ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Και τώρα ο Έκτορας στο πεδίο της μάχης
● Ας γνωρίσουμε καλύτερα τον Αίαντα, τον γιο του Τελαμώνα
● Μια ακόμη μονομαχία; Και πάλι ανταλλαγή δώρων!
ΣΤΟΧΟΙ
● Εμβάθυνση στο επικό θέμα «πόλεμος» και στο τυπικό σχήμα της μονομαχίας.
● Ηθογράφηση του Αίαντα και του Έκτορα. Κατανόηση των αξιών: κλέος, τιμή, υστεροφημία κτλ. και των αρετών ιπποτισμός, πολεμικές ικανότητες, γενναιότητα κτλ. που χαρακτήριζαν τον πολεμιστή της ομηρικής εποχής.
● Κατανόηση του «ομηρικού ανθρωπισμού», παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο τελειώνει μια μονομαχία (ανταλλαγή δώρων).
● Γνωριμία με τον οπλισμό των ομηρικών ηρώων, το επίπεδο ανάπτυξης του υλικού πολιτισμού της εποχής στον χώρο της πολεμικής τέχνης.
● Η στάση του ποιητή απέναντι στους δύο αντιμαχόμενους (Τρώες και Αχαιούς). Ο Έλληνας ποιητής, ο Όμηρος, ουδέτερος ή μεροληπτικός παρατηρητής;
● Η τέχνη του ποιητή στη ρεαλιστική περιγραφή της μονομαχίας.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 22η ημέρα
206 Και ωστόσο τον λαμπρόν χαλκόν εζώνονταν ο Αίας
και στα καλά τα άρματα τα μέλη του είχε κλείσει.
Κινούνταν ως θεόρατος ο Άρης κατεβαίνει
στον πόλεμο μες στους θνητούς, που ο βροντητής Κρονίδης
210 στης διχονοίας έριξε τον φονικόν αγώνα.
Παρόμοιος θεόρατος των Αχαιών ο πύργος,
ο Αίας, με χαμόγελο στο άγριο πρόσωπό του
μέγα κοντάρι ετίναξε μακροδιασκελώντας.
Αναγαλλιάζαν οι Αχαιοί καθώς τον εθωρούσαν,
215 αλλ' από τρόμον φοβερόν επάγωσαν οι Τρώες,
και ακόμα και του Έκτορος εσπάραξε η καρδία·
αλλά να φύγει, να συρθεί μες στον στρατόν του πλέον
δεν ημπορούσε αυτός αφού προκάλεσε εις την μάχην.
Και ο Αίας επροχώρησε μ' ασπίδα ωσάν πύργον,
220 χάλκινην μ' επτά δέρματα, που του έκαμε ο Τυχίος
των σκυτοτόμων έξοχος, εγκάτοικος στην Ύλην,
λαμπρήν την ετεχνούργησεν επτάδιπλην με δέρμα
δυνατών ταύρων, κι έβαλε δίπλαν χαλκού ογδόην.
Αυτήν στα στήθη επρόβαλεν ο Τελαμώνιος Αίας.
225 Κι εστάθη εμπρός στον Έκτορα και του 'πε με φοβέρες:
«Ω Έκτορ, θα γνωρίσεις συ, μόνος με μόνον τώρα,
αν άλλοι εδώ των Δαναών ευρίσκονται ανδρειωμένοι,
έξω από τον λεοντόκαρδον Πηλείδην ανδροφόνον.
230 Αλλ' αυτός μένει στα κυρτά θαλασσοπόρα πλοία,
αφού στον πρώτον αρχηγόν Ατρείδην εχολώθη.
Αλλ' ημείς είμεθ' αρκετοί με σε να μετρηθούμε
και πάμπολλοι αλλ' αρχίνησε πρώτος εσύ την μάχην».
Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
235 «Αία, ω διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
τι τάχα ωσάν αδύνατο παιδί με δοκιμάζεις·
ή ωσάν γυναίκ' αμάθητην στα έργα του πολέμου;
Τες μάχες ξεύρω εγώ καλά και τες ανδροφονίες.
Αριστερά και δεξιά να στρέφω την βαρείαν
240 ασπίδα ηξεύρω ακούραστος στον κόπο του πολέμου.
Ξεύρω των ίππων την ορμήν στην μάχην να οδηγήσω,
και πεζός ξεύρω τον χορόν του Άρη του ανδροφόνου.
Αλλά γενναίον ως εσέ δεν θέλω να κτυπήσω
απόκρυφ’ αλλά φανερά, το ακόντι μου αν πιτύχει».
Η μονομαχία ανάμεσα στον Αίαντα και στον Έκτορα.
Ο πληγωμένος Έκτορας έχει τη συμπαράσταση του Απόλλωνα, ενώ ο Αίαντας της Αθηνάς.
Το αντικείμενο μπροστά από την ασπίδα του Αίαντα ερμηνεύεται είτε ως πέτρα είτε ως ομίχλη.
Δούρις, 490-485 π.Χ.
Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου, G115
Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.
245 Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα
και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες·
τες έξι δίπλες έσχισε και εστάθη στην εβδόμην
της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας
ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι,
250 κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα.
Τρύπησ' η λόγχ' η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.
Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.
255 Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο·
με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,
ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται·
και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,
και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη·
260 τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα
του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας,
και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα.
Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει.
Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι
265 πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν·
του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα
μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.
Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας·
σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν
270 κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα·
ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω
εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.
Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,
αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων,
275 οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες
Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο
δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν·
ο Ιδαίος τότε ομίλησε, που νουν και γνώσες είχε:
«Την μάχην πλέον παύσετε, τον πόλεμον, παιδιά μου,
280 διότι ο Ζευς σας αγαπά παρόμοια και τους δύο
είσθε κι οι δυο πολεμισταί· κι αυτό το βλέπομ' όλοι.
Κι ενύκτωσεν, είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε».
Σ' αυτόν τότε αποκρίθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Του Έκτορος αυτά να ειπείς να τα ζητήσ' Ιδαίε,
285 αφού προκάλεσεν αυτός τους πολεμάρχους όλους
ας αρχινήσει· και ό,τ' ειπεί θέλει κι εγώ το στέρξω».
Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Ω Αία, σου 'δωσε ο θεός και ανάστημα και ανδρείαν
και γνώσιν και των Αχαιών πρώτος στην λόγχην είσαι.
290 Ας παύσομε διά σήμερα της μάχης τον αγώνα
κι ύστερ' ας πολεμήσομεν, ωσότου μας χωρίσει
θεός και εις έναν των λαών χαρίσει αυτός την νίκην.
Κι ενύκτωσεν· είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε.
Κι οι Αχαιοί στα πλοία σας να σε χαρούν, γενναίε,
295 και μάλιστα οι συντρόφοι σου κι οι φίλοι, όσους κι αν έχεις,
και στου Πριάμου την λαμπρήν μεγάλην πολιτείαν
εμένα οι Τρώες να χαρούν κι οι σεβαστές μητέρες
συναθροισμένες να ευχηθούν στον αγιασμένον τόπον·
και δώρ' ας αντιδώσομεν εξαίσια μεταξύ μας,
300 ώστε να ειπεί των Αχαιών κανένας και των Τρώων:
Στης διχονοίας πιάσθηκαν τον φονικόν αγώνα
και πάλιν ομογνώμησαν και ως φίλοι εχωρισθήκαν».
Και ως είπε του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο
ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο·
305 ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας·
και αποχωρήσαν στον λαόν των Αχαιών ο Αίας,
ο Έκτωρ εις τον Τρωικόν, κι εχάρηκαν οι Τρώες,
ως ζωντανόν και αλάβωτον τον είδαν, αφού μόλις
εξέφυγε απ' του Αίαντος τα χέρια τ' ανδρειωμένα
310 ανέλπιστα, και όλοι φαιδροί στην πόλιν τον επήραν.
Κι οι Αχαιοί τον Αίαντα, φαιδρόν από την νίκην,
του θείου Αγαμέμνονος εις την σκηνήν επήραν·
και του Ατρείδη ότ' έφθασαν εις τες σκηνές εκείνοι,
βόδι εθυσίασε δι' αυτούς ο μέγας βασιλέας
315 αρσενικό πεντάχρονο στον ύψιστον Κρονίδην.