Ο Ιόλαος ήταν εγγονός του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης, γιος του Ιφικλή και της Αυτομέδουσας, [Εικ. 1] ανιψιός, ηνίοχος και αχώριστος σύντροφος και βοηθός του Ηρακλή, αν και κινδύνεψε να πεθάνει από τα χέρια του. Αυτό έγινε όταν ο Ηρακλής, με θολωμένο από τη Ήρα νου, επιτέθηκε στα ίδια του τα παιδιά και τη μητέρα τους Μεγάρα, καθώς και στα παιδιά του αδελφού του που κατάφερε να σώσει τον πρωτότοκο Ιόλαο. Αυτός, σε αντίθεση με τον πατέρα του, για τον οποίο λεγόταν ότι είχε δηλώσει πίστη και υποταγή στον Ευρυσθέα, έμεινε πιστός στον θείο του, τον ακολουθούσε παντού και συχνά τον βοηθούσε στην επιτέλεση των άθλων του.
Τον βοήθησε να εξοντώσει τη Λερναία Ύδρα, να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία, στην πάλη του με τον Κύκνο, τον γιο του Άρη, με τα βόδια του Γηρυόνη, στην εκστρατεία του στην Τροία, στον άθλο για τα Μήλα των Εσπερίδων, στην πάλη με τον Ανταίο, στη σύλληψη του Κέρβερου· τον ακολούθησε στην εξορία στην Αρκαδία, όταν τον έδιωξε ο Ευρυσθέας από την Τίρυνθα. Στον άθλο με τη Λερναία Ύδρα ο Ιόλαος διαδραμάτισε τόσο σημαντικό ρόλο, ώστε ο Ευρυσθέας δεν θέλησε να αναγνωρίσει τον άθλο αυτό στον Ηρακλή και του πρόσθεσε και άλλον. Αλλά και όταν ο Ηρακλής καθάρισε την κόπρο του Αυγεία, ο βασιλιάς της Ήλιδας αρνήθηκε να του δώσει την υπεσχημένη αμοιβή, γιατί έλεγε ότι ο ήρωας δεν τα κατάφερε μόνος του αλλά με τη βοήθεια του Ιόλαου. Στην πάλη με τον Κύκνο, ο Ιόλαος τον βοήθησε να αφαιρέσει τα όπλα του αντιπάλου του. Αυτά αναφέρουν οι γραπτές πηγές· γιατί οι εικαστικές τέχνες τον θέλουν παρόντα σε όλες τις δράσεις του Ηρακλή. Παραδίδεται ότι ο Ιόλαος νίκησε στην αρματοδρομία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, τους οποίους καθιέρωσε ο Ηρακλής, οδηγώντας τις φοράδες του Ηρακλή καθώς και στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του Πελία. Ακόμη, ότι έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. [Εικ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38]
Κατά μία εκδοχή, ο Ηρακλής μη μπορώντας να ζήσει με τη Μεγάρα μετά τον φόνο των παιδιών τους, από φόβο ότι θα μπορούσε να κάνει τα ίδια στα παιδιά που θα αποκτούσε με εκείνη, ή γιατί ήθελε να νυμφευθεί την Ιόλη, την πάντρεψε με τον Ιόλαο. Και ο δεκαεξάχρονος ανιψιός απέκτησε από την τριαντατριάχρονη γυναίκα μια όμορφη κόρη, που την ονόμασε Λειπεφίλη ή Λειπεφιλήνη, για να θυμίζει με το όνομά της την αγαπημένη που εγκατέλειψε ο Ηρακλής, δηλαδή τη Μεγάρα. Με εντολή του θείου του έφυγε για τη Σαρδηνία μαζί με τους νεαρούς γιους που είχε αποκτήσει ο Ηρακλής από τις πενήντα κόρες του Θέσπιου, για να ιδρύσει και να οργανώσει αποικία εκεί. Ο Ιόλαος νίκησε τους ντόπιους, χώρισε τη γη σε κλήρους, την εκχέρσωσε και φύτεψε οπωροφόρα δέντρα, κυρίως σε μια πεδιάδα που έφερε το όνομά του, Ιολάειο, μέχρι την εποχή του Διοδώρου του Σικελιώτη. Ύστερα κάλεσε τον Δαίδαλο από τη Σικελία και κατασκεύασε πολλά και μεγάλα έργα, ανάμεσά τους γυμναστήρια και δικαστήρια, που ονομάστηκαν από τον κατασκευαστή τους Δαιδάλεια. Ονόμασε τους λαούς Ιολαείους από το όνομά του και όχι από το όνομα των παιδιών του Ηρακλή, τα οποία με τον τρόπο αυτό τον τίμησαν σαν να ήταν πατέρας τους. Εξάλλου τον αποκαλούσαν «πατέρα Ιόλαο» και έτσι τον προσφωνούσαν στις θυσίες που καθιερώθηκαν αργότερα γι’ αυτόν. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έριξε άγκυρα στη Σικελία, όπου κάποιοι από τους συντρόφους του εγκαταστάθηκαν μόνιμα γοητευμένοι από την ομορφιά του τόπου, ενώ ο ίδιος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό για τις ευεργεσίες που είχε κάνει σε πολλούς και αρκετές πόλεις τον τίμησαν με τεμένη και τιμές ήρωα. Εξάλλου, εκεί είχε ιδρύσει προς τιμή του τέμενος και ο ίδιος ο Ηρακλής, όταν επέστρεφαν από τον δέκατο άθλο έχοντας τα βόδια του Γηρυόνη, και το οποίο λειτουργούσε μέχρι τα ιστορικά χρόνια.
Βρέθηκε δίπλα στον Ηρακλή που υπέφερε από το δηλητηριασμένο πουκάμισο που του είχε στείλει η Δηιάνειρα και με δική του εντολή έσπευσε μαζί με τον Λικύμνιο στους Δελφούς να πάρει χρησμό πώς θα μπορούσε να γιατρευτεί. Έπειτα, ακολουθώντας τις οδηγίες του Απόλλωνα, μετέφεραν τον Ηρακλή με την πολεμική του εξάρτυση στην κορυφή της Οίτης, όπου ο Ιόλαος ετοίμασε τη μεγάλη πυρά στην οποία ανέβηκε ο Ηρακλής. Μετά τον κεραυνό που έπεσε από τον ουρανό και έκανε την πυρά να λαμπαδιάσει, ο Ιόλαος και οι σύντροφοί του θέλησαν να συλλέξουν τα οστά του νεκρού, όμως δεν βρήκαν τίποτε και συμπέραναν ότι οι χρησμοί είχαν εκπληρωθεί και ο Ηρακλής είχε μεταβεί στους θεούς. [Εικ. 39, 40, 41]
Μετά τον θάνατο του Ηρακλή, όταν ο Ευρυσθέας ανάγκασε τον βασιλιά της Τραχίνας να διώξει τους Ηρακλείδες, και τους γιους του Λικύμνιου, ο Ιόλαος προσπάθησε να τους βοηθήσει να βρουν ένα μέρος να εγκατασταθούν, και εκείνοι τον διάλεξαν για αρχηγό τους για να πολεμήσουν με τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον του διώκτη τους. [Εικ. 42] Σύμφωνα με μια παράδοση, ο Ιόλαος ήταν ήδη νεκρός όταν ο Ευρυσθέας ζήτησε από τους Αθηναίους να του παραδώσουν τους Ηρακλείδες που είχαν προσπέσει ικέτες στους βωμούς της πόλης τους. Και ο Ιόλαος ζήτησε από τον Δία μιας ώρας ζωή για να σκοτώσει τον Ευρυσθέα· ύστερα ξαναπέθανε. Άλλοι πάλι λένε ότι όταν ο Ιόλαος σκότωσε τον Ευρυσθέα ήταν πια μεγάλος σε ηλικία και ότι επανήλθε στον πόλεμο μόνο γι’ αυτό, αποκεφάλισε τον εχθρό του και τον έθαψε κοντά στο μνήμα του παππού του Αμφιτρύωνα.
Ο Ιόλαος λεγόταν και εραστής του Ηρακλή, μάλιστα οι δυο τους λατρεύονταν από κοινού, και οι Θηβαίοι τον τιμούσαν ξεχωριστά για την αγάπη που έτρεφε γι’ αυτόν ο ήρωας που γεννήθηκε στην πόλη τους. Τον τιμούσαν με αθλητικούς αγώνες, τα Ιολάεια, που αργότερα μετονομάστηκαν σε Ηράκλεια, και με θυσίες. Επίσης, το στάδιο και το γυμνάσιο της πόλης έφεραν το όνομά του, καθώς και το ηρώο, όπου οι ερωτευμένοι ορκίζονταν αμοιβαία αγάπη. Λέγεται ότι πέθανε στη Σαρδηνία, όπου βρισκόταν ο τάφος του, ενώ κενοτάφιό του υπήρχε στο μνήμα του Αμφιτρύωνα στη Θήβα.
Σχετικά λήμματα
ΑΜΦΙΤΡΥΩΝΑΣ, ΑΛΚΜΗΝΗ, ΑΝΤΑΙΟΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΡΗΣ, ΑΥΓΕΙΑΣ ή ΑΥΓΕΑΣ, ΑΥΤΟΜΕΔΟΥΣΑ, ΓΗΡΥΟΝΗΣ, ΔΑΙΔΑΛΟΣ, ΕΥΡΥΣΘΕΑΣ, ΘΕΣΠΙΟΣ ή ΘΕΣΤΙΟΣ, ΙΟΛΗ ή ΙΟΛΕΙΑ, ΙΦΙΚΛΗΣ, ΗΡΑ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΚΕΡΒΕΡΟΣ, ΚΥΚΝΟΣ, ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ, ΜΕΓΑΡΑ