Ιστοσελίδα της Λυσσαρέας Αρκαδίας

Home Λογοτεχνία-Θέατρο Μαθητικό Βήμα Αρχαία Ηραία Λαογραφικά Συνδέσεις

 






 



 


 
«
Μερεντίτης»
 

                Άιντε-  Πολλά ντουφέ -  Μερεντίτη μου -
               Πολλά ντουφέκια πέφτουνε Και σιγαλά βροντάνε
 
              Ε  ρε-  Μήνα σε γά    -  Μερεντίτη μου -
             Μήνα σε γάμο πέφτουνε; Μήνα σε πανηγύρι;
 
              Άιντε-  Ούτε σε γά       -  Μερεντίτη μου -
              Ούτε σε γάμο πέφτουνε   Ούτε σε πανηγύρι
 
               Ε  ρε-  Το Μερεντί -  Μερεντίτη μου -
               Το Μερεντίτη πιάσανε,  πάνε να τον σκοτώσουν
 
              Άιντε-  Χίλιοι τον παν -  Μερεντίτη μου -
              Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
 
            Ε  ρε-   Κι η μάνα του  -  Μερεντίτη μου -
            κι η μάνα του από κοντά - κοντά παρακαλιώντας
 
          Άιντε-  Μην τον περνάτ' -  Μερεντίτη μου -
            Μην τον περνάτ'απ'το χωριό - μην από  πολιτεία
 
             Ε  ρε-   Τι έχει εχθρούς  -  Μερεντίτη μου -
             Τι έχει εχθρούς και χαίρουνται, φίλους και τον λυπούνται
 


«Το Τραγούδι των Κολοκοτρωναίων»
(Η αρχαιότερη σωζόμενη παραλλαγή)
Από τη Συλλογή του
Werner Von Haxthausen "Neugriechische Volkslieder" (1814)
Επανέκδοση από τον Gustav Soyter (Munster 1935), αριθμός 3
 

 Χριστέ,  και τι να γίνανε οι Κολοκοτρωναίοι;
Μηδέ στη Μάνη φαίνονταιμηδέ στο Μέγα Λάκκο.

Ο Θοδωράκις κάθεται στη Ζάκυθο,  στο Κάστρο
και το Μοριά (ν) αγνάντευε,  και το Μοριά  'γναντεύει.

Γλιέπει τους κάμπους πράσινους και τα βουνά μαυρίζουν.
Και τού 'ρθε 'σαν παράπονο κι  αρχίνησε (ν)  να κλαίγει.

-  Γιαννάκη!  Πού 'ν  τ' αδέρφια μας ο Κώστας κι  ο  Θανάσης
και Γιώργος που πάντά ' τανε  ο  δόλιος  παληκάρι;

- Μωρ' κειο τους τρεις τους κλείσανε μέσ'   'σ  'το  μαναστηράκι.
Τρεις μέρες κάναν πόλεμο και τρία μερονύχτ (γ) ια

Χωρίς ψωμί. Χωρίς νερό. Χωρίς κανένα πράμα.
Και το γιουρούσι εκάμανε με το σπαθί 'στο χέρι.

Τον Γιώργο τον σκοτώσανε. Τους άλλους ελαβώσαν.


 



«Των Κολοκοτρωναίων»
 (Άλλη παραλλαγή που ακούγεται στη Γορτυνία)
 

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
"Χριστέ μας, 'βλόγα τα σπαθιά, 'βλόγα μας και τα χέρια".

Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
'τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω".