Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενείς θνητές οντότητες – Τέρατα – Αυτόματα

ΑΜΑΛΘΕΙΑ / ΑΙΓΑ (τερατόμορφη κατσίκα)





 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17

Στον αστερισμό του Ηνιόχου (Εριχθόνιος), στους ώμους του οδηγού της άμαξας υπάρχουν δύο λαμπρά αστέρια, η Αἶγα δεξιά και Ἔριφοι (αριστερά). Ο Ερατοσθένης μεταφέρει την πληροφορία του Μουσαίου ότι η κατσίκα αυτή είναι καταστερισμένηδεσμός μία από τις τροφούς στις οποίες παρέδωσε η Θέμιδα τον μικρό Δία· της τον είχε εμπιστευτεί η Ρέα, για να σώσει το παιδί από τις βουλιμικές τάσεις του πατέρα του Κρόνου. Το όνομα της τροφού ήταν Αμάλθεια, Νύμφη, που μαζί με τις αδελφές της Ίδη και Αδράστεια μεγάλωσαν τον μικρό Δία με μέλι και γάλα κατσίκας. Για να προφυλάξει τον μικρό Δία η Νύμφη Αμάλθεια τον κρέμασε σε ένα δέντρο, για να μην τον βρει ο πατέρας του ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό, ούτε στη θάλασσα. Γύρω του μάζεψε τους Κουρήτες, ώστε με τα τραγούδια, τους χορούς, τα χτυπήματα των ασπίδων τους να καλύπτουν το κλάμα ή τις φωνές του παιδιού. Και έθρεφε το παιδί με το γάλα μιας κατσίκας που ονομαζόταν Αἲξ. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις Αμάλθεια ήταν το όνομα της κατσίκας που έθρεψε με το γάλα της τον μικρό Δία (Καλλίμ., Ύμνος εις Δίαδεσμός 46). Η Αίγα λεγόταν ότι ήταν κόρη του Ήλιου, που και η όψη της μόνο προκαλούσε τρόμο ακόμη και στους Τιτάνες, τόσο που ζήτησαν από τη Γη να κρύψει το ζώο σε μια σπηλιά στην Κρήτη. Διηγούνταν ότι ο Δίας, παίζοντας μια μέρα με την κατσίκα, άθελά του έσπασε ένα κέρατό της και το χάρισε στην Αμάλθεια λέγοντάς της ότι από αυτό θα βγαίνουν θαυμαστά όλοι οι καρποί της γης που η Νύμφη θα ζητούσε. Αυτό ήταν το κέρας της Αμάλθειας ή της Αφθονίας. Όταν ο Δίας έφτασε σε ηλικία να πολεμήσει τον πατέρα του και τους άλλους Τιτάνες, όντας άοπλος, έφτιαξε από το δέρμα της κατσίκας που τον είχε θρέψει μια πανοπλία που ονομάστηκε αἰγίδα από την αἶγα του, άτρωτη και φοβερή, πόσο μάλλον που στο κέντρο της τοποθέτησε ένα γοργόνειο, δηλαδή το πρόσωπο μιας Γοργόνας που είχε αντί για μαλλιά φίδια, στο στόμα χοντρούς χαυλιόδοντες, μάτια σπινθηροβόλα και βλέμμα τόσο διαπεραστικό που όποιος παρασυρόταν από αυτό και την κοιτούσε μεταμορφωνόταν σε πέτρα, πέτρωνε δηλαδή από τον φόβο του. Ύστερα ο Δίας κάλυψε τα οστά της κατσίκας του με άλλο δέρμα, της έδωσε ξανά ζωή και την έκανε αθάνατη τοποθετώντας την, τιμής ένεκεν, στον ουρανό. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17]

Η αιγίδα του Δία, προκαλούσε τρόμο και έκπληξη (πρβ. Ιλ. Ε 738 κ.ε.).

Φυσικά, ο ευημεριστής Παλαίφατος (4ος ή 3ος αι. π.Χ.), απεκδύοντας τον μύθο από το φαντασιακά θαυμαστό, αφηγείται ότι η Αμάλθεια ήταν μια ωραία ξενοδόχος στις Θεσπιές με την οποία περνούσε χρόνο πολύ ο Ηρακλής και μαζί με τον Ιόλαο της έτρωγαν τα κέρδη που η γυναίκα έβαζε σε ένα κέρατο (περί απίστων 45).


Σχετικά λήμματα

ΑΜΑΛΘΕΙΑδεσμός, ΕΡΙΧΘΟΝΙΟΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΑΟΣ, ΝΥΜΦΕΣ