Skip navigation

Μονάδες πυρανίχνευσης

Στόχοι

Ο μαθητής/μαθήτρια να μπορεί να:

  • Κατονομάζει τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά κεντρικής μονάδας πυρανίχνευσης.
  • Εξηγεί την έννοια της ζώνης.
  • Εντοπίζει τα τεχνικά χαρακτηριστικά από το φυλλάδιο του κατασκευαστή.
  • Περιγράφει τη λειτουργία της τερματικής αντίστασης βρόχου.
  • Περιγράφει την αρχή λειτουργίας τους.
  • Αναφέρει τον τρόπο σύνδεσής τους.

Κεντρικός Πίνακας Πυρανίχνευσης

Ο κεντρικός πίνακας πυρανίχνευσης αποτελεί τη μονάδα που ελέγχει όλη τη λειτουργία του συστήματος πυρανίχνευσης. Τροφοδοτεί, επιτηρεί, ελέγχει και δέχεται πληροφορίες από τα αισθητήρια πυρανίχνευσης και τα μπουτόν αναγγελίας φωτιάς, τις επεξεργάζεται και τις μετατρέπει σε ηχητικά και φωτεινά σήματα μέσω των σειρήνων και των φάρων. Επίσης, ενημερώνει ιδιωτικά κέντρα λήψης σημάτων συναγερμού (Κ.Λ.Σ.Σ.) και ενεργοποιεί αυτόματα συστήματα κατάσβεσης.

Ανάλογα με τον τρόπο που είναι κατασκευασμένος να ελέγχει και να δέχεται πληροφορίες ο κεντρικός πίνακας από τα αισθητήρια πυρανίχνευσης και τα μπουτόν αναγγελίας φωτιάς, τα συστήματα πυρανίχνευσης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:

  1. Συστήματα Συμβατικής Πυρανίχνευσης
  2. Συστήματα Πυρανίχνευσης Σημειακής Αναγνώρισης (Διευθυνσιοδοτημένος πίνακας πυρανίχνευσης, ή πίνακας πυρανίχνευσης διευθυνσιοδοτημένων στοιχείων).

Σύμφωνα με το μέγεθος της κτιριακής εγκατάστασης που θέλουμε να καλύψει το σύστημα πυρανίχνευσης, ο κεντρικός πίνακας πρέπει να διαθέτει ανάλογο αριθμό ζωνών ή βρόγχων, ώστε να προσδιορίζεται εύκολα και γρήγορα το ακριβές σημείο που ενεργοποιήθηκε το αισθητήριο ή το μπουτόν αναγγελίας.

Οι πίνακες συμβατικής πυρανίχνευσης διαθέτουν 1, 2, 4, 8, 12, 16, 24, 32 κτλ ζώνες, στις οποίες μπορούν να συνδεθούν έως 20 ανιχνευτές σε κάθε ζώνη.

Οι πίνακες πυρανίχνευσης σημειακής αναγνώρισης διαθέτουν βρόγχους, στους οποίους μπορούν να συνδεθούν έως 200 διευθυνσιοδοτημένοι ανιχνευτές σε κάθε βρόγχο (μέγιστου μήκους 1000m).

Πολλές φορές, σε μεγάλες εγκαταστάσεις συστημάτων πυρανίχνευσης, είναι αναγκαία η χρήση ενός Πίνακα ελέγχου (Annunciator Panel) ή και περισσοτέρων, προκειμένου να έχουμε ταυτόχρονη απεικόνιση καταστάσεων και λειτουργιών με τον κεντρικό πίνακα σε ένα ή και σε περισσότερα σημεία της εγκατάστασης.

Οι κεντρικοί πίνακες μιας εγκαταστάσεως πυρανιχνεύσεως και πιθανόν το σύστημα ενεργοποιήσεως των αυτομάτων μονάδων κατασβέσεως περιλαμβάνουν:

  • τη μονάδα παροχής ενέργειας του πίνακα, που συνδέεται με το ρεύμα πόλεως και δίνει στην εγκατάσταση το αναγκαίο ρεύμα με την κατάλληλη τάση,
  • τη μονάδα ελέγχου της τάσεως που περιοδικά ελέγχει την τάση ρεύματος της εγκαταστάσεως,
  • τη μονάδα της σημάνσεως που θέτει σε λειτουργία τα σχετικά όργανα σε περίπτωση συναγερμού ή βλάβης,
  • τη μονάδα εφεδρικής τροφοδοσίας με ηλεκτρικό ρεύμα, που τροφοδοτεί την εγκατάσταση από συσσωρευτές (μπαταρίες) όταν διακοπεί το ρεύμα της πόλεως,
  • τη μονάδα φορτίσεως των συσσωρευτών (μπαταριών), που φορτίζει τις μπαταρίες όταν επανέλθει το ρεύμα της πόλης και περιοδικά διοχετεύει το απαραίτητο ρεύμα για τη συντήρηση τους,
  • τις μπαταρίες που πρέπει να εξασφαλίζουν με αυτονομία την εγκατάσταση για 24,48 κλπ. ώρες ανάλογα με τις συνθήκες,
  • τις μονάδες των ομάδων ανιχνεύσεως,
  • αυτοματισμούς που πιθανόν εμποδίζουν τη διάδοση της φωτιάς ή θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς κατασβέσεως.

Αισθητήρια πυρανίχνευσης

Τα αισθητήρια πυρανίχνευσης (πυρανιχνευτές) αποτελούν τους αισθητήρες που ανιχνεύουν την ύπαρξη φωτιάς από τα πρώτα της στάδια. Μόλις ενεργοποιηθούν, στέλνουν ένα σήμα στον κεντρικό πίνακα πυρανίχνευσης και ανάβουν την ενσωματωμένη λυχνία που διαθέτουν. Όταν υπάρχουν πολλοί πυρανιχνευτές σε έναν χώρο, συνδέονται όλοι με μια άλλη ενδεικτική λυχνία (φωτεινός επαναλήπτης) που τοποθετείται έξω από τον χώρο αυτό.

Ανιχνευτής ιονισμού καπνού

Χρησιμοποιεί ένα θάλαμο του οποίου οι δύο απέναντι πλευρές είναι ηλεκτρόδια συνδεδεμένα στον θετικό και τον αρνητικό πόλο του κυκλώματος του. Μια μικρή ποσότητα ραδιενεργού υλικού Αμερίκιου (Am241), ιονίζει τον αέρα μέσα στο θάλαμο, παράγοντας αρνητικά και θετικά ιόντα. Εξ αιτίας αυτών των ιόντων ένα ρεύμα διαρρέει τον αέρα του θαλάμου ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό ηλεκτρόδιο. Όταν στο θάλαμο εισέλθουν σωματίδια καπνού, ο αριθμός των ιόντων μειώνεται και αντίστοιχα μειώνεται και το ρεύμα που τον διαρρέει.

Οι σημερινοί ανιχνευτές ιονισμού καπνού χρησιμοποιούν δύο θαλάμους: Ο ένας είναι κλειστός (δεν επιτρέπει την είσοδο αέρα από το περιβάλλον) και ο δεύτερος ανοιχτός. Η ανίχνευση του καπνού γίνεται με τη σύγκριση των ρευμάτων που διαρρέουν τους δύο θαλάμους.

Η ανίχνευση καπνού με τη μέθοδο του ιονισμού είναι η πρώτη που χρησιμοποιήθηκε. Έχει όμως το βασικό μειονέκτημα της εκπομπής ραδιενέργειας, η οποία αν και είναι μικρή, δεν παύει να είναι υπολογίσιμη, ειδικά σε συστήματα πυρανίχνευσης που χρησιμοποιούν πολλούς ανιχνευτές. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν κράτη, όπως η Ιταλία, που απαγορεύουν τη χρήση ανιχνευτών ιονισμού. Κάποια άλλα, μέσα σε αυτά και η Ελλάδα, θέτουν αυστηρότατους περιορισμούς στη χρήση τους, υποχρεώνοντας τους κατασκευαστές, εισαγωγείς και εγκαταστάτες να συγκεντρώνουν τους ανιχνευτές μετά την λήξη του ορίου ζωής τους (συνήθως 10 με 12 χρόνια) και να τους αποστέλλουν σε χώρες όπου μπορεί να αφαιρεθεί το επικίνδυνο πλέον ραδιενεργό υλικό τους. Οι πιο πάνω λόγοι κάνουν όλο και περισσότερους χρήστες και εγκαταστάτες να αποφεύγουν τη χρησιμοποίηση τέτοιων ανιχνευτών και να τους ανικαθιστούν από ανιχνευτές ορατού καπνού.

Ανιχνευτής ορατού καπνού

Ονομάζεται αλλιώς φωτοηλεκτρικός ή οπτικοηλεκτρικός ανιχνευτής καπνού. Χρησιμοποιεί ένα θάλαμο κατασκευασμένο από μαύρο αντιανακλαστικό υλικό. Μέσα στο θάλαμο υπάρχει ένας πομπός και ένας δέκτης υπέρυθρης ακτινοβολίας, τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο, που η δέσμη εκπομπής του ενός να μην φτάνει απ' ευθείας στον άλλον.

Όταν στο θάλαμο υπάρχει καθαρός αέρας ο δέκτης δεν λαμβάνει ακτινοβολία. Με την εισαγωγή του καπνού στο θάλαμο, μία ποσότητα της ακτινοβολίας του πομπού αντανακλάται στα σωματίδια του και φτάνει στο δέκτη. Τα ηλεκτρονικά κυκλώματα στα οποία είναι συνδεδεμένος ο δέκτης συγκρίνουν την ακτινοβολία με μια προρυθμισμένη ποσότητα για να αποφασίσουν αν ο καπνός έχει ξεπεράσει τα όρια του συναγερμού.

Για λόγους μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας, οι πομποί των ανιχνευτών αυτού του τύπου δεν εκπέμπουν μόνιμα, αλλά περιοδικά και για μικρά χρονικά διαστήματα (εκπέμπουν για 20-30 ms ανά 7-10sec). Ο θάλαμος τους είναι καλυμμένος σε όλα τα ανοίγματα με μεταλλική ή πλαστική λεπτή σίτα για να μην μπαίνουν μέσα μικρά έντομα.

Αποτελούν σήμερα τους ανιχνευτές που χρησιμοποιούνται περισσότερο από κάθε άλλο τύπο. Η αξιοπιστία τους βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, η ενέργεια που καταναλώνουν είναι ελάχιστη και οι απαιτήσεις για συντήρηση σχετικά μικρές. Δεν περιέχουν εξαρτήματα βλαβερά για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον. Συνήθως είναι η πρώτη επιλογή για κάθε χώρο. Δεν προτείνεται η τοποθέτηση τους εκεί που υπάρχουν συνθήκες που τους κάνουν να δίνουν ψευδείς συναγερμούς (π.χ. χώροι με αυξημένη ποσότητα σκόνης ή υδρατμών).

Ανιχνευτής καπνού δέσμης (Beam detector)

Είναι και αυτοί οπτικοί ανιχνευτές καπνού, χωρίς κλειστό θάλαμο, που χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μεγάλους χώρους. Αποτελούνται, συνήθως, από τρία κομμάτια: τον πομπό υπερύθρων, τον δέκτη και το μηχανισμό ελέγχου.

Ο πομπός εκπέμπει στο χώρο μία δέσμη υπέρυθρης ακτινοβολίας με μήκος κύματος που απορροφάται από τα μόρια καπνού. Όταν στο χώρο δεν υπάρχει καπνός, ο δέκτης λαμβάνει μία ποσότητα αυτής της ακτινοβολίας. Σε περίπτωση φωτιάς, ο καπνός απορροφά μέρος της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας και αυτή που φτάνει στο δέκτη μειώνεται. Αν η μείωση ξεπεράσει ένα προρυθμισμένο ποσοστό τότε ο ανιχνευτής δίνει συναγερμό.

Θερμοδιαφορικός ανιχνευτής

Είναι ανιχνευτές που ενεργοποιούνται με την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας. Χρησιμοποιούν δύο αισθητήρια θερμοκρασίας, τοποθετημένα σε τέτοιες θέσεις, που το ένα να επηρεάζεται γρήγορα από την αλλαγή της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και το δεύτερο αργά. Τα εσωτερικά τους κυκλώματα μετρούν το ρυθμό μεταβολής της θερμοκρασίας, συγκρίνοντας τις μετρήσεις από τα δύο αισθητήρια. Αν ο ρυθμός είναι μεγαλύτερος του επιτρεπομένου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τότε δίνεται συναγερμός φωτιάς. Οι δύο ρυθμοί αύξησης της θερμοκρασίας στους οποίους ο ανιχνευτής πρέπει να δώσει συναγερμό είναι προδιαγεγραμμένοι στον Ευρωπαϊκό κανονισμό ΕΝ 54-6.

Θερμικός ανιχνευτής

Είναι ανιχνευτές που ενεργοποιούνται όταν η θερμοκρασία ξεπεράσει ένα σταθερό όριο. Υπάρχουν ανιχνευτές που ενεργοποιούνται στους 60, 70 ή 90 °C, ανάλογα με τις απαιτήσεις του χώρου στον οποίο θα τοποθετηθούν. Παρ' όλο που σαν ανιχνευτές είναι αξιόπιστοι, είναι αυτοί που θα αντιδράσουν τελευταίοι σε περίπτωση φωτιάς, γι' αυτό και τοποθετούνται σε χώρους όπου οι συνθήκες δεν επιτρέπουν την τοποθέτηση άλλου τύπου ανιχνευτή.

Ανιχνευτές εκρηκτικών αερίων

Παρόλο που η ανίχνευση εκρηκτικών και τοξικών αερίων είναι ένας ξεχωριστός τομέας, που έχει διαφορετικούς στόχους από την πυρανίχνευση, αρκετές φορές υπάρχει ανάγκη να συνδέσουμε σε συστήματα πυρανίχνευσης και ανιχνευτές εκρηκτικών αερίων για να "προλάβουμε" μία φωτιά πριν ακόμα αυτή εκδηλωθεί. Ο τρόπος κατασκευής των ανιχνευτών αυτών απαιτεί ειδική σύνδεση με τον πίνακα και επιπλέον υπάρχει ειδικός περιορισμός στον αριθμό τους που μπορεί να συνδεθεί σε κάθε πίνακα.

Δύο βασικοί τύποι συνδέονται συνήθως σε συστήματα πυρανίχνευσης:

  • Ο ανιχνευτής φυσικού αερίου, που περιέχει αισθητήριο φτιαγμένο ειδικά για να ανιχνεύει μεθάνιο (το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου)
  • Ο ανιχνευτής υγραερίου, που περιέχει αισθητήριο φτιαγμένο ειδικά για να ανιχνεύει προπάνιο και βουτάνιο (από τα οποία αποτελείται το υγραέριο).

Ανιχνευτές φλόγας

Είναι εξειδικευμένοι ανιχνευτές που παρουσιάστηκαν τα τελευταία χρόνια. Περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα αισθητήρια υπέρυθρης ακτινοβολίας και ειδικά διαμορφωμένα κάτοπτρα. Ενεργοποιούνται όταν ανιχνεύσουν παλμούς χαμηλής συχνότητας υπέρυθρης ακτινοβολίας που προέρχονται από την παρουσία φλόγας. Η απόκριση τους εξαρτάται από την επιφάνεια της φωτιάς και την απόσταση της από τον ανιχνευτή. Στην Ευρωπαϊκή Οδηγία ΕΝ 54-10, σύμφωνα με την οποία πρέπει να κατασκευάζονται οι ανιχνευτές φλόγας, προβλέπονται τα μεγέθη της φλόγας (σε m) και οι αποστάσεις από τις οποίες πρέπει να δίνεται συναγερμός.

Χρησιμοποιούνται συνήθως σε πολύ κρίσιμους, από πλευράς ασφαλείας, χώρους ειδικά σε εκείνους που η εμφάνιση φωτιάς θα καθυστερήσει να παράγει καπνό ή αύξηση θερμοκρασίας. Τέτοιοι χώροι είναι εγκαταστάσεις επεξεργασίας και αποθήκευσης υγρών καυσίμων, υπόστεγα αεροσκαφών, εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εγκαταστάσεις μεγάλων μετασχηματιστών κ.ά. Επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ημιυπαίθριους χώρους, όπου ο αέρας θα εμποδίσει την συγκέντρωση καπνού και θερμότητας σε περίπτωση φωτιάς.

Εκλογή πυρανιχνευτή

Όπως είδαμε, η διέγερση των πυρανιχνευτών βασίζεται στην άνοδο της θερμοκρασίας (θερμικοί ανιχνευτές) ή την εμφάνιση φλόγας (ανιχνευτές φλόγας) ή την παρουσία αεριωδών προϊόντων της καύσεως (ανιχνευτές ορατού και λευκού καπνού), δηλαδή διεγείρονται με κάποιο από τα στοιχεία εκείνα, που γενικά φανερώνουν την ύπαρξη φωτιάς.

Το είδος του ανιχνευτή που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από τα υλικά και τα αντικείμενα του χώρου, καθώς και το είδος της πυρκαγιάς που αναμένεται με λογική πιθανότητα. Αφετηρία λοιπόν της επιλογής αποτελούν το περιεχόμενο και η πιθανή χρήση των χώρων.

Η αναλυτική εξέταση της πιθανής πυρκαγιάς και των προϊόντων της, οδηγεί στο είδος των ανιχνευτών που θα χρησιμοποιηθούν. Αν π.χ. σ΄ένα χώρο περιέχεται ξύλο ή χαρτί ή ύφασμα, σε περίπτωση πυρκαγιάς παράγονται αρχικά αεριώδη προϊόντα όπως CO, CO2, υδρογονάνθρακες κλπ, των οποίων η διάμετρος του μορίου είναι 0,001μm και 0,002μm. Στα καυσαέρια θα περιλαμβάνονται και μόρια υλικών που είναι εν μέρει ορατά (το 1/3 με μόρια μεγαλύτερα του 1μm) και εν μέρει αόρατα (τα υπόλοιπα 2/3 με μόρια διαμέτρου 0,01μm και 1μm).

Μετά από τα αέρια και τα καυσαέρια παρουσιάζονται οι φλόγες και αρχίζει να εμφανίζεται υψηλή θέρμανση. Αν λοιπόν υπάρχει ανάγκη να επισημανθεί η πυρκαγιά από την πρώτη φάση, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ανιχνευτές ιονισμού ή φλόγας. Πριν δοθεί εντολή αυτόματης λειτουργίας του πυροσβεστικού συστήματος κατακλυσμού (π.χ. CO2), επειδή θα προκύψουν δαπάνες και ζημίες, πρέπει να αφεθούν κάποια χρονικά περιθώρια κατά τα οποία ανθρώπινη επέμβαση ή άλλο γεγονός μπορεί να ανακόψουν την καύση. Αν υπάρχει κίνδυνος επέκτασης της πυρκαγιάς, πράγμα που διαπιστώνουν  π.χ. οι ανιχνευτές θερμοκρασίας, δίδεται εντολή να λειτουργήσει το αυτόματο κατασβεστικό σύστημα.

Τα υγρά καύσιμα (βενζίνη, βενζόλη, πετρέλαιο, λάδια και λίπη γενικά), όταν καίγονται, βγάζουν αεριώδη προϊόντα καύσεως, πολλά από τα οποία αναφλέγονται συγχρόνως και αναπτύσσουν θερμότητα (συχνά μεγαλύτερη από 10.000 kcal/kg), που ανεβάζει τη θερμοκρασία πάνω από 900° C.

Τα πλαστικά προϊόντα παράγουν αέρια καύσης, καθόλου ή λίγες φλόγες και πολύ λίγη θερμότητα, αφού έχουν θερμογόνο δύναμη κατώτερη των 2.000 kcal/kg.

Τα οινοπνευματώδη δημιουργούν φλόγα και όχι αεριώδη προϊόντα καύσης (καπνό) και υψηλή θερμότητα.

Τα λιπάσματα γενικά παρουσιάζουν αεριώδη προϊόντα καύσης. Στη συνέχεια αναφλέγονται και αναπτύσσουν θερμότητα.

Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία (που αναφέρθηκαν ενδεικτικά) και που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί ο τύπος του κατάλληλου ανιχνευτή, το σύστημα ανιχνεύσεως που θα εγκαταστήσουμε, πρέπει να είναι προϊόν ενός σοβαρού και δοκιμασμένου κατασκευαστικού οίκου. Μια εγκατάσταση πυρανιχνεύσεως πρέπει να λειτουργεί σωστά (με υψηλή αξιοπιστία) και πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο οι τυχόν ψευδείς συναγερμοί που οφείλονται δηλαδή σε διεγέρσεις διαφορετικές από εκείνες που προδίδουν την έναρξη μιας πυρκαγιάς. Ιδιαίτερα ευπαθείς στους ψευδείς συναγερμούς είναι οι ανιχνευτές φλόγας, γιατί διεγείρονται με υπεριώδη και υπέρυθρη ακτινοβολία, η οποία μπορεί να προσβάλλει τον ανιχνευτή με μια διακύμανση 5-30 Hz. Υπέρυθρες ακτίνες, που εκπέμπονται μέσα στα όρια της παραπάνω συχνότητας, εξαπολύει και η αυξομείωση στην ένταση της φλόγας και έτσι μπορεί να ανιχνευθεί αυτή. Για το λόγο αυτό, οι ανιχνευτές φλόγας πρέπει να χρησιμοποιούνται με μια σχετική επιφύλαξη, εξ αιτίας των ενδεχόμενων αναίτιων συναγερμών που μπορεί να προκαλέσουν.

Αξιοπιστία ανιχνευτών

Παλαιότερα, στόχος των κατασκευαστών ανιχνευτών ήταν η αύξηση της ευαισθησίας. Με τον τρόπο όμως αυτό, παρουσιάστηκαν στις πρακτικές εφαρμογές σοβαρά προβλήματα από αναίτιες σημάνσεις συναγερμού. Με τη σωστή επιλογή του στοιχείου που πυρανιχνεύεται και επομένως με την τοποθέτηση συσκευής κατάλληλης ευαισθησίας, οι κατασκευαστές έχουν τώρα σαν κύριο στόχο την αξιοπιστία του συστήματος.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι φαινόμενα που δημιουργούνται από διάφορες συνηθισμένες εργασίες στους προστατευμένους χώρους και λειτουργούν παραπλανητικά. Τέτοια φαινόμενα μπορούν εφόσον είναι ισχυρά, να δυσκολέψουν ή και να αχρηστεύσουν τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως για πυρανίχνευση ενός από τα χαρακτηριστικά της φωτιάς.

Μερικά παραδείγματα τυπικών μεγεθών που λειτουργούν παραπλανητικά για τα διάφορα συστήματα πυρανιχνεύσεως, είναι τα εξής:

  • Εργασίες και στοιχεία που μπορούν να παραπλανήσουν ανιχνευτές ιονισμού είναι οι ηλεκτροσυγκολλήσεις, οι οξυγονοκολλήσεις, ο ατμός, οι εξατμίσεις αυτοκινήτων και ο καπνός τσιγάρων.
  • Αφετηρία παραπλανητικών στοιχείων (ερεθισμών) για τους θερμικούς ανιχνευτές αποτελούν οι εγκαταστάσεις αερισμού, τα αερόθερμα, τα θερμαντικά σώματα, οι ηλιακές ακτίνες, οι ατμοί, οι οξυγονοκολλήσεις, οι ηλεκτροσυγκολλήσεις, οι εξατμίσεις αυτοκινήτων και γενικά οι μηχανές που παράγουν ή μεταφέρουν θερμότητα.
  • Παραπλανητικά στοιχεία για ανιχνευτές φλόγας είναι οι ανακλάσεις φωτός πάνω από επιφάνειες ανοικτού χρώματος, τα μεταλλικά παραπετάσματα ήλιου, οι έλικες αεροπλάνων, οι σιδηρόδρομοι, τα αυτοκίνητα, οι οξυγονοκολλήσεις, οι ηλεκτροσυγκολλήσεις και τα φωτιστικά σώματα.

Για την αντιμετώπιση των παραπλανητικών μεγεθών, χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι (περιστασιακές ή μόνιμες), όπως:

  • Κάλυψη του ανιχνευτή
  • Μετατόπιση του ανιχνευτή
  • Αλλαγή του ανιχνευτή με άλλο ανιχνευτή που να διεγείρεται από διαφορετικά κριτήρια.
  • Χρησιμοποίηση ανιχνευτών για ειδικές εφαρμογές (π.χ. θάλαμος δειγματοληψίας αέρα, κλπ.)
  • Αλληλεξάρτηση κυκλωμάτων περισσότερων ανιχνευτών (π.χ. αλληλεξάρτηση δύο ομάδων ανιχνευτών).
  • Διαδικασία απομόνωσης (αποσύνδεσης) ανιχνευτών ή ομάδων ανιχνευτών κατά τις εργάσιμες ώρες.

Για αυτή τη λύση θα πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στα πρόσωπα που θα αναλάβουν τους χειρισμούς διακοπής και επαναφοράς σε λειτουργία. Από την άποψη της ασφάλειας, θα πρέπει οπωσδήποτε να εξετασθεί το κατά πόσο μειώνει τους κινδύνους μια εγκατάσταση, έστω και λιγότερο ευαίσθητη αλλά που λειτουργεί συνεχώς, σε σύγκριση με άλλη εγκατάσταση πιο ευαίσθητη, που θα πρέπει να συνδέεται και να απομονώνεται καθημερινά πολλές φορές.

Με τη χρησιμοποίηση της ίδιας υποδοχής στήριξης για όλους τους ανιχνευτές, εξασφαλίζεται από την αρχή η δυνατότητα εναλλαγής τους ή αντικατάστασής τους. Έτσι, η προσαρμογή σε τοπικές συνθήκες ή αλλαγές μπορεί να γίνει και αργότερα. Η προβλεπόμενη αξιοπιστία των υλικών, των μέσων και του όγκου σχεδιασμού, είναι αποφασιστικής σημασίας για την τελική απόφαση που σχετίζεται με την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα της εγκαταστάσεως συστήματος πυρανιχνεύσεως. Γι’ αυτόν τον λόγο πριν από την οριστική μελέτη της εγκαταστάσεως θα πρέπει να μελετηθεί η οργάνωση του συναγερμού σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες των κτιρίων ή εργοστασίων, τους υπεύθυνους πυροπροστασίας και την Πυροσβεστική Υπηρεσία και να περιγραφεί λεπτομερώς με τη μορφή ενός διαγράμματος συναγερμού.

Εσωτερική και εξωτερική κινητοποίηση

Τελικός στόχος μιας μονάδας ή ενός συστήματος πυρανιχνεύσεως είναι να εξασφαλιστεί η έγκαιρη κατάσβεση με:

  • την αυτόματη ενεργοποίηση υπάρχουσας μόνιμης εγκαταστάσεως.
  • την «εσωτερική» κινητοποίηση της ομάδας πυρόσβεσης του κτιρίου ή της βιομηχανικής εγκαταστάσεως,
  • την κινητοποίηση της «εξωτερικής» μονάδας πυρόσβεσης, δηλαδή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

Η Πυροσβεστική Υπηρεσία διαθέτει στελέχη με τις κατάλληλες γνώσεις και τον κατάλληλο εξοπλισμό για να αντιμετωπίσει μια σοβαρή πυρκαγιά. Για να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατό ταχύτατη άφιξη της πυροσβεστικής και η αποτελεσματική καταστολή της φωτιάς, όπως και η διάσωση ατόμων και υλικών που βρίσκονται σε κίνδυνο, το Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος διαθέτει έναν αριθμό περιπολικών πυροσβεστικών οχημάτων, που βρίσκονται πάντοτε έτοιμα για δράση σε επιλεγμένα ή κοντά σε ευπαθή σημεία των μεγάλων πόλεων.

Ο αριθμός όμως των διαθέσιμων περιπολικών πυροσβεστικών οχημάτων είναι περιορισμένος. Για παράδειγμα στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς περιπολούν ή σταθμεύουν σε νευραλγικά σημεία του λεκανοπεδίου της Αττικής ειδικά επανδρωμένα οχήματα, τα οποία όμως δεν επαρκούν για να καλύψουν ολόκληρη την περιοχή της πρωτεύουσας και του Πειραιά, ιδιαίτερα μάλιστα τις πολύ απλωμένες και διασκορπισμένες βιομηχανικές ζώνες. Είναι επομένως απαραίτητο, τα πολύ μεγάλα κτίρια και οι μεγάλες επιχειρήσεις (ιδίως εκείνες που έχουν μεγάλα πυροθερμικά φορτία ή περιλαμβάνουν χώρους αποθήκευσης υλικών γρήγορης ανάφλεξης), να έχουν εγκατάσταση συστήματος πυρανίχνευσης-πυρόσβεσης.

Για τις πυρκαγιές μπορεί να ειδοποιηθεί τηλεφωνικώς το κέντρο Αμέσου Επεμβάσεως του Πυροσβεστικού Σώματος (αριθμός κλήσης 199). Μόλις ο πυροσβέστης-τηλεφωνητής πάρει τα αναγκαία στοιχεία, δίδεται εντολή με τον ασύρματο στα περιπολικά οχήματα. Στη συνέχεια, ανάλογα με τη σοβαρότητα της πυρκαγιάς ο επικεφαλής αξιωματικός κινητοποιεί την κύρια δύναμη προσβολής με τα κατάλληλα οχήματα, υλικά και λοιπά μέσα. Βέβαια, η παραπάνω διαδικασία έχει σαν αποτέλεσμα την απώλεια - έστω και μικρού - χρόνου, γιατί δημιουργούνται πάντοτε σχετικές καθυστερήσεις, που στη διάρκεια τους ενδέχεται να εξαπλωθεί τόσο η φωτιά, ώστε η καταστροφή να είναι αναπόφευκτη.

Πολύ σημαντικός επίσης παράγοντας που προκαλεί απώλειες χρόνου και καθυστερήσεις της πυροσβεστικής εξόδου, είναι το γεγονός ότι πολλές φορές τα πυροσβεστικά οχήματα, καθώς πηγαίνουν προς τον τόπο της πυρκαγιάς συναντούν σοβαρές δυσκολίες προσπέλασης και εμπόδια στους δρόμους της πόλης. Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο έντονο σε ώρες κυκλοφοριακής αιχμής.

Συναγερμός

Σε περίπτωση πυρκαγιάς, ο συναγερμός προκαλείται:

  • με φωνητική επικοινωνία
  • με χειροκίνητα μέσα
  • με αυτόματα μέσα

Οι συσκευές συναγερμού που εκπέμπουν ηχητικά σήματα πρέπει να έχουν τέτοια χαρακτηριστικά και να είναι κατανεμημένες με τέτοιον τρόπο, ώστε τα σήματα να υπερισχύουν της μέγιστης στάθμης θορύβου που υπάρχει σε κανονικές συνθήκες και να ξεχωρίζουν από τα ηχητικά σήματα άλλων συσκευών στον ίδιο χώρο.

Χειροκίνητα Ηλεκτρικά Μέσα

Οι ηλεκτρικοί αγγελτήρες πυρκαγιάς πρέπει να τοποθετούνται σε προσιτά και φανερά σημεία των οδεύσεων διαφυγής, σε κουτί με σταθερό γυάλινο κάλυμμα. Οι αγγελτήρες τοποθετούνται κοντά στο κλιμακοστάσιο ή στην έξοδο κινδύνου. Σε πολυόροφα κτίρια, με επαναλαμβανόμενους τυπικούς ορόφους, τοποθετούνται στις ίδιες θέσεις σε κάθε όροφο. Ο αριθμός των αγγελτήρων σε κάθε όροφο καθορίζεται από τον περιορισμό ότι κανένα σημείο του ορόφου δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από 50 μέτρα από τον αγγελτήρα. Η πίεση του ηλεκτρικού κουμπιού μετά από σπάσιμο του καλύμματος ενεργοποιεί σειρήνα συναγερμού, που είναι συνδεδεμένη με το κύκλωμα.

Αυτόματα Ηλεκτρικά Μέσα

Τα αυτόματα μέσα πρόκλησης συναγερμού (ανιχνευτές, κ.λ.π.), ενεργοποιούνται με την εμφάνιση πυρκαγιάς ή την πρόκληση βλάβης στο αντίστοιχο σύστημα και μεταδίδουν ηχητικά σήματα με σειρήνες συναγερμού. Όπου από τις Ειδικές Διατάξεις απαιτείται η αυτόματη ειδοποίηση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, πρέπει το σύστημα ανίχνευσης της πυρκαγιάς να προβλέπει αυτόματη διαβίβαση του σήματος συναγερμού στον πλησιέστερο Πυροσβεστικό Σταθμό.

Μπουτόν αναγγελίας φωτιάς (Fire Call Point)

Τα μπουτόν αναγγελίας φωτιάς (Fire Call Point) ή μπουτόν χειροκίνητης αναγγελίας φωτιάς (Manual Call Point) τοποθετούνται στους διαδρόμους και στις εξόδους διαφυγής. Συνδέονται στις ζώνες ή στους βρόγχους του πίνακα πυρανίχνευσης. Πατώντας τα ενεργοποιούνται, είτε με την θραύση, είτε με την μετατόπιση του προστατευτικού τους καλύμματος (πλαστικό ασφαλές τζάμι – safeglass). Αντικαθιστώντας το σπασμένο τζάμι (κάλυμμα) ή επαναφέροντας το στην αρχική του θέση (με τη χρήση ενός ειδικού κλειδιού), απενεργοποιούνται και είναι πάλι έτοιμα για χρήση. Μερικοί τύποι μπουτόν αναγγελίας φωτιάς έχουν ενσωματωμένες ενδεικτικές λυχνίες.

Φωτεινοί επαναλήπτες (LED Remote Indicator)

Οι φωτεινοί επαναλήπτες ή επαναλήπτες ένδειξης συναγερμού συνδέονται στους πυρανιχνευτές και στα μπουτόν αναγγελίας φωτιάς. Όταν ενεργοποιηθούν, ενημερώνουν οπτικά -και πολλές φορές και ηχητικά- για την κατάσταση του χώρου που βρίσκονται. Τοποθετούνται συνήθως στους διαδρόμους πάνω από τις πόρτες εισόδου των χώρων που επιτηρούν.

Τεχνητός Φωτισμός των Οδεύσεων Διαφυγής

Ανάλογα με τις Ειδικές Διατάξεις για κάθε χρήση κτιρίου, όταν απαιτείται φωτισμός των οδεύσεων διαφυγής, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες διατάξεις:

  • Ο φωτισμός των οδεύσεων διαφυγής (τεχνητός ή φυσικός) πρέπει να είναι συνεχής στο χρονικό διάστημα που το κτίριο βρίσκεται σε λειτουργία, παρέχοντας την ελάχιστη ένταση φωτισμού των 15 lux, ιδιαίτερα στα δάπεδα των οδεύσεων διαφυγής, συμπεριλαμβανομένων των γωνιών, των διασταυρώσεων διαδρόμων, των κλιμακοστασίων και κάθε πόρτας εξόδου διαφυγής. Ο τεχνητός φωτισμός πρέπει να τροφοδοτείται από τουλάχιστον 1 σίγουρη πηγή ενέργειας, όπως ηλεκτρικό ρεύμα από τη ΔΕΗ.
  • Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση φωτιστικών σωμάτων, που λειτουργούν με συσσωρευτές και η χρήση φορητών στοιχείων για τον κανονικό φωτισμό των οδεύσεων διαφυγής, όμως επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως βοηθητική πηγή ενέργειας για τον φωτισμό ασφαλείας.
  • Απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται φωσφορίζοντα ή ανακλαστικά του φωτός στοιχεία ως υποκατάστατα των απαιτούμενων ηλεκτρικών φωτιστικών σωμάτων.

Φωτισμός Ασφαλείας

Για κάθε κτίριο, όπου σύμφωνα με τις Ειδικές Διατάξεις του απαιτείται φωτισμός ασφάλειας στις οδεύσεις διαφυγής, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προδιαγραφές:

  • Η διακοπή του φωτισμού στη διάρκεια αλλαγής από μια πηγή ενέργειας σε άλλη πρέπει να είναι ελάχιστη. Η επιτρεπόμενη διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 10 δευτερόλεπτα.
  • Ο φωτισμός ασφάλειας πρέπει να τροφοδοτείται από σίγουρη εφεδρική πηγή ενέργειας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται σε όλα τα σημεία του δαπέδου των οδεύσεων διαφυγής η ελάχιστη τιμή των 10 lux, μετρούμενη στη στάθμη του δαπέδου.
  • Το σύστημα του φωτισμού ασφάλειας πρέπει να διατηρεί τον προβλεπόμενο φωτισμό για μιάμιση τουλάχιστον ώρα, σε περίπτωση διακοπής του κανονικού φωτισμού.

Σειρήνες πυρανίχνευσης (Self-Powered Siren & HornStrobe)

Οι σειρήνες και οι φαροσειρήνες αποτελούν τα οπτικοακουστικά μέσα, με τα οποία ένα σύστημα πυρανίχνευσης προειδοποιεί και ενημερώνει όσους βρίσκονται στον χώρο που έχει ανιχνευθεί πυρκαγιά. Πολλές φορές οι φαροσειρήνες έχουν ενσωματωμένα μηνύματα προειδοποίησης και ενημέρωσης για την απομάκρυνση των ατόμων μέσω των εξόδων διαφυγής από το συγκεκριμένο σημείο του κτιρίου.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

  • Ελέγξτε αν στην περιοχή σας έχουν τοποθετηθεί πινακίδες με ονόματα οδών και αριθμούς σπιτιών που διακρίνονται εύκολα από τον δρόμο, για να μπορούν οι πυροσβέστες να εντοπίσουν την κατοικία.
  • Μην τοποθετείτε ηλεκτροφόρα καλώδια κάτω από χαλιά, μοκέτες, κλπ. Μπορεί να φθαρούν χωρίς να το αντιληφθείτε ή να δημιουργηθεί βραχυκύκλωμα με κίνδυνο πυρκαγιάς.
  • Μην καρφώνετε οπουδήποτε στους τοίχους καρφιά, χωρίς να είστε σίγουροι ότι δεν περνούν αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος. Υπάρχει κίνδυνος ηλεκτροπληξίας.
  • Όταν αποσυνδέετε κάποια συσκευή από το ρεύμα, προσέξτε! Μην αγγίζετε τα γυμνά άκρα του φις, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο να έχει παραμείνει συσσωρευμένο ρεύμα στη συσκευή, ικανό να προκαλέσει ακόμη και το θάνατο.
  • Κανένας κανονισμός, μέχρι σήμερα, δε σας υποχρεώνει να εφοδιαστείτε με πυροσβεστήρα για το σπίτι. Μπορεί όμως να σας προσφέρει πολλά σε μια δύσκολη στιγμή. Αν τον προμηθευτείτε, διαβάστε προσεχτικά και τηρείστε τις οδηγίες που αναγράφονται σε αυτόν. Αν δε γνωρίζετε τον τρόπο χειρισμού του, ζητείστε πληροφορίες από την πλησιέστερη Πυροσβεστική Υπηρεσία.
  • Αποφεύγετε να τοποθετείτε καθρέπτες πάνω από το τζάκι, κοντά σε θερμάστρες, κλπ. Προσελκύουν τα άτομα, με αποτέλεσμα να πλησιάζουν πολύ κοντά, χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Υπάρχει έτσι φόβος να πιάσουν φωτιά τα ρούχα τους.
  • Μην τοποθετείτε στις ηλεκτρικές ασφάλειες σύρμα ή αλουμινόχαρτο, γιατί είναι επικίνδυνο.
  • Όταν χρησιμοποιείτε υγρά καθαρισμού για ρούχα, δάπεδα, συσκευές, κλπ, πρέπει να ξέρετε ότι είναι εύφλεκτα. Μην ανάβετε λοιπόν σπίρτα, αναπτήρα ή διακόπτη ηλεκτρικού ρεύματος, γιατί μπορεί να υπάρχουν ακόμη στον χώρο ατμοί από τα υγρά αυτά.
  • Πριν φύγετε από το σπίτι σας, ελέγξτε αν υπάρχουν αναμμένες οικοσυσκευές ή τυχόν ξεχασμένα σκεύη μαγειρέματος πάνω σε αναμμένες εστίες.
  • Όποτε χρειαστείτε τη βοήθεια της Πυροσβεστικής, καλέστε την στον αριθμό 199.

Εργασία

  • Να εντοπίσετε μέσω διαδικτύου (ίντερνετ) βασικά μοντέλα φάρων, φαροσειρήνων και μπουτόν χειροκίνητου συναγερμού.
  • Να δημιουργήσετε μια παρουσίαση (powerpoint) με τις φωτογραφίες και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά.

(c) Αμπατζόγλου Γιάννης, Ηλεκτρονικός Μηχανικός, καθηγητής ΠΕ84

Αδειοδοτημένο υπό τους όρους Creative Commons Attribution Share Alike License 4.0