Tα Κήδεια ή
Καράκοτζα όπως το
αποκαλούν οι Τούρκοι,
είναι ένα από τα εννέα
Πιστικοχώρια της
περιοχής Απολλωνιάδας /
Μιχαλητσίου. Οι
ιστορικοί Μ. Κλεώνυμος
και Χρ. Παπαδόπουλος στο
έργο τους “Βιθυνικά” ή
“Επίτομος Μονογραφία της
Βιθυνίας και των πόλεων
αυτής. Εν
Κωνσταντινουπόλει 1867.
Αντίγραφο Β’ 148, φ. 4 –
5”, αναφέρουν τα κάτωθι:
«Χωρία Πιστικών
Πιστικός δηλοί παρά τοις
εκ Μάνης της
Πελοποννήσου τον
ποιμένα. Εκλήθησαν δε
ταύτα τα χωρία, ένεκα
των ποιμένων, οίτινες
προ τριών περίπου
εκατονταετηρίδων υπό
Οθωμανών μετωκίσθηκαν
κατά την περιοχήν της
Ρυνδακίας και
Απολλωνιάτιδος χώρας.
Ούτοι έβοσκον ποίμνια
Οθωμανού τινός Βέη,
διότι μέχρι σήμερον
καλούσι το μέρος τούτο "Τζοβάν
κηρί. Την δ' εκ
Πελοποννήσου αποίκησιν
μαρτυρούσιν, ου μόνον οι
πρεσβύτεροι την ηλικίαν
πιστικοί, αλλά και τα
ήθη και η διάλεκτος της
γλώσσης αυτών. Προϊόντος
δε του καιρού
πληθυνθέντες συνέστησαν
χωρία φόρου υποτελή όντα
τω Μητροπολίτη
Νικομηδείας, ου και
αντιπρόσωπος, ως είρητοι,
εδρεύει εν τη
Απολλωνιάδι. Οι κάτοικοι
των εξής χωρίων είναι
ποιμένες του ανατολικού
δόγματος».
Ανάμεσα, λοιπόν, στα 24
χωριά, που αποτελούσαν
την Εκκλησιαστική
Περιφέρεια Απολλωνιάδας,
ήταν και τα παρακάτω
εννιά Πιστικοχώρια.
• Βουρλάτοι ή Μπάσκιοϊ
• Αγινάτοι ή Ικίζτσε
• Κωνσταντινάτοι ή
Τσατάλ Αγήλ
• Βουλγαράτοι ή Χωρούδα
ή Καρατσάομπα
• Καμαριωτάτοι ή Αγία
Κυριακή
•
Κήδεια ή
Καράκοτζα,
• Απελλαδάτοι ή Σούμπαση
• Συριάνοι ή Σέυραν
• Πιρμικήρι ή Κιρμικήρ.
Για την προέλευση και
εγκατάσταση των κατοίκων
των χωριών αυτών,
υπήρχαν πολλές
παραδόσεις. Μία από
αυτές αναφέρει ότι μετά
την πτώση του Μυστρά
στους Τούρκους, το 1461,
οι κατακτητές
αιχμαλώτισαν πολλούς
κατοίκους της Μάνης και
τους έστειλαν
αιχμαλώτους στο
Σουλτάνο. Η μητέρα του
Σουλτάνου, η Μάρω, που
ήταν χριστιανή και κόρη
του βασιλιά της Σερβίας
Γεωργίου, τους χάρισε
την ζωή και τους έστειλε
στην περιοχή της
Απολλωνιάδας λίμνης,
δίνοντάς τους πρόβατα
για βοσκή. Αυτοί ήταν
υποχρεωμένοι κάθε χρόνο
να παραδίνουν στο
δημόσιο διάφορα προϊόντα
όπως μαλλιά, τυριά και
τα αρσενικά πρόβατα.
Με τον καιρό απέκτησαν δικά
τους γιδοπρόβατα και
άλλες απασχολήσεις, όπως
η γεωργία, η σηροτροφία
και η παραγωγή
ζαρζαβατικών, τα οποία
διέθεταν στις αγορές της
Προύσας και του
Μιχαλητσίου. Διοικητικά
υπάγονταν στο Μιχαλήτσι
και Εκκλησιαστικά στη
Μητρόπολη Νικομήδειας.
Οι κοινότητες
διοικούνταν από τους
δημογέροντες και τους
προεστούς.
Η γλώσσα και τα έθιμα των
κατοίκων ήταν
διαφορετικά από τα άλλα
ελληνικά χωριά.
Διατήρησαν όλα τα
στοιχεία της γλώσσας των
προγόνων τους και τα
έθιμά τους μέχρι και τη
Μικρασιατική Καταστροφή,
θύμιζαν έντονη τη
Μανιάτικη καταγωγή τους.
Ένα έθιμο, το οποίο
συναντούσε κανείς μόνο
στα Πιστικοχώρια, ήταν
οι Καντινάδες, το οποίο
είχε σχέση με τη
βουκολική ζωή και
πραγματοποιόταν την
παραμονή του Αγίου
Δημητρίου. Την μέρα αυτή
έληγε η σύμβαση της
μίσθωσης των βοσκών, οι
οποίοι παρέδιδαν στα
αφεντικά τους τα κοπάδια
τους, που ήταν
υποχρεωμένοι να τα
φυλάνε τη συγκεκριμένη
αυτή μέρα. Την επόμενη
μέρα συμφωνούσαν για τη
νέα μίσθωση, γεγονός που
το γιόρταζαν πανηγυρικά.
Με τη δύση του ηλίου οι
βοσκοί μαζί με τους
νέους του χωριού
μαζεύονταν στην πλατεία
και έντυναν δύο άτομα,
κυρίως άνδρες, "Καντνά"
και "Καντνίνα", τους
οποίους σε άλλα μέρη
ονόμαζαν "Καράχοτζα" και
"Καντίνα", δηλαδή
γυναίκα. Τους έντυναν με
προβιές, παλιά ρούχα,
τους κρεμούσαν στη μέση
μια κουδούνα και στο
λαιμό ένα ζίλι, από αυτά
που κρεμούσαν στα
κριάρια. Τα ζίλια ήταν
πολύ μεγάλα κουδούνια
από μπρούντζο, που, όταν
τα κουνούσες, έκαναν
έναν υπόκωφο θόρυβο.
Όλοι μαζί, με μια
βοϊδάμαξα, γυρνούσαν
στους δρόμους του
χωριού, περνούσαν από
όλα τα σπίτια και
έπαιρναν από τις
νοικοκυρές φιλοδωρήματα,
μηλίνες, σουσαμόπιτες,
τυρόπιτες και πολλές
άλλες λιχουδιές. Εκτός
από τις διάφορες πίτες
και ζαχαρωτά, τους
έδιναν και σιτάρι,
κριθάρι, καλαμπόκια, τα
οποία πουλούσαν και, με
τα χρήματα πού έπαιρναν,
διοργάνωναν ένα μεγάλο
πανηγύρι την ημέρα του
Αγίου Δημητρίου,
χορεύοντας και
τραγουδώντας.