Η μονομαχία του Ηρακλή με τον Κύκνο και τον Άρη
Αυτός τον Κύκνο σκότωσε, το γενναιόκαρδο το γιο του Άρη.
Γιατί τους βρήκε στο τέμενος του Απόλλωνα που από μακριά τοξεύει,
αυτόν και τον πατέρα του, τον Άρη, τον αχόρταγο για πόλεμο,
ν' αστράφτουν με τα όπλα τους σαν της φωτιάς που καίει τη λάμψη,
όρθιους σε δίφρο μέσα. Τη γη έκαναν να κροτεί τα γοργά τα άλογα
με τις οπλές χτυπώντας, κι η σκόνη τους πύρωνε από γύρω,
καθώς χτυπιόταν απ' τα καλόδετα άρματα κι από τα πόδια των αλόγων.
Τ' άρματα τα καλοφτιαγμένα και οι άντυγες κροτούσαν από γύρω,
καθώς ορμούσαν τ' άλογα. Χάρηκε ο άψογος Κύκνος,
με την ελπίδα τον πολεμικό το γιο του Δία και τον ηνίοχό του
με το χαλκό το δόρυ του να σφάξει και να τον ξεγυμνώσει
από τα ξακουστά του όπλα.
Μα τις ευχές του ο Φοίβος Απόλλων δεν τις άκουγε.
Γιατί ο ίδιος κίνησε εναντίον του το δυνατό Ηρακλή.
Κι όλο το άλσος κι ο βωμός του Παγασαίου Απόλλωνα
έλαμπε απ' το φοβερό θεό, κι από τα όπλα του κι από τον ίδιο,
κι από τα μάτια του θαρρείς και έβγαινε φωτιά.
Ποιος θα τολμούσε, που θα 'τανε θνητός, να ορμήσει εναντίον του,
εκτός βεβαίως απ' τον Ηρακλή και τον Ιόλαο τον ένδοξο;
Και στον ηνίοχο είπε ο Ηρακλής, τον κρατερό Ιόλαο:
«[…]
Φίλε, εσύ πιάσε γοργά τα πορφυρά ηνία
των ταχύποδων αλόγων. Σήκωσε θάρρος μέγα στην καρδιά σου
και κράτα ευθύ το άρμα το γοργό και την ορμή των ταχύποδων αλόγων,
χωρίς να φοβηθείς το θόρυβο του αντροφόνου Άρη,
που τώρα κραυγάζει και μανιασμένος τριγυρνά στο ιερό το άλσος
του Φοίβου Απόλλωνα, του άνακτα που από μακριά τοξεύει.
Θα τον χορτάσει τον πόλεμο, στ' αλήθεια, και ας είναι κρατερός.»
(στ. 60-77, 95-101)
Μοναδική είναι η περιγραφή του οπλισμού του Ηρακλή γι’ αυτή τη μονομαχία που συνήθως πολεμά με το ρόπαλο και έχοντας τη λεοντή επάνω του. Ο ήρωας φόρεσε κνημίδες από ορείχαλκο (του Ήφαιστου κατασκευάσματα), θώρακα χρυσό, δώρημα της Αθηνάς Παλλάδας, σιδερένιο ξίφος γύρω από τους ώμους, πλατιά φαρέτρα γύρω στα στήθη, με βέλη πολλά· πήρε κοντάρι με χάλκινη αιχμή, φόρεσε καλοφτιαγμένη περικεφαλαία από αδάμαντα, και στα χέρια κράτησε ασπίδα πολυποίκιλτη. Πάνω σε αυτή την ασπίδα απεικονιζόταν ο γιος του Άρη Φόβος και η Έριδα και, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι θεοί που πήραν μέρος σε αυτή τη μονομαχία, ο Άρης με τη συνοδεία του και η Αθηνά:
Στο κέντρο της υπήρχε ο Φόβος από αδάμαντα, ακατονόμαστος,
που λοξοκοίταζε με μάτια λαμπρά απ' τη φωτιά.
Το στόμα του ήταν γεμάτο με δόντια κάτασπρα,
δεινά, απλησίαστα, και πάνω στο βλοσυρό του μέτωπο
η Έριδα η φοβερή πετούσε, τον τάραχο της μάχης των αντρών διεγείροντας,
η σκληρή. Αυτή το νου και το μυαλό κυρίευε των αντρών
που σήκωναν αγώνα κατά πρόσωπο με το γιο του Δία.
[…]
Κι ακόμη ήτανε δουλεμένη επάνω της η Καταδίωξη και το Πισωγύρισμα,
φλεγόταν η Βοή, ο Φόνος, η Ανδροκτονία,
[ορμούσε η Έριδα κι η Ταραχή, και η ολέθρια του θανάτου Μοίρα: […]
[…]
Στέκανε εκεί και τα γοργόποδα άλογα του βλοσυρού του Άρη,
χρυσά, εκεί κι ο ίδιος ο λαφυροφόρος ολέθριος Άρης:
κοντάρι στα χέρια του βαστούσε και στους πεζομάχους θάρρος έδινε,
κόκκινος απ' τα αίματα σαν να φόνευε ζωντανούς,
μέσα σε δίφρο ανεβασμένος. Δίπλα του έστεκαν ο Δείμος και ο Φόβος,
ποθώντας στη μάχη να χωθούνε των ανθρώπων.
Ήταν εκεί και του Δία η κόρη που το στρατό οδηγάει, η Τριτογένεια,
όμοια σαν να ήθελε να ξεσηκώσει μάχη:
δόρυ στο χέρι της κρατούσε και περικεφαλαία χρυσή
και την αιγίδα της στους ώμους γύρω. Και στη σκληρή τη μάχη πορευόταν.
(στ. 144-150, 155-157, 191-200)
Στην ασπίδα απεικονίζονταν ακόμη φιδιών κεφάλια φοβερών, αγέλες κάπρων άγριων και λιονταριών, μάχες με Λαπίθες και Κένταυρους. Ο Περσέας, οι Γοργόνες που τον καταδίωκαν, η Γοργώ, οι Κήρες που αίμα να πιουν ποθούσαν μαύρο, γυναίκες και γέροι άνδρες που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους που πολεμούσαν, οι Μοίρες, η Αχλύς. Από την άλλη, όπως στην ασπίδα του Αχιλλέα, πρόβαλλε και ένας κόσμος ειρηνικός, οι θεοί με τον Απόλλωνα να κιθαρίζει, οι Πιερίδες Μούσες να τραγουδούν, λιμάνι με δελφίνια και ψάρια, νέοι που χόρευαν και τραγουδούσαν, ειρηνικά συμπόσια, γεωργοί, κυνηγοί με τα σκυλιά τους, ψαράδες και αμπελουργοί, αρματοδρόμοι, γύρω τριγύρω ο Ωκεανός.
Ακολουθεί το απόσπασμα από τη μονομαχία:
Δίπλα τους [στον Ηρακλή και τον ηνίοχό του Ιόλαο] ήρθε η θεά Αθηνά η αστραπόματη
και δίνοντας τους θάρρος λόγια τους είπε φτερωτά:
«Χαίρετε του Λυγκέα γενιά που μακριά φτάνει η φήμη του.
Τώρα ο Δίας, των μακαρίων θεών ο βασιλιάς, τη δύναμη σας δίνει
τον Κύκνο να σκοτώσετε και ν' αφαιρέσετε τα ξακουστά του όπλα.
Μα λόγο ακόμη ένα εσένα θα σου πω, απ' όλους τους πολεμιστές ανώτερε:
μόλις στερήσεις τη γλυκιά ζωή απ' τον Κύκνο,
εκεί ν' αφήσεις αυτόν και τα όπλα του,
κι ο ίδιος να παραμονέψεις τον ανθρωποφθόρο Άρη, σαν θα 'ρχεται
εναντίον σου, κι όπου με τα μάτια σου τον δεις γυμνό απ' την ασπίδα του
την πλουμιστή, εκεί με το αιχμηρό το δόρυ σου να τον πληγώσεις.
Και πάλι υποχώρησε, γιατί γραφτό δεν είναι
να πάρεις ούτε τα άλογα ούτε τα ξακουστά του όπλα.»
Έτσι είπε κι ανέβηκε στο δίφρο η πιο λαμπρή απ' τις θεές,
στα χέρια της τ' αθάνατα έχοντας τη νίκη και τη δόξα,
ορμητικά. Τότε ο διογέννητος Ιόλαος
με φοβερή φωνή πρόσταξε τ' άλογα. Κι εκείνα απ' την κραυγή του
εύκολα σέρνανε τ' άρμα το ταχύ και σκόνιζαν την πεδιάδα.
Γιατί εντός τους η θεά Αθηνά ορμή τους έδωσε η αστραπόματη
σείοντας την αιγίδα. Και γύρω η γη αντιβόησε.
Κι εκείνοι μαζί εμφανίστηκαν, ίδιοι φωτιά ή θύελλα,
ο Κύκνος ο ιπποδαμαστής κι ο Άρης για αλαλαγμούς αχόρταγος.
Τότε τ' άλογα και των δυο αντίκρυ μεταξύ τους
δυνατά χρεμέτισαν και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
Στον Κύκνο πρώτος μίλησε ο δυνατός ο Ηρακλής:
«Καλέ μου Κύκνε, τι διευθύνετε τα γοργά σας άλογα εναντίον μας,
που 'μαστε άντρες έμπειροι στη μάχη και την ταλαιπωρία;
Μα κράτα παρέκει τ' άρμα το καλοσκαλισμένο και τραβήξου
να βγεις έξω απ' το δρόμο. Πάω για την Τραχίνα,
στο βασιλιά Κήυκα. Μες την Τραχίνα ξεχωρίζει αυτός απ' όλους
για τη δύναμη και την υπόληψη του. Κι εσύ ο ίδιος πολύ καλά το ξέρεις.
Γιατί 'σαι παντρεμένος με την κόρη του Θεμιστονόη, τη μαυρομάτα.
Καλέ μου, ο Άρης το τέλος του θανάτου για σένα
δε θ' αποσοβήσει, αν συγκρουστούμε οι δυο μας για να πολεμήσουμε.
Γιατί, το βεβαιώνω, ήδη άλλη μια φορά δοκίμασε
το δόρυ μου, τότε που για την Πύλο την αμμουδερή
αντίπαλος μου στάθηκε και λαχταρούσε αχόρταγα τη μάχη.
Τρεις χτυπημένος απ' το δόρυ μου φορές στο χώμα ακούμπησε
μ' ασπίδα λαβωμένη, την τέταρτη το μερί του τρύπησα,
μ' όλη μου τη μανία όρμησα και του 'σκισα ως βαθιά τη σάρκα.
Μπρούμυτα μες τις σκόνες χάμω έπεσε απ' την ορμή του κονταριού.
Και τότε παραλίγο μέσα στους αθάνατους θα ατιμαζότανε
απ' τα δικά μου χέρια, αφήνοντας τα ματωμένα όπλα...»
Έτσι είπε. Μα ο Κύκνος με το καλό κοντάρι δεν ήθελε
τον Ηρακλή ν' ακούσει και τ' άλογα που το άρμα σέρνουνε να συγκρατήσει.
Τότε απ' τα καλόπλεχτα άρματα πήδησαν πάλι στη γη,
ο γιος του μεγάλου Δία και το παιδί του βασιλιά Ενυάλιου.
Οι ηνίοχοι οδήγησαν κοντά τα καλλίτριχα άλογα.
Καθώς ορμούσαν βροντούσε η γη η πλατιά κάτω απ' τα πόδια τους.
Όπως όταν από ψηλή κορφή βουνού μεγάλου
πέτρες αποκολλούνται κι η μια πάνω στην άλλη πέφτουν,
και πλήθος οι ψηλόκορφες βελανιδιές, πλήθος τα πεύκα
κι οι λεύκες οι βαθύρριζες σπάνε απ' αυτές,
καθώς γοργά κυλάνε, μέχρι να φτάσουνε στην πεδιάδα,
έτσι ο ένας πάνω στον άλλο έπεσαν με δυνατές κραυγές.
Των Μυρμιδόνων η πόλη ολόκληρη και η ξακουστή Ιωλκός,
η Άρνη, η Ελίκη και η χλοερή Άνθεια,
απ' τη φωνή και των δυο δυνατά αντηχούσαν. Μ' άφατο
αλαλαγμό συγκρούστηκαν. Βρόντησε δυνατά ο Δίας ο συνετός,
[κι έριξε απ' τον ουρανό στάλες αιμάτινες,]
σημάδι του πολέμου δίνοντας στο γιο του με το μέγα θάρρος.
Όπως μες τα φαράγγια του βουνού κάπρος με χαυλιόδοντες
—φοβερός μπροστά σου να τον δεις— μες την καρδιά του μάχη θέλει
με άντρες κυνηγούς, και τα λευκά του δόντια ακονίζει
κυρτωμένος, και στάζει γύρω απ' το στόμα του αφρός
καθώς τα δόντια τρίζει, και μοιάζουνε τα μάτια του μ' αστραφτερή φωτιά
κι αναριγά ορθές τις τρίχες του στη χαίτη και το σβέρκο,
ίδια μ' αυτόν κι ο γιος του Δία πήδησε απ' το άρμα με τα άλογα.
Την εποχή που καθισμένο σε χλωρό κλαρί σταχτόφτερο τζιτζίκι
με το τερέτισμα αρχινά να τραγουδά το θέρος στους ανθρώπους
—έχει για φαγητό και για πιοτό την απαλή δροσιά αυτό—
κι όλη τη μέρα απ' την αυγή το άσμα του σκορπάει
μέσα στην κάψα τη φριχτότερη, όταν ο Σείριος το δέρμα το ξεραίνει,
τότε [και τ' άγανα γίνονται γύρω στα κεχριά,
που σπέρνονται το καλοκαίρι, κι οι αγουρίδες χρώμα αλλάζουν,
καθώς ο Διόνυσος τις έδωσε χαρά και βάσανο στον άνθρωπο.
Αυτήν την εποχή] πολέμαγαν κι ορυμαγδός σηκωνότανε πολύς.
Καθώς λιοντάρια δυο γύρω από ελάφι σκοτωμένο
θυμώνουν μεταξύ τους και ορμούν το ένα στ' άλλο,
και φοβερή ιαχή και τρίξιμο δοντιών συνάμα γίνεται...
[Έτσι κι εκείνοι καθώς γυπαετοί γαμψώνυχες, γαμψόραμφοι,
σε βράχο ψηλό επάνω μάχονται και δυνατά κραυγάζουν
για γίδα βουνόθρεφτη ή για ελάφι άγριο παχύ,
που το υπέταξε χτυπώντας το με βέλος απ' το τόξο του
άντρας ρωμαλέος. Κι ο ίδιος περιπλανιέται αλλού,
γιατί τον τόπο δε γνωρίζει. Μα εκείνα γοργά το αντιλήφθηκαν
κι ορμητικά δριμεία μάχη έστησαν γι' αυτό.
Έτσι κι εκείνοι με κραυγές ο ένας στον άλλο ορμήσανε.]
Τότε ο Κύκνος, τον υπερδύναμο του Δία γιο
με πόθο να σκοτώσει, του έριξε το χάλκινο κοντάρι στην ασπίδα,
μα δεν την πέρασε ο χαλκός και του θεού το δώρο τον απέκρουσε.
Κι ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο δυνατός ο Ηρακλής,
ανάμεσα στην περικεφαλαία και την ασπίδα, σαν είδε τον αυχένα
γυμνωμένο, γοργά με το μακρύ το δόρυ τον διαπέρασε ορμητικά
κάτω από το σαγόνι. Και τ’ ανδροκτόνο δόρυ του 'κοφε
και τους δυο τους τένοντες. Γιατί έπεσε πάνω τους αντρειωμένου μέγα σθένος.
Και σωριάστηκε, καθώς σωριάζεται βελανιδιά ή πεύκο
πανύψηλο που από του Δία τον αιθαλώδη κεραυνό χτυπήθηκε.
Έτσι σωριάστηκε. Και βρόντησαν γύρω του τα όπλα τα πλουμισμένα με χαλκό.
Αυτόν τον άφησε του Δία ο γιος με την καρτερική καρδιά,
κι ο ίδιος τον Άρη τον ανθρωποφθόρο παραφύλαξε καθώς πλησίαζε.
Με μάτια φοβερά τον κοίταζε, καθώς λιοντάρι που πέτυχε ένα ζωντανό
και με τα δυνατά του νύχια όλο όρεξη το δέρμα του το σκίζει
κι αμέσως τη γλυκιά ζωή του παίρνει.
Μ' ορμή γεμίζει και μαυρίζει μέσα του η καρδιά.
Και φοβερά αγριοκοιτάζει με τα μάτια του και μαστιγώνει με την ουρά
πλευρά και ώμους και το χώμα σκάβει με τα πόδια του. Κι ούτε κανείς
θα τόλμαγε να 'ρθει κοντά του να το δει πρόσωπο με πρόσωπο,
ούτε ν' αγωνιστεί μαζί του.
Τέτοιος ο γιος του Αμφιτρύωνα απέναντι στον Άρη στάθηκε,
αχόρταγος γι' αλαλαγμούς, το θάρρος στην ψυχή του δυναμώνοντας,
ορμητικά. Κι εκείνος κοντά του ήρθε με πόνο στην καρδιά.
[Κι οι δυο τους όρμησαν με ιαχές ο ένας ενάντια στον άλλο.]
Όπως από ψηλή βουνοκορφή ορμά μια πέτρα
και μ' αναπηδητά μακριά κατρακυλά και προχωρά με ηχώ
ορμώντας. Μα βράχος τη συναντά ψηλός,
συγκρούεται μαζί του κι εκεί τη συγκρατεί.
Έτσι κι ο Άρης, ο ολέθριος, που βαραίνει τ' άρμα,
με κραυγές εφόρμησε, ενώ ο Ηρακλής με ετοιμότητα τον υποδέχτηκε.
Μα η Αθηνά, του Δία που βαστά αιγίδα η κόρη,
στον Άρη ενάντια ήρθε και βάσταγε τη σκοτεινή αιγίδα.
Με βλέμμα φοβερό τον λοξοκοίταξε και του 'πε λόγια φτερωτά:
«Άρη, συγκράτησε το μένος σου το κρατερό και τα ανίκητα
τα χέρια σου. Δεν είναι δίκαιο να αφαιρέσεις τα ξακουστά τα όπλα
σκοτώνοντας τον Ηρακλή, του Δία το γιο το γενναιόκαρδο.
Μα εμπρός πάψε τη μάχη και μη στέκεσαι ενάντια μου.»
Έτσι είπε. Όμως του Άρη την καρδιά του γενναιόψυχου δεν έπειθε.
Μα έβγαλε δυνατή ιαχή και κράδαινε τα όπλα του ίδια με φλόγα,
κι ορμητικά εφόρμησε στο δυνατό Ηρακλή
με τη λαχτάρα να τον θανατώσει. Και του ‘ριξε το χάλκινο κοντάρι,
άγρια θυμωμένος για το γιο του που σκοτώθηκε,
καταπάνω στη μεγάλη ασπίδα. Μα η Αθηνά η αστραπόματη
άλλαξε την ορμή του δόρατος απλώνοντας το χέρι της απ' τ' άρμα.
Λύπη σφοδρή κυρίεψε τον Άρη. Το αιχμηρό το ξίφος του το τράβηξε
και όρμησε στον γενναιόψυχο Ηρακλή. Κι αυτόν, καθώς ερχόταν εναντίον του,
ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο αχόρταγος για τον αλαλαγμό τον φοβερό,
τον χτύπησε δυνατά στο μηρί σαν φάνηκε γυμνό
κάτω απ' την πλουμιστή ασπίδα. Βαθιά τη σάρκα του την έσκισε
το δόρυ του κινώντας και τον έριξε καταμεσής στο χώμα.
Ο Φόβος και ο Δείμος ευθύς στον Άρη οδήγησαν κοντά το άρμα
με τους ωραίους τροχούς και τ' άλογα, τον σήκωσαν από τη γη
με τους πλατιούς τους δρόμους και τον έβαλαν στο πολυποίκιλτο άρμα.
Αμέσως έπειτα μαστίγωσαν τα άλογα και τράβηξαν στον Όλυμπο τον υψηλό.
Και της Αλκμήνης ο γιος κι ο ξακουστός Ιόλαος,
αφού αφαίρεσαν από του Κύκνου τους ώμους τα ωραία όπλα του,
έφυγαν. Κι αμέσως έπειτα στην πόλη της Τραχίνας ήρθανε
με τ' άλογα τα γοργοπόδαρα. Και η αστραπόματη Αθηνά
έφτασε στο μεγάλο Όλυμπο και τα παλάτια του πατέρα της.
Τον Κύκνο πάλι ο Κήυκας τον έθαψε και πλήθος ατελείωτο
που κατοικούσε κοντά στην πόλη του ξακουστού του βασιλιά,
[στην Άνθη, την ξακουστή των Μυρμιδόνων πόλη, την Ιωλκό,
την Άρνη, την Ελίκη. Πλήθος λαός μαζεύτηκε,]
τον Κήυκα να τιμήσει που 'ταν αγαπητός στους μακάριους θεούς.
Τον τάφο και τον τύμβο εκείνου εξαφάνισε ο Άναυρος,
φουσκωμένος με τις χειμωνιάτικες βροχές. Γιατί έτσι τον διέταξε
ο Απόλλωνας, της Λητώς ο γιος, γιατί ο Κύκνος παραμόνευε
και λήστευε με τη βία αυτούς που ’φερναν στην Πυθώ
τις μεγαλόπρεπες των εκατό βοδιών θυσίες.
(στ. 325-480, μετ. Σταύρος Γκιργκένης)