ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● O Τηλέμαχος πραγματοποιεί τις συμβουλές της θεάς Aθηνάς (συγκαλεί συνέλευση των πολιτών και ταξιδεύει στην Πύλο και στη Σπάρτη)
● H τύχη των επώνυμων ηρώων του Τρωικού πολέμου
● Πληροφορίες του Νέστορα, της Eλένης και του Μενέλαου για τη δράση του Oδυσσέα στην Τροία και για τη μετατρωική πορεία του
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 2η ως την 6η ημέρα:
Α1. Περίληψη της ραψωδίας β : Ἰθακησίων ἀγορά. Τηλεμάχου ἀποδημία
(Συνέλευση των Iθακησίων – Aναχώρηση του Tηλέμαχου)
Την επόμενη μέρα, ο Τηλέμαχος συγκάλεσε συνέλευση των Ιθακησίων, όπου κατήγγειλε τις αδικίες των μνηστήρων εις βάρος της μητέρας του και της πατρικής περιουσίας. Οι πολίτες τον συμπόνεσαν, αλλά σιώπησαν. Έτσι, ο Αντίνοος απέδωσε την ευθύνη στην Πηνελόπη, που επί τρία χρόνια τους εξαπατούσε με το τέχνασμα του υφαντού (τη μέρα ύφαινε και τη νύχτα ξήλωνε). Πρότεινε λοιπόν στον Τηλέμαχο να στείλει την Πηνελόπη στον πατέρα της, να την παντρέψει με όποιον της αρέσει, διαφορετικά θα συνεχίσουν να τρωγοπίνουν στο παλάτι, ώσπου να αποφασίσει η ίδια να παντρευτεί «όποιον Αχαιό διαλέξει».
Ο Τηλέμαχος είπε ότι δεν θεωρεί σωστό να διώξει από το σπίτι τη μητέρα του· φοβάται, εξάλλου, τις κατάρες της και την κατάκριση του κόσμου, κι ακόμη, δεν ξέρει αν ο πατέρας του ζει ή πέθανε. Επικαλούμενος λοιπόν τους θεούς, κάλεσε τους μνηστήρες να φύγουν από το παλάτι. Ο Δίας τού συμπαραστάθηκε στέλνοντας αμέσως δύο αετούς, κι ο μάντης Αλιθέρσης ερμηνεύοντας τις κινήσεις τους συνέστησε αλλαγή συμπεριφοράς:
«Ακούστε με, Ιθακήσιοι, τι έχω τώρα να σας πω –
μα πιο πολύ προς τους μνηστήρες στρέφω τα λεγόμενά μου,
αφού σ’ αυτούς θα πέσει πάνω τους μέγα το κύμα του κακού.
Ο Οδυσσέας λοιπόν δεν θα ’ναι λέω για πολύν καιρό
από τους φίλους του μακριά.
Ίσως να βρίσκεται κιόλας κοντά, σ’ όλους αυτούς υφαίνοντας φόνο και χαλασμό.
Ωστόσο κι άλλους, πολλούς, τους περιμένει η συμφορά·
εμάς, όσοι που ζούμε στην περήφανη Ιθάκη. Γι’ αυτό, κι όσο ακόμη
είναι καιρός, ας το σκεφτούμε να τους συγκρατήσουμε· αλλά κι αυτοί
μόνοι τους πρέπει πια να σταματήσουν, αφού τους είναι αυτό
τώρα το συμφερότερο.
Δεν είμαι μάντης αδοκίμαστος, ξέρω καλά τι λέω
και βεβαιώνω πως για κείνον όλα τέλειωσαν όπως εγώ
του τα προφήτευσα· τότε που μπήκαν στα καράβια τους οι Αργείοι
τραβώντας στο Ίλιο, κι ήταν μαζί τους ο πανούργος Οδυσσέας.
Είπα, λοιπόν· τον περιμένουν βάσανα πολλά, θα χάσει κι όλους τους συντρόφους,
σ’ όλους αγνώριστος θα φτάσει στην πατρίδα του,
στον εικοστό πια χρόνο - τώρα τα πάντα συντελούνται.» (β 178-195/<161-176>)
Στον μάντη απάντησε ο Ευρύμαχος με περιφρόνηση για τις προφητείες του, με κατάρες και απειλές. Κι ο Τηλέμαχος δεν συνέχισε – του έφτανε ότι όλα πια τα ήξεραν οι θεοί και οι πολίτες όλοι –, ζήτησε μόνο καράβι για το ταξίδι του στην Πύλο και στη Σπάρτη, να μάθει για τον πατέρα του και να πράξει ανάλογα. Τον λόγο πήρε τότε ο Μέντορας – ο Οδυσσέας φεύγοντας του είχε εμπιστευτεί το σπιτικό του –, εγκωμίασε τον Οδυσσέα και κατηγόρησε τους πολίτες που ανέχονται τις αδικίες των μνηστήρων. Του απάντησε προσβλητικά ο Λεώκριτος, που εκστόμισε απειλές και για τον Οδυσσέα, αν τυχόν επέστρεφε· πρότεινε, ωστόσο, να φροντίσει ο Μέντορας για το ταξίδι του Τηλέμαχου, που το θεώρησε όμως ανέφικτο.
Οι μνηστήρες επέστρεψαν στο παλάτι, ενώ ο Τηλέμαχος κατέβηκε στο ακρογιάλι, προσευχήθηκε στην Αθηνά και εκείνη – με τη μορφή του Μέντορα – τον ενθάρρυνε και του υποσχέθηκε συμπαράσταση. Επέστρεψε λοιπόν και ο Τηλέμαχος στο παλάτι, ζήτησε από την Ευρύκλεια να του ετοιμάσει τα αναγκαία για το ταξίδι και τη δέσμευσε με όρκο να μην αποκαλύψει τίποτε στην Πηνελόπη. Η Αθηνά, στο μεταξύ, φρόντισε να ετοιμαστεί επανδρωμένο καράβι και συνοδεύοντας ως Μέντορας τον Τηλέμαχο ταξίδεψαν όλη τη νύχτα με πρίμο αγέρι.
[Παρακολουθήστε την πορεία του ταξιδιού στον χάρτη: Iθάκη–Πύλος–Φηρές–Σπάρτη, όπου παραμένει·
στον παρακάτω χάρτη προσέξτε και την –απόμακρη πάντως– Aστερίδα.]
Συνάντηση Νέστορα-Τηλέμαχου
Η εσωτερική αυλή
Η μεγάλη αίθουσα με την εστία στο κέντρο
εστία
Η θυσία του Νέστορα
Η αναχώρηση του Τηλέμαχου
Νέστωρ
Α2. Περίληψη της ραψωδίας γ:
Τὰ ἐν Πύλῳ (Όσα συνέβησαν στην Πύλο)
Το πρωί –3η μέρα της Οδύσσειας– ο Τηλέμαχος και ο «Μέντορας» έφτασαν στην Πύλο, δέχτηκαν τη φιλοξενία του Νέστορα και μετά τις απαραίτητες συστάσεις ο Τηλέμαχος ζήτησε ικετευτικά πληροφορίες για τον πατέρα του.
Ο Νέστορας αναφέρθηκε στους πιο γενναίους πολεμιστές που σκοτώθηκαν στην Τροία (τον Πάτροκλο, τον Αχιλλέα, τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και τον Αντίλοχο, γιο του Νέστορα), στην εφευρετικότητα και στην πανουργία του Οδυσσέα, στις καλές σχέσεις που είχε ο ίδιος μαζί του, καθώς και στη συμβολή τους στις επιτυχίες των Αχαιών. Αναφέρθηκε και στα προβλήματα του νόστου, που τα προκάλεσε η οργή της Αθηνάς, επειδή πολλοί Αχαιοί ασέβησαν κατά την άλωση της Τροίας. Διηγήθηκε με συντομία τους αίσιους νόστους του Διομήδη, του Νεοπτόλεμου, του Φιλοκτήτη, του Ιδομενέα και του ίδιου, και διεξοδικά τον τραγικό νόστο του Αγαμέμνονα και την εκδίκηση που πήρε ο Ορέστης, καθώς και τον περιπετειώδη εφτάχρονο νόστο του Μενέλαου. Για τον Οδυσσέα γνώριζε μόνο ότι ταξίδεψε μαζί του ως την Τένεδο και ότι από εκεί επέστρεψε στην Τροία, γιατί ήθελε να συμπαρασταθεί στον Αγαμέμνονα, που έμεινε πίσω, για να προσφέρει θυσίες στην Παλλάδα Αθηνά, να την εξευμενίσει. Συμβούλεψε λοιπόν τον Τηλέμαχο να πάει στη Σπάρτη, γιατί είναι πιθανό ο Μενέλαος να ξέρει περισσότερα για τον πατέρα του, αφού άργησε πολύ να επιστρέψει.
Το βράδυ ο Τηλέμαχος έμεινε στα ανάκτορα της Πύλου, ενώ η Αθηνά–Μέντορας πέταξε πάλι σαν αετός και τους άφησε όλους έκπληκτους. Ο Νέστορας την αντιλήφθηκε και καλοτύχισε τον Τηλέμαχο που έχει βοηθό του τη μεγάλη θεά, όπως την είχε και ο πατέρας του στην Τροία.
Το άλλο πρωί – 4η μέρα – ετοιμάστηκε άμαξα και ο Τηλέμαχος, συνοδευόμενος από τον γιο τού Νέστορα, τον Πεισίστρατο, αναχώρησε για τη Σπάρτη. Διανυκτέρευσαν στις Φηρές (τη σημερινή Καλαμάτα), στου Διοκλή το αρχοντικό, και την επομένη – 5η μέρα – συνέχισαν το ταξίδι για τη Σπάρτη.
Α3. Περίληψη της ραψωδίας δ, Τὰ ἐν Λακεδαίμονι
(Όσα συνέβησαν στη Σπάρτη)
Το βράδυ έφτασαν στα ανάκτορα του Μενέλαου, όπου φιλοξενήθηκαν και έμειναν έκθαμβοι από τον πλούτο και τη λάμψη τους. Ο Τηλέμαχος, ψιθυρίζοντας στον Πεισίστρατο, παρομοίασε το παλάτι με εκείνο του Δία. Τον άκουσε ο Μενέλαος, απέρριψε τον παραλληλισμό ως ανάρμοστο και αναφέρθηκε στην εφτάχρονη περιπλάνησή του, που του έδωσε τη δυνατότητα να μαζέψει άφθονα πλούτη· δεν μπορεί όμως, είπε, να τα χαρεί, γιατί τον θλίβει η δολερή σφαγή του αδερφού του, του Αγαμέμνονα, ο θάνατος πολλών παλικαριών στην Τροία και πιο πολύ η εξαφάνιση του Οδυσσέα· ο τελευταίος αυτός λόγος του έφερε δάκρυα στον Τηλέμαχο.
Τη στιγμή εκείνη κατέβηκε μεγαλόπρεπη στην αίθουσα η Ελένη και αναγνώρισε αμέσως τον Τηλέμαχο, επειδή έμοιαζε με τον πατέρα του. Διηγήθηκε κατόπιν ένα κατόρθωμα του Οδυσσέα στην Τροία: ότι μπήκε στην πόλη μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, για να κατασκοπεύσει, και σκότωσε πολλούς Τρώες. Ο Μενέλαος αναφέρθηκε σε άλλο κατόρθωμα του Οδυσσέα: ότι με την υπομονή και την επιμονή του διέσωσε την επιχείρηση «Δούρειος Ίππος», που οδήγησε στην άλωση της Τροίας. Και οι δύο εξέφρασαν θαυμασμό και ευγνωμοσύνη για τον Οδυσσέα, που εξαιτίας τους υπέφερε πολλά.
Το επόμενο πρωί – 6η μέρα – ο Τηλέμαχος ζήτησε πληροφορίες από τον Μενέλαο για τον πατέρα του. Εκείνος άρχισε από τον δικό του εικοσαήμερο αποκλεισμό στην Αίγυπτο και συνέχισε διηγούμενος τη συνάντησή του με τον θαλάσσιο γέροντα Πρωτέα· από αυτόν πληροφορήθηκε τη συνέχεια του δικού του νόστου, το ναυάγιο και τον θάνατο του Αίαντα του Λοκρού, τη σφαγή του Αγαμέμνονα από τον Αίγισθο και ότι τον Οδυσσέα τον κρατάει στο νησί της άθελά του η νεράιδα Καλυψώ.
Ο Μενέλαος ήθελε να κρατήσει περισσότερο τον Τηλέμαχο, εκείνος όμως βιαζόταν να επιστρέψει. Στην Ιθάκη, εν τω μεταξύ, οι μνηστήρες έμαθαν για το ταξίδι του Τηλέμαχου και απόρησαν – δεν περίμεναν να το πραγματοποιήσει –, ο Αντίνοος μάλιστα πρότεινε να του στήσουν ενέδρα δολοφονική στον γυρισμό, και όλοι συμφώνησαν μαζί του. Έμαθε και η Πηνελόπη από τον κήρυκα Μέδοντα για το ταξίδι του γιου της, καθώς και για τα σχέδια των μνηστήρων, και άρχισε διπλό τώρα θρήνο. Τη νύχτα, είκοσι από τους μνηστήρες επιβιβάστηκαν σ’ ένα εξοπλισμένο καράβι και έστησαν καρτέρι στο νησάκι Αστερίδα, μεταξύ Σάμης και Ιθάκης.
Οι αναδρομικές διηγήσεις της Ελένης και του Μενελάου
δ 259-315, 627-632
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, κι εσείς παιδιά
260 από λαμπρούς πατέρες· δίνει ο θεός άλλοτε σ’ άλλον
το καλό και το κακό, ο Δίας παντοδύναμος.
Καλύτερα λοιπόν να συνεχίσετε το δείπνο σε τούτο το παλάτι
καθισμένοι και να χαρείτε ιστορίες παλιές – εγώ θα σας διηγηθώ
κάποια που να ταιριάζει στην περίσταση.
265 Δεν πρόκειται να εξιστορήσω τώρα, να πω με το όνομά τους,
όλους τους άθλους που κατόρθωσε με την υπομονή του ο Οδυσσέας·
τον ένα μόνο, αυτόν που τόλμησε κι έπραξε ο αντρείος εκείνος
268-69 στη χώρα εκεί της Τροίας, όπου τα πάθη του πολέμου / οι Αχαιοί υποφέρατε.
270 Μόνος του αυτός, πληγώνοντας το σώμα του με τις πιο άσχημες πληγές,
σ’ άθλια κουρέλια τύλιξε τους ώμους του, μοιάζοντας δούλος,
και γλίστρησε στην πόλη των εχθρών με τους μεγάλους δρόμους.
Έγινε άλλος άνθρωπος, την όψη παίρνοντας
ενός ζητιάνου (τέτοιον δεν θα ’βρισκες στα αργίτικα καράβια),
275 κι έτσι παραλλαγμένος χώθηκε στης Τροίας το κάστρο.
Οι άλλοι όλοι σαστισμένοι παραμέρισαν· μόνη μου εγώ τον αναγνώρισα,
παρά την παραμόρφωσή του, και πήρα να τον δοκιμάζω
278-79 με τις ερωτήσεις μου· εκείνος όμως, πονηρός και ξύπνιος, / όλο μου ξέφευγε.
280 Και μόνο όταν πια τον έλουσα, τον άλειψα με λάδι,
τον έντυσα με ρούχα καθαρά, ορκίστηκα όρκο βαρύ
να μην τον φανερώσω πως βρίσκεται στους Τρώες ανάμεσα ο Οδυσσέας,
προτού γυρίσει πίσω στα γρήγορα καράβια του και στις σκηνές·
τότε μονάχα μου αποκάλυψε το τι είχαν βάλει οι Αχαιοί στον νου τους.
285 Κι αφού πετσόκοψε Τρώες πολλούς με το μακρύ του, κοφτερό σπαθί,
γύρισε στους Αργείους πίσω, ξέροντας πια πολύ καλά τον τόπο.
Τσίριξαν τότε οι άλλες Τρωαδίτισσες· όμως εμένα γέμισε χαρά
η καρδιά μου· γιατί είχα αλλάξει μέσα μου, ήθελα πια
σπίτι μου να γυρίσω μετανιωμένη για την τύφλα μου, που μου τη φόρτωσε
290 η Αφροδίτη· όταν με πήρε να με φέρει εδώ, μακριά
απ’ τη γλυκιά πατρίδα μου και χωρισμένη από τη θυγατέρα μου,
από την κάμαρή μου, τον νόμιμο άντρα μου, που βέβαια δεν υπολείπεται
σε τίποτε κι από κανένα,
μήτε στη γνώση του μήτε στην ομορφιά.»
Αμέσως μίλησε ο ξανθός Μενέλαος, της είπε:
295 «Όλα σου δίκαια και σωστά, γυναίκα, και καλά τα ιστόρησες.
Αλλά κι εγώ, που γνώρισα πολλών ανθρώπων γνώμη και γνώση
γιατί τριγύρισα σε τόσα ξένα μέρη, ποτέ μου ως τώρα
τα μάτια μου δεν είδαν κάποιον που να ’χει την καρδιά
του καρτερόψυχου Οδυσσέα.
300 Παράδειγμα το τι κατόρθωσε και πήρε επάνω του ο αντρείος εκείνος,
μέσα στο ξύλινο άλογο, όπου, δίχως εξαίρεση, καθίσαμε
απ’ τους Αργείους οι άριστοι, τον φόνο και τον θάνατο
να φέρουμε στους Τρώες.
Κι ήλθες εκεί κι εσύ· μπορεί και κάποιος δαίμονας να σε παρότρυνε,
305 που γύρευε τιμή και δόξα στους Τρώες να προσφέρει [...].
307 Έφερες τότε γύρο τρεις φορές, ψηλάφησαν τα δάχτυλά σου
την κοιλιά του αλόγου, και πήρες να καλείς με το όνομά τους
τους αριστείς των Δαναών,
310 με μια φωνή ολόιδια της γυναίκας κάθε Αργείου.
Εγώ και του Τυδέα ο γιος κι ο θείος Οδυσσέας,
οι τρεις εκεί στη μέση καθισμένοι, σ’ ακούσαμε να μας καλείς.
Κι ενώ οι δυο μας πεταχτήκαμε, μας συνεπήρε ο πόθος ή έξω
από το άλογο να βγούμε ή από μέσα να σου αποκριθούμε,
315 ο Οδυσσέας μάς κρατούσε και τη λαχτάρα μας εμπόδιζε. [...]»
627 Γιος του Λαέρτη, τόπος του η Ιθάκη·
τον είδα σ’ ένα απόμακρο νησί, να χύνει μαύρο δάκρυ
στο μέγαρο της νύμφης Καλυψώς, που άθελά του τον κρατεί
630 δικό της· κι εκείνος δεν μπορεί να βρει πατρίδα ,
του λείπουν καράβια με κουπιά, του λείπουν σύντροφοι,
για να τον ταξιδέψουν
στην πλατιά ράχη της θάλασσας.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο
1. Το πάθημα του Αίαντα του Λοκρού (δ 560-575/<499-5ΙΙ>)
560 Ο Αίας ο Λοκρός χαλάστηκε, μαζί με τα μακρόκουπα καράβια του.
Τον έριξε ο Ποσειδώνας πρώτα στης Γύρης τους μεγάλους βράχους,
αλλά τον έσωσε προσώρας από την απειλή της θάλασσας.
Και θα μπορούσε μέχρι τέλους ν’ αποφύγει το μοιραίο, μόλο
που τον μισούσε η Αθηνά, αν δεν ξεστόμιζε τον υπερφίαλο λόγο,
565 αν δεν είχε τόσο ψηλώσει ο νους του·
γιατί καυχήθηκε πως μόνος του, και δίχως να το θέλουν οι θεοί,
εγλίτωσε απ’ το πελώριο κύμα.
Αλλά τον άκουσε ο Ποσειδώνας που μεγαλαυχήθηκε,
κι ευθύς την τρίαινα πιάνει στα στιβαρά του χέρια,
570 την κατεβάζει πάνω στον Γυραίο βράχο, τον έσχισε στα δυο.
Το ’να του μέρος έμεινε επιτόπου· το απόκομμα όμως έπεσε
στο πέλαγος, αυτό που πάνω του πιασμένος ο Αίας
παραλογίστηκε κι ο νους του ψήλωσε.
Κι εκείνο τότε τον παρέσυρε βαθιά, στα απέραντα πελάγη,
575 όπου και χάθηκε στα κύματα, πνίγηκε στ’ αλμυρό νερό.
Aίας ο Λοκρός, Φραντσέσκο Σαμπατέλι,1829.
(Mουσείο Παλάτσο Πίτι, Φλωρεντία)
Αίαντας ο Λοκρός, Henri Serrur
2. Το πάθημα του κυρ Αντριά
Ο τσυρ Βοριάς παράντζειλε όλων των καραβιούνε:
- Καράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξου,
ν’ ασπρίσου κάμπους και βουνά, βρυσούλες να παγώσου,
κι όσα βρω μεσοπέλαγα, στεριάς θε να τα ρίξου.
Όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα λιμάνια πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
- Δε σε φοβώμαι, κυρ Βοριά, φυσήξεις δε φυσήξεις,
γιατ’ έχω αντένες μπρούντζινες, κατάρτια σιδερένια,
έχω πανιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω κι ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς κοιτάζει.
Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι,
να ξεδιαλέξεις τους καιρούς, να δεις για τον αγέρα.
Παιζογελώντας ’νέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
- Σαν τι είδες, βρε ναυτόπουλο, εκεί ψηλά που πήγες;
- Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρι ματωμένο,
είδα την μπόρα π’ άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και στης Αττάλειας τα βουνά νεροχαλάζι πέφτει.
Το λόγο δεν απόσωσε, τη συντυχιά δεν είπε,
βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει.
Σπιλάδα του ’ρθε από τη μια, σπιλάδα ’πό την άλλη,
σπιλάδα ’πό τα πλάγια του και ξεσανίδωσέ το.
Γέμισε η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάει.
(Γ. Ιωάννου, Τα δημοτικά μας τραγούδια, έκδ. περ. Ταχυδρόμος, Αθήνα 1966)
κάτεργα: καράβια πολεμικά, κρατικά ή πειρατικά. συντυχιά: τυχαία συνάντηση, σύμπτωση. σπιλάδα: ριπή ανέμου ή κύμα.
→ Aναναζητήστε ομοιότητες στα παθήματα του Aίαντα του Λοκρού και του κυρ Aντριά.
Άκουσε στο YouΤube μια παραλλαγή που την τραγουδά η Δόμνα Σαμίου