«Ο
Στριφτόμπολας στο Λεβίδι»
|
Τρεις περδικούλες
κάθονται - μωρέ
- στη μέση το
Λεβίδι
Μα είχαν τα νύχια, κό-
άιντε, μπάρμπ' Αναγνώστη, Αναγνώστη μου -
κό - μωρέ
-
κόκκινα
Μα είχαν τα νύχια κόκκινα
- μωρέ
- και τα. φτερά
βαμμένα
Είχαν και στα κεφά-
άιντε, μπάρμπ΄ Αναγνώστη κι Αντωνάκη -
κεφά - μωρέ
- στα
κεφάλια τους
Είχαν και στα κεφάλια τους
- μωρέ
- μαντίλια
λερωμένα
Μοιρολογούσαν κι έ-
άιντε, μπάρμπ' Αναγνώστη, Αναγνώστη μου, -
κι έ - μωρέ
-
κι έλεγαν
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν
- μωρέ
- μοιρολογάν και
λένε
'Κείν' το κακό που γί
- άιντε, μπάρμπ'
Αναγνώστη, Αναγνώστη μου -
που γί
- μωρέ
- που γίνηκε
Κειν' το κακό που γίνηκε
- μωρέ
-
στη μέση το Λεβίδι
Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα
- μωρέ
- αυτόν τον
Αναγνώστη
|
|