Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 2 Ἰουνίου 2024, Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος (Πράξ. ια΄ 19-30)

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διασπαρέντες οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις. Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν. καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ’ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον.

Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας· ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως· καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν. ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συν­αχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ­ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ’ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.

 

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ

«Ἐγένετο χρηματίσαι πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τoὺς μαθητὰς Χριστιανούς»

Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυρια­κῆς τῆς Σαμαρείτιδος ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, διότι μεταξὺ ἄλλων μᾶς δίνει μία ἱστορικὴ πληροφορία ποὺ ἔχει μεγάλη ἀξία. Μᾶς λέει ὅτι στὴν Ἀν­τιόχεια, κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, εἶχαν αὐξηθεῖ πολὺ οἱ πιστοὶ ποὺ εἶχαν γίνει μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τοὺς διακρίνουν δὲ οἱ εἰδωλολάτρες ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἰουδαίους, τοὺς ὀνόμασαν γιὰ πρώτη φορὰ Χριστιανούς. Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ξαπλώθηκε ἡ ὀνομασία αὐτὴ καὶ σὲ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ ἐπικράτησε τελικὰ παντοῦ.

Ποιό εἶναι ὅμως τὸ νόημα τοῦ ὀνόματος «Χριστιανὸς» καὶ τί συνέπειες ἔχει γιὰ ὅσους τὸ φέρουμε; Σὲ αὐτὰ θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας.

1. Τὸ ὄνομα «Χριστιανὸς»

Οἱ πιστοὶ τῆς Ἀντιόχειας δὲν ὀνομάσθηκαν «Χριστιανοὶ» ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἀναγνώριζαν τὸν Ἰησοῦ ὡς τὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸν κεχρισμένο Βασιλιά, τὸν Μεσσία ποὺ περίμεναν. Τὸν ὀνόμαζαν περιφρονη­τικὰ «Ναζωραῖο». Συνεπῶς τοὺς ἀκολούθους του δὲν τοὺς ὀνόμαζαν «Χριστιανούς», διότι θὰ ἀναγνώριζαν ἔμ­μεσα ὅτι ἦταν ἀκόλουθοι τοῦ Μεσσία. Τοὺς ὀνόμαζαν «Ναζωραίους» (Πράξ. κδ΄ 5).

Τὴν ὀνομασία «Χριστιανοὶ» τὴ χρησιμοποίησαν οἱ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες τῆς Ἀντιόχειας, θέλοντας νὰ εἰρωνευθοῦν τοὺς ἀκολούθους τοῦ Κυρίου. Θεωροῦσαν παράλογο καὶ ὑποτιμητικὸ τὸ νὰ εἶναι ἀκόλουθοι ἑνὸς Ἐσταυρωμένου. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Α΄ Κορ. α΄ 8), ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δηλαδή, τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἐκείνους ποὺ βαδίζουν τὸν δρόμο τῆς ἀπώλειας φαίνεται μωρία καὶ ἀνοησία.

Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὡσ­τόσο, ὄχι μόνο δὲν θεώρησαν ντροπή τους τὸ νὰ ὀνομάζονται «Χριστιανοί», ἀλλὰ ἀντίθετα υἱοθέτησαν τὸ ὄνομα αὐτό, θεωρώντας τιμή τους νὰ δηλώνουν μὲ αὐτὸ ὅτι ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ ὡς αἰώνιο Βασιλιά, ὡς παντοδύναμο Θεό· ὅτι ἀνήκουν ἐξ ὁλοκλήρου σ᾿ Ἐκεῖνον· ὅτι ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά του, τὶς ἅγιες ἐντολές του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ καμάρι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας στὶς ἐρωτήσεις τῶν ἀνακριτῶν ἀπαντοῦσαν: «Χριστιανός εἰμι!» Αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά μου· ἡ ἀληθινή μου ταυτότητα.

Μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ ἐπιπλέον οἱ πρῶ­τοι Χριστιανοὶ ἐξέφραζαν τὴν προσδοκία νὰ κληρονομήσουν τὴν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Κυρίου· νὰ γίνουν «κληρονόμοι Θεοῦ» καὶ «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» (Ρωμ. η΄ 17). «Χριστιανὸς» λοιπὸν σημαίνει ἄνθρωπος ποὺ ἀνήκει ὁλοκληρωτικὰ στὸν Χριστὸ καὶ προσδοκᾶ τὴν οὐράνια Βασιλεία του. Ἀλήθεια, ὑπάρχει πιὸ τιμημένο ὄνομα ἀπὸ αὐτό;

2. Συνέπεια στὸν τρόπο ζωῆς

Τὸ ὄνομα «Χριστιανὸς» λάβαμε κι ἐ­μεῖς, ὅταν γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Αὐτὴ τὴ μεγάλη κληρονομιὰ δεχθήκαμε. Αὐτὴ τὴ βαριὰ εὐθύνη ἔχουμε ἐπωμισθεῖ. Διότι τὸ ὄνομα αὐτὸ δὲν εἶναι μιὰ τυχαία λέξη χωρὶς περιεχόμενο, ἀλ­λὰ προϋποθέτει ἄμεση συνέπεια στὸν τρόπο ζωῆς. «Εἰ ὅτι Θεὸν ὑπείληφας, διὰ τοῦτο καλῇ Χριστιανὸς καὶ καλοῖο καὶ μένοις ἐν τῷ ὀνόματι καὶ τῷ πρά­γματι» (ΕΠΕ 5, 456), ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Δηλαδή, ἂν ὀνομάζεσαι «Χριστιανός», ἐπειδὴ Τὸν θεωρεῖς Θεό, τότε ἂς ὀνομάζεσαι καὶ ἂς διατηρεῖς καὶ τὸ ὄνομα καὶ τὴν πραγματικὴ κατάσταση. Ἑπομένως ὅ­σοι λεγόμαστε «Χριστιανοί», πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ συνείδηση ὅτι ἀνήκουμε ὁλοκληρωτικὰ στὸν Χριστό. «Οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν· ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α΄ Κορ. ϛ΄ 19-20), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δὲν ἀνήκουμε πλέον στὸν ἑαυτό μας, διότι ἐξαγορασθήκαμε μὲ τὸ πολύτιμο Αἷμα τοῦ Κυρίου. Γίναμε μέλη τοῦ μυστικοῦ Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας του.

Αὐτὸ σημαίνει πρακτικότερα ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε παραδοθεῖ στὸν Κύριο, ὥστε νὰ ζεῖ Ἐκεῖνος μέσα μας. «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β΄ 20), νὰ ὁμολογοῦμε. Ὅλη ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μία ἔκφραση τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος νὰ δρᾶ καὶ νὰ ἐνεργεῖ μέσα μας. Νὰ ὁμιλοῦμε, νὰ συναναστρεφόμαστε, νὰ συμπεριφερόμαστε ὅπως Ἐκεῖνος. «Ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄ Κορ. β΄ 16), ὁμολογοῦσε ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, τὰ ἐλατήρια, οἱ διαθέσεις μας, ὅλα νὰ εὐωδιάζουν ἀπὸ τὸ ἄρωμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ «Χριστιανοὶ» ἔχουμε τελικὰ προορισμὸ νὰ γίνουμε ἅγιοι. «Κάθε ἅγιος εἶναι ὁ Χριστὸς ἐπαναλαμβανόμενος» (Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 99), ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.

Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία μόνο κατ᾿ ὄνομα χριστιανική. Κάποτε τὸ ὄνομα «Χριστιανὸς» ἀναγραφόταν στὶς ταυτότητές μας. Δυστυχῶς στὶς ἡμέρες μας τείνει νὰ ξεθωριάσει κι ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ μὲ ἀλαζονεία τὸ ἀρνοῦνται, προτιμώντας νὰ αὐτοπροσδιορίζονται ὡς ἀγνωστικιστές, νεοειδωλολάτρες ἢ ἄ­θεοι. Κι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζονται «Χριστιανοὶ» ἀρκετοὶ εἶναι μόνο κατ᾿ ἐπίφαση, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὰ σύγχρονα εἴδωλα τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τῆς σαρκολατρίας. Ἂς μὴν ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὰ ρεύματα αὐτά. Ἂς συναισθανόμαστε τὴ μεγάλη τιμὴ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Κύριος νὰ ὀνομαζόμαστε «Χριστιανοὶ» κι ἂς ἀγωνιζόμαστε, ὥστε νὰ ἀποτυπώνεται τὸ ὄνομα αὐτὸ στὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα μας.