Αλωάδες ονομάζονται ο Ώτος και ο Εφιάλτης από τον θνητό τους πατέρα Αλωέα. Θεϊκός πατέρας τους ήταν ο Ποσειδώνας και μητέρα τους η Ιφιμέδεια, κόρη του Τρίοπα και εγγονή της Κανάκης και του Ποσειδώνα. Αδελφή τους ήταν η Παγκρατίδα και, σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές, η Πλάτανος.
Ο Αλωέας παντρεύτηκε την Ιφιμέδεια [...], η οποία ερωτεύτηκε τον Ποσειδώνα· σε κατάσταση ερωτικής μανίας περιφερόταν συχνά στη θάλασσα, έπαιρνε με τα χέρια της νερό από τα κύματα και το ’ριχνε στο σώμα της -καὶ συνεχῶς φοιτῶσα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, χερσὶν ἀρυομένη τὰ κύματα τοῖς κόλποις ἐνεφόρει
(Απολλόδ. 1.53). [1]
Άλλες παραδόσεις θέλουν τους Αλωάδες Γίγαντες παιδιά της Γης και την Ιφιμέδεια τροφό τους.
Τα δύο αυτά παιδιά κάθε χρόνο αυξάνονταν κατά ένα πήχυ στο πλάτος και κατά μια οργιά στο ύψος· στην ηλικία των εννέα είχαν πλάτος εννιά πήχεις και ύψος εννιά οργιές (περίπου τέσσερα και δεκαεπτά μέτρα αντίστοιχα). Τότε σκέφτηκαν να πολεμήσουν με τους θεούς. Γι’ αυτό τοποθέτησαν την Όσσα πάνω στον Όλυμπο και πάνω στην Όσσα το Πήλιο και απειλούσαν ότι έτσι θα φτάσουν στον ουρανό· έλεγαν μάλιστα ότι θα γεμίσουν τη θάλασσα με βουνά και θα την αποξηράνουν και ότι θα κάνουν τη στεριά θάλασσα. Επιπλέον, επιδίωξαν ο Εφιάλτης τον έρωτα της Ήρας, ο Ώτος της Άρτεμης. Φυλάκισαν και τον Άρη σε χάλκινο βαρέλι, επειδή προκάλεσε τον θάνατο του Άδωνη πάνω στο κυνήγι ή επειδή προσπάθησε να τους σταματήσει στον πόλεμό τους εναντίον των Ολυμπίων —δεκατρείς μήνες μετά, και σε άθλια κατάσταση, ο Ερμής ελευθέρωσε τον Άρη. (Όμ., Ιλ. Ε 384-390)
Για τον θάνατο των Αλωάδων υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η μία λέει ότι σκοτώθηκαν από τα βέλη του Ποσειδώνα ή του Απόλλωνα. Άλλη λέει ότι η Άρτεμη εξόντωσε τους Αλωάδες στη Νάξο με δόλο, αφού δεν γινόταν, όπως είχε φανερώσει ένας χρησμός, να σκοτωθούν ούτε από θνητό ούτε από αθάνατο· έπρεπε, λοιπόν, να αλληλοσκοτωθούν. Έτσι, η Άρτεμη ζήτησε από τον Ώτο να τη συναντήσει στη Νάξο, μαζί του όμως ήλθε και ο Εφιάλτης, που καθώς δεν βρήκε τη δική του αγαπημένη θεά εκεί, την Ήρα, διεκδίκησε και αυτός την Άρτεμη. Αυτό τους έφερε σε σύγκρουση μεταξύ τους· τότε η Άρτεμη μεταμορφώθηκε σε ελάφι και πήδηξε ανάμεσά τους. Αυτοί, στην προσπάθειά τους να χτυπήσουν το ζώο, έριξαν ο ένας το ακόντιο εναντίον του άλλου και η αδελφοκτονία επήλθε. Η τιμωρία τους συνεχίστηκε στον Άδη, όπου οι θεοί τους έδεσαν με φίδια σε ένα στύλο κοντά στα νερά της Στύγας, στην οποία είχαν ορκιστεί ότι θα πολεμήσουν τους Ολύμπιους και θα κάνουν δικές τους τις δύο θεές· εκεί ερχόταν διαρκώς μια κουκουβάγια και τους βασάνιζε κράζοντας διαρκώς.
Παραδίδεται ακόμη ότι ο θάνατός τους επήλθε στη Νάξο, όπου τους είχε στείλει ο θνητός τους πατέρας για να αναζητήσουν την αδελφή τους Παγκρατίδα και τη μητέρα τους. Αυτές, κάποια φορά που τελούσαν τις γιορτές του Διόνυσου στο όρος Δρίο της Αχαΐας, τις άρπαξαν δύο πειρατές από τη νήσο Στρογγύλη, που αργότερα ονομάστηκε Νάξος. Ήταν Θράκες και ονομάζονταν Σκέλλις και Κασσαμενός ή Σικελός και Ηγήτορος. Διεκδικώντας ερωτικά τις δυο γυναίκες συγκρούστηκαν μεταξύ τους και αλληλοσκοτώθηκαν. Τότε ο βασιλιάς της νήσου Αγασσαμενός παντρεύτηκε την Παγκρατίδα και έδωσε τη μητέρα της σε κάποιον φίλο του. Ο Αλωέας έστειλε τους γιους του, αυτοί επιτέθηκαν στο νησί, έδιωξαν τους Θράκες και βασίλευσαν στο νησί που το μετονόμασαν σε Δία. Ωστόσο, συγκρούστηκαν και μεταξύ τους, και στη διαμάχη τους επάνω σκοτώθηκαν πολλοί, και οι ίδιοι μεταξύ τους. Οι κάτοικοι του νησιού τους τίμησαν σαν ήρωες του νησιού τους. (Διόδ. Σ. 5.50.6)
Άλλοι μυθογράφοι αποδίδουν τον θάνατό τους σε κεραυνό που έριξε ο Δίας επάνω τους. Σε αυτή την εκδοχή, ο θάνατός τους είχε ως συνέπεια τη μεταμόρφωση της αδελφής τους που λεγόταν Πλάτανος. Αυτή καθόλου δεν υπολειπόταν από τους αδελφούς της στις διαστάσεις, τις οποίες διατήρησε, όπως και το κάλλος της, ακόμη και όταν μεταμορφώθηκε σε πλατάνι. (Mythogr. gr. σ. 381-382, αρ. 61) [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8]
Πρώτοι οι Αλωάδες εισηγήθηκαν τη λατρεία των Μουσών στον Ελικώνα και θυσίαζαν στις Μούσες Μελέτη, Μνήμη, Αοιδή. Ίδρυσαν μαζί με τον Οίοκλο την πόλη Άσκρα της Βοιωτίας και τάφηκαν, όπως και η μητέρα τους, στην Ανθηδόνα (Παυσ. 9.29 και 22). Ίδρυσαν και το Αλώιο της Θεσσαλίας (Στέφ. Β. Ἀλώιον). Στα ιστορικά χρόνια βρέθηκε στην Κρήτη σκελετός σώματος μεγέθους εξήντα τεσσάρων πήχεων (εικοσιοκτώ μέτρα περίπου) και υπήρξε αντιγνωμία αν ανήκε στον Ώτο ή τον Ωρίωνα.
(Για τη ζωή και τον θάνατο των Αλωάδων βλ. και Όμ., Οδ. λ 305-320)
Σχετικά λήμματα
ΑΔΩΝΗΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΡΤΕΜΗ, ΕΡΜΗΣ, ΕΦΙΑΛΤΗΣ, ΗΡΑ, ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΩΤΟΣ
1. Η λέξη κόλπος σημαίνει στήθος, κοιλιά ή μήτρα. Ειδικότερα στον πληθυντικό αριθμό η σημασία περιορίζεται στον γυναικείο κόλπο, στη μήτρα. Βέβαια, δεν αποκλείεται ο Απολλόδωρος να εννοεί με τη λέξη τόσο το στήθος όσο και τον κόλπο. Σε αυτή την περίπτωση η νεαρή γυναίκα περιβάλλει όλο της το σώμα της με την υδάτινη φύση του ερωμένου προσώπου, του Ποσειδώνα. Όσο για το ρήμα φοιτῶ, σημαίνει περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πάνω κάτω, μέσα έξω, σημαίνει περιφέρομαι άγρια πάνω κάτω· χρησιμοποιείται στην περίπτωση των βακχών και των ιερέων της Κυβέλης («περιφέρομαι τήδε κακείσε ως μαινόμενος ή ως εν εκστάσει»). Μπορούμε λοιπόν να εικάσουμε ότι η γυναίκα περιφερόταν κοντά στη θάλασσα σε κατάσταση ερωτικής μανίας, γι’ αυτό και προτείνουμε αυτή τη μετάφραση.