Ο
κατά κόσμον Ευγένιος Αλεξάνδροβιτς
Σουτσένκο γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1900 στο χωριό Οζεργιάνι της Επαρχίας
Μπομπρόβιτσας, του Νομού Τσερνιγόβου της Ουκρανίας. Το
1919 εισήλθε στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές
του, διότι η Σχολή έκλεισε το 1920. Στις 6 Δεκεμβρίου 1927 χειροτονήθηκε
Διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο
Κανέβου Βασίλειο και στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους Πρεσβύτερος
από τον Επίσκοπο Ταράσας Γεώργιο. Υπηρέτησε στις
Επισκοπές Τσερνιγόβου, Κιέβου και Κοστρομά. Στις 27 Νοεμβρίου 1932 εκάρη μοναχός
από τον Αρχιεπίσκοπο
Κιέβου Σέργιο. Στις 2 Αυγούστου 1934 έλαβε το οφίκιο του
Αρχιμανδρίτη. Στις 19 Οκτωβρίου 1937 συνελήφθη στην περιοχή του Κοστρομά και
φυλακίστηκε. Αφέθηκε ελεύθερος στις 19 Οκτωβρίου 1945. Στις 24 Αυγούστου 1946
εντάχθηκε στον κλήρο της Επισκοπής Χαρκόβου. Στις 25 Φεβρουαρίου 1948
χειροτονήθηκε στον Καθεδρικό Ναό Θεοφανείων στη Μόσχα Επίσκοπος Τσερνοβικίου και Βουκοβίνης.
Τη χειροτονία τέλεσε ο Πατριάρχης Ρωσίας Αλέξιος, συμπαραστατούμενος από τους
Μητροπολίτες Κρουτίτσης και Κολόμνας Νικόλαο,
Κιέβου και Γαλικίας Ιωάννη,
Λένινγκραδ και Νοβγορόδου Γρηγόριο, τους Αρχιεπισκόπους
Αστραχανίου και Στάλινγκραδ
Φίλιππο, Ουφάς και Μπασκιρίας Ιωάννη,
Τσκαλώβου και Μπουζουλούκου Μανουήλ,
Δνεπροπετρώβου και Ζαπορόζιε Ανδρέα,
Μίνσκ και Λευκής Ρωσίας Πιτιρίμ και τους
Επισκόπους Τσελιάμπινσκ και Ζλατούστ Ιουβενάλιο,
Μοζάισκ Μακάριο,
Σβερδλόβου και
Ιρμπίτσκης Τωβία, Καλούγας και Μπορώβου Ονησιφόρο,
Καζάν και
Τσιστοπόλεως Ερμογένη,
Τασκένδης και Μέσης Ασίας Γουρία και
Ζιτόμιρ και Όβρουτς Αλέξανδρο. Διετέλεσε
τοποτηρητής των Επισκοπών Βιννίτσης (από τις 27 Δεκεμβρίου 1951) και Κάμενετς
Ποδόλσκ (από το 1953). Στις 9 Φεβρουαρίου 1954 εξελέγη Επίσκοπος Βιννίτσης και τοποτηρητής της
Επισκοπής Χμιελνικίου (πρώην Κάμενετς Ποδόλσκ). Στις 17 Οκτωβρίου 1955 εξελέγη
Επίσκοπος Τσερνιγόβου και Νιέζιν. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1956 προήχθη σε
Αρχιεπίσκοπο. Από τις 8 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου 1958 διετέλεσε τοποτηρητής της Επισκοπής Ζιτόμιρ, το 1960
της Επισκοπής Χαρκόβου και από το 1959 μέχρι τις 2 Οκτωβρίου 1961 της Επισκοπής
Σουμύ. Στις 2 Οκτωβρίου 1961 παραιτήθηκε. Στις 24 Δεκεμβρίου
1961 εξορίστηκε από το Τσερνιγόβ για οκτώ χρόνια με την κατηγορία της κακής
οικονομικής διαχείρισης και ανήθικης συμπεριφοράς. Ο πραγματικός όμως λόγος της
εξορίας του ήταν οι διαμαρτυρίες του για το κλείσιμο των Ναών και Μοναστηριών
στην περιοχή του Τσερνιγόβου. Εστάλη στην Αυτόνομη Δημοκρατία του Κόμι. Εκεί
διασύρθηκε, εξευτελίστηκε και περιπαίχτηκε. Το
Δεκέμβριο του 1964 η υπόθεσή του επανεξετάστηκε και η ποινή του μειώθηκε σε
πέντε έτη. Το 1967 αποφυλακίστηκε και ορίστηκε ως τόπος διαμονής του η Πετσέρσκαγια Λαύρα του Πσκώβου. Τον Αύγουστο του 1968 απευθύνθηκε στον Πατριάρχη
Αλέξιο και ζήτησε να τοποθετηθεί σε κάποια κενή Επισκοπή. Στις 16 Δεκεμβρίου
1969 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Όμσκ και Τιούμεν. Σύντομα όμως ασθένησε λόγω των
κακουχιών που είχε περάσει στην εξορία και των καταναγκαστικών έργων που είχε
υποστεί. Έτσι στις 2 Φεβρουαρίου 1972 η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να τον θέσει
στους σχολάζοντες Αρχιερείς και ορίστηκε ως τόπος διαμονής του και πάλι η
Πετσέρσκαγια Λαύρα του Πσκώβου. Εκοιμήθη στις 17 Ιουνίου 1973. Η νεκρώσιμη
ακολουθία εψάλη στις 20 Ιουνίου, προεξάρχοντος του Μητροπολίτου
Πσκώβου και
Πορχώβου Ιωάννου. Ενταφιάστηκε στο ίδιο Μοναστήρι. |