Ένα από τα δημοφιλέστερα «Λειτουργικά Δράματα» που
«διδάσκονταν» μέσα στο Ναό την εποχή του Βυζαντίου ήταν οι
«Στίχοι εἰς τόν Ἀδάμ» (143 δωδεκασύλλαβοι σε μορφή διαλόγου).
Το παραδίδουν δύο κώδικες (12ου και 14ου
αι.)
από Κωνσταντινούπολη που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική
Βιβλιοθήκη των Παρισίων. Πρώτος το εξέδωσε ο
Boissonade
από τον κώδικα του 12ου
αι.
που
θεωρείται πλησιέστερος στο αρχικό κείμενο (σε
υποσημειώσεις ο
Boissonade
παραθέτει τις διαφορετικές γραφές των κωδίκων). Αυτή
την έκδοση έλαβε υπ' όψιν (ανατύπωσε) ο
Migne
στην Ελληνική Πατρολογία, το 1894.
Και στους δύο σωζόμενους κώδικες συγγραφέας φέρεται ο
«Ιγνάτιος Διάκονος». Ο
Boissonade
και ο
Migne τον ταυτίζουν
με τον Ιγνάτιο Διάκονο
Γραμματικό
που γεννήθηκε μάλλον
το 770
και
πέθανε μετά το 843,
μαθητή και βιογράφο των Αγίων Ταρασίου
και Νικηφόρου.
Κατά την παράδοση, ο Ιγνάτιος διετέλεσε
Σκευοφύλαξ
της Μεγάλης Εκκλησίας και αργότερα μητροπολίτης Νικαίας.
Παρ’ όλον ότι στα έργα του δεν υπαινίσσεται προσωπικές
εικονομαχικές απόψεις, φέρεται να υπέγραψε ως μέλος Συνόδου
Εικονομάχων γι’ αυτό ο Θεόδωρος Στουδίτης του ασκεί δριμύ
έλεγχο.
Είναι περίεργο ότι εκτός από τον Στουδίτη καμία άλλη
σύγχρονή του πηγή
δεν τον κατηγορεί ως αιρετικό (άλλωστε όπως λέγεται
μετανόησε). Κανείς επίσης δεν αμφισβήτησε την πολυμάθεια και
αγάπη του στην Κλασική Γραμματεία.
Είναι αλήθεια ότι στη Σχολή Κωνσταντινουπόλεως ως μαθητής
και διάδοχος του Ταρασίου απέκτησε θεατρική παιδεία
(έγραφε έργα δραματικού χαρακτήρα για να τα μελετούν οι
μαθητές του).
Τρία
Επιγράμματα
που αποδίδονται σ’
αυτόν ήταν αφορμή, κάποιοι ερευνητές να διακρίνουν άλλον
Μοναχό Ιγνάτιο (στις πηγές συγχέεται με τον Ιγνάτιο Διάκονο),
στον οποίο ανήκουν τα Επιγράμματα.
Oι
«Στίχοι εἰς τόν Ἀδάμ»
κατά
την
Alena
Sarkissian
«είναι ίσως η πρώτη απόπειρα από Χριστιανό, σύνθεσης
Δράματος από την Παλαιά Διαθήκη».
Αυτό δεν είναι σωστό διότι προηγούνται η «Εξαγωγή» του
Εζεκιήλου και το «Δράμα Σωσάνιδος» του Δαμασκηνού.
Αντίθετα ο Αλέξης
Σολωμός υποστηρίζει ότι οι «Στίχοι εις Αδάμ» είναι διασκευή
παλαιότερου έργου, «πρώτο γνωστό δοκίμιο του “Απωλεσθέντος
Παραδείσου” που αργότερα διασκευάστηκε από τον
John Milton»
(ο Ιγνάτιος είχε πρόσβαση σε κείμενα όπως το Δίπτυχο
Bargello 5ου αι.
ή την απόκρυφη Αποκάλυψη Μωσέως).
Άλλοι υποστηρίζουν
ότι το έργο δημιουργήθηκε όχι για να παιχτεί επί σκηνής αλλά
για ανάγνωση – εξάσκηση μαθητών του Ιγνατίου στο Δράμα.
Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ήταν γραμμένο σε Λόγια Διάλεκτο και
σε Ηρωικό Εξάμετρο όπως τα έργα της Αθηναΐδας ή του Νόνου
Πανοπολίτη (5ου αι.). Αντίθετα εδώ έχουμε δημώδη
διάλεκτο της εποχής και Δωδεκασύλλαβο,
εύληπτο από τους θεατές. Διακρίνονται μάλιστα φράσεις από
αρχαίες τραγωδίες Σοφοκλή και Ευριπίδη
(που ήταν η συνήθεια σε Βυζαντινά δραματικού χαρακτήρα έργα).
Τα «πρόσωπα» του έργου είναι: ο Αδάμ, η Εύα και ο
προσωποποιημένος Όφις. Ο Θεός εμφανίζεται ως «από μηχανής
Θεός» (ή απλά η φωνή του ακουγόταν πίσω από την Αγία Τράπεζα
ή από τον Άμβωνα). Όπως στις κλασικές Τραγωδίες και εδώ
έχουμε Πρόλογο 57 στίχων, τρία Επεισόδια και Έξοδο. Τον
Πρόλογο φαίνεται απήγγελλε όχι ένας ηθοποιός όπως στον
Ευριπίδη, αλλά ο Αναγνώστης. Είναι βέβαιο ότι στη μορφή που
σώζεται στους ελληνικούς κώδικες, το Λειτουργικό Δράμα
«Στίχοι εις τον Αδάμ» δε βγήκε εκτός ναού (ενδιαφέρον έχει
σχετικό άρθρο του McConachie).
Όπως γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις, ακόμη και στην
Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως οι Δομέστικοι
ανέθεταν σε
επαγγελματίες ηθοποιούς του κοσμικού θεάτρου να ερμηνεύουν
τέτοια έργα,
κατασκεύαζαν μάλιστα
σκηνικά εντός ναού και πρόσθεταν κωμικές σκηνές που
προκαλούσαν γέλιο.
Όμως στη Θεσσαλονίκη επίσκοποι επικαλούμενοι την ιεροπρέπεια
του χώρου δεν ευνοούσαν το κωμικό στοιχείο και απαγόρευαν σε
ηθοποιούς του Θεάτρου να υποδύονται ιερά πρόσωπα
(επιτρέπονταν σε
επίσκοπο, ιερείς και παιδιά).
Πάντως η αυστηρή κριτική από κληρικούς
δε μπόρεσε να εμποδίσει τελείως τις τολμηρές σκηνές.
Ένας Σταυροφόρος μοναχός
μεταξύ 1140–1170
μετέφερε τους «Στίχους..» στην πατρίδα του τη
Νορμανδία.
Πότε πρωτοδιδάχτηκαν εκεί και ποιος Πάπας έδωσε την άδεια
δεν έχει διευκρινιστεί, ούτε ο κώδικας
13ου αι.
με την παλαιότερη
γνωστή διασκευή δεν
αναφέρει όνομα μεταφραστή.
Αρχικά
το κείμενο της
Νορμανδίας «διδάχτηκε»
με λατινικό τίτλο «Ordo
representacionis Ade», με
Πρόλογο και
Στιχομυθίες
στη Δημώδη Νορμανδική
της εποχής.
Αν και το ελληνικό κείμενο
του Ιγνατίου δεν σώζει οδηγίες
(όπως συμβαίνει
σε όλα τα θεατρικά μέχρι το 12ο αι.), το «Ordo
representacionis Ade»
περιέχει σκηνικές
οδηγίες στα Λατινικά που πιστεύεται ότι τις προσέθεσε ο
μεταφραστής.
Σε ποια γιορτή «διδασκόταν» το έργο του Ιγνατίου; Πιθανότερη
είναι
η Κυριακή της Τυροφάγου
παραμονή
Καθαράς Δευτέρας (αρχή Μ. Σαρακοστής)
στο τέλος του Μεγάλου Εσπερινού ή στον Όρθρο στην ώρα του «Συναξάριου»:
Μία πομπή ξεκινούσε από το Ιερό Βήμα προς τη Λιτή ή προς το
κέντρο του ναού, όπου ο Αναγνώστης διάβαζε ρυθμικά το
Κοντάκιο του Τριωδίου,
Ιερείς και μέλη του Χορού των ψαλτών απήγγελλαν τις
Στιχομυθίες από το Έργο του Ιγνατίου. Στην Αγία Σοφία η
τελετή λογικά θα ξεκινούσε με την είσοδο του Αυτοκράτορα.
Αλλά και το Ordo representacionis Ade στη Νορμανδία όπως
πειστικά ο
Unwin
αποδεικνύει, αρχικά «διδασκόταν» εντός ναού τη Μεγάλη
Τεσσαρακοστή – κάποιοι προτιμούν μάλλον τη Μεγάλη Παρασκευή.
Τι ύμνους έψαλλε ο Χορός; Είναι αλήθεια ότι από το τέλος 4ου
αι. π.Χ. (παρακμή Αττικού Δράματος)
ο Χορός δεν έχει μεγάλο ρόλο. Εντός του ναού θα αρκούσαν
ένας – δύο εισαγωγικοί ύμνοι όπως συνηθίζεται μέχρι σήμερα
σε γιορτές στην Ακολουθία της «Λιτής».
Πότε το έργο «βγήκε» από το Ναό και ανεξαρτητοποιήθηκε από
τη Λειτουργία; Παρά τις αμφίβολες υποθέσεις που μπορεί να
κάνουμε
δεν το διευκρινίζουν οι πηγές. Στη Νορμανδία όμως, όταν ο
λαός άρχισε να ζητά περισσότερο ρόλο στον Όφι (να
συνοδεύεται από δαίμονες και να προκαλεί γέλιο)
το έργο βγήκε στο
αίθριο (προαύλιο), ώστε η δυτική θύρα του ναού να συμβολίζει
την Είσοδο του Παραδείσου.
Ενώ στο αρχικό ελληνικό κείμενο ο «πειρασμός» και η
«παρακοή των
πρωτοπλάστων» θύμιζε τον «συμφοραίς περιπεσόντα» εικονομάχο
που η εκκλησία τον καλεί σε «μετάνοια», η Νορμανδική
μετάφραση αποδίδει τη λέξη «Όφις» όχι «πειρασμός» αλλά
«Διάβολος», τονίζει την έννοια της «κόλασης» για όσους δεν
υποτάσσονταν στους φεουδάρχες.
Αργότερα Φραγκισκανοί πατέρες μέσα από το έργο δίδαξαν
θεολογικές αλήθειες,
πρόσθεσαν
(13ο – 14ο αι.) νέους χαρακτήρες
(προφήτες Παλαιάς Διαθήκης, το Βαρλαάμ με τον όνο του, τη
Σίβυλλα από την Κύμη που ανήγγειλαν τη γέννηση του Χριστού
και Έλληνες φιλοσόφους που η Εκκλησία θεωρεί ότι με τη
διδασκαλία τους προετοίμασαν τα «έθνη» να δεχτούν το
Χριστιανισμό). Γι’ αυτό ειπώθηκε λανθασμένα ότι το έργο είχε
γραφεί να παίζεται στη Δύση την «Τετάρτη Κυριακή των
Αντβέντων» (νηστεία Χριστουγέννων).
Το κείμενο «Στίχοι εις τον Αδάμ» του Ιγνατίου Διακόνου που
ακολουθεί, βασίζεται στην έκδοση του
Boissonade
και στο
Migne. Με αστερίσκο *
επισημαίνονται λέξεις και φράσεις που έκρινα ότι χρειάζονται
μετάφραση την οποία παρέθεσα ως υποσημείωση χρησιμοποιώντας
για βοήθεια το «Λεξικόν» του Ησυχίου και το «Λεξικόν» Σουίδα.
Αθήνα, Δεκέμβριος 2020
Γιώργος Ιωαννίδης
ΣΤΙΧΟΙ ΕΙΣ ΤΟΝ
ΑΔΑΜ
(Migne
P.G.
117, 1164 – 1174)
|
ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΣΤΙΧΟΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ
(πρός γάρ φίλον συμφοραῖς περιπεσόντα ποιεῖται)
[Migne
P.G.
117, 1164 – 1174]
Ἀγῶνας, ἇθλα καί παλαίσματα βλέπων,
Ἅ τοῖς γερνάρχαις*
ὁ προσερπύσας ὄφις ,
Δι’ ἡδονῆς ἔπλεξε συμπλακείς πάλαι,
Καί τήν πολυθρύλλητον ἧτταν θαυμάσας,
5
Καί τῆς παλαιᾶς νῦν ἀρᾶς*
μεμνημένος
Ἥν έξ έκείνων ἡ βροτῶν εὗρεν φύσις,
Ἐχθροῦ φανέντος τῆς πάλης ὑπερτέρου,
Τῆς σῆς ἐν αύτοῖς συμφορᾶς ἐπαισθάνου,
Ὡς καί λελογχώς*
τῶν ὁμοίων σκαμμάτων.
10
Ἐπεί γάρ εἷδεν τῶν νοητῶν την φύσιν
Ὁ πρίν πεσών δύστηνος*
ἐκ φθορᾶς δράκων,
καί την κάτω σύμπτυξιν, ἀρρήτῳ τάχει,
Λόγῳ παραχθεῖσάν τε καί βουλῇ μόνῃ,
Οἷον τό σεπτόν τῆς ἄνω κληρουχίας,
15
Χερουβίμ, Άρχάς, καί Σεραφείμ, καί Θρόνους,
Ἀρχαγέλους, τάξεις τε φρικτῶν Ἀγγέλων,
Γῆν, οὐρανόν, καί πᾶσαν τήν ἄστρων θέσιν,
Ὕδωρ τε καί πῦρ, ἀέρα ξύν αἰθέρι**
Φωστῆρα διφρεύοντα*
πρός τήν ἡμέραν,
20
Ἄλλον δέ πυρσεύοντα νύκτα προφόρως*,,
Κτήνη
τε, νηκτά*
πάντα καί πτηνῶν γένος,
Καί πάντα κόσμον ἐν λόγῳ*
πεφηνότα,
Τοῦτον δέ χειρί καί προβουλίῳ μόνῳ*
Λαβόντα τήν ὕπαρξιν ἐνθεεστέραν,
25
Καί δεσπότην δειχθέντα τῶν τεταγμένων
Ὧς παντός ἄλλου προκριθέντα τῷ λόγῳ,
Τιμῆς τε πάσης ἔνθεν ἤξιωμένον,
Ἐκ τοῦ δεδείχθαι τοῦ Θεοῦ κατ’ εἰκόνα ,
Κινεῖ κατ’ αὐτοῦ πᾶσαν ἐκ φθόνου πάλιν,
30
Ἔως ἀφῆκε τῆς Ἐδέμ τοῦ χωρίου,
Ἐν ῷ τέθειτο καί φυτουργεῖν καί μένειν,
Καί ταῖς ἐκεῖθεν ἐντρυφᾶν γεωργίαις.
Ἐδέμ, τό πάντων θαῦμα τῆς Ἔω**
τόπων,
Ἤν τετράκλυστον ὥσπερ ἀρδεῦον ὕδωρ*
35
Φυτῶν ἁπάντων δεικνύει μαιεύτριαν,
Πολλήν φερόντων τέρψεως εύμορφίαν,
Καί πᾶσαν ὅψιν ἐστιώντων εἰς ἄγραν.
Ὧπερ δεδοικώς*
ὁ πλάνης προσεγίσαι,
Ὧς οἷα χειρί τοῦ Θεοῦ λελημμένῳ**
40
Καί την ἐκεῖθεν ὅψιν ὡραϊσμένῳ,
Εὔᾳ πρόσεισι τῇ φύσει νωθεστέρᾳ*,,
Καί τῇ
πρός ἄνδρα προσβολῇ σοφωτέρᾳ,
Ἥν εἰς βυθόν καί συνεργόν τοῦ βίου
Πλευρᾶς ἐκείνου μικρόν ἐξελών τρύφος*,,
45
Ἔδειμε*
καί δέδωκεν αὐτῷ πανσόφως,
Ἐνυπνίων δώρημα καί πόνων ἄκος.**
Οἷς καί
παρασχών ἐντολῶν ὑποσχέσεις,
Πάντων φυτῶν προὔτρεψε τήν ἐξουσίαν,
Ἑνός δέ ὡς μάλιστα μή ψαύειν*
ὅλως
50
Ὡς, εἰ φάγοιεν, δεινόν ἐκτίσαι μόρον*,,
Εἴπερ
δέ μή τρώσειαν*
αὐτοῦ τον νόμον,
Βιοῦν ἀλύπως εἰς χρόνων εὐκληρίας*..
Ταύτῃ
προσελθών, καί κορυσθείς*
καί πάλιν,
Χωρεῖ πρός αὐτούς τούς ἀγῶνας καί λέγει
.
ΟΦΙΣ.
55
Τί δή πρός ὑμᾶς εἷπεν ὁ Πλάσας, γύναι;
«Μη τοῦδε προσψαύσητε*
τοῦ φυτοῦ μόνου»
Ὡς μη θεοί γένησθε βασκήνας*,
ἔφη.
ΕΥΑ.
Ἔφησε παντός ἐκ ξύλου βεβρωκέναι
Τούτου δέ γεῦσιν τοῦ φυτοῦ φυγεῖν μόνον,
60
Ὡς μή λάβοιμεν ἀντί βρώσεως μόρον
ΟΦΙΣ.
Μή δή σύ ταῦτα σαῖς φρεσίν λαβοῦ, γύναι.
Ἤδη γάρ εἰ φάγοιτε τοῦ ξύλου μόνου,
Ἔσεσθε πάντως ὡς θεοί δεδορκότες*..
ΕΥΑ.
Ἀδάμ προσῆλθες ἀνδρί μου καἰ δεσπότῃ;
65
Ἤ πάντα θαρσῶν ἧκες ὡς ἐμέ, ξένε;
Ἔγνως γάρ ὡς πέφυκα τοῦδε Δευτέρα.
ΟΦΙΣ.
Ἀδάμ θελούσης οὐδέν ἰσχύει, γύναι.
Ἐφέψεται*
γάρ, εἰ παραινέσεις, λόγοις,
Καί δέξεται τάχιστα, σύν σοί καί φάγῃ.
ΕΥΑ
70
Ὄντως προσῆλθες ὡς ἐχούσῃ δειλίαν,
Καί μηχαναῖς με τοῦτον ἐλκῦσαι λέγεις
Πρόσειμι*
λοιπόν, εἴ γε δέξεται τάδε
ΟΦΙΣ.
Μή δή προσέλθῃς τἀνδρί γεύσεως ἄτερ.
Πρώτη δέ πειράθητι, καί πρώτη φάγε ..
75
Πείσεις γάρ οὕτως εὐπεῶς*.
γυνή γάρ εἷ.
ΕΥΑ.
Ἐπεισας ὡς φάγοιμι, καί τῷ συζύγῳ
Φαγεῖν παραινέσαιμι, σύμβουλε ξένε,
Εἰ δή τύχοιμεν, ὧνπερ εἷπας, ἐλπίδων.
ΟΦΙΣ.
Μή δή βραδείας τάς ὑποσχέσεις δίδου.
80
Ὡς ἄν ταχείας τάς ἐμάς λήψῃ γύναι .
Τό γάρ βραδῦνον οἷδε μή τίκτειν χάριν.
ΕΥΑ.
Ἄνερ, τό τερπνόν τοῦδε τοῦ φυτοῦ βλέπων,
Ἡδῦνον ὡς μάλιστα γεῦσιν και θέαν
Δέδεξο, καί γένοιο θεῖος*,
εἰ φάγοις.
ΑΔΑΜ.
85
Θεῖον τό δῶρον, εἰ παρέσχε τις ξένος;
Καί πῶς θεόν θήσει με γεῦσις, εἰ φάγω;
Θεός γάρ οὐδείς, ὅς μεθέξει βρωμάτων.
ΕΥΑ.
Ζητεῖς δέ βέλτιόν τι τοῦ γνῶναι, φίλε,
Φύσιν καλῶν τε καί κακῶν ἐν τῷ βίῳ;
90
Τούτου μετασχών τοῖν δυοῖν πεῖραν λάβοις.
ΑΔΑΜ.
Και πῶς γέ τις. τεθέντας ἐκβαίνων ὄρους
Οὕς ὁ Κτίσας ἔπηξεν ἠκριβωμένως;
ΕΥΑ.
Ἔχεις ἀφορμάς τάς σαλευούσας ὅρους,
95
Ἐμοί πρόσαψον, ἤν δέδοικας, αἰτίαν,
Κἀγώ σε λύσω παντελῶς ὀφλήματος.
ΑΔΑΜ.
Ἰδού, γέγευμαι*
καί φθοράν εἷσω, γύναι,
Βλέπω συνεισρέουσαν ἐν τῇ κοιλίᾳ,
Ἐξ ἧς, ἐγῷμαι, δεινός εἰσπέσῃ μόρος.
ΕΥΑ.
100 Καί τήν
ἐμήν τρύχουσιν*
ἔνδον γαστέρα
Ὠδῖνες*,
ἅς εἴληφα γεύσει τοῦ ξύλου.
Ἐξ οὗ με παρήπαφε*
δυσμενής ὄφις.
ΑΔΑΜ.
Γυμνοί φανέντες, φεῦ! Γύναι, τά νῦν φράσον.
Περιστελοῦμεν αἰσχύνην πῶς; Εἰπέ μοι.
105 Ὁρῶ γάρ ὡς
οὐκ ἔστιν αἰσχύνης σκέπη.
ΕΥΑ.
Τραχεῖα ταῦτα φύλλα συκῆς, ὡς βλέπεις
Τραχύς γάρ ἡμῖν συμπεσεῖται νῦν βίος..
ΑΔΑΜ.
Ἔγνως τό δεινόν ὀψέ πως τῶν σφαλμάτων,
110 Καί τῆς
δοθείσης νῦν ἐπῄσθου ζημίας*
Οὐκοῦν τό κέρδος εἰσδέχου τῶν πρακτέων,
ΕΥΑ.
Ἔγνων παρακλαπεῖσα τόν νοῦν*
ἀφρόνως.
Καί σάς ὑποφθείρουσα, σύζυγε, φρένας.
Ὅθεν δέδειγμαι τῆς φθορᾶς παραιτία.
ΑΔΑΜ.
115 Οὐκ αἰσθάνῃ
τοῖς ὠσίν, γύναι, ψόφου*,
Ἄνωθεν, ὥσπερ ἐκ Θεοῦ, κτυπουμένου;
Ὡς εὐλαβοῦμαι τήν δίκην τῶν δρωμένων!
ΕΥΑ.
Ποδῶν Θεοῦ πάρεστιν εἰς ὧτα κτύπος,
Οὗ δειλιῶσα τήν παῤῥησίαν φέρειν,
120 Σύν σοί
κρυβῆναι μᾶλλον εὐδοκῶ*,
φίλε.
ΑΔΑΜ.
Ποῖος τόπος κρύψει με; Καί κρυβήσομαι;
Οὐδείς γάρ ἔξω τοῦ Θεοῦ τόπος πέλει,
Ἐν ᾧ φυγών λάθοιμι. Πλήν ἕπου, γύναι.
ΘΕΟΣ.
Ἀδάμ, τό πάντων κτισμάτων ὑπερφέρον*,
125 Τό τῆς
ἐμῆς μέλημα χειρός καί κτέαρ.
Ποῦ νῦν ἔβης; Καί ποῖος ἀνθ’ οἵου πέλεις;
ΑΔΑΜ.
Οἱ σοί λόγοι με γυμνόν ὅντα καί πόδες
Εἰς προῦπτον οὐκ ἐῶσιν. ἀλλά γε
Δεινή φυγή με συμποδίζει καί φόβος.
ΘΕΟΣ.
130 Τίς, ὧ
τάλαν, σας νῦν παρήγαγε φρένας,
Καί τήν γύμνωσιν ἄρτι δεικνύει βλέπειν,
Εἰ μή προσῆλθες οἷς προσελθεῖν οὐ θέμις;
ΑΔΑΜ.
Γυναικί πεισθείς, ἥν δέδωκας, ὁ Πλάσας,
Πολλήν φερούσῃ πεισμονήν ἐκ τοῦ λέγειν,
135 Ξύλῳ
προσῆλθον οὗ φαγεῖν οὐκ ἧν θέμις.
ΘΕΟΣ.
Ἐπεί γυναικός εὑρέθης ἡττημένος,
Καί τῆς ἐφετμῆς*
τῆς ἐμῆς παρεκλάπης,
Ἔσῃ γεωργῶν τάς ἀκάνθας τοῦ βίου,
Αὔξων ἐπαύξων σύν στεναγμῷ καί λύπας
140 Τέξῃ δέ
τέκνα σύν λύπαις. Θνητή φύσις,
Ἱδρῶσι τό πρόσωπον ἐῤῥαντισμένος,
Φαγῇ τόν ἄρτον ἐν κόποις καί φροντίσιν,
Ἕως, ἐών γῆς γηγενής, παλινδρόμει.
__________________________
*
Στίχος 2
τοῖς γεγάρχαις
= εννοεί τους «προπάτορες» Αδάμ και Εύα.
*
Στίχος 5
ἀρά
= ευχή, κατάρα (εδώ σημαίνει κατάρα)
*
Στίχος 9
λελογχώς (>λέλοχα) = μου έτυχε, αξιώθηκα να λάβω
*
Στίχος 11
δύστηνος
= ταλαίπωρος
*
Στίχος 18
ἀέρα ξύν αἰθέρι = τον αέρα
και τον χώρο πάνω από τα νέφη.
*
Στίχος 19
φωστῆρα διφρεύοντα (>δίφρος = άρμα) = ο ήλιος
επιβαίνει σε άρμα και ταξιδεύει
*
Στίχος 20 πυρσεύω νύκτα
προφόρως =η σελήνη με πυρσό φωτίζει τη νύκτα πριν
βγει ο ήλιος
*
Στίχος 21
νηκτά
= όσα ζουν στο νερό («τα εν ύδασι διαιτώμενα»)
*
Στίχος 22
εν λόγω πεφηνότα = που δημιουργήθηκε με λογική (ο Θεός
«είπε και εγεννήθησαν»)
*
Στίχος 23
προβουλίῳ μόνῳ =
μόνο με τη θέληση και μετά από σκέψη.
*
Στίχος 33
τῆς Ἕω
= της Ανατολής
*
Στίχος 34
τετράκλυστον.. ὕδωρ = αρδεύεται από τέσσερις ποταμούς
*
Στίχος 38
δεδοικώς
= επειδή φοβήθηκε
*
Στίχος 39
χειρί τοῦ Θεοῦ λελημμένῳ = που το δίνει το χέρι του Θεού
*
Στίχος 41
νωθεστέρα
= βραδύτερη (Σουίδα)
*
Στίχος 44
τρύφος
= κομμάτι, τεμμάχιο
*
Στίχος 45
ἔδειμε
= κατασκεύασε
*
Στίχος 46
ἄκος
= ίαση, θεραπεία
*
Στίχος 49
μή ψαύειν
=
δεν πρέπει να αγγίξεις
*
Στίχος 50
δεινός .. μόρος =
φοβερός θάνατος
*
Στίχος 51
μή τρώσειαν
=
να μη
προξενήσει φθορά
*
Στίχος 52
εὐκληρία
= ευημερία – ησυχία
*
Στίχος 53
κορυσθείς
= (<κεκορυσμένα = οπλισμένα)
*
Στίχος 56
μή τοῦδε προσψαύσητε = μην το αγγίξετε
*
Στίχος 57
βασκήνας
=
φθόνησε
*
Στίχος 63
δεδορκότες
=
ορώντες, ιδόντες
*
Στίχος 68
ἐφέψεται
= θα το γευθεί
*
Στίχος 72
πρόσειμι
= είμαι παρών, ανήκω σε κάποιον
*
Στίχος 75
εὐπεῶς
= εύκολα
*
Στίχος 84
δέδεξο και γένοιο θεῖος = να το δεχτείς και να γίνεις
ίσος με το θεό
*
Στίχος 97
γέγευμαι
= έχω γευτεί
*
Στίχος 100
τρύχουσιν
= φθείρουν, καταπονούν.
*
Στίχος 101
ὠδῖνες
= πόνοι τοκετού.
*
Στίχος 102
με παρήπαφε δυσμενής ὄφις =
*
Στίχος 110
ἐπᾐσθου ζημίας =
συναισθάνθηκες τη ζημιά
*
Στίχος 112
ἔγνων παρακλαπεῖσα τόν νοῦν = κατάλαβα ότι
εξαπατήθηκα
*
Στίχος 115
οὐκ αἰσθάνῃ τοῖς ὠσίν ψόφου; = δεν ακούς έναν ήχο;
*
Στίχος 120
εὐδοκῶ
= Θεωρώ καλό
**
**
Στίχος
137
ἐφετμή = εντολή, προσταγή (Ησύχιος).
Steph. Efthymiadis. The Life of the Patriarch
Tarasios by Ignatios Deacon (Birmingham Byzantine
and Ottoman Studies) 2017
Βίος του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικηφόρου..
συγγραφείς υπό Ιγνατίου Διακόνου και Σκευοφύλακος…
στο
C.
De Boor,
Nicephori archiepiscopi Constantinopolitani opuscula
historica Leipsig,
Έκδοση
Teubner,
1880, σελ. 139 - 217.
Ν.Β. Τωμαδάκης, Ή δήθεν “Μεγάλη σιγή” των Γραμμάτων
εν Βυζαντίω 650-850 Αρχαιογνωσία καί πνευματικαί
εκδηλώσεις. Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών ΛΗ΄ (1971),
σ. 22-23. Επίσης Paul Lemerle, Le premier humanisme
byzantin.
Notes sur enseignement et culture à Byzance des
origines au Xe siècle,
Bibliothèque Bizantine Etudes 6 PUF Paris 1971
σελ.
93-95.
Στον Ιγνάτιο Διάκονο αποδίδονται Βίοι Αγίων,
επιτάφιες Ελεγείες, «Ίαμβοι κατά στοιχείον», (PG
117, 1173-1176) και διασκευή των Μυθιάμβων του
Βαβρίου (στο Χειρόγραφο
Add MS
17015, 15ου αι. «Vita
de Esopo Frigio e sue Fauole con alcune alter di
Babria
-
Ignatius Diacon,
Tetrasticha Iambica»
στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Βλέπε και
“The Tetrastichs of Ignatius the Deacon and his
imitators,
στο
Francisco Rodrigusz Adrados, The fable during the
Roman Empire and in the Middle Ages”, Brill, Leiden
Boston Koln, 2000,
σελ.
493
κ.ε.).
A.
Sarkissian Ignatius the Deacon’s Verses
on Adam in the Context of Early Biblical Drama
Άρθρο στο
Eirene. Studia Graeca et Latina 45 I – II, p. 7-22.
Ήδη τον 4ο αι. σε «Λόγους» Ευσταθίου
Αντιοχείας (Ευαγγελική Απόδειξις, κεφ. 28 –
29), συναντάμε στίχους από την Εξαγωγή που
είναι «δείγμα πρώιμου χριστιανικού θεάτρου» (Φ.
Κουκουλές, Βίος και πολιτισμός Βυζαντινών, τόμος στ΄
σελ. 186 ,187). Το «Δράμα Σωσάνιδος» έργο του
Ιωάννου Δαμασκηνού κατά τον Καρδινάλιο Μαν γράφτηκε
γύρω στο 700 μ.Χ.
Χειρόγραφο Bargello στη Φλωρεντίαυ ροέρχεται από
σκριπτώριο της Κωνσταντινούπολης (πιθανό να ανήκει
στον κύκλο της Αθηναΐδος).
Charles Delvoye
Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 2000, εικόνα 61 – σελίδα
191.
Σε σχολές που λειτουργούσαν μέσα σε μοναστήρια,
γράφονταν τέτοια δραματικά έργα για να τα διαβάζουν
οι μαθητές.Ακόμη και για τη Χροσβίτα του
Gandersheim
λέγεται ότι έγραφε [το 10ο αι.] σε Λόγια
Λατινική τα Δραματικά έργα της για χρήση των
μαθητριών της)Christopher
Marie St.
John,
The plays of Hroswitha.
935 –975.
Τέτοιος θίασος αποτυπώνεται σε μικρογραφία
συριακού χειρογράφου του 1220 (Βατικανός Κώδιξ ms
Syr. 339, fol. 105r).
Σε τοιχογραφία 14ου αι. στο Ναγορίτσινο
Σερβίας εικονίζονται μίμοι και χορευτές με πολύχρωμα
φορέματα.
|