Σύμφωνα με την κοσμογονία του Απολλόδωρου, ο Βρόντης ήταν Κύκλωπας, που είχε ένα μόνο μάτι στο μέτωπο, όπως οι ομηρικοί Κύκλωπες. Ήταν γιος του Ουρανού και της Γης, αδελφός του Άργη και του Στερόπη, που γεννήθηκαν αμέσως μετά τους τρεις γιγαντόσωμους και πολύ δυνατούς Εκατόγχειρες, που ήταν τα πρώτα παιδιά των γονιών τους. Το όνομα του Βρόντη, όπως και των αδελφών του, μαρτυρεί θεότητα της φύσης, καθώς παραπέμπτει στη βροντή –βροντῶ=βροντώ, μπουμπουνίζω.
Ο Ουρανός τον έδεσε μαζί με τα αδέλφια του και τους έριξε στον Τάρταρο. Τους ελευθέρωσε ο Δίας, ακολουθώντας προφητεία της Γης ότι θα νικήσει στον πόλεμο που σήκωσε εναντίον των Τιτάνων, αν είχε μαζί του τους φυλακισμένους στη γη. Και εκείνοι χάρισαν στον Δία τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, στον Πλούτωνα δερμάτινη περικεφαλαία [1] και στον Ποσειδώνα την τρίαινα. Με αυτά τα όπλα οι Ολύμπιοι νίκησαν τους Τιτάνες, τους έκλεισαν στον Τάρταρο και έβαλαν τους Εκατόγχειρες να τους φυλούν.
Σχετικά λήμματα
ΑΡΓΗΣ, ΕΚΑΤΟΓΧΕΙΡΕΣ, ΚΥΚΛΩΠΕΣ ΟΥΡΑΝΙΟΙ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΣΤΕΡΟΠΗΣ
Στο πρωτότυπο αναφέρεται ότι χάρισε στον Πλούτωνα κυνέην (εξυπακούεται το ουσιαστικό δοράν). Η κυνή (συνηρημένος τύπος του κυνέη) ήταν το δέρμα του σκύλου που χρησίμευε στην κατασκευή στρατιωτικών πιλιδίων (=περικεφαλαιών ή πεδίλων). Η κυνή δορά ήταν δερμάτινο κάλυμμα της κεφαλής, όχι απαραίτητα σκύλου, που διαφοροποιείται από την κόρυθα στο εξής: η κόρυς ήταν δερμάτινη αλλά καλυμμένη ή διακοσμημένη με μέταλλο