Ιστοσελίδα της Λυσσαρέας Αρκαδίας

Home Λογοτεχνία-Θέατρο Μαθητικό Βήμα Αρχαία Ηραία Λαογραφικά Συνδέσεις

 






 



 



«ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΑΛΩΝΙΣΤΑΙΝΑΣ»
ΦΩΤΑΚΟΥ  ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟ 5Ο  ΚΕΦ. Δ   Σελ.  104

Βουνά τῆς Ἁλωνίσταινας και τῆς Ἀπάνω Χώρας
τ’ ἔχετε π’ ἀραχνιάσατε καί εἶστ’ ἀραχνιασμένα;
Μή σᾶς ἐβάρεσε Βορ[ε]ιάς, μή σᾶς ἐπεῆρ’ ὁ Νότος
;Μηδέ Βορειᾶς μᾶς βάρεσε, μηδέ Νοτιᾶς μᾶς πῆρε.

Μπραήμ Παςᾶς μᾶς ἔζωσε μέ τούς στραβαραπᾶδες.

μέ τρεῖς χιλιάδες τακτικούς, πέντε καβαλλαρέους.
Σκοτώσαν τόν κυρ – Νικολή μέ τόν Παπατσονόπλον.
Ἐβγᾶτε μέσ’στόν Ἅγιο Λιά, ἀγνάντια στή Βυτίνα
ἐκεῖ ν’ ἀκοῦστε  κλάϋματα,  ν’ ἀκοῦστε μοιρολόγια
πως κλαῖνε και πως θλίβονται οἱ Ταμπακονυφᾶδες
μέ τῆς Ἁλωνιστιώτισσας καί χύνουν μαῦρα δάκρυα.
 



«ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΛΕΒΙΔΙΩΤΗ»

ΦΩΤΑΚΟΥ  ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟ 7Ο  ΚΕΦ. ΙΔ   Σελ.  313

Τρεῖς περδικοῦλες κάθουνται στόν Νούδημο στή βρύση.
Ἡ μιά τηράει τό Σταχτερό, ἡ ἄλλ’ τό μοναστῆρι
κι ἡ Τρίτη ἡ καλύτερη μοιρολογᾶ καί κρένει
:Πολλή τουρκιά μᾶς πλάκωσε στοῦ Λεβιδιοῦ τόν κάμπο.
Ἤρθαν ἐπάνου στή Βοπρειά, στή βρύση τόν Νενίνο.
Πήρανε σκλάβους περισσούς, γυναῖκες μέ τούς ἄντρες.
Πήρανε στάνες πρόβατα καί βρικολιά γελάδια.
Κι’ Ἀλέξης ὁπού  τἄκουσε πολύ τοῦ βαρυφάνη
καί τοῦ σεΐζη μίολησεκαί τοῦ τσαούζη λέει:
Σεΐζη σέλωσ’ τἄλογο καί βάλ’ του και τό γκέμι.
Καί σύ τζαούση Νικολό μάζω τά παληκάρια
γλήγορα γιά νά πιάσουμε στή βρύση στον Νενίκο.
Μᾶς ἤρθαν Τοῦρκοι περισσοί πεζούρα καί καβάλα.
Μᾶς σκλάβωσαν τ’ ἀδέρφια μας. Πῆραν τά πράμματά μας.
Καί τότε ξεκινήσανε ν’ ἀπό τό μοναστῆρι
καί βιαστικά κατέβηκαν στοῦ Λεβιδιοῦ τόν κάμπο
καί καταπιάστ’ ὁ πόλεμος μές στοῦ Βλαντᾶ ‘πού κάτου.
Πολλά γιουρούσια κάμανε ν’ οἱ Τοῦρκοι στούς Ρωμαίους
καί βάσταξαν τόν πόλεμον ὡς τό μεσημεράκι.
Κι’ Ἀλέξης μ’ ἄλλους δεκοχτώ χωρίζει ἀπ’τούς ἄλλους.
Τραβάει πέρ’ ἀπ’ τήν Μπαλιά ὅλο τό καταράχι
γιά νά τούς πιάσει ἀπό μπρωστά ποὔταν στενός ὁ τόπος.
Μπροστά καρτέρι τοὔχανε στῆς Κώσταινας τή λάκκα

Ἀσκέρι ταχτικού στρατοῦ ὅλο στραβαραπᾶδες
καί τά ταμποῦρλα βάρεσαν. Στή μέση τούς ἐβάλαν.
Πολλά ντουφέκια τοὔριξαν κ’ ἑννιά τόν ἐβαρέσαν.
Καί λαβωμένος πούητανε τἄρματα δέν τά ρίχνει

παρά σκοτώνει ἀλύπητα ὥσπου τόνε σκοτώσαν.