ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Ο Αχιλλέας και πάλι στο προσκήνιο
● Είναι ο Οδυσσέας τόσο καλός ρήτορας όσο μας είπε ο Αντήνορας στο Γ;
● Ήρθε ο καιρός να πραγματοποιηθεί ο λόγος της Αθηνάς προς τον Αχιλλέα: «τρίδιπλα δώρ' ατίμητα θα λάβεις μιαν ημέρα» (Α 213)
● Ποια στάση θα κρατήσει ο Αχιλλέας στις ικεσίες των Αχαιών;
ΣΤΟΧΟΙ
● Συνειδητοποίηση ότι η εξέλιξη της πλοκής έχει φτάσει σε οριακό σημείο: οι Αχαιοί γνωρίζουν την ήττα, σύμφωνα με τη «βουλή» του Δία, οπότε αναγκάζονται να στείλουν «πρεσβεία» στον Αχιλλέα.
● Έμμεση εκτίμηση, από τον λόγο του Οδυσσέα, του ηρωισμού και της αξίας του Αχιλλέα· κατανόηση της δυσχερούς κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι Αχαιοί.
● Η ρητορική δεινότητα του Οδυσσέα, μέσα από τη διάρθρωση του λόγου του· διαπίστωση μέσα από την απάντηση του Αχιλλέα ότι ο Πηλείδης δεν ήταν μόνο έργων πρηκτήρ, αλλά και λόγων ρητήρ.
● Ο θυμός του Αχιλλέα παραμένει αμείωτος.
● Συμπλήρωση της ηθογράφησης του Αχιλλέα και η αποφασιστική σημασία της παρουσίας του στη μάχη.
● Αξίες της ομηρικής κοινωνίας: του δικαίου, της τιμής, της αγάπης για τη γυναίκα-σύντροφο, της ειλικρίνειας κτλ.
● Η τιμή και η δόξα του Αχιλλέα συνοδεύονται, σύμφωνα με τον χρησμό της Θέτιδας, από το τίμημα του θανάτου.
● Ένα δραματοποιημένο επεισόδιο ρήσεων και αποκρίσεων, όπου οι θεοί δεν παίζουν κανένα ρόλο και τα πάντα εναπόκεινται στην ανθρώπινη πειθώ και απόφαση.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 25η ημέρα
225 «Χαίρε, Αχιλλέα· μήτ' εδώ και μήτε στου Ατρείδη
εις την σκηνήν παράπονο δεν έχομε του δείπνου,
και άφθονα υπάρχουν τα καλά στο ισόμοιρο τραπέζι.
Τον νουν όμως δεν έχομε στο ευφραντικό τραπέζι,
αλλά μεγάλην συμφοράν με τρόμον έμπροσθέν μας
230 βλέπομε· τώρα θα σωθούν ή θα χαθούν τα πλοία,
αν μη εσύ, διόθρεπτε, ζωσθείς την δύναμίν σου.
Ότι εκαθίσαν μεταξύ του τείχους και των πλοίων
οι Τρώες οι απότολμοι με τους βοηθούς των όλους.
Και άναψαν μύρια πυρά, και λέγουν ότι πλέον
235 δεν θα σταθούν και ακράτητοι θα πέσουν στα καράβια —
σ' αυτούς αστράφτει, φανερό καλό σημάδι, ο Δίας.
Μανίζει ο Έκτωρ μ' έπαρσιν πολλήν στην δύναμίν του,
και στον Κρονίδην θαρρετός θνητούς δεν συλλογιέται
μήτε θεούς, και φοβερή μέσα του λύσσα εμπήκε.
240 Κι η θεία πότε να 'λθ' Ηώς παρακαλεί και πρώτα
να κόψει αυτός τ' ακρόπρυμνα καυχάται και τα πλοία
με πυρ να κάψει φλογερό και ως ο καπνός θα διώχνει
εδώ κι εκεί τους Αχαιούς να τους εξολοθρεύσει.
Πολύ φοβούμαι μην αυτά που φοβερίζει εκείνος
245 του τα εκτελέσουν οι θεοί, και η μοίρα μας στην Τροίαν
θέλει να πέσουμε, μακράν απ' το ιπποτρόφον Άργος.
Πρεσβεία επισκέπτεται τον Αχιλλέα.
Ζωγραφική σε υδρία του ζωγράφου Κλεοφράδη, περίπου 480-470 π.Χ. Μόναχο
Πηγή: Βικιπαίδεια, χρήστης Bibi Saint-Pol
Αλλ' άσ' τα, αν θέλεις, αν και αργά, των Αχαιών τα τέκνα
να σώσεις απ' τον τάραχον και την ορμήν των Τρώων.
Λύπην θα τό 'χεις έπειτα και συ, και γενναμένο
250 κακό δεν διορθώνεται· αλλ' έγκαιρα στοχάσου
τους Δαναούς απ' την κακήν ημέραν να φυλάξεις·
τι σου 'λεγε ο πατέρας σου, γλυκέ μου, την ημέραν
οπού στον Αγαμέμνονα σε έστελνε απ' την Φθίαν;
«Τέκνον, τες νίκες η Αθηνά κι η Ήρα θα σου δώσουν
255 αν το θελήσουν, αλλά συ στο στήθος θα δαμάσεις
την μεγαλόκαρδην ψυχήν· προτίμα να 'σαι πράος·
άπεχε απ' την κακόπρακτην την έριδα, ώστε πλέον
θα σε τιμήσουν οι Αχαιοί και γέροντες και νέοι».
Αυτά και συ τα λησμονείς, που εσύσταινεν ο γέρος·
260 αλλά πραΰνου· τον θυμόν, πληγήν φαρμακωμένην,
παύσε όσο ακόμα είναι καιρός· και ο Ατρείδης θα σου δώσει
αντάξια δώρ' αν προτιμάς της έχθρας την φιλίαν. Και ιδού
πόσα υποσχέθηκε προτώρα στην σκηνήν του:
άκαυτοι τρίποδες επτά, χρυσού τάλαντα δέκα,
265 είκοσι λέβητες λαμπροί και δώδεκα γενναίοι
ίπποι, που με τα πόδια των πήραν πολλά βραβεία,
από χρυσόν βαρύτιμον και τόπον σιτοφόρον
πλούσιος θα ήτ' ο άνθρωπος που να 'χει τα βραβεία
όσα του Ατρείδη εκέρδισαν τα δυνατά πουλάρια.
270 Κι επτά γυναίκες άξιες σ' έργα λαμπρά θα δώσει
που, όταν την Λέσβον έριξες, εδιάλεξεν εκείνος,
κι ενίκων εις την ευμορφιάν των γυναικών τα γένη.
Τούτες θα δώσει· και μ' αυτές θα είναι η Βρισηίδα
οπού σου επήρε κι ενταυτώ θα ομόσει μέγαν όρκον
275 που δεν ανέβηκε ποτέ μαζί της εις την κλίνην,
ως άνδρας κάμνει και γυνή στο γένος των ανθρώπων·
και τούτ' αμέσως θα δοθούν κι οι αθάνατοι αν θελήσουν
την υψηλήν να ρίξουμε την πόλιν του Πριάμου,
να πάρεις, όταν οι Αχαιοί τα λάφυρα μοιράσουν,
280 χρυσόν και χάλκωμ' αρκετό καράβι να φορτώσεις.
Κι είκοσι Τρωαδίτισσες γυναίκες να διαλέξεις
θαυμάσιες διά το κάλλος των κατόπιν της Ελένης,
και στ' Άργος το Αχαϊκόν, της γης μαστάρι, αν φθάσει,
γαμβρόν σε θέλει, αγαπητόν ως έχει τον Ορέστην,
285 που χαίρεται όλα τα καλά, μονάκριβό του αγόρι.
Στο στερεό του μέγαρο τρεις έχει θυγατέρες·
από τες τρεις αδώρητα, στο σπίτι του Πηλέως
φέρε ή την Χρυσόθεμιν ή και την Λαοδίκην
ή και την Ιφιάνασσαν, και θα της δώσει δώρα
290 όσα κανείς στην κόρην του δεν έδωκε πατέρας.
Χώρες περίφημες επτά της δίδει, την Ενόπην,
την Αίπειαν, και την Πήδασον, αμπελοφόρον όλην,
την Καρδαμύλην, την Ιρήν, χλοώδη, την αγίαν
πόλιν Φηρών, την Άνθειαν με το βαθύ γρασίδι,
295 όλες ακρόγιαλα, σιμά με την αμμώδη Πύλον.
Κι οι εγκάτοικοι πολύαρνοι, πολύμοσχοι, με δώρα
θα σε τιμήσουν ως θεόν, και αφθόνως θα σου δίνουν
τα διορισμένα νόμιμα στο σκήπτρον σου αποκάτω.
Αυτά θα δώσει, αν τον θυμόν αφήσεις, ο Αγαμέμνων.
300 Και τον Ατρείδην αν μισείς και όσα προσφέρει δώρα,
λυπήσου των Παναχαιών το στράτευμα που πάσχει.
Θα σε τιμήσουν ως θεόν, ότι θα λάβεις δόξαν
λαμπράν απ' όλους, επειδή συ τώρα να κτυπήσεις
θα δυνηθείς τον Έκτορα που εμπρός σου θα 'λθει, ως είναι
305 από την λύσσαν του τυφλός, και λέγει ότι δεν έχουν
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:
«Λαερτιάδη ευρετικέ, διογέννητε Οδυσσέα,
ίσια θα ειπώ και καθαρά την ομιλίαν όλη
310 καθώς φρονώ και ασάλευτη θα μείν' η θέλησίς μου,
ώστε να μη προσκλαίεσθε καθήμενοι σιμά μου.
Ότι μου είναι μισητός, όσο του Άδ' οι πύλες,
κείνος που κρύβει άλλο στον νουν και άλλο στο χείλος έχει.
Και ό,τι εγώ κρίν' ορθότερον θα ειπώ· μητ' ο Αγαμέμνων,
315 μήτε των άλλων Αχαιών κανείς δεν θα με πείσει·
χάριν δεν είχε ο πόλεμος που αδιάκοπα εκρατούσα
με τους εχθρούς, αφού και αυτός που απέχει από την μάχην
και αυτός που σφόδρα πολεμεί, μερίδα ομοίαν παίρνουν.
Ίσα τιμάτ' ο άνανδρος με τον ανδρειωμένον.
320 Πολλά και αν πράξεις και άνεργος αν μείνεις, αποθνήσκεις.
Τι κέρδος τάχα μ' άφησε το να ταλαιπωρούμαι
και την ζωήν μου εις κίνδυνον να βάζω πολεμώντας;
Και ως την χαψιά στ' απτέρωτα μικρά της δίδ' η μάνα,
άμα την έβρει, πλην αυτή ζωήν καλήν δεν έχει,
325 κι εγώ πολλές αγρύπνησα νυκτιές και τες ημέρες
περνούσα αιματοστάλακτες μ' εχθρούς ανδρειωμένους
μαχόμενος, εξ αφορμής των γυναικών τους μόνον.
Και με τα πλοία δώδεκα έχω πατήσει χώρες,
και πάλιν ένδεκα πεζός στην κάρπιμην Τρωάδα.
330 Και απ' όλες θησαυρούς πολλούς επήρα και του Ατρείδη
ευθύς όλα επαράδιδα, και αυτός στα κοίλα πλοία
σιμά, μένοντας ήσυχος τα εδέχετο και μέρος
ολίγο εμοίραζε, πολλά κρατούσε, και ως βραβεία
των βασιλέων έδιδε και πολεμάρχων άλλα.
335 Σ' αυτούς τ' αφήνει, και απ' εμέ και μόνον πήρε οπίσω
την ποθητήν μου· ας τέρπεται σιμά της ξενυκτώντας.
Τι τους Αργείους έφερε να πολεμούν τους Τρώας;
Τι τόσα πλήθη εσύναξε και ανέβασεν ο Ατρείδης
εδώ; Δεν είν' εξ αφορμής της εύμορφης Ελένης;
340 Οι Ατρείδες τες γυναίκες των μόνοι αγαπούν στον κόσμον;
Κάθε καλός και φρόνιμος πόνον και αγάπην έχει
εις την δικήν του σύντροφον· και αυτήν εγώ την κόρην,
αν και πολέμου λάφυρον, ολόψυχ' αγαπούσα.
Και τώρα, που απ' τα χέρια μου επήρε το βραβείον
345 μ' απάτην, ας μην προσπαθεί τον γνώστην του να πείσει
και με τους άλλους βασιλείς και σε, Λαερτιάδη,
τρόπον ας έβρει απ' τη φωτιά να σώσει τα καράβια.
Πολλά 'καμε χωρίς εμέ, και τείχος έχει κτίσει
και χάντακ' άνοιξε βαθύν, με πάλους εις το βάθος.
350 Πλην, του ανδροφόνου Έκτορος την ρώμην να εμποδίσει
δεν δύναται· και όταν εγώ με σας συμπολεμούσα,
ποτέ δεν ήθελεν αυτός την μάχην να κινήσει
μακράν από τα τείχη του, και μόνον ως τον φράξον
έφθασε των Σκαιών Πυλών· αυτού μ' έχει αντικρίσει
355 μίαν φοράν και μετά βιας εσώθη απ' την ορμήν μου.
Και αφού τον θείον Έκτορα να πολεμήσω πλέον
δεν θέλω, αύριον του Διός και όλων των αθανάτων
θα θυσιάσω, κι έπειτα στην θάλασσαν θα σύρω
τα πλοία καλοφόρτωτα, και θα τα ιδείς αν θέλεις
360 πολύ πρωί μες στον βαθύν Ελλήσποντον να πλέουν
και μέσα να λαμνοκοπούν οι άνδρες μου με πόθον
κι εάν ταξίδι ο Ποσειδών καλό μου δώσει ο θείος,
στην καρποφόρον Φθίαν μου την τρίτην φθάνω ημέραν.
Πλούτη έχω αφήσει εκεί πολλά, όταν στην Τροίαν ήλθα·
365 κι εδώθε χάλκωμα, χρυσόν και σίδερο θα πάρω,
και ωραίες κόρες λάφυρα δικά μου από τον κλήρον·
μου λείπει το βραβείον μου, που αυτός, που το 'χε δώσει,
το επήρε πίσω υβριστικώς, ο κραταιός Ατρείδης.
Και όλα ταύτα επιθυμώ να ειπείτε δημοσίως,
370 ώστε κι οι επίλοιποι Αχαιοί δι' αυτά ν' αγανακτήσουν,
και μη θαρρεύσει στο εξής να ξεπλανήσει και άλλον
ο αδιάντροπος· αλλά σ' εμέ δεν θα τολμήσει πλέον,
όσο και είναι αναίσχυντος τα μάτια να σηκώσει.
Έργο κανένα εγώ μ' αυτόν ουδέ συμβούλια θέλω·
375 μ' απάτησε, μ' αδίκησε· δεν με δολώνει πλέον.
Τόσο του αρκεί· και αμέριμνος στον όλεθρόν του ας τρέχει,
αφού τον νουν τού αφαίρεσεν ο πάνσοφος Κρονίδης
Η πρεσβεία φτάνει στη σκηνή του Αχιλλέα.
Χαλκογραφία σε σχέδιο του John Flaxman, 1805
Τα δώρα του αποστρέφομαι και ουτιδανά τα κρίνω,
και αν δέκ', αν είκοσι φορές τόσα μου δώσει όσα έχει
380 και όσα κατόπι γίνεται να λάβει και όσα πλούτη
συρρέουν στον Ορχομενόν ή στες Αιγύπτιες Θήβες,
που ωσάν εκείνες θησαυρούς άλλη δεν έχει χώρα,
που πύλες έχουν εκατόν και από την κάθε πύλην
άνδρες περνούν διακόσιοι με τα ζεμέν' αμάξια·
385 ή όσ' η σκόν' είναι της γης ή ο άμμος της θαλάσσης,
την πληγωμένην μου ψυχήν δεν θα πραΰν' ο Ατρείδης
πριν μου πληρώσει ολόκληρον το μέγ' αδίκημά του.
Και του Αγαμέμνονος εγώ δεν παίρνω θυγατέρα,
στο κάλλος και αν με την χρυσήν συγκρίνεται Αφροδίτην·
390 και αν έχει με την Αθηνά των έργων τα πρωτεία,
δεν θα την πάρω· ανώτερον ας έβρει βασιλέα
μεσ' απ' τους άλλους Αχαιούς, γαμβρόν που να του πρέπει.
Ότι αν με σώσουν οι θεοί και στην πατρίδα φθάσω,
κάπου θενά 'βρει δι' εμέ μίαν νύμφην ο πατέρας.
395 Ότι Αχαιίδες πάμπολλες η Ελλάς έχει κι η Φθία
κόρες προκρίτων δυνατών, οπού δεσπόζουν χώρες,
και όποιαν θελήσω, σύντροφον θα κάμω ποθητήν μου.
Αυτού σφόδρα επεθύμησεν η ανδρική ψυχή μου
καλήν να πάρω σύντροφον και να χαρώ μαζί της
400 τα κτήματα όσ' απόκτησεν ο γέρος μου πατέρας.
Ότι δεν κρίνω θησαυρόν αντάξιον της ψυχής μου
ουδ' όσα η πόλις η λαμπρή κρατούσε της Ιλίου,
όταν πριν έλθουν οι Αχαιοί, καλήν ειρήνην είχε,
ουδ' όσα κλείει μέσα του το λίθινο κατώφλι
405 του μακροβόλου Απόλλωνος, στην πετρωτήν Πυθώνα.
Τρίποδες, μόσχους, πρόβατα, ίππους ξανθούς αν χάσεις,
πάλιν μ' αντάλλαγμ' αποκτάς ή λάφυρα τα παίρνεις.
Αλλ' η ψυχή μας λάφυρο δεν γίνεται, ούτε κτήμα,
αφού περάσει μια φορά το φράγμα των οδόντων.
410 Και ως λέγ' η Θέτις η θεά μητέρα μου, δυο μοίρες
εμέ φέρουν διάφορες στο τέλος του θανάτου.
Αν μείνω εδώ να πολεμώ την πόλιν του Πριάμου
η επιστροφή μου εχάθηκεν, αλλ' άφθαρτη θα μείνει
η δόξα μου· στην ποθητήν πατρίδα μου αν γυρίσω,
415 μου εχάθ' η δόξα, αλλ' έπειτα πολλές θα ζήσω ημέρες,
και δεν θα μ' έβρει γρήγορα το τέλος του θανάτου.
Και σας των άλλων θα 'λεγα να στρέψτε στην πατρίδα·
να ευρείτε μην ελπίσετε της υψηλής Ιλίου
το τέλος· και δεν βλέπετε πως ύψωσεν εμπρός της
420 ο Βροντητής το χέρι του κι εθάρρευσαν τα πλήθη;
Αλλά τώρα κινήσετε, και ως πρέπει των γερόντων,
σεις φέρετε το μήνυμα στων Αχαιών τους πρώτους,
ώστ' άλλον τρόπον να σκεφθούν καλύτερον στον νουν τους
τα πλοία των και τον λαόν των Αχαιών να σώσουν
425 διότι αυτό που εσκέφθηκαν στο χέρι τους δεν είναι,
δεν κατορθώνεται, αφού εγώ θα μείνω στον θυμόν μου.
Και ας μείνει εδώ να κοιμηθεί ο Φοίνιξ και άμα φέξει
καθώς θα κάμομε πανιά για την γλυκιάν πατρίδα,
μαζί μου ας έλθει, αν βούλεται· κι εγώ δεν θα τον βιάσω».
430 Είπε· κι εκείνοι εσίγησαν, άφωνοι μείναν όλοι,
από την σκληρήν άρνησιν, που ακούσαν, ξιπασμένοι.