να θλίβεσαι, στοχάσου ότι στον Άδη
δεν θα με στείλει άνθρωπος η ώρα μου πριν φθάσει·
και άνθρωπος άμα γεννηθεί, είτε γενναίος είναι
είτε δειλός, δεν δύναται τη
μοίρα ν' αποφύγει.
490 Αλλ' άμε σπίτι, έχε στον νουν τα έργα
τα δικά σου,
την
ηλακάτην, τ' αργαλειό, και
πρόσταζε τες κόρες
να εργάζονται· στον πόλεμον θα καταγίνουν όλοι
οι άνδρες που εγεννήθησαν στην Τροίαν κι εγώ πρώτος».
Είπε και πάλι εφόρεσε την περικεφαλαίαν.
495 Και προς το σπίτι εκίνησεν η αγαπητή
γυνή του
κι εσυχνογύριζε να ιδεί με μάτια δακρυσμένα.
Εις του ανδροφόνου Έκτορος την υψηλήν οικίαν
έφθασε κι εύρηκε εκεί των γυναικών το πλήθος
κι απ' την ψυχήν τους έκαμεν ο θρήνος ν' αναβρύσει.
500 Και ζωντανόν τον Έκτορα στο σπίτι του
εθρηνούσαν,
θαρρώντας που απ' τον πόλεμον κι απ' τ' ανδρειωμένα χέρια
των Αχαιών δεν θα σωθεί και
δεν θα γύρει πλέον.
Αλλά δεν αργοπόρησε στα δώματά του ο Πάρις·
εζώσθη τα πολύχαλκα και υπέρλαμπρα άρματά του,
505 την πόλιν γοργά διάβηκεν, ως ήταν
πτεροπόδης·
και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος,
βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα,
να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος·
την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει,
510 και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον
φέρνουν
στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του,
ομοίως απ' την
Πέργαμον ο Πριαμίδης Πάρις
περήφανος κατέβαινε με πόδια φτερωμένα
και στ' άρματα ωσάν ήλιος λαμποκοπούσεν όλος.
515 Τον θείον εύρηκε αδελφόν κει
πόμελλε να στρέψει
απ' όπου με την ποθητήν γυναίκα του ομιλούσε.
Και πρώτος ο θεόμορφος
Αλέξανδρος του είπε:
«Έγκαιρα δεν επρόφθασα, καθώς έχεις προστάξει,
ω σεβαστέ μου· σε κρατώ και συ πολύ
σπουδάζεις».
520 Και προς αυτόν απάντησεν ο λοφοσείστης
Έκτωρ:
«Γλυκέ μου, αν είναι δίκαιος, κανείς δεν θα σε
ψέγει
στα έργα τα πολεμικά και ανδρειωμένος είσαι·
το θέλεις και
οκνηρεύεσαι, και μέσα μου λυπούμαι,
όταν πολλούς
ονειδισμούς ενάντια σου προφέρουν
525 οι Τρώες που εξαιτίας σου βαρύν έχουν
αγώνα.
Ας πάμε και θα διορθωθούν τούτ' αν θελήσει ο Δίας
να στήσομεν στα σπίτια μας ελεύθερον
κρατήρα,
προσφοράν όλων των θεών μεγάλων, αιωνίων,
άμ' απ' την Τροίαν διώξομεν των Αχαιών τα πλήθη».
1. Μια άλλη συζυγική ομιλία: Αίαντας και Τέκμησσα
Τέκμησσα: «Αίαντ' αφέντη, τίποτε δεν
είναι
πιο μεγάλο κακό για τους ανθρώπους
από την τύχη που τους ρίξ' η ανάγκη.
Έτσι κι εγώ από λεύτερο πατέρα
γεννήθηκα, που ήταν μες στη Φρυγία
όσο κανείς πιο δυνατός στα πλούτη·
τώρα είμαι σκλάβα, γιατί φαίνετ' έτσι
το θέλησαν οι θεοί και το δικό σου
προπάντων χέρι· και γι' αυτό, αφού έχω
μοιραστεί το κρεβάτι σου με σένα,
σου έχω αφοσιωθεί με την καρδιά μου
και σε ξορκίζω στον εφέστιο Δία
και στο δεσμό που σ' ένωσε μαζί μου,
μην τ' αξιώσεις φαρμακερά ν' ακούσω
λόγια από τους εχθρούς σου, αν θα μ' αφήσεις
στα χέρια κανενός να πέσω σκλάβα·
γιατ' αν εσύ πεθάνεις και τελειώσεις
αυτά που λες, να ξέρεις πως την ίδια
μέρα εκείνη κι εγώ, με βία αρπαγμένη
απ' τους Αργείους μαζί με το παιδί σου,
της σκλαβιάς το ψωμί θα δοκιμάσω·
και κάποιος απ' τ' αφεντικά μας λόγια
πικρά θα ρίξει που να με σπαράξουν:
Για δείτε την παρακοιμάμενη
του Αίαντα εκείνου, που την πιο μεγάλη
μες στο στρατό είχε δύναμη, ποια τώρα
ζωή σκλάβας περνάει, εκεί που τόσο
τη ζηλεύανε πρώτα! Έτσι θα λένε·
μα ενώ θα παίρνει και θα σέρνει η μαύρη
μοίρα μου εμένα, τι ντροπή για σένα
και τη γενιά σου θα 'ναι αυτά τα λόγια!
Μα ντράπου τον πατέρα σου που αφήνεις
σε άχαρα γερατειά, ντράπου μια μάνα
με τα τόσα τα χρόνια της στη ράχη,
που όλο και στους θεούς παρακαλιέται
να της γυρίσεις ζωντανός στο σπίτι·
λυπήσου, βασιλιά, και το παιδί σου,
που αν στερηθεί τις φροντίδες που θέλουν
τ' ανήλικα και ζει, αν εσύ του λείψεις,
κάτω απ' ορφανοτρόφους, όχι φίλους,
στοχάσου το κακό που ο θάνατός σου
θ' αφήσει και σε κείνο και σε μένα ·
γιατί κι εγώ κανεν' άλλο από σένα
που να στρέψω τα μάτια μου δεν έχω·
την πατρίδα μου, εσύ με το σπαθί σου
την ξέκαμες κι άλλη μου πήρε μοίρα
τη μάνα μου και κείνον που μ' εγέννα,
να κατοικούν νεκροί στον Άδη κάτω.
Τι λοιπόν θα μπορούσε να μου γίνει
πατρίδ' αντίς εσένα και ποια πλούτη;
εσύ είσαι κι η ζωή κι ο θάνατός μου
και μη μ' αποξεχνάς και μένα· ο άντρας
πρέπει να το θυμάται αν έχει κάποια
δοκιμάσει ευχαρίστηση· γιατ' είναι
η χάρη πάντα που γεννά τη χάρη·
μα όποιος ξεχνά το καλό που του κάμουν
ποτέ δεν θα 'ταν άξιος της γενιάς του».
(Σοφοκλής, Αίας, στ. 485-524, μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης, εκδ. Εστίας, Αθήνα 1982)
2. Ο Ταλθύβιος, αγγελιαφόρος των Αχαιών,
αναγγέλλει στην Ανδρομάχη τις αποφάσεις του στρατού για την ίδια και το γιο
της
Ταλθύβιος: «Θα σκοτώσουν το παιδί σου. Μάθε το κακό που σε περιμένει.
[...] Ήταν ιδέα του Οδυσσέα στην πανελλήνιο σύσκεψη.
[...] Είπε, παιδί ενός τέτοιου σπουδαίου πατέρα δεν πρέπει να το αφήσουμε να
ζήσει.
/ [...] Θα το ρίξουν πάνω απ' τους πύργους της Τροίας. / [...] Πάει η
πατρίδα σου, άντρα
δεν έχεις, μπορούμε να σε κάνουμε ό,τι θέλουμε. / Μα τώρα μια γυναίκα θα
φοβηθούμε κοτζάμ άντρες».
(Ευριπίδης, Τρωάδες, στ. 719-731, μτφρ. Θρ. Σταύρου, εκδ. Εστίας, Αθήνα 1972)
3. Οι γάμοι του Έκτορα και της Ανδρομάχης
Έφτασε τρέχοντας ταχύς μαντατοφόρος ο Ίδαος κι ανάμεσα τους στάθη
και σ' όλες (της Φρυγίας τις πολιτείες) και τις άλλες της Ασίας άφθαρτη
δόξα:
«ο Έκτωρ νά - και οι σύντροφοί του φέρνουν από τη Θήβα την ιερή κι απ'
την Πλακία με τα κρύα τα νερά τη νεαρή Ανδρομάχη σκίζοντας πέλαγο αρμυρό
φέρνουν με τα καράβια τους χρυσά βραχιόλια λεπτοδουλεμένα
και πορφυρά φορέματα με κεντητά λουλούδια
κι άλλα λογής χρωματιστά στολίδια μ' ελεφαντόδοντο
και πλήθος κούπες ασημένιες» είπε ο κήρυκας- κι ευθύς
πάνου πετάχτηκε ο πατέρας ο καλός κι απ' άκρη σ' άκρη
της μεγάλης πολιτείας σ' όλους τους φίλους έφτασαν τα νέα·
τότε του Ίλιου οι γιοι μη χάνοντας καιρό στ' αμάξια τους
με τους ωραίους τροχούς ζεύουνε τα μουλάρια
κι επάνω τους γυναίκες πλήθος ανεβάζουν
και τις παρθένες όλες με το λυγερό κορμί·
χώρια κι οι θυγατέρες του Πριάμου
ακολουθούσαν·
κι απ' τ' άλλο μέρος οι άντρες στ' άρματα τα πολεμικά
δένανε τ' άλογα κι από
κοντά οι νέοι ακολουθώντας
ποταμός σωστός ξεχύνονταν·
καθώς ο Έκτωρ κι η Ανδρομάχη παν ανεβασμένοι στο άρμα τους ίδια θεοί
κι όλος ο λαός τους συντροφεύει ως πέρα στο Ίλιον
με γλυκύτατους αυλούς και με κιθάρες και κροτάλων χτυπήματα
οι γλυκές παρθένες τραγούδι ψάλλανε ιερό
κι ως τους αιθέρες έφτανε αχός θεσπέσιος
και παντού σε κάθε δρόμο κρατήρες και φιάλες
και λιβάνι και σμύρνα και κανέλα
μιαν ευωδία σκορπούσαν·
άκουγες μπήγανε φωνές χαράς οι μεγαλογυναίκες
κι οι άντρες τον παιάνα τον όρθιο απαγγέλλανε
για το θεό τον εκηβόλο με την ωραία λύρα
κι όλοι μαζί αναπέμπανε δοξαστικό
στην Ανδρομάχη και στον Έκτορα λες κι ήτανε θεοί.
(Σαπφώ [Ερεσσός Λέσβου, περ. 630-580 π.Χ.] ανασύνθεση και απόδοση Οδ. Ελύτης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1984)