Ποιος είδε ψά
- μωρ'
αρκαδιανή
-
Ποιος είδε ψά - ψάρι στή στεριά
και θάλασσα σπαρμένη -
αρκαδιανή
καημένη
|
Εγώ είδα ψά
-
μωρ'
αρκαδιανή
- Εγώ είδα ψά - ψάρι στή στεριά
και
θάλασσα σπαρμένη
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|
Εγώ ειδα τη
-
μωρ'
αρκαδιανή
- Εγώ ειδα τη - την Αρκαδιανή
στα
κλεφτικα ντυμένη
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|
Δώδεκα χρό
-
μωρ'
αρκαδιανή
- Δώδεκα χρό - χρόνια έκανε
η κόρη με τους κλέφτες
- -
αρκαδιανή
καημένη
-
|
Και μιαν αυγή
-
μωρ'
αρκαδιανή
-
Και μιαν αυγή - και μια Κυριακή
μια
'πισημούλα μέρα
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|
είχαν οι κλέ
- μωρ'
αρκαδιανή
- Είχαν οι κλέ - κλέφτες σύναξη
να
ρίξουν το λιθάρι
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|
Κι η κόρη το
-
μωρ'
αρκαδιανή
- Κι η κόρη το - το πρωτόριξε
στους
κλέφτες το λιθάρι
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|
Απ
το πολύ
-
μωρ'
αρκαδιανή
- Απ το πολύ - μωρ' το τίναγμα
κι απ
το πολύ το ζόρι
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|
'Κόπη τ' αση
-
μωρ'
αρκαδιανή
- 'Κόπη τ' αση - τ' ασημόκουμπο
κι'
εφάνηκ' ο σταυρός της
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|
Τότε την
κα
-
μωρ'
αρκαδιανή
- Τότε την κα - καταλάβανε
πως ήτανε
κορίτσι
-
αρκαδιανή
καημένη
-
|