Πάθη φωνηέντων
1. Συναίρεση 2. Κράση 3. Έκθλιψη 4. Αφαίρεση-Υφαίρεση 5. Πρόσληψη 6. Συγκοπή 7. Ανάπτυξη 8. Μετάθεση 9. Αφομοίωση 10. Αντιμεταχώρηση 11. Ποιοτική μεταβολή 12. Ποσοτική μεταβολή
Πάθη συμφώνων 1. Αποβολή 2. Ανάπτυξη 3. Μετάθεση 4. Ένωση 5. Αφομοίωση 6. Ανομοίωση 7. Τροπή
α) Συναίρεση
Συναίρεση λέγεται η συγχώνευση μέσα στην ίδια λέξη δύο στη σειρά φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σ' ένα μακρόχρονο φωνήεν ή σ' ένα δίφθογγο, π.χ.
συκέα > συκῆ, τιμάομεν > τιμῶμεν, ποιέομεν > ποιοῦμεν, τιμάει > τιμᾷ,
προέλεγον > προύλεγον, προεθυμήθην > προυθυμήθην.
• Η συλλαβή που προέρχεται από τη συναίρεση τονίζεται, μόνο αν τονιζόταν η μία από τις δύο συλλαβές πριν από τη συναίρεση, διαφορετικά μένει χωρίς τόνο, π.χ.
τιμάω - τιμῶ, συκεῶν - συκῶν· αλλά τίμαε - τίμα, Σωκράτεος - Σωκράτους
• Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται,
→ παίρνει περισπωμένη αν πριν από τη συναίρεση τονιζόταν η πρώτη από τις συλλαβές που συναιρούνται, π.χ.
τιμάω > τιμῶ
→ παίρνει οξεία αν πριν από τη συναίρεση τονιζόταν η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται, π.χ.
ἐσταώς > ἐστώς
Ιδιαίτερες περιπτώσεις
→ Όλες οι πτώσεις των συνηρημένων της β΄ κλίσης τονίζονται στην ίδια συλλαβή, στην οποία τονίζεται η ονομαστική του ενικού: τὸ ὀστέον > ὀστοῦν, τοῦ ὀστέου > ὀστοῦ, τῷ ὀστέω > ὀστῷ, κτλ.·
→ το ίδιο συμβαίνει, αντίθετα με τον κανόνα, και στα σύνθετα που πριν από τη συναίρεση ήταν στην ονομαστική του ενικού προπαροξύτονα: ὁ ἔκπλοος > ἔκπλους, τοῦ ἐκπλόου > ἔκπλου (αντί τοῦ ἐκπλοῦ), τῶν ἐκπλόων > ἔκπλων (αντί ἐκπλῶν) κτλ.
επιστροφή στα πρωτόκλιτα ουσιαστικά δευτερόκλιτα ουσιαστικά
β) Κράση
Κράση λέγεται η συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή τον αρχικό δίφθογγο της ακόλουθης: τὰ ἄλλα - τἆλλα, τὸ ὄνομα - τοὔνομα, μέντοι ἂν - μεντἄν, ἐγὼ οἶμαι - ἐγᾦμαι.
Πάνω στο φωνήεν που προκύπτει από την κράση γράφεται ένα σημάδι που είναι όμοιο με την ψιλή και λέγεται κορωνίδα: καὶ ἐγώ - κἀγώ· αν από την κράση προκύπτει κύριος δίφθογγος, η κορωνίδα σημειώνεται στο δεύτερο φωνήεν του διφθόγγου: τὰ αὐτά - ταὐτά.
→ Όταν όμως η πρώτη από τις λέξεις που συγχωνεύονται είναι τύπος που αποτελείται μόνο από ένα φωνήεν ή ένα δίφθογγο με δασεία (π.χ. ὁ, οἱ, ἡ, αἱ, ἥ, ὅ, οὗ κτλ.), τότε στη θέση της κορωνίδας σημειώνεται η δασεία: ὁ ἀνήρ - ἁνήρ· ὁ ἄνθρωπος - ἅνθρωπος· ἅ ἄν - ἅν· οὗ ἕνεκα - οὕνεκα.
Κράση με τις αμέσως επόμενες λέξεις παθαίνουν συνήθως:
1) Οι τύποι του άρθρου και της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ, που λήγουν σε φωνήεν ή δίφθογγο, καθώς και το κλητικό ὦ: ὁ ἄνθρωπος = ἅνθρωπος, τοῦ ἀνδρὸς = τἀνδρός, τὰ ἐμὰ = τἀμά, ἅ ἐγὼ = ἁγώ, οὗ ἕνεκα = οὕνεκα, ὦ ἀγαθέ = ὠγαθέ·
2) η λέξη ἐγὼ με τη λέξη οἶδα (= γνωρίζω) ή με τη λέξη οἶμαι (= νομίζω): ἐγὼ οἶδα = ἐγᾦδα, ἐγὼ οἶμαι =ἐγᾦμαι·
3) ο σύνδεσμος μέντοι με το μόριο ἄν: μέντοι ἄν = μεντἄν·
4) ο σύνδεσμος καί: καὶ ἐγὼ = κἀγώ, καὶ εἶτα = κᾆτα·
5) η πρόθεση πρό: πρὸ ἔργου = προὔργου.
γ) Έκθλιψη
Έκθλιψη λέγεται η αποβολή του τελικού βραχύχρονου φωνήεντος μιας λέξης εμπρός από το αρχικό φωνήεν ή τον αρχικό δίφθογγο της ακόλουθης: ἀπὸ ἐμοῦ = ἀπ' ἐμοῦ, οὔτε αὐτός = οὔτ' αὐτός.
Πάνω από τη θέση του φωνήεντος που παθαίνει έκθλιψη γράφεται ένα σημάδι που είναι όμοιο με ψιλή και λέγεται απόστροφος: ἀπὸ ἐμοῦ = ἀπ' ἐμοῦ·
→ όταν όμως η έκθλιψη γίνεται κατά τη σύνθεση λέξεων, δε σημειώνεται απόστροφος: ἀπὸ ἔχω = ἀπέχω.
Ο τόνος του φωνήεντος που παθαίνει έκθλιψη (αν τούτο τονιζόταν πριν από την έκθλιψη):
1) στις άκλιτες λέξεις χάνεται μαζί με το φωνήεν που εκθλίβεται, π.χ.
• παρὰ ἐμοῦ = παρ' ἐμοῦ, ἐπὶ αὐτοῦ = ἐπ' αὐτοῦ, ἀλλὰ ἐκεῖνος =ἀλλ' ἐκεῖνος·
2) στις κλιτές λέξεις και στο αριθμητικό ἑπτὰ ανεβαίνει στην προηγούμενη συλλαβή, πάντα ως οξεία, π.χ.
• δεινὰ ἔπαθον = δείν' ἔπαθον, φημὶ ἐγώ = φήμ' ἐγώ, ἑπτὰ ἦσαν =ἕπτ' ἦσαν.
Ιδιαίτερες περιπτώσεις
→ Αν ύστερα από την έκθλιψη απομένει στο τέλος της λέξης άφωνο ψιλόπνοο (κ,π,τ) και η ακόλουθη λέξη δασύνεται, τότε το ψιλόπνοο τρέπεται στο αντίστοιχό του (ομόφωνο) δασύπνοο, δηλ. το κ σε χ, το π σε φ, το τ σε θ, π.χ.
• ἀπὸ ἡμῶν = ἀφ' ἡμῶν, κατὰ ἡμῶν = καθ' ἡμῶν.
→ Αν ύστερ' από την έκθλιψη απομένουν δύο ετερόφωνα ψιλόπνοα (κτ ή πτ), τότε εμπρός από λέξη που έχει δασεία τρέπονται και τα δύο στα αντίστοιχά τους δασύπνοα, π.χ.
• νύκτα ὅλην = νύχθ' ὅλην, νύκτα (καὶ) ἡμέραν = νυχθημερόν, ἑπτὰ ἡμέραι =ἑφθήμερος.
δ) Αφαίρεση, υφαίρεση
1) Κάποτε, και ιδίως στην ποίηση, γίνεται αφαίρεση, δηλ. αποβολή του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος μιας λέξης, όταν η προηγούμενη λήγει σε μακρόχρονο φωνήεν ή σε δίφθογγο. Τότε πάνω από τη θέση του φωνήεντος που χάθηκε σημειώνεται ο απόστροφος: αὕτη 'κείνη, ὦ 'γαθέ, εἴη 'ξ ἐμοῦ (αντί εἴη ἐξ ἐμοῦ), ποῦ 'κείνη ἐστίν;
(Πβ. τα νεοελλ.: να 'μουν, που 'ναι;).
2) Γίνεται κάποτε και μέσα στην ίδια λέξη αποβολή ενός από δύο όμοια βραχύχρονα φωνήεντα ή αποβολή του ι των διφθόγγων εμπρός από φωνήεν· η αποβολή αυτή λέγεται υφαίρεση: βοηθόος - βοηθός, Ἡρακλέεα - Ἡρακλέα, αἰεὶ - ἀεί, ἐλαία - ἐλάα, πλείονος - πλέονος, Ἀρειοπαγίτης - Ἀρεοπαγίτης κτλ.
(πβ. τα νεοελλ.: αλκοολισμός - αλκολισμός, χρυσοχόος - χρυσοχός, αρματολό(γ)ος - αρματολός κτλ.).
ε) Πρόσληψη προσθετών ή ευφωνικών συμφώνων
Μερικές λέξεις που λήγουν σε φωνήεν, όταν βρεθούν εμπρός από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο, παίρνουν στο τέλος ορισμένα σύμφωνα που συντελούν στην ευφωνία, δηλ. στην αποφυγή της χασμωδίας. Τέτοια σύμφωνα είναι το ν και το κ (ή χ), που λέγονται προσθετά ή ευφωνικά σύμφωνα.
Από αυτά:
1) Το ευφωνικό ν το παίρνουν εμπρός από φωνήεν:
α) οι τύποι κλιτών και άκλιτων λέξεων που λήγουν σε -σι: ἀνδράσι(ν), εὐγενέσι(ν), ἅπα-σι(ν), εἴκοσι(ν), ἐλθοῦσι(ν), λέγουσι(ν), παντάπασι(ν), Ἀθήνησι(ν), πέρυσι(ν)·
β) οι τύποι του γ΄ εν. προσ. των ρημάτων που λήγουν σε -ε και ο ρηματικός τύπος ἐστί: ἔλυε(ν), ἔλυσε(ν), λέλυκε(ν), ἦλθε(ν), ἐστί(ν).
2) Το ευφωνικό κ το παίρνει το αρνητικό οὐ εμπρός από φωνήεν που έχει ψιλή· όταν όμως το οὐ βρεθεί εμπρός από φωνήεν με δασεία, τότε το ευφωνικό κ τρέπεται στο αντίστοιχό του δασύπνοο, δηλ. γίνεται χ, π.χ.
• οὐ λέγω > μπροστά από σύμφωνο
• οὐκ ἔχω > μπροστά από φωνήεν με ψιλή
• οὐχ ὑπομένω > μπροστά από φωνήεν με δασεία.
στ) συγκοπή
Συγκοπή, λέγεται η αποβολή του βραχύχρονου φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, π.χ.
πατέρ-ος = πατρός, γι-γέν-ομαι = γίγνομαι, ἔ-σεχ-ον = ἔσχον
(πβ. τα νεοελλ.: κορυφή - κορφή, φέρετε - φέρτε).
ζ) ανάπτυξη
Ανάπτυξη, λέγεται η πρόσληψη ενός φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που γίνεται συνήθως για να διευκολυνθεί η προφορά, π.χ.
στους τύπους πατρ-ά-σι, μητρ-ά-σιν, ἀνδρ-ά-σι κτλ. αναπτύχθηκε το φωνήεν α ανάμεσα στο συγκομμένο θέμα και στην κατάληξη.
η) μετάθεση
Μετάθεση, λέγεται η μετατόπιση ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε άλλη θέση μέσα στη λέξη, π.χ.
→ Μυτιλήνη = Μιτυλήνη,
→ Πνύκα = Πύκνα
(πβ. τα νεοελλ.: Ιθάκη - Θιάκι, όνειρο - είνορο).
θ) αφομοίωση
Αφομοίωση, λέγεται η μεταβολή ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε φωνήεν όμοιο με το φωνήεν της επόμενης ή προηγούμενης συλλαβής του θέματος, π.χ.
→ ἅτερος > ἕτερος = όμοιο με το φωνήεν της επόμενης συλλαβής
→ Ἐρχομενός > Ὀρχομενός = όμοιο με το φωνήεν της επόμενης συλλαβής
→ ὀβελός > ὀβολός = όμοιο με το φωνήεν της προηγούμενης ή της επόμενης συλλαβής
(πβ. το νεοελλ.: σιρόκος - σορόκος).
ι) αντιμεταχώρηση
Αντιμεταχώρηση, λέγεται η αμοιβαία αλλαγή του χρόνου ενός μακρόχρονου (Μ) φωνήεντος με τον χρόνο του αμέσως επόμενου βραχύχρονου (Β) φωνήεντος, π.χ.
→ τοῦ βασιλῆος - τοῦ βασιλέως, (ΜΒ>ΒΜ) τὸν βασιλῆᾰ > τὸν βασιλέᾱ,(ΜΒ>ΒΜ)
→ τῆς πόληος > τῆς πόλεως(ΜΒ>ΒΜ)
ια) ποιοτική μεταβολή τροπή
Ποιοτική μεταβολή ή απλώς τροπή λέγεται η μεταβολή ενός φωνήεντος σε άλλο φωνήεν του ίδιου χρόνου (ενός βραχύχρονου σε άλλο επίσης βραχύχρονο ή ενός μακρόχρονου σε άλλο επίσης μακρόχρονο), π.χ.
→ λέγω - λόγος·
→ βρέχω - βροχή·
→ ἀμείβω - ἀμοιβή·
→ λείπω - λέλοιπα, → λοιπός·
→ σπεύδω - σπουδή·
→ ῥήγνυμι - ῥωγμή.
ιβ) Ποσοτική μεταβολή - βράχυνση -συστολή / έκταση / αντέκταση
Ποσοτική μεταβολή λέγεται η μεταβολή του μακρόχρονου φωνήεντος σε βραχύχρονο ή του βραχύχρονου σε μακρόχρονο· έτσι η ποσοτική μεταβολή είναι:
α) βράχυνση ή συστολή, δηλ. μεταβολή του μακρόχρονου φωνήεντος ή του διφθόγγου σε βραχύχρονο φωνήεν, π.χ.
→ δίδωμι, δῶρον > δίδομαι, δόσις·
→ ἵστημι > ἵστᾰμαι,
→ τίθημι > τίθεμαι, θέσις·
→ λείπω > ἔλῐπον·
→ φεύγω > ἔφῠγον, φῠγή·
→ ἀκούω > ἀκοή·
β) έκταση, δηλ. μεταβολή του βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο, π.χ.
→ ποιέω > ποιήσω, ποιητής·
→ δηλόω > δηλώσω, δήλωσις·
→ ἐλπίζω > ἤλπιζον, ἥλπισα·
→ στοά > στωικός.
Κάποτε η έκταση ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο φωνήεν ή σε δίφθογγο γίνεται ύστερ' από την αποβολή ενός ή περισσότερων συμφώνων που ακολουθούν: η τέτοιου είδους έκταση λέγεται αντέκταση ή αναπληρωτική έκταση, π.χ.
→ τάλᾰν-ς > τάλᾱς·
→ ἕν-ς > εἷς·
→ λυθέντ-ς > λυθείς·
→ λέοντ-σι > λέου-σι.
α) αποβολή
Αποβολή λέγεται το φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλονται, δηλ. χάνονται, ένα ή περισσότερα σύμφωνα στην αρχή της λέξης, στο εσωτερικό ή στο τέλος της· περιπτώσεις αποβολής έχουμε:
1) Το σ, όταν βρίσκεται μέσα στη λέξη ανάμεσα σε δύο σύμφωνα ή ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, αποβάλλεται· επίσης στους αρχαιότατους χρόνους, όταν βρισκόταν στην αρχή της λέξης εμπρός από φωνήεν, συχνά έπαυε ν' ακούεται, και τη θέση του την έπαιρνε η δασεία (η οποία συνόδευε το φωνήεν που έμενε ως αρχικό), π.χ.
→ (ανάμεσα σε δύο σύμφωνα) γέγραφσθε =γέγραφθε· ἐστάλσθαι = ἐστάλθαι·
→ (ανάμεσα σε δύο φωνήεντα) ἐλέγεσο = ἐλέγεο και με συναίρεση = ἐλέγου· γένεσος = γένεος και με συναίρεση = γένους·
→ (στην αρχή της λέξης) σέπομαι = ἕπομαι· σίστημι - ἵστημι.
2) To j (γιοτ) από τους παλαιότατους χρόνους αποβλήθηκε στην αρχή της λέξης εμπρός από φωνήεν και τη θέση του την πήρε η δασεία· μέσα όμως στη λέξη ανάμεσα σε δύο φωνήεντα αποβλήθηκε ολότελα, π.χ.
→ jῆπαρ = ἧπαρ·
→ jίjημι = ἵημι (= ρίχνω)·
→ τιμάjω = τιμάω -ῶ·
→ ποιέjω = ποιέω -ῶ·
→ δηλόjω = δηλόω -ῶ.
3) To F (δίγαμα) στην αρχή της λέξης εμπρός από φωνήεν ή μέσα στη λέξη ανάμεσα σε δύο φωνήεντα αποβλήθηκε, π.χ.
Fέργον = ἔργον· Fοῖνος = οἶνος· πνέFω (προφ. πνεύω, πβ. πνεῦμα) = πνέω· FέFοικα = ἔοικα.
4) Το ν εμπρός από το σ κανονικά αποβάλλεται, άλλοτε με αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος και άλλοτε χωρίς αντέκταση, π.χ.
→ (με αντέκταση, συνήθως στην ονομ. του εν.) μέλᾰν-ς =μέλᾱς, κτέν-ς = κτείς· ἓν-ς = εἷς.
(χωρίς αντέκταση, συνήθως στη δοτ. του πληθ.) κτεν-σὶ = κτεσί· ποιμέν-σι = ποιμέσι· γείτον-σι = γείτοσι.
5) Τα οδοντικά τ, δ, θ εμπρός από το σ αποβάλλονται, π.χ.
→ τάπητ-ς = τάπης,
→ ἐλπίδ-ς = ἐλπίς,
→ ὄρνιθ-ς =ὄρνις· τάπητ-σι = τάπησι·
έτσι και νύκτ-ς = νύκ-ς =νύξ, ἄνακτ-ς = ἄνακ-ς = ἄναξ.
6) Τα συμπλέγματα ντ, νδ, νθ εμπρός από το σ αποβάλλονται πάντοτε με αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος, π.χ.
→ τοῖς λεόντ-σι = λέουσι,
→ τοῖς ἀνδριάντ-σι = ἀνδριᾶσι,
→ ὁ λυθέντ-ς = λυθείς,
→ ὁ χαρίεντ-ς = χαρίεις·
→ σπένδ-ω (= κάνω σπονδή), μέλλ. σπένδ-σω = σπείσω·
→ πάσχω, μέλλ. (από το θ. πενθ-) πένθ-σομαι = πείσομαι (= θα πάθω).
7) Σύμφωνα όχι τελικά ελληνικών λέξεων, όταν βρεθούν στο τέλος μιας λέξης, χωρίς άλλη κατάληξη, αποβάλλονται, π.χ.
→ (τοῦ σώματ-ος) τὸ σώματ = τὸ σῶμα·
→ (τοῦ λέοντ-ος) ὦ λέοντ = ὦ λέον·
→ (τοῦ γάλακτ-ος) τὸ γάλακτ = τὸ γάλα·
→ (τοῦ παντ-ός) τὸ παντ = τὸ πᾶν.
β) ανάπτυξη
Ανάπτυξη λέγεται η εμφάνιση νέου συμφώνου, που δεν υπήρχε αρχικά, στο θέμα μιας λέξης (το σύμφωνο αναπτύσσεται, δηλ. παρουσιάζεται εκεί όπου πριν δεν υπήρχε). Η ανάπτυξη συνήθως γίνεται για να διευκολυνθεί η προφορά στις παρακάτω περιπτώσεις:
1) Ανάμεσα στο μ και το ρ ή ανάμεσα στο μ και το λ αναπτύσσεται σε μερικές λέξεις ο φθόγγος β, π.χ.
→ (από το μεσημερία =) μεσημ-ρία = μεσημβ-ρία·
→ (ἔ-μολ-ον = ήρθα· πβ. μολὼν λαβέ· θ. μολ- = μλω-· από αυτό ο παρακείμ. μέ-μλω-κα =) μέμ-β-λωκα·
→ γαμρός = γαμ-β-ρός (πβ. ιδιωματικό νεοελλ. χαμηλά = χαμλά = χαμπλά).
2) Ανάμεσα στο ν και το ρ αναπτύσσεται ο φθόγγος δ, π.χ.
→ (από το ἀνέρ-ος με συγκοπή: ἀνρ-ὸς =) ἀνδρὸς.
3) Εμπρός από το αρχικό ρ μιας λέξης αναπτύσσεται και ένα άλλο ρ, δηλ. το αρχικό ρ διπλασιάζεται, όταν βρεθεί πριν από αυτό βραχύχρονο φωνήεν από αύξηση ή αναδιπλασιασμό ή από σύνθεση με άλλη λέξη, π.χ.
→ ῥίπτω - ἔρριπτον - ἔρριφα·
→ ῥητός - ἄρρητος - ἀπόρρητος·
→ ῥυθμός - ἄρρυθμος·
→ ῥωστός - ἄρρωστος·
→ αλλά: εὔρυθμος, εὔρωστος.
γ) μετάθεση του j επένθεση
Μετάθεση, δηλ. μετατόπιση σε άλλη θέση μέσα στη λέξη, μπορεί να πάθει όχι μόνο ένα βραχύχρονο φωνήεν, αλλά και το ημίφωνο j. Τούτο, όταν βρίσκεται ύστερ' από τους φθόγγους -αν-, -αρ-, -ορ-, μετατοπίζεται πριν από το ν ή το ρ· τότε ενώνεται με το προηγούμενο α ή ο σε δίφθογγο αι ή οι.
Η μετάθεση αυτή του j και η τοποθέτησή του ανάμεσα στο φωνήεν α ήο και στο σύμφωνο ν ή ρ λέγεται και επένθεση, π.χ.
→ (θ. μαραν-, πβ. ἐ-μαράν-θην) μαράν-jω = μαραίνω·
→ (θ. μελαν-, πβ. μέλαν-ος), ἡ μέλαν-jα = μέλαινα·
→ (θ. χαρ-, πβ. χαρ-ά, ἐ-χάρ-ην) χάρ-jω = χαίρω·
→ (θ. μορ-, πβ. μόρ-ιον) μόρ-jα = μοῖρα.
(Πβ. το νεοελλ. χαμαϊλί = χαϊμαλί).
δ) ένωση ή συγχώνευση συμφώνων
Σε μερικές περιπτώσεις ένα σύμφωνο ενώνεται ή συγχωνεύεται με άλλο. Τέτοιες ενώσεις ή συγχωνεύσεις συμφώνων είναι συνήθως οι ακόλουθες:
1)
ουρανικό (κ, γ, χ) όταν βρίσκεται εμπρός από το σ, ενώνεται με αυτό σε ξ, π.χ.
→ πίνακ-ς > πίναξ, πίνακ-σι > πίναξι, ἔλεγ-σα > ἔλεξα, ὄνυχ-ς > ὄνυξ
χειλικό (π, β, φ) εμπρός από το σ ενώνεται με αυτό σε ψ, π.χ.
→ κώνωπ-ς > κώνωψ, κώνωπ-σι > κώνωψι, Ἄραβ-ς > Ἄραψ, ἔγραφ-σα > ἔγραψα.
2) Το ημίφωνο j σε αρχαιότατους χρόνους:
α) ύστερ' από τα ουρανικά (κ, γ, χ) ή πιο σπάνια ύστερ' από τα οδοντικά τ και θ συγχωνεύτηκε με αυτά σέ σσ ή ττ, π.χ.
→ φυλάκ-jω > φυλάσσω ή φυλάττω,
→ ἀλλάγ-jω > ἀλλάσσω ή ἀλλάττω,
→ ταράχ-jω > ταράσσω ή ταράττω,
→ ἐλάχ-jων > ἐλάσσων ή ἐλάττων·
→ χαρίετ-jα > χαρίεσσα,
→ πυρέτ-jω > πυρέσσω ή πυρέττω,
→ πλάτ-jω ή πλάθ-jω > πλάσσω.
β) ύστερ' από το οδοντικό δ συγχωνεύτηκε με αυτό σε ζ, π.χ.
→ παίδ-jω > παίζω,
→ ἐλπίδ-jω > ἐλπίζω,
→ ἐριδ-jω > ἐρίζω·
γ) ύστερ' από τα συμφωνικά συμπλέγματα ντ, νδ, νθ συγχωνεύτηκε πρώτα με το οδοντικό τ, δ, θ σε σ και έπειτα έγινε αποβολή του ν με αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος, π.χ.
→ πᾰ΄ντ-jα > πᾰ΄νσα > πᾶσα,
→ παιδευθέντ-jα > παιδευθένσα > παιδευθεῖσα,
→ ἑκόντ-jα > ἑκόνσα > ἑκοῦσα.
ε) αφομοίωση συμφώνων
Αφομοίωση συμφώνου λέγεται η μεταβολή του σε σύμφωνο όμοιο με άλλο αμέσως επόμενο ή προηγούμενο στην ίδια λέξη. Σε τέτοια περίπτωση λέμε ότι το σύμφωνο αφομοιώνεται με το άλλο.
1) Χειλικό (π, β, φ), όταν βρεθεί εμπρός από το ένρινο μ αφομοιώνεται με αυτό, δηλ. γίνεται και αυτό μ, π.χ.
→ βλέπ-μα = βλέμμα·
→ τρῖβ-μα = τρῖμμα·
→ γεγραφ-μένος = γεγραμμένος.
2) Το συριστικό σ ύστερ' από υγρό (λ, ρ) ή ένρινο (μ, ν) σε αρχαιότατους χρόνους αφομοιώθηκε πρώτα με αυτό, έπειτα όμως έγινε απλοποίηση των δύο όμοιων συμφώνων (λλ, ρρ - μμ, νν) και αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος, π.χ.
→ (στέλλω, θ. στέλ-) ἔ-στελ-σα = έστειλα·
→ (καθαίρω, θ. καθᾰρ-) ἐ-κάθαρ-σα =ἐκάθαρρα = ἐκάθηρα·
→ (νέμω, θ. νεμ-) ἔ-νεμ-σα = ἔνεμμα = ἔνειμα·
→ (κρίνω, θ. κρῐν-) ἔ-κριν-σα = ἔκριννα = ἔκρινα.
3) Το συριστικό σ, όταν βρεθεί εμπρός από το ένρινο ν, συνήθως αφομοιώνεται με αυτό, π.χ.
→ σβέσ-νυ-μι = σβέννυμι,
→ ζώσ-νυ-μι = ζώννυμι,
→ Πελοπόσ-νησος = Πελοπόννησος.
4) Το ημίφωνο j σε αρχαιότατους χρόνους:
α) ύστερ' από το λ αφομοιώθηκε με αυτό, π.χ.
→ (θ. ἀγγελ-) ἀγγέλ-jω = αγγέλλω,
→ (θ. σφαλ-) σφάλ-jω = σφάλλω·
β) ύστερ' από το ν ή το ρ, όταν υπήρχε πριν από αυτά ε ή ι ή υ, αφομοιώθηκε πρώτα με το ν ή το ρ, έπειτα όμως έγινε απλοποίηση των δύο όμοιων συμφώνων και αντέκταση του προηγούμενου ε σε ει, του ῐ σε ῑ και του ῠ σε ῡ, π.χ.
→ (θ. κτεν-) κτέν-jω = κτέννω = κτείνω·
→ (θ. σπερ-) σπέρ-jω = σπέρρω = σπείρω·
→ (θ. οἰκτῐρ-) οἰκτίρ-jω = οἰκτίρρω = οἰκτίρω·
→ (θ. ἀμῠν-) ἀμύν-jω = ἀμύννω = ἀμύνω.
5) Το ένρινο ν, όταν βρεθεί εμπρός από το ένρινο μ ή εμπρός από τα υγρά λ, ρ, συνήθως αφομοιώνεται με αυτά, π.χ.
→ ὠξυν-μένος = ὠξυμμένος,
→ παν-μεγέθης = παμμεγέθης,
→ πλην-μελὴς = πλημμελής,
→ πάν-λευκος = πάλλευκος,
→ συν-ρέω = συρρέω,
→ παλίν-ροια = παλίρροια.
ζ) ανομοίωση συμφώνων
Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην αφομοίωση, για να διευκολύνεται η προφορά αποφεύγονται σε ορισμένες περιπτώσεις δύο όμοια σύμφωνα σε δύο αλλεπάλληλες συλλαβές της ίδιας λέξης. Έτσι π.χ. το χεχόρευκα γίνεται κεχόρευκα, το γιγνώσκω γίνεται γινώσκω κτλ. Το φαινόμενο αυτό λέγεται ανομοίωση
Η ανομοίωση είναι δύο ειδών:
1) Ανομοίωση με τροπή
α) Όταν δύο γειτονικές συλλαβές μιας λέξης αρχίζουν από άφωνο δασύπνοο, τότε κανονικά γίνεται τροπή του συμφώνου της πρώτης συλλαβής στο αντίστοιχό του ψιλόπνοο (το χ γίνεται κ, το φ γίνεται π, το θ γίνεται τ), π.χ.
→ (χορεύω) χε-χόρευκα = κεχόρευκα·
→ (φονεύω) φε-φόνευκα = πεφόνευκα·
→ (θύω) θέ-θυκα = τέθυκα, θυ-θήσομαι =τυθήσομαι·
→ (τίθεμαι) ἐθέ-θην - ἐτέθην·
→ ἡ θρίξ, ταῖς θριξὶ (θ. θριχ-), αλλά: τριχός (αντί θριχός), τρίχες (αντί θρίχες)·
→ θρέψω (θ. θρεφ-), αλλά: τρέφω (αντί θρέφω), τροφή (αντί θροφή) κτλ.
Ιδιαίτερες περιπτώσεις
Αλλά σε μερικές λέξεις ή τύπους λέξεων δε γίνεται ανομοίωση, δηλ. το δασύπνοο φυλάγεται σε δύο γειτονικές συλλαβές από επίδραση άλλων συγγενικών τύπων που έχουν κανονικά το δασύπνοο, π.χ.
→ ὠρθώθην (όπως ὤρθωσα, ὀρθώσω κτλ.),
→ ἐθέλχθην (όπως ἔθελξα, θέλξω κτλ.),
→ ὀρνιθοθήρας (όπως ορνιθοτρόφος κτλ.).
β) Η ανομοίωση με τροπή γίνεται κάποτε και στα υγρά. Έτσι η κεφαλ-αλγία (=κεφαλό-πονος) έγινε κεφαλαργία, λήθ-αλγος =λήθαργος· εδώ, αν αληθεύει η ετυμολογία, το δεύτερο λ τράπηκε στο συγγενικό του υγρό ρ (πβ. την αντίθετη πορεία στο νεοελλ. γρήγορα = γλήγορα).
2) Ανομοίωση με αποβολή
α) Όταν σε δύο γειτονικές συλλαβές μιας λέξης υπάρχουν τα ίδια σύμφωνα, το ένα από αυτά κάποτε αποβάλλεται, π.χ.
→ γίγνομαι = γίνομαι, γιγνώσκω = γινώσκω,
→ (παρακ. του ἄγω) ἀγήγοχα = ἀγήοχα,
→ φρατρία = φατρία
(πβ. το νεοελλ. πενήντα αντί πεντήντα από το πεντήκοντα).
β) Όταν αποβάλλεται ολόκληρη συλλαβή, το φαινόμενο λέγεται συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία, π.χ.
→ τετράπεζα = τράπεζα,
→ ἀμφιφορεὺς = ἀμφορεύς,
→ σκιμπόπους = σκίμπους
(πβ. τα νεοελλ. αποφοιτητήριο = αποφοιτήριο, διδάσκαλος = δάσκαλος).
η) τροπή συμφώνων
Τα σύμφωνα, εκτός από τις μεταβολές που παρουσιάζουν με τη συγχώνευση, την αφομοίωση ή την ανομοίωση, παθαίνουν και μερικές άλλες αλλαγές που λέγονται τροπές:
1) Ουρανικό (κ, γ, χ) ή χειλικό (π, β, φ) όταν βρίσκεται εμπρός από οδοντικό (τ, δ, θ) μέσα σε μια λέξη, αν είναι ετερόπνοο συμπνευματίζεται, δηλ. γίνεται ομόπνοο με το επόμενο οδοντικό (γίνεται ψιλόπνοο εμπρός από ψιλόπνοο ή μέσο εμπρός από μέσο ή δασύπνοο εμπρός από δασύπνοο). Η τέτοιου είδους τροπή λέγεται συμπνευματισμός, π.χ.
→ (ἐκλέγ-ω) ἐκλεγ-τός = ἐκλεκ-τός·
→ (γράφ-ω) γραφ-τός = γραπ-τός·
→ (διώκ-ω) ἐ-διώκ-θην = ἐδιώχ-θην·
→ (τρίβω) ἐ-τρίβ-θην = ἐτρίφ-θην
→ (θ. κρυφ-, πβ. κρύφ-α) κρύφ-δην = κρύβ-δην.
2) Το ουρανικό κ ή χ εμπρός από το μ κανονικά τρέπεται σε γ, π.χ.
→ (πλέκ-ω) πλέκ-μα =πλέγ-μα·
→ (διώκ-ω) διωκ-μός = διωγ-μός·
→ (ταράσσω, θ. ταραχ-,πβ. ταραχ-ὴ) τε-ταραχ-μένος = τεταραγ-μένος.
Αλλά σε μερικές λέξεις διατηρούνται τα συμπλέγματα κμ, χμ: ἀκμή, αἰχμή, δραχμὴ κ.ά.
3) Οδοντικό εμπρός από άλλο οδοντικό ή εμπρός από το μ κανονικά τρέπεται σε σ, π.χ.
→ (θ. χαριετ-) χαριέτ-τερος = χαριέσ-τερος·
→ (ψεύδ-ομαι) ἐ-ψεύδ-θην = ἐψεύσ-θην·
→ (πεί-θομαι) ἐ-πείθ-θην = ἐπείσ-θην· πέ-πειθ-μαι = πέπεισ-μαι·
→ (ᾄδ-ω) ᾆδ-μα = ᾆσ-μα.
Αλλά σε μερικές λέξεις, το οδοντικό εμπρός από άλλο οδοντικό ή εμπρός από το μ παραμένει: Ἀτθίς, Πιτθεύς, ἀτμός, Κάδμος, ἀριθμός, πυθμὴν κ.ά.
4) Το τ της συλλαβής τι, όταν βρίσκεται ύστερ' από φωνήεν ή από το ένρινο ν, σε πολλές λέξεις τρέπεται σε σ, π.χ.
→ (πλοῦτος) πλούτιος =πλούσιος·
→ (ἀθάνατος) ἀθανατία = ἀθανασία·
→ (γέρων, γέροντος) γεροντία =γερονσία = γερουσία·
→ (ἑκών, ἑκόντος) ἑκόντιος = ἑκόνσιος =ἑκούσιος·
→ γράφοντι = γράφονσι = γράφουσι.
Αλλά σε μερικές λέξεις η συλλαβή -τι- μένει αμετάβλητη: αἴτιος, σκότιος, ἐναντίος κ.ά.
5) Το ένρινο ν, όταν βρίσκεται εμπρός από τα ουρανικά (κ, γ, χ) ή εμπρός από το ξ τρέπεται σε γ· εμπρός από τα χειλικά (π, β, φ) ή εμπρός από το ψ τρέπεται σε μ· εμπρός από τα οδοντικά (τ, δ, θ) ή εμπρός από άλλο ν μένει αμετάβλητο, π.χ.
→ παν-κάκιστος = παγκάκιστος,
→ συν-γράφω = συγγράφω,
→ συν-χαίρω = συγχαίρω,
→ ἐν-ξύω = ἐγξύω·
→ ἐν-πνέω = ἐμπνέω,
→ παν-βασιλεύς = παμβασιλεύς,
→ (πάλιν+φατός) παλίν-φατος = παλίμφατος,
→ (ἐν+ψυχή) ἔν-ψυχος = ἔμψυχος·
αλλά παν-τελής, πέφαν-ται, παλιν-δρομῶ, συν-θέω, ἐν-νοῶ.
1. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου, ΟΕΔΒ
2. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αχ. Τζάρτζανος, ΟΕΔΒ
3. Γραμματική Αρχαίας Ελληνικής, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2007
4. Συμφραστικός πίνακας λέξεων του Ανθολογίου Αττικής Πεζογραφίας