Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενή Όντα-Θεοί και Δαίμονες

ΣΕΙΛΗΝΟΣ ή ΣΙΛΗΝΟΣ (σιληνός)






 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47

Οι παραδόσεις για την καταγωγή του Σιληνού ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης· άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, γεννημένος από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού που έπεσαν από τα γεννητικά του όργανα, όταν τον ακρωτηρίασε ο γιος του Κρόνος. Τον περιγράφουν και τον παριστάνουν άσχημο, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά1, συχνά μεθυσμένο, τόσο που με δυσκολία κρατιέται πάνω στο γαϊδουράκι του. Ο μύθος του Σιληνού και των Σιληνών παρουσιάζει αναλογίες με τον μύθο των άγριων και ωμοφάγων, επιρρεπών στο κρασί και την ερωτική επιθετικότητα προς ανύποπτες κόρες Κενταύρων, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται και κάποιοι αγαθοί, φιλόξενοι και φιλάνθρωποι, σοφοί και παιδαγωγοί Κένταυροι, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Χείρωνα. Έτσι και ο Σιληνός θεωρούνταν ενίοτε σοφός και δάσκαλος-παιδαγωγός, συμβουλάτορας και του Διόνυσου. Όμως ενώ γενικά συνδέεται με τους διονυσιακους θιάσους, ωστόσο παραδίδεται Σιληνοῦ ναὸς ἐνταῦθα [στην Ολυμπία], ἰδίᾳ τῷ Σιληνῷ καὶ οὐχ ὁμοῦ Διονύσῳ πεποιημένος (Παυσ. 6.24.8). [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40]

Συχνές είναι οι συλλήψεις του Σιληνού από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, και τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά. Ο πιο γνωστός μύθος σύλληψής του είναι από τον Μίδα. Στα σατυρικά δράματα του 5ου αι. π.Χ. ο Σιληνός πρωταγωνιστεί συνήθως μαζί με τον χορό των Σατύρων (Σοφ., Ιχνευταί απ. 314), ενώ ο Ευριπίδης τον παρουσιάζει ως γέροντα μέθυσο που βοηθάει τον Οδυσσέα να εξαπατήσει τον Πολύφημο (Ευρ., Κύκλωψδεσμός). Ο ηθοποιός που έπαιζε τον ρόλο του Σιληνού φορούσε τον λεγόμενο χορταίο χιτώνα, τον μαλλωτό, φτιαγμένο από δορές ζώων, που υποκαθιστούσε το λάσιο στήθος του Σιληνού (Διον. Αλ. 7.72).

Σιληνός και Μίδας

Ο βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας ήταν καρπός του έρωτα της Κυβέλης για τον βασιλιά Γορδία ή Γόρδιου, ιδρυτή της πόλης Γόρδιον στη Φρυγία. Στην ακρόπολη υπήρχε το άρμα του Γόρδιου, που το τιμόνι του ήταν δεμένο με περίτεχνο και περίπλοκο κόμπο, τόσο που κανένας δεν μπορούσε να λύσει. Αυτόν τον δεσμό έκοψε ο Αλέξανδρος με το ξίφος του, προϋπόθεση από τους θεούς για να καταλύσει κάποιος την Ασία. Το επεισόδιο τοποθετείται στους ιστορικούς χρόνους που επηρεάζονταν ιδεολογικά από τους μυθικούς.

1. Ο Μίδας θέλησε να συλλάβει τον Σιληνό, για να μάθει τα μυστικά της σοφίας του. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι η σύλληψη έγινε στους ομώνυμους κήπους του Φρύγα βασιλιά με τα αυτοφυή εξηντάφυλλα αγριοτριαντάφυλλα στους πρόποδες του Βερμίου (Ηρ. 8.138)2. Στις Μεταμορφώσεις του (11.85 κ.ε.) ο Οβίδιος αναφέρει ότι ο Σιληνός έχασε τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε μακριά από τη συνοδεία του Διόνυσου στα βουνά της Φρυγίας. Τον βρήκαν χωρικοί που τον αλυσόδεσαν και τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον βασιλιά τους, τον Μίδα, γιατί δεν τον αναγνώρισαν. Αντίθετα, ο Μίδας, που κάποτε είχε μυηθεί στα μυστήρια, τον αναγνώρισε, τον ελευθέρωσε και τον συνόδευσε μέχρι να βρει τον Διόνυσο. Ο θεός, ευχαριστώντας τον βασιλιά που έφερε σώο τον τροφό του, τον αντάμειψε με το χάρισμα που του ζήτησε ο Μίδας, ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός. Αυτή η εμπειρία υπήρξε πολύ ευχάριστη για τον βασιλιά, όμως μόνο μέχρι τη στιγμή του φαγητού. Οι τροφές μετατρέπονταν σε χρυσό, το ίδιο και το νερό και το κρασί —σκληρό σαν πέτρα το ψωμάκι· μέταλλο ρευστό χυνόταν το χρυσάφι απ’ τα σαγόνια. Ο Μίδας παρακάλεσε τον Διόνυσο να πάρει πίσω το δώρο που τον σκότωνε —ανάφαγος και πάμπλουτος μαζί — απόγνωση, κι ολόστεγνη μια δίψα του καίει το λαρύγγι. Ο Διόνυσος δέχτηκε —Είναι αγαθό το πνεύμα των θεών— και του σύστησε να πλύνει κεφάλι και χέρια στις πηγές του Πακτωλούδεσμός. Έκτοτε, το ποτάμι παρέμεινε γεμάτο με ψήγματα χρυσού. [Εικ. 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47]

2. Διηγούνταν ακόμη ότι ο Μίδας είχε βρει τον Σιληνό να κοιμάται ύστερα από ισχυρή οινοποσία. Όταν ξύπνησε, ο βασιλιάς του ζήτησε να του διδάξει τη σοφία. Και εκείνος το έκανε αφηγούμενος μια ιστορία για δύο πόλεις που βρίσκονταν έξω από τον κόσμο· τα ονόματά τους ήταν Εὐσεβὴς και Μάχιμος. Στην πρώτη οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι και τελείωναν τη ζωή τους με ένα ξέσπασμα γέλιου. Στη δεύτερη γεννιόντουσαν οπλισμένοι και περνούσαν τη ζωή τους με αγώνες. Και τα δύο βασίλεια στήριζαν τον πλούτο τους στα πολύτιμα μέταλλα, στον χρυσό και το ασήμι. Κάποτε θέλησαν να επισκεφτούν και τον κόσμο των ανθρώπων, διέσχισαν τον Ωκεανό και έφτασαν στη χώρα των Υπερβορείων. Όμως ακόμη και αυτούς, τους πιο ευδαίμονες από όλους τους θνητούς, τους θεώρησαν θλιβερούς και δεν θέλησαν να προχωρήσουν περαιτέρω. Έτσι, ο Μίδας βγήκε από την αυταπάτη της ευτυχίας και του πλούτου του.

3. Ο Πλούταρχος, στον Παραμυθητικόν προς Απολλώνιον (115d2-e9) παραδίδει διαφορετικά την απάντηση που έδωσε ο Σιληνός στον Μίδα, όταν ο βασιλιάς τον έπιασε μετά από ένα κυνήγι. Τον ρώτησε τι είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους και τι οφείλουν να επιλέγουν. Και επειδή ο Σιληνός δεν ήθελε να απαντήσει, ο Μίδας μηχανεύτηκε διάφορους τρόπους για να τον πείσει ή για να τον εξαναγκάσει. Και εκείνος του έδωσε την απάντηση:

«[…] φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψω πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Γιατί είναι πιο ανώδυνος ο βίος, όταν κανείς αγνοεί τι είναι δεινό για τον ίδιο. Ό,τι περισσότερο απ’ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις ούτε μπορείς να μετέχεις στη φύση του καλύτερου: το καλύτερο για όλους και όλες είναι να μην έχει κανείς ποτέ γεννηθεί, να μην υπάρχει, να πέσει στην ανυπαρξία. Αλλά αφού έχει γεννηθεί ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμεί, είναι να πεθάνει το γρηγορότερο». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι είναι καλύτερη η ζωή στον θάνατο, παρά η ζωή στη ζωή, έτσι αποφάνθηκε.

(Πλούτ., Παραμυθητικός προς Απολλώνιον 115d2-e9)

Το «κρυφό» άσμα του γέροντα Σιληνού

Ο Βιργίλιος στην έκτη Εκλογή του φαντάζεται ότι βοσκοί πιέζουν τον Σιληνό να τραγουδήσει. Πιο συγκεκριμένα, τα παλικάρια Χρώμης και Μνάσιλλος είδαν τον Σιληνό να κοιμάται σε μια σπηλιά· οι φλέβες του ήταν φουσκωμένες, όπως πάντα, από το κρασί της προηγούμενης μέρας, οι γιρλάντες που τον στόλιζαν είχαν μόλις πέσει από το κεφάλι του και η βαριά του κούπα κρεμόταν από την καλογυαλισμένη λαβή της. Επειδή ο γέροντας σοφός συχνά τους υποσχόταν ένα τραγούδι που όμως δεν τους το χάριζε, οι δυο νέοι έπεσαν επάνω του, τον ακινητοποίησαν και τον έδεσαν με δεσμά που έφτιαξαν από τις γιρλάντες του Σιληνού. Η Αίγλη, η δικαιότερη από τις Ναϊάδες μπήκε στη συντροφιά τους και ενθάρρυνε τους δυο φοβισμένους νέους και, καθώς εκείνος άνοιγε τα μάτια του, εκείνη μπογιάτισε το πρόσωπο και τα φρύδια του με το βαθύ κόκκινο χρώμα των μούρων. Ο Σιληνός γέλασε με το κόλπο, ζήτησε από τους νέους να τον λύσουν και τους υποσχέθηκε να πει το τραγούδι του. Έτσι, ο σοφός άρχισε να τραγουδά. Φαύνοι και άγρια θηρία μαζεύτηκαν και έπιασαν έναν ήρεμο χορό, και οι άκαμπτες βελανιδιές λύγιζαν τις κορυφές τους, όπως ο όγκος του Παρνασσού χαιρόταν με τη μουσική του Φοίβου και η Ροδόπη μαζί με τον Ίσμαρο στη Θράκη έμεναν εκστασιασμένοι από τον Ορφέα τους. Τραγούδησε πώς, μέσα από το απέραντο κενό, η γη, και ο αέρας, και η θάλασσα, και η ρέουσα φωτιά ενώθηκαν όλα μαζί και πώς από αυτά τα στοιχεία εκκολάφθηκε το σύμπαν, ναι, ο κόσμος όλος. Πώς η γη άρχισε να γίνεται στερεή και να περιορίζει τον θεό της θάλασσας στα βάθη· και σιγά-σιγά τα πάντα έπαιρναν το σχήμα τους και από ά-σχημα και ά-μορφα αποκτούσαν σχήμα και γίνονταν εύ-μορφα, όμορφα. Πώς, στη συνέχεια, οι γαίες δέχτηκαν με έκπληξη το νέο ήλιο που έλαμπε και πώς έβρεχε όταν τα σύννεφα σηκώνονταν ψηλά, πώς άρχισαν να σχηματίζονται τα πρώτα δάση και πώς ζώσες υπάρξεις, εδώ κι εκεί, κινούνταν πάνω σε βουνά που εκείνοι τότε δεν τα γνώριζαν. Ύστερα ο Σιληνός αφηγήθηκε την ιστορία της Πύρρας και για τις πέτρες που έριξε πίσω της, για τη βασιλεία του Κρόνου, για τους αετούς του Καυκάσου και για την κλοπή του Προμηθέα. Είπε και την ιστορία του Ύλα που χάθηκε σε μια πηγή και πώς αντήχησαν οι ακτές από τις φωνές των ναυτικών που τον φώναζαν· και την ιστορία της Πασιφάης, που ένιωσε πόθο ερωτικό για έναν χιονάτο ταύρο, και των Προιτίδων που ξεχύθηκαν στα χωράφια μουγκανίζοντας αλλά καμιά τους δεν ένιωσε τέτοιο πάθος, αν και φοβόντουσαν μήπως βρεθούν με ζυγό στον λαιμό και κέρατα στο μέτωπο. Κι εκείνος, ο ταύρος, βόσκοντας σε μαλακό λιβάδι με υάκινθους, κοίταζε να ξεχωρίσει κάποια μέσα στο κοπάδι. Είπε και άλλες ιστορίες· της Αταλάντης και του Φαέθοντα, της Σκύλλας, του Τηρέα και της Φιλομήλαςδεσμός, του Ευρώτα που άκουγε τα τραγούδια του Φοίβου, ενώ κλαδιά από δάφνες στις όχθες του έπαιρναν το μπάνιο του. Αυτά τραγούδησε ο Σιληνός. Κι από τις κοιλάδες έφτασε ο αντίλαλός τους ως τ’ αστέρια, μέχρι που ο Εσπερινός έδωσε τον λόγο του να μαζεύει τα κοπάδια και να λέει τις ιστορίες αυτές, καθώς ήταν καρφωμένος στο στερέωμα ενός απρόθυμου ουρανού. [ελεύθερη απόδοση της 6ης εκλογής]

Απόγονοι

Κατά μια εκδοχή, από τον Σιληνό καταγόταν όλο το γένος των Σ(ε)ιληνών. Κατά έναν περίεργο τρόπο του απέδιδαν την πατρότητα του Κένταυρου Φόλου από μια Μελιάδα νύμφη3 , του Δολίωνα και του Στάφυλου, ενώ από τον Νόννο αναφέρονται ως πρόγονοι των Σατύρων οι γιοι του, Αστραίος, Μάρωνας, Ληνέας, που ακολούθησαν τον Διόνυσο στην Ινδία. Θεωρείται πατέρας και του Νομίου Απόλλωνα, του Απόλλωνα βοσκού από την Αρκαδία.


Σχετικά λήμματα

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣδεσμός, ΑΤΑΛΑΝΤΗδεσμός, ΕΡΜΗΣ, ΕΥΡΩΤΑΣ, ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ, ΜΙΔΑΣδεσμός, ΝΥΜΦΕΣ, ΠΑΚΤΩΛΟΣ, ΡΟΔΟΠΗδεσμός, ΣΚΥΛΛΑ, ΤΗΡΕΑΣδεσμός, ΦΙΛΟΜΗΛΑδεσμός, ΧΕΙΡΩΝΑΣ




1. Ο Σωκράτης περιγράφεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παρομοιαζόταν μάλιστα με σάτυρο και σαλάχι. Η μύτη του ήταν πλατιά, πλακουτσωτή, γυριστή, τα μάτια του ήταν γουρλωτά, τα χείλη του χοντρά και σαρκώδη, η κοιλιά του «ανοικονόμητη». «Έριχνε γρήγορες ματιές με χαμηλωμένο κεφάλι σαν ταύρος», «κοιτούσε λοξά» (Πλ., Συμπ. 215b).

2.Οι κήποι αυτοί τοποθετούνται «στην κοιλάδα του Άνω Λουδία, η οποία αρχίζει από τη Μενηίδα, καθώς και στο Πάικο, που οι πρόποδές του εκτείνονται ανατολικά του ποταμού…. [Εκεί] υπάρχουν ακόμη και σήμερα αυτοφυή κλήματα και διάφορα είδη τριανταφυλλιών». Π. Χρυσοστόμου, «Το ταφικό ιερό μυστών του Διονύσου στη Μενηίδα Βοττιαίας: η ανασκαφή του 2000», ΑΕΜΘ 14 (2000, 465). Αξιωματούχος της Μενηίδας της εποχής του Καρακάλλα κατασκεύασε στην ίδια αυτή περιοχή τους τάφους των μελών της οικογένειάς του, ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε τα διονυσιακά μυστήρια. Εκεί ενταφιάστηκε και ο ίδιος, αλλά και μύστες δύο άλλων οικογενειών, «δεδομένα που αποδεικνύουν ότι οι διονυσιαστές εφάρμοζαν κοινούς ενταφιασμούς ως κλειστή ομάδα πιστών» (ό.π.).
Τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβαναν στολισμό των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα με οινοποσίες.

3.Οι Μελιάδες είναι, σύμφωνα με τον Ησίοδο, νύμφες των μελιών, των δέντρων, κόρες του Ουρανού –από το αίμα του που έσταξε στη γη, όταν ο Κρόνος του απέκοψε τα γεννητικά όργανα– και όχι του Δία, επομένως ανήκουν στην πρώτη γενιά των θεών. Η σχέση τους με τα δέντρα παραπέμπει στον έντονο συμβολισμό του μοτίβου του δέντρου, τόσο στους αιγαιακούς πολιτισμούς όσο και, νωρίτερα, στους μόνιμα εγκατεστημένους λαούς της Μεσοποταμίας, που υπερβαίνει τα όρια της τοπιογραφίας –εξάλλου η τοπιογραφία είναι επίτευγμα των πρώτων αυτοκρατορικών χρόνων της και συνδέεται με τη διακοσμητική διάθεση των πλούσιων Ρωμαίων– και σχετίζεται με θρησκευτικές τελετουργίες στο μεταβατικό στάδιο από την οικονομία του κυνηγιού στην οικονομία της γεωργίας.