Ο Άγιος Ζαχαρίας ο Νεομάρτυρας (20 Ιανουαρίου)
Αυτός ο νέος αθλητής ήταν από την επαρχία της Άρτας. Κάποια φορά, για κάποιο λόγο αρνήθηκε το Χριστό, και έγινε τούρκος. Ύστερα πήγε στις Παλαιές Πάτρες όπου άνοιξε εργαστήριο, ένα γουναράδικο. Εκεί διάβαζε κρυφά διάβαζε ένα βιβλίο που λέγεται "Αμαρτωλών σωτηρία", και διαβάζοντάς το συχνά, μετανόησε πικρά για το κακό που έπαθε. Ρώτησε ένα φίλο του Χριστιανό και έμαθε ότι υπήρχε εκεί κάποιος ενάρετος πνευματικός και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του όπως και τον πόθο του να πάει να ομολογήσει τον Χριστό. Ο πνευματικός του έδωσε τη συμβουλή για σαράντα μέρες και νύχτες να προσευχηθεί, να μελετάει και να νηστέψει. Αλλά ο Ζαχαρίας δεν άντεξε, την εικοστή μέρα, άναψε μια φλόγα στην καρδιά του για το μαρτύριο. Ο πνευματικός του όμως τον υπέβαλε σε δοκιμασίες μήπως μπορέσει να τον αποτρέψει από το λογισμό του. Στο τέλος τον μύρωσε και του έδωσε τα Άχραντα Μυστήρια.
Ύστερα ο Ζαχαρίας πήγε στο εργαστήριο του, πούλησε τα υπάρχοντά του και έδωσε τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι φτάνει στον κριτή και του ανακοινώνει: «Εγώ δεν είμαι ο Μεμέτης αλλά ο Ζαχαρίας. Ήρθα να σου πω ότι ξεγελάστηκα και δέχτηκα την πίστη σας, αλλά τώρα υπολόγιζέ με σαν Χριστιανό». Μετά από προσπάθειες του κριτή, και αφού δε μπορούσε να πείσει τον Ζαχαρία, τον έβαλαν στη φυλακή και τρεις φορές την ημέρα τον ράβδιζαν μέχρι να δεχθεί την πίστη τους ή αλλιώς θα ξεψυχούσε βασανιζόμενος. Τον χτυπούσαν και με ραβδιά αλλά και με βαριές πέτρες, αλλά ο μάρτυρας έμενε σταθερός λέγοντας συνεχώς την ευχή του Χριστού μέσα του.
Κάποια μέρα, ο μπουλούμπασης, ο πρώτος από τους στρατιώτες, έδωσε εντολή στο δεσμοφύλακα, το βράδυ να βασανίσει τόσο πολύ τον Ζαχαρία μέχρι να πεθάνει, για να μην παιδεύονται αυτοί την ημέρα και χάνουν τον χρόνο τους. Έτσι αυτός τέντωσε πάρα πολύ τα πόδια του μάρτυρα πάνω στο ξύλο και πήγε να φάει. Κάποια στιγμή ο Άγιος φώναξε «ωχ», και ο δεσμοφύλακας του απάντησε: «τώρα άπιστε, να πιω όλο το κρασί μου, και έρχομαι για να σε κόψω τελείως σε κομματάκια». Κι ο Ζαχαρίας του απάντησε: «Αν είσαι παλικάρι μη λες μόνο λόγια, αλλά έλα και καν' το πράξη». Τότε ο δεσμοφύλακας θυμωμένος, κατέβηκε και τέντωσε ακόμη περισσότερο τα πόδια του μάρτυρα στο ξύλο και πήγε να συνεχίσει το δείπνο του υποσχόμενος να γυρίσει πίσω και να του κάνει ακόμη πιο φρικτά βασανιστήρια.
Ο μάρτυρας σε μια προσπάθειά του να κουνηθεί λίγο, άρχισε να σκίζεται το σώμα του και φωνάζοντας δυνατά «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», ξεψύχησε και η φυλακή γέμισε με εξαίσιο άρωμα. Όταν έμαθαν οι Χριστιανοί το τέλος του Αγίου, δόξασαν το Θεό και ζήτησαν από τον άρχοντα το λείψανό του. Εκείνος αρνήθηκε να τους το δώσει, και έδωσε εντολή να το ρίξουν σε ένα πηγάδι αφού το σύρουν στους δρόμους της πόλης. Την επόμενη νύχτα φάνηκε φως στο πηγάδι, γεγονός που γέμισε με χαρά τους Χριστιανούς από τη μια, ενώ από την άλλη έκανε τον άρχοντα να δώσει εντολή να γεμίσουν το πηγάδι με χόρτα και χώματα.
Ακούστε το βίο εδώ: