ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Η ηρωική απόφαση του Έκτορα
● Η πιο κρίσιμη σύγκρουση του έπους
● Ο θάνατος του Έκτορα
ΣΤΟΧΟΙ
● Η κορύφωση και το τέλος της αριστείας του Αχιλλέα στην πιο κρίσιμη σκηνή της Ιλιάδας: τη σύγκρουση των δυο κορυφαίων ηρώων των αντίπαλων στρατοπέδων, του Έκτορα και του Αχιλλέα.
● Η ηθογράφηση των δυο σημαντικότερων ηρώων του ιλιαδικού έπους, του Αχιλλέα και του Έκτορα.
● Η κυριότερη επώνυμη ανδροκτασία του τρωικού στρατοπέδου, δηλαδή του Έκτορα, που αποτελεί το τίμημα για τον φόνο του σημαντικότερου Αχαιού που έπεσε κάτω από τα τείχη της Τροίας, του Πάτροκλου.
● Η ομηρική θεολογία, παρακολουθώντας τη στάση και τις ενέργειες της Αθηνάς.
● Ο θάνατος του Έκτορα είναι προάγγελος του θανάτου του Αχιλλέα.
● Το επικό θέμα «πόλεμος» και το τυπικό σχήμα της μονομαχίας.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 27η ημέρα
Σύγκρουση Αχιλλέα και Έκτορα. Αριστερά η Αθηνά προστατεύει τον Αχιλλέα, ενώ δεξιά ο Απόλλωνας τον Έκτορα.
Ερυθρόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Ευχαρίδη, γύρω στο 490 π.Χ. Ρώμη, Μουσείο Βατικανού
247 Είπε η θεά και δίβουλα ξεκίνησε αυτή πρώτη,
και όταν αυτοί προχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ,
ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω,
250 Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη
τρεις μ' εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου
να μείνω δεν ετόλμησα· τώρα η ψυχή μου θέλει
αντίμαχα να σου στηθώ· θα πέσεις ή θα πέσω.
Και πρώτ' ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι
255 θα 'ναι οι θεοί και έφοροι στον λόγο που θα ειπούμε.
Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως
μου δώσει ο Δίας δύναμιν και την ζωήν σου πάρω·
γυμνόν απ' τ' άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,
θα δώσω εγώ των Αχαιών· όμοια και συ να πράξεις».
260 Μ' άγριο βλέμμ' απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:
«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτορ μισητέ μου,
λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όμοσαν ειρήνην,
λύκοι και αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν,
αλλ' έχθραν έχουν άσπονδην κακήν ανάμεσόν τους.
265 Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ' αγαπήσω,
και όρκους δεν θα ομόσομε πριν ένας απ' τους δύο
χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρην.
Κάθε αρετήν πολεμικήν να θυμηθείς είν' ώρα,
καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος·
270 αποφυγήν δεν έχεις πλια, στην λόγχην μου αποκάτω
θα σε δαμάσ' η Αθηνά· και θα πλερώσεις όλον
τον πόνον των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει».
Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι.
Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ,
275 κι επέταξε απ' επάνω του το χάλκινο κοντάρι
και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει
και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.
Ο Έκτωρ τότε ομίλησε στον άψογον Πηλείδην:
«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας
280 σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ' αποθάνω.
Αλλ' έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι,
να με δειλιάσεις, στην ψυχήν το θάρρος να νεκρώσεις.
Δεν φεύγω εγώ, την λόγχην σου στες πλάτες να μου εμπήξεις,
αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,
285 αν τούτο θέλησε ο θεός· ωστόσο απ' την δικήν μου
φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φθάσει·
στους Τρώας ελαφρότερον θα κάμει τον αγώνα
ο θάνατος σου, ότι σ' εσέ την συμφορά τους βλέπουν».
Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι
290 και του Πηλείδη επέτυχε στην μέσην την ασπίδα.
Αλλά τινάχθηκε μακράν απ' την ασπίδα εκείνο.
Χαμένο είδε τ' ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,
κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.
Κι έσυρε δυνατήν φωνήν να ειπεί του Δηιφόβου
295 κοντάρι να του φέρει ευθύς, κι αυτός εκεί δεν ήταν.
«οἷος δ' ἀστὴρ εἶσι μετ’ ἀστράσι νυκτός ἀμολγῷ
ἕσπερος, ὅς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ,
ὥς αἰχμῆς ἀπέλαμπ’ εὐήκεος, ἥν ἄρ’ Ἀχιλλεύς
πάλλεν δεξιτερῇ φρονέων κακὸν Ἕκτορι δίῳ,
εἰσορόων χρόα καλόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα.»
(Χ 317-321)
Μονομαχία Αχιλλέα και Έκτορα.
Ερυθρόμορφος κρατήρας του Ζωγράφου του Βερολίνου, 490-460 π.Χ. Λονδίνο,
Βρετανικό Μουσείο
Και ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:
«Το βλέπω, οϊμένα, που οι θεοί μ' εκάλεσαν στον Άδην·
τον ήρωα Δηίφοβον επίστευα κοντά μου
κι είναι στο τείχος· η Αθηνά μ' ετύφλωσε με δόλον.
300 Θάνατος τώρα μ' εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.
Αχ! τούτο ήθελαν απ' αρχής ο Ζευς και ο μακροβόλος
υιός του, αυτοί που πρόθυμα με προστατεύαν πρώτα.
Και η μοίρα τώρα μ' έπιασεν. Αλλά χωρίς αγώνα
άδοξα δεν θα πέσω εγώ και πρώτα κάτι μέγα
305 θα πράξω και όσοι γεννηθούν κατόπιν να το μάθουν».
Είπεν αυτά κι έσυρ' ευθύς ακονημένο ξίφος
που στο μηρί του εκρέμουνταν και δυνατό και μέγα,
μαζώχθη και ωσάν αετός εχύθ' υψηλοπέτης
που στην πεδιάδα χύνεται μέσ’ από μαύρα νέφη
310 λαγόν ν’ αρπάξει άνανδρον ή τρυφεράν αρνάδα·
τόσο και ο Έκτωρ όρμησε τινάζοντας το ξίφος.
Πετάχθη πάλιν ο Αχιλλεύς με ορμήν πολέμου αγρίαν,
την εξαισίαν πρόβαλεν ασπίδα του εις το στήθος,
με το κεφάλι έκλιν' εμπρός την περικεφαλαίαν,
315 και ολόγυρ' αναδεύονταν οι ολόχρυσες πλεξίδες,
που από τον κώνον έσυρε πυκνές του Ηφαίστου η τέχνη·
και όπως μες στ' άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης,
που είναι τ' ωραιότερο μες στ' ουρανού τ' αστέρια,
τόσον η λόγχη έλαμπε, που στο δεξί του εκείνος
320 ετίναξε κακόγνωμα στον Έκτορα τον θείον
κοιτώντας ξέσκεπον να εβρεί το τρυφερό του σώμα.
Το άλλο σώμα εσκέπαζαν τα χάλκιν' άρματά του
τα ωραία, που απ' το λείψανον επήρε του Πατρόκλου·
αλλ' εκεί όπου ο τράχηλος χωρίζει από τον ώμον
325 και όπου μ' απίστευτην ροπήν σβήν' η ψυχή του ανθρώπου·
εκεί τον λόγχισ' ο Αχιλλεύς, επάνω ως ορμούσε
και απ' τον απαλόν τράχηλον αντίκρυ εβγήκε η λόγχη·
δεν του 'κοψε τον λάρυγγα το χαλκοφόρο ακόντι,
διά να 'χει την λαλιά στον άλλον ν' απαντήσει·
330 κι επάνω του, αφού έπεσε, καυχήθηκε ο Πηλείδης:
«Ω Έκτορ, όταν φόνευες τον Πάτροκλον, να πάθεις
δεν είχες φόβον, ούτ' εμέ που έλειπα εστοχάσθης,
ανόητε, κι ευρισκόμουν εγώ στα κοίλα πλοία
εκδικητής του, στην ανδρειά πολύ καλύτερός σου,
335 και τώρα σε θανάτωσα· και θα σε σύρουν σκύλοι,
ενώ εκείνον οι Αχαιοί με μνήμα θα τιμήσουν».
Η μονομαχία Αχιλλέα και Έκτορα. Έργο του Θεόφιλου. Μυτιλήνη, Μουσείο Θεόφιλου.
Και ο Έκτωρ του απάντησε με την ψυχήν στο στόμα:
«Αχ! την ζωήν σου να χαρείς και των γλυκών γονέων,
μη θέλεις βρώσιν των σκυλιών στες πρύμνες να μ' αφήσεις·
340 δέξου από τον πατέρα μου και την σεπτήν μητέρα
λύτρα χρυσάφι και χαλκόν, και συ στα γονικά μου
οπίσω δος το σώμα μου, κι εμέ τον πεθαμένον
θα καταλύσουν στην πυράν οι άνδρες και οι μητέρες».
Μ' άγριο βλέμμ' απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:
345 «Μη μ' εξορκίζεις, σκύλαρε, σ' ό,τι αγαπά η καρδιά μου.
Τόσο να μ' άφηνε η ψυχή κομμάτια να σου φάγω
ωμόν εγώ το σώμα σου, για όσα μόχεις κάμει,
όσο απ' το στόμα των σκυλιών κανείς την κεφαλήν
σου δεν θα φυλάξει και αν εδώ ζυγοστατούσε δώρα
350 εικοσαπλάσια πάντοτε και να υποσχόνταν και άλλα·
και ο Δαρδανίδης Πρίαμος να πρόσφερε χρυσάφι
του σώματός σου εξαγοράν· ποτέ δεν θα σε κλάψει
η μάνα οπού σ' εγέννησε, στην νεκρικήν σου κλίνην
αλλά εσέ συγκόκαλον τ' αγρίμια θα σπαράξουν».
355 Και ξεψυχώντας του 'λεγεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.
«Το βλέπω από την όψιν σου, πως δεν θα σε μαλάξω
κι είναι η καρδιά σου σίδερο· μόνον στοχάσου τώρα,
μη εξ αφορμής μου οργή θεϊκή σε έβρει την ημέραν
που έμπροσθεν των Σκαιών Πυλών ο Αλέξανδρος και ο Φοίβος
360 θενά σου πάρουν την ζωήν, εξαίσιε πολεμάρχε».
Με αυτά τα λόγι' απέθανε και παραπονεμένη
του άφησε της νεότητας και της ανδρειάς την χάριν
από τα μέλη του η ψυχή κατέβαινε στον Άδην·
και κείνον πάλιν και νεκρόν προσφώνησε ο Πηλείδης:
365 «Πήγαινε κι εγώ καρτερώ την ώραν του θανάτου
που ο Ζευς κι οι άλλοι αθάνατοι για με θ' αποφασίσουν».
Και αφού την λόγχην τράβηξε και απόθεσε απ' το σώμα,
τον γύμνωσε από τ' άρματα στο αίμα του βαμμένα
κι έτρεχαν όλ' οι Αχαιοί και γύρω θεωρούσαν
370 του Έκτορος το ανάστημα, την όμορφην ειδή του
και δεν εσίμωσε κανείς χωρίς να τον κεντήσει.
Και τότε κάποιος έλεγε κοιτώντας τον πλησίον:
«Ω, πόσο μαλακότερα πιάνετ' ο Έκτωρ τώρα,
παρ' όταν έβαλε φωτιά να κάψει τα καράβια».
375 Αυτά ελέγαν και έπειτα σιμά τον εκεντούσαν.
Και αφού τον απογύμνωσεν ο θείος Αχιλλέας,
εστήθη αυτού και ομίλησε των Αχαιών στην μέσην:
«Ω φίλοι σεις, ω αρχηγοί προστάτες των Αργείων,
αφού μας δώκαν οι θεοί να πέσει αυτός ο άνδρας
380 που όλοι δεν μας πλήγωσαν όσον αυτός και μόνος,
την πόλιν των ας ζώσομεν εμείς με τ' άρματά μας
να ιδούμε τι έχουν κατά νουν να πράξουν τώρα οι Τρώες.
Θ' αφήσουν την ακρόπολιν τώρα που αυτός εχάθη
ή και χωρίς τον Έκτορα θ' αγωνισθούν ακόμη·
385 αλλά τι διαλογίστηκε τούτα η ψυχή μου τώρα;
Άκλαυτος, άθαφτος, νεκρός κείτετ' εκεί στις πρύμνες
ο Πάτροκλος, που εγώ ποτέ δεν θα τον λησμονήσω,
ενόσω με τους ζωντανούς κινώ τα γόνατά μου.
Κι εάν οι πεθαμένοι εκεί στον Άδη λησμονούνται
390 κι εκεί θενά θυμάμαι εγώ τον ποθητόν μου φίλον.
Τώρα, παιδιά των Αχαιών, ας γύρομε στα πλοία
με τούτον και ας σηκώσομε παιάνα νικηφόρον·
νίκην λαμπρήν επήραμεν· φονεύσαμεν τον θείον
394 Έκτορα, όπου τον δόξαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες»
Αυτά ΄πε κι έργ΄ απάνθρωπα στον Έκτορα εσοφίσθη·
των δυο ποδιών του ετρύπησε τα νεύρ΄ από τες φτέρνες
ως τ΄ αστραγάλι, και λουριά τους πέρασε από μέσα,
τον κρέμασε απ΄ την άμαξαν να σέρνει το κεφάλι,
σήκωσε τα λαμπρ΄ άρματα και ανέβη αυτός στ΄ αμάξι,
και τα πουλάρια εράβδισε που πρόθυμα επετάξαν.
Σκόνην εσήκωνε ο νεκρός, και τα μαλλιά απλωμένα
στο χώμα και όλ΄ η κεφαλή, χαριτωμένη πρώτα,
που τώρα ο Ζευς την έδωκεν εις των εχθρών τα χέρια
να την χαλάσουν άσχημα στην γην την πατρικήν του.
Και άμ είδ εκεί να σύρεται στο χώμα το παιδί της
έβαλε τα ξεφωνητά και ανέσπα τα μαλλιά της
και την λαμπρήν μαντίλαν της επέταξε η μητέρα·
μ΄ αυτήν και ο γέρος έκλαιε, και ολόγυρα εις την πόλιν
όλος οδύρετ' ο λαός, φρικτά θρηνολογούσε.