Αφιέρωμα του Μουσείου “Ιάκωβος Καμπανέλλης” στο αθάνατο έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ όπως μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, με την υποστήριξη της Κινηματογραφικής Λέσχης Νάξου. Προβολές κάθε Τετάρτη, στον χώρο του Μουσείου (παραλία Γρόττας), ταινιών που βασίστηκαν ή εμπνεύστηκαν από τα έργα του σημαντικότερου ίσως συγγραφέα που έγραψε στην αγγλική γλώσσα!

ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΗΝΗ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ

-Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ-

Το Νομικό Πρόσωπο Πολιτισμού Αθλητισμού Περιβάλλοντος Παιδείας Πρόνοιας και Αλληλεγγύης του Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων, στο πλαίσιο των καλοκαιρινών εκδηλώσεων 2019, συνέχισε τις προβολές κινηματογραφικών ταινιών με ταινίες βασισμένες σε θεατρικά έργα του κλασικού ρεπερτορίου, σε συνεργασία με την Κινηματογραφική Λέσχη Νάξου στο Θεατρικό Μουσείο Ιάκωβος Καμπανέλλης.



Τετάρτη 18/9/2019 : “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”

Αισθηματική Κωμωδία Φαντασίας, Παραγωγής: 1999 – Διάρκεια: 116′
Σκηνοθέτης: Michael Hoffman
Ηθοποιοί: 

Στις αρχές του 20ού αιώνα στην Τοσκάνη, ο Nick Bottom (Kevin Kline) ερωτεύεται την βασίλισσα των ξωτικών Titania (Michelle Pfeiffer). Ως εδώ όλα καλά, μέχρι τη στιγμή, που ένα ζαβολιάρικο ξωτικό, ο Puck (Stanley Tucci) “τοποθετήσει” στο κεφάλι του Bottom ένα γαϊδουρινό. Την ίδια στιγμή, η Titania πίνει ένα μαγικό φίλτρο που θα την κάνει να ερωτευτεί τον πρώτο άνθρωπο που θα βρεθεί μπροστά της, ο οποίος φυσικά δεν είναι άλλος παρά ο Bottom.

To Όνειρο Θερινής Νυκτός είναι μια ρομαντική κωμωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Περιγράφει τις περιπέτειες τεσσάρων νεαρών Αθηναίων, τη σχέση τους με το Δούκα και τη Δούκισσα της Αθήνας, Θησέα και Ιππολύτη, και με τα ξωτικά ενός δάσους κάτω από το φεγγάρι. Είναι ένα από τα γνωστότερα και πιο πολυπαιγμένα έργα του Σαίξπηρ σε όλο τον κόσμο.

Ερωτικά μπερδέματα ανάμεσα σε δυο ζευγάρια με λάθος συντρόφους, νεράιδες, δάση και μαγικά ραβδιά είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την πολύχρωμη παλέτα ενός μαγικού ονείρου.

Το διαχρονικό αριστούργημα του Σαίξπηρ φέρνει στο προσκήνιο την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και την μοίρα των ανεκπλήρωτων πόθων. Ένα έργο στο οποίο ο έρωτας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και είναι αυτός που οδηγεί όλους όσους τον κυνηγούν σε κωμικοτραγικές καταστάσεις.

Το «Όνειρο  Καλοκαιρινής Νύχτας»» είναι μια γιορτινή κωμωδία, ένα ερωτικό γαϊτανάκι που σοβαρολογεί χωρίς ποτέ να σοβαρεύεται. Είναι μια σπαρταριστή κωμωδία που όμως έχει σκοτεινό και βίαιο υπόβαθρο. Στο έργο αυτό που υμνεί την φύση και τον έρωτα, το όνειρο μπλέκεται με την πραγματικότητα,  η φαντασίωση με τον εφιάλτη, η αγνή αγάπη με την ερωτική μανία. Ο  μηχανισμός που πυροδοτεί τα πάντα είναι ο έρωτας. Ο έρωτας ανατρέπει την κοινή λογική, μεταμορφώνει, προκαλεί το χάος, πολιορκεί ανθρώπους και θεούς καθώς οι κρυφές επιθυμίες και τα ερωτικά απωθημένα κατευθύνουν τη μοίρα των προσώπων.

Λίγο πριν το γάμο του δούκα της Αθήνας Θησέα με την βασίλισσα των Αμαζόνων Ιππολύτη, τέσσερις νέοι καταφεύγουν στο δάσος της Αθήνας για να διεκδικήσουν το ερωτικό αντικείμενο του πόθου τους. Είναι η νύχτα του μεσοκαλόκαιρου – μια νύχτα που όλα μπορούν να συμβούν- οι πιο μύχιες σκέψεις και φαντασιώσεις τους σύντομα θα πραγματοποιηθούν. Στο μυθικό δάσος της Αθήνας έρχονται σε επαφή με τον κόσμο των ξωτικών: με τον βασιλιά Όμπερον που φιλονικεί με την Τιτάνια και τον Πουκ και ξεκινάει ένα παιχνίδι παρεξηγήσεων και μαγικών παρεμβάσεων. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν στο δάσος καταφθάνει μια ομάδα ερασιτεχνών θεατρίνων. Άνθρωποι και ξωτικά, πραγματικότητα και φαντασία γίνονται ένα κάτω από τον μανδύα του παραμυθιού και του ονείρου. Μέσα στο δάσος – ένα χώρο μαγεμένο, επικίνδυνο- οι φόβοι διογκώνονται, τα πάθη εκφράζονται ανεξέλεγκτα  και άνθρωποι και θεοί γίνονται έρμαια του ερωτικού τους πάθους.


Όνειρο θερινής νυκτός (download pdf)



Τετάρτη 11/9/2019 : “Κοριολανός”

Θρίλερ βρετανικής παραγωγής 2011  (123′)

Σκηνοθεσία: Ρέιφ Φάινς
Πρωταγωνιστούν:

Σε μια εποχή που μοιάζει με τη σημερινή, σε μια κοινωνία που ζητάει απελπισμένα σε κάτι να πιστέψει, o Ρέιφ Φάινς στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του δίνει σάρκα και οστά στον ανατριχιαστικά επίκαιρο «Κοριολανό» του Σαίξπηρ.
Φτώχεια. Πείνα. Δυστυχία. Οι πολίτες της Ρώμης ζουν την εξαθλίωση και την απάτη που γίνεται σε βάρος τους από τους άρχοντες και τους δημαγωγούς. Σε μια πόλη που πεθαίνει και αναζητά ήρωες, ένας ηγεμόνας αλαζονικός, πεισματάρης και γενναίος κερδίζει τον τίτλο του Ύπατου της Ρώμης. Οι δικτατορικές ενέργειές του και η τυραννική του συμπεριφορά εξοργίζουν τους συμπολίτες του. Τον στέλνουν στην εξορία. Πικραμένος καταλήγει να ζητήσει τη βοήθεια του στρατηγού των Βόλσκων, εχθρών των Ρωμαίων. Ο «Κοριολανός», έργο της δημιουργικής περιόδου του Σαίξπηρ, γραμμένο το 1607-1608, είναι ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό έργο και εστιάζει στη σχέση λαού – εξουσίας. Τον περιφρονημένο και υβριστή, αλαζονικό Κοριολανό μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο Ουαλός ηθοποιός Ρέιφ Φάινς. Κρατώντας γερά τα γκέμια της ταινίας, περιπλανιέται στην ανθρώπινη ύπαρξη, πίσω από τον θρύλο, και μας παραδίδει έναν εκρηκτικό και απρόσμενα μοντέρνο ήρωα. Σε μια εποχή που μοιάζει με τη σημερινή, σε μια κοινωνία που ζητάει απελπισμένα σε κάτι να πιστέψει, ο Φάινς δίνει υπόσταση σε έναν μισητό, πεισματάρη άντρα που περιφρόνησε τον λαό και θυσίασε τη ζωή του για να υπηρετήσει τη φιλοδοξία του.
Στην πρώτη σκηνή του «Κοριολανού» παρακολουθούμε τον λαό να περιφέρεται πεινασμένος στους δρόμους. Το πλήθος κρατάει όπλα και είναι αποφασισμένο να πεθάνει «παρά να ψοφήσει της πείνας». Οι αποθήκες των αρχόντων ξεχειλίζουν από σιτάρι και τα παιδιά πεθαίνουν στις αγκαλιές των μανάδων τους. «Μόνο τα περισσεύματα να μας έδιναν, όσα δεν είναι ακόμα χαλασμένα, θα λέγαμε πως μας φέρονται ανθρωπινά», ομολογεί ένας από τους πολίτες. Η τελευταία τραγωδία του Σαίξπηρ αναφέρεται σε δύο ιστορικές περιόδους: στον πέμπτο αιώνα της πρώιμης Δημοκρατίας της Ρώμης και στην ελισαβετιανή εποχή, όπου η άνοδος του φιλελευθερισμού έχει δείξει τα δόντια του. «Οι αντιμαχόμενες δυνάμεις, ο λαός που αρχίζει να βάζει σε κίνηση τη δύναμή του και το αρχοντολόγι, φοβισμένο από το ανάστημα που υψώνει ο λαός σαν πολιτικός παράγων, φαίνεται καθαρά στο έργο», επισημαίνει ο Βασίλης Ρώτας στον πρόλογο της μετάφρασης του «Κοριολανού» (Ίκαρος). Ο ήρωας και το πλήθος μοιράζονται το ίδιο μερίδιο ευθύνης στη σήψη του πολιτεύματος. Ο λαός ήταν αμόρφωτος και ευκολόπιστος και ο Κοριολανός διψούσε για εξουσία. Ο Ρέιφ Φάινς, δίνοντας μια γνήσια τραγική νότα στην ταινία, τοποθετεί τη δράση στην πολύπαθη Σερβία, παρόλο που δεν το ξεκαθαρίζει εντελώς στο φιλμ. Μια χώρα – φάντασμα, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, μια χώρα που ζει μέσα σε ένα αφόρητο καθεστώς φόβου και ανασφάλειας. Σκληρό, βίαιο θέαμα που θα παιχτεί στους δρόμους μιας ρημαγμένης πόλης με υπερσύγχρονα όπλα πολέμου και ένοχες συνειδήσεις. Ταυτόχρονα με την τραγική πορεία του ήρωα αποτυπώνεται άμεσα και ρεαλιστικά η ανευθυνότητα του πλήθους που παρασύρεται από ανήθικους κερδοσκόπους, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες.
 Πόσο άραγε είναι επίκαιρο το έργο του Σαίξπηρ στις μέρες μας; Αψύς, μονοκόμματος και πεισματάρης, ο Γάιος Μάρκιος Κοριολανός, αφού κυρίευσε την πόλη Κοριόλους (στην οποία χρωστάει το όνομά του), ηγήθηκε των ακραίων αριστοκρατικών. Έγινε ένας επικίνδυνος τύραννος που περιφρονούσε βαθύτατα τον λαό. Οι αντιδραστικές ενέργειές του, όπως η μη διανομή του σικελικού σιταριού στους πληβείους και η κατάργηση του θεσμού των δημάρχων, προκάλεσαν το μίσος των συμπολιτών του. Η συνέλευση του Δήμου τον καταδίκασε σε εξορία. Ο Κοριολανός κατέφυγε στους Ουλόσκους και έπεισε τον βασιλιά τους να επιτεθεί εναντίον της Ρώμης. Στα περίχωρα της πόλης συναντήθηκε με τη μητέρα του, Βολούμνια, η οποία δεν θέλησε να τον αγκαλιάσει. Τον ρώτησε να μάθει «αν αγκαλιάζει έναν εχθρό ή έναν γιο της», κάνοντας έτσι έκκληση στην αίσθηση του καθήκοντος που είχε ο γιος προς τους γονείς του. Στον Κοριολανό του Φάινς ο ήρωας είναι ένα «σκυλί πολέμου», ένας γενναίος στρατηγός που προσφέρει στην πατρίδα του πολλές νίκες. Με ξυρισμένο κεφάλι, στρατιωτική στολή και το πάθος να του θολώνει το μυαλό, ετοιμάζει την εκδίκησή του. Πεισματάρης και μονοκόμματος, αψηφά ακόμη και τη μάνα του, την οποία ερμηνεύει υποδειγματικά η Βανέσα Ρεντγκρέιβ. Με φυσικό φόντο τα πολύπαθα Βαλκάνια, ο Φάινς στον δικό του «Κοριολανό» μεταφέρει ταυτόχρονα την εικόνα των πολιτικών συστημάτων τα οποία νοσούν στο πλαίσιο μιας ανάπηρης δημοκρατίας. Μέσα σε αυτό το ρευστό πολιτικό πλαίσιο, ο αλαζόνας ηγετίσκος υφαρπάζει την ψήφο του λαού, ενώ στην ουσία τον περιφρονεί βαθύτατα. Ο Φάινς μεταφέρει ζωντανά τα ήθη της ελισαβετιανής εποχής που μοιάζει με τη δική μας. Αναπόφευκτα, όσο η ιστορία επαναλαμβάνεται, θα βρούμε τραγικές ομοιότητες με το σήμερα. Και κυρίως θα δούμε τον αμόρφωτο, προδομένο λαό, αυτό το «πολυκέφαλο πλήθος», κατά την έκφραση του Σαίξπηρ, πρόθυμο να συγχωρεί και έτοιμο για μεγάλες θυσίες.

Κωστούλα Τωμαδάκη


Ρέιφ Φάινς: Ο Σαίξπηρ μας είπε ότι «την έχουμε βάψει»

Χρειάζεται όραμα, έμπνευση αλλά και τόλμη για να μεταφέρεις τη Ρώμη του 4ου π.Χ. αιώνα σε μια εποχή που λίγο ως πολύ θυμίζει το σήμερα. Πόσω μάλλον όταν αυτή η Ρώμη είναι η Ρώμη του «Κοριολανού», που μαζί με τον «Ιούλιο Καίσαρα», τον «Τίτο Ανδρόνικο» και το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» εντάσσεται στα λεγόμενα «ρωμαϊκά έργα» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ.

Η τελευταία κινηματογραφική εκδοχή του «Κοριολανού», ο οποίος γράφτηκε μεταξύ 1606 και 1607, γυρίστηκε από τον Ρέιφ Φάινς, με τον ίδιο στον ρόλο του τίτλου, και, παρ’ ότι ο σαιξπηρικός λόγος έχει παραμείνει αυτούσιος, νιώθεις ότι η ιστορία λαμβάνει χώρα σε μια σύγχρονη εποχή με πολέμους στην περιοχή των Βαλκανίων. Οι στολές των στρατιωτών τουλάχιστον αυτό λένε…
«Συμβαίνουν τόσο πολλά, τόσο συχνά και σε τόσα διαφορετικά σημεία του κόσμου που είναι αδύνατον να μη σε επηρεάσουν, ιδιαίτερα όταν ετοιμάζεις μια κινηματογραφική εκδοχή του «Κοριολανού»» παραδέχθηκε ο Ρέιφ Φάινς όταν τον συναντήσαμε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου η ταινία του έκανε παγκόσμια πρεμιέρα. «Την εποχή που αυτό το σχέδιο βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη η Αίγυπτος καιγόταν. Λίγο αργότερα ακολούθησαν τα επεισόδια της Αθήνας. Μετά ήρθε η διαμαρτυρία των καλόγερων βουδιστών στη Βιρμανία. Επεισόδια στη Ρωσία. Παντού επεισόδια! Πώς να παραμείνεις ανεπηρέαστος όταν ετοιμάζεσαι να σκηνοθετήσεις την κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα πιο βίαια και πολεμικά έργα του Σαίξπηρ;».
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης καθόταν μπροστά από μια κατάμαυρη αφίσα της ταινίας του στο μέσον της οποίας διέκρινες μόνο τη λέξη «Coriolanus» με λευκά στοιχεία. Του επεσήμανα ότι η αφίσα ήταν πολύ ατμοσφαιρική μέσα στην κατάμαυρη απλότητά της. Μου είπε ότι ήταν η δοκιμαστική (και όντως αργότερα άλλαξε).
Ο ήσυχος, χαμογελαστός και γλυκομίλητος άντρας που βρισκόταν μπροστά μου ουδεμία σχέση είχε με το ανθρωπόμορφο τέρας που ο ίδιος υποδύεται στην ταινία του. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω» συνέχισε ο Φάινς «αλλά από κάποια στιγμή και μετά άρχισα να βλέπω διαρκώς τον Κοριολανό, είτε παρατηρώντας το καθημερινό σκίτσο στην αγαπημένη μου εφημερίδα, τη «Herald Tribune», είτε παρακολουθώντας ειδήσεις. Θυμάμαι ότι, όταν είδα τη σορό του Μιλόσεβιτς να μεταφέρεται μέσα σε ένα άσχημο μεταλλικό φέρετρο από τη Χάγη, είπα μέσα μου: «Αυτός είναι ο Κοριολανός!»».

Οραμα ζωής

Η πλοκή του «Κοριολανού» του Φάινς υφαίνεται με κύριο στοιχείο την υπερηφάνεια που αγγίζει τα όρια της έπαρσης. Κεντρικό πρόσωπο ο Γαίος Μάρκιος Κοριολανός (Φάινς), γενναίος στρατηγός των Ρωμαίων, σπουδαίος στρατιώτης και άνδρας με ισχυρά ιδεώδη, ο οποίος όμως περιφρονεί τους πολίτες. Οι ακραίες αντιλήψεις του πυροδοτούν μαζικό ξέσπασμα και η Ρώμη πνίγεται στο αίμα. Εκείνος, χειραγωγημένος από τους πολιτικούς αλλά και από την ίδια του τη μητέρα, τη Βολούμνια (Βανέσα Ρεντγκρέιβ), εξορίζεται και προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ορκισμένο εχθρό του, Τούλο Αουφίδιο (Τζέραλντ Μπάτλερ), στρατηγό των Βόλσκων, εχθρών των Ρωμαίων. Οι δυο τους οδεύουν τελικά μαζί στη Ρώμη με σκοπό να τη λεηλατήσουν.
Από τότε που ο Ρέιφ Φάινς υποδύθηκε για πρώτη φορά τον Κοριολανό στο θέατρο, η ιδέα να τον μεταφέρει ο ίδιος στον κινηματογράφο προσθέτοντας το προσωπικό άγγιγμά του στη σκηνοθεσία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Ο ουαλλός ηθοποιός, γνωστός κυρίως από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους του σε ταινίες όπως «Ο άγγλος ασθενής», «Το τέλος μιας σχέσης» και «Ο επίμονος κηπουρός», αποκαλεί την κινηματογραφική μεταφορά αυτού του έργου «όραμα ζωής».
«Ο Σαίξπηρ δεν σταματά ποτέ να σε διδάσκει, είτε σκηνοθετείς έργο του είτε όχι» μας απάντησε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης στην ερώτηση αν η σκηνοθεσία ενός έργου του Σαίξπηρ τού έμαθε κάτι παραπάνω από όσα ήδη ήξερε. «Οσο αλλάζεις ως άνθρωπος, τόσο τα έργα του Σαίξπηρ αλλάζουν μαζί σου. Πρόσφατα είδα ξανά τον «Βασιλιά Ληρ» και η εμπειρία ήταν εντελώς διαφορετική από τον Ληρ που είχα δει πριν από χρόνια. Ηταν τρομερό!».
Για τον Ρέιφ Φάινς με τον Σαίξπηρ πρέπει να είναι κανείς πολύ ειλικρινής, πρέπει να αναζητεί πάντοτε την αλήθεια. Γι’ αυτό και πιστεύει ότι το σινεμά μπορεί να είναι υπέρ του συγγραφέα: «Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι, σε αντίθεση με το θέατρο, στον κινηματογράφο δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί διάλογοι, ότι ο λόγος δεν είναι κινηματογραφικό εργαλείο. Δεν συμφωνώ. Πιστεύω ότι δεν υπάρχουν κανόνες και ιδιαίτερα ο λόγος του Σαίξπηρ μπορεί να «πετάξει» σε μια ταινία». Γι’ αυτό και του αρέσει όχι απλώς να βλέπει κινηματογραφικές μεταφορές έργων του Σαίξπηρ αλλά και να τις ακούει – αρκεί βέβαια να τις στηρίζει η γλώσσα του κινηματογράφου.
«Ο Σαίξπηρ μας είπε ωμά ότι «την έχουμε βάψει»… Ολοι μας. Εκεί που νομίζουμε ότι ζούμε δημοκρατικά, τελικά βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο. Η δημοκρατία είναι μια θεωρία που δεν εφαρμόζεται έτσι όπως θα έπρεπε στην πράξη. Εκτός αν πραγματικά πιστεύετε ότι ζείτε δημοκρατικά στην Ελλάδα. Ο Κοριολανός είναι ένα παράδειγμα, το απόλυτο παράδειγμα. Τι πρεσβεύει αυτός ο άνθρωπος; Ακεραιότητα ή αλαζονεία και εγωισμό; Και ο κόσμος; Τη μια στιγμή είναι μαζί του και την αμέσως επόμενη εναντίον του. Σας θυμίζει κάτι όλη αυτή η κατάσταση; Πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο έργο να μη μου φέρει στο μυαλό εικόνες του σήμερα; Και δυστυχώς είμαι αναγκασμένος να παραδεχθώ ότι με αυτό το έργο νιώθω πολύ απαισιόδοξος για το αύριο».
Ο πόλεμος και τα πρόσωπα
Εφόσον ο πόλεμος και η πολιτική αναταραχή είναι τα κεντρικά θέματα στην ιστορία του «Κοριολανού» (το πρώτο στέλνει τον ήρωα στην κορυφή, το δεύτερο τον καταστρέφει), η παραγωγή της ταινίας θέλησε να κινηθεί όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά. Συνεργάστηκε με το SAJ, την πρωταρχική αντιτρομοκρατική μονάδα της Σερβίας, η οποία συνέβαλε ώστε οι σκηνές μάχης να αποδοθούν ρεαλιστικά. Ο Φάινς εκπαιδεύτηκε εντατικά με το SAJ, έμαθε τη σημασία της «οικονομίας στις κινήσεις του στρατιώτη», το πώς να χειρίζεται το όπλο, αλλά – το κυριότερο – πώς να σκέφτεται στρατηγικά στη θερμότητα της μάχης. Τα περισσότερα από τα επί της οθόνης στρατεύματα της Ρώμης ήταν στην πραγματικότητα άνδρες της SAJ στην οποία ανήκαν και τα τεθωρακισμένα οχήματα της ταινίας, οι δεξαμενές και ο εξοπλισμός (όλα πραγματικά). Τεράστια σημασία δόθηκε και στις σκηνές μάχης, που απεικονίζουν με ζωντάνια το χάος, την καταστροφή και τη βιαιότητα του πολέμου.
Αλλά για τον Ρέιφ Φάινς, πέραν όλων αυτών, τα πρόσωπα ήταν τα «κλειδιά» της ταινίας. «Το πρόσωπο είναι ζωτικής σημασίας» λέει. «Γιατί εκεί βλέπεις το πνεύμα και πρέπει να βλέπεις το πνεύμα στα μάτια των ανθρώπων. Οχι μόνο των πρωταγωνιστών, αλλά και των κομπάρσων. Μέσα από σύντομα πλάνα. Κάθε βλέμμα κουβαλά μια ιστορία και όλοι έχουν κάποια ιστορία να πουν. Και αυτό θα πρέπει να γίνει μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα».

Γιάννης  Ζουμπουλάκης


Φιλμογραφία (Ρέιφ Φάινς)

Year Title
1992 Emily Brontë’s Wuthering Heights
1993 The Baby of Mâcon
Schindler’s List
1994 Quiz Show
1995 Strange Days
1996 The English Patient
1997 Oscar and Lucinda
1998 The Avengers
The Prince of Egypt
1999 Sunshine
Onegin
The End of the Affair
Seasons of Giving
2000 The Miracle Maker
2002 Spider
The Good Thief
Red Dragon
Maid in Manhattan
2005 The Chumscrubber
Chromophobia
The Constant Gardener
Wallace & Gromit: The Curse of the Were-Rabbit
The White Countess
Harry Potter and the Goblet of Fire
2006 Land of the Blind
2007 Harry Potter and the Order of the Phoenix
2008 In Bruges
The Duchess
The Reader
2009 The Hurt Locker
Harry Potter and the Half-Blood Prince
2010 Cemetery Junction
Clash of the Titans
Nanny McPhee and the Big Bang
The Wildest Dream
Harry Potter and the Deathly Hallows – Part 1
2011 Harry Potter and the Deathly Hallows – Part 2
Coriolanus (και σκηνοθεσία)
2012 Wrath of the Titans
Skyfall
Great Expectations
2013 The Invisible Woman (και σκηνοθεσία)
2014 The Grand Budapest Hotel
Two Women
2015 A Bigger Splash
Spectre
2016 Hail, Caesar!
Kubo and the Two Strings
2017 The Lego Batman Movie
Sea Sorrow
2018 The White Crow (και σκηνοθεσία)
Holmes & Watson
2019 Official Secrets
The Lego Movie 2: The Second Part
2020 The Voyage of Doctor Dolittle
The King’s Man
No Time to Die

Κορολιανός του Σαίξπηρ

πολιτική τραγωδία  διαζευκτικών συγκρούσεων

Ο Σαίξπηρ αυτός ο ανανεωτής όχι μόνο της θεατρικής τέχνης, αλλά και ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος, μας δείχνει πως ο οικονομικά χειραγωγούμενος λαός μετατρέπεται σε φονουργό όχλο και πως ο κατάστικτος από πολεμικές πληγές-αρετές άνδρας, σε εκδικητή. Αλλά, και πως η υλική του μεταλλαγή τον μετατρέπει σε θυσιαζόμενο Αμνό, που προσφέρει τον εαυτό του υπέρ του αλάστορα λαού του. Ποια τα σύνορα επιλογής μεταξύ μιας μάλλον αναρχούμενης δημοκρατίας και ποια μιας αυταρχικής εξουσίας, δύσκολα μπορούμε να επιλέξουμε. Οι θεσμοί όμως και οι κανόνες μιας πολιτείας είναι μια πολύ μεγάλη υπόθεση για να τους αφήνουμε στην εκλογή ή την βούληση ατόμων μη χρηστών.

Τραγωδία σαιξπηρικών αντιθέσεων, χαρακτηρίζει ο  Πολωνός σαιξπηρολόγος Γιαν Κοτ  [«Σαίξπηρ αυτός ο σύγχρονός μας», εκδ. Ηριδανός] τον «Κοριολανό» επισημαίνοντας ότι από τα μεγάλα σαιξπηρικά έργα είναι αυτό που παίζεται σπάνια. Στον «Κοριολανό» σημειώνει ο Κοτ  « δεν υπάρχει ποιητική μαγεία, ουράνια μουσική, δεν υπάρχουν υπέροχοι εραστές ή παλιάτσοι, δεν υπάρχουν μαινόμενα στοιχεία ή πλάσματα της φαντασίας που να είναι ωστόσο πιο αληθινά και από την πραγματικότητα.» Και τι υπάρχει; Ένα έργο αυστηρό και τραχύ, ένα έργο γεμάτο αντιθέσεις αφού δεν μπορούσε  να ικανοποιήσει ολότελα ούτε τους αριστοκράτες ούτε τους δημοκρατικούς, ούτε τους φίλους του λαού ούτε τους εχθρούς του. Ο Γιαν Κοτ  θεωρεί ότι η μη συμπάθεια που συνάντησε ο «Κοριολανός» οφείλεται σ αυτόν ακριβώς τον διφορούμενο χαρακτήρα του, στην πολλαπλότητα των πολιτικών, ηθικών και φιλοσοφικών του εκδοχών. Η ιστορία του Κοριολανού τοποθετείται ιστορικά κάπου στο μεταίχμιο του τέλους της περιόδου της βασιλείας και της αρχής της ρωμαϊκής δημοκρατίας, αναφέρεται σύντομα από τον Τίτιο Λίβιο στο  “Ab urbe conditu”, -ο Σαίξπηρ κατείχε εξαιρετικά την λατινική γραμματεία και γλώσσα-   και την αφηγείται λεπτομερώς ο Πλούταρχος στους Παράλληλους Βίους του. Ο Σαίξπηρ βασίστηκε στη μετάφραση του σερ Τόμας Νορθ που είχε δημοσιευτεί το 1579. Ωστόσο  διαφοροποιείται από τον Πλούταρχο αναδεικνύοντας τις πιο τραγικές και σκοτεινές διαστάσεις των γεγονότων μέσα στις οποίες εγκλωβίζεται η έντονη κι εξίσου αλαζονική προσωπικότητα του Στρατηγού Γάιου Μάρκιους, του επονομαζόμενου Κοριολανού μετά την συντριπτική νίκη του κατά των Βόλσκων και της κατάκτησης της πόλης τους  Κοριόλης.

Αυτό όμως που κάνει το έργο εξαιρετικά σύγχρονο είναι ότι ο Σαίξπηρ φωτίζει και τις σφοδρές κοινωνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους συγκλητικούς και στους πληβείους, ανάμεσα στους πληβείους και τον Γάιο Μάρκιους, ανάμεσα στους συγκλητικούς και τον Κοριολανό καθώς και στην τελική σύμπραξη συγκλητικών και πληβείων με αποτέλεσμα την εξορία του τελευταίου από την Ρώμη και την προσχώρησή του στους εχθρούς της Ρώμης. Στο τέλος όμως ο Σαίξπηρ δικαιώνει τον Κοριολανό ο οποίος θα σώσει –έστω και με το στίγμα του προδότη- δεύτερη φορά τη Ρώμη από τους Βόλσκους, οι οποίοι τελικά τον σκοτώνουν για την προς αυτούς, αυτή τη φορά προδοσία. Ο Κοριολανός μπορεί να πει κανείς ότι διαθέτει ένα σκοτεινό μεγαλείο αλλά τον συντρίβει η Ιστορία. Όπως υποστηρίζει ο  Κοτ  «η Ιστορία στα βασιλικά χρονικά και στον Μάκβεθ  ήταν ο Μέγας Μηχανισμός που είχε κάτι το δαιμονικό. Η Ιστορία στον Κοριολανό έπαψε να είναι δαιμονική. Είναι μόνο ειρωνική και τραγική» κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που ο Γιαν Κοτ θεωρεί τον Σαίξπηρ σύγχρονό μας. Ο Κοριολανός επηρέασε τον Μπρεχτ που τον διασκεύασε και τον ανέβασε στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ το διάστημα 1952-1955 ενώ ο Τ.Σ. Έλιοτ τον θεωρούσε ανώτερο και από τον Αμλετ, έγραψε μάλιστα και ποίημα με τον τίτλο Coriolan ενώ βάζει τον σαιξπηρικό ήρωα να κάνει ένα πέρασμα και στην Έρημη Χώρα. Πάντως τόσο στον Κοριολανό όσο και   στον Ιούλιο Καίσαρα είναι παρούσα η δημοκρατική Ρώμη και αυτό εκφράζεται σκηνικά με το ότι ο Σαίξπηρ  έχει δώσει φωνή κυρίως στον Ρωμαίο Στρατηγό αλλά και στο πλήθος. Στις περισσότερες σκηνές του έργου συμμετέχει το πλήθος, είτε οι πληβείοι, είτε οι συγκλητικοί, είτε οι στρατιώτες. Τουλάχιστον σύμφωνα με την κλασική σαιξπηρική δομή της τραγωδίας και τις σκηνικές της οδηγίες, γιατί από κει και πέρα, οι παραστάσεις και οι σκηνοθετικές απόψεις ποικίλουν.
Για το πότε ακριβώς ο Σαίξπηρ έγραψε τον Κοριολανό οι απόψεις των ειδικών  διίστανται. Επικρατέστερη είναι του R. B. Parker ο οποίος τοποθετεί τη συγγραφή της τραγωδίας στο τέλος του 1608 και στις αρχές του 1609. Η πρώτη πάντως παρουσίαση του έργου γίνεται ή τον Δεκέμβριο του 1609 ή τον Φεβρουάριο του 1610. Η τραγωδία θα εκδοθεί για πρώτη φορά το 1623. Στη σύγχρονη εποχή ο διασημότερος επί σκηνής «Κοριολανός» θεωρείται ο  Λώρενς Ολίβιε που τον πρωτοέπαιξε στο Old Vic Theatre το 1937 και τον επανέλαβε με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία στο Shakespeare Memorial Theatre το 1959. Άλλοι διάσημοι Κοριολανοί ήταν ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Ίαν Μακ Κέλλεν, ο Ρόμπερτ Ράιαν, ο Τομ Χίντλεστον  και κινηματογραφικά ο Ρέιφ Φάινς.

Ο μεγάλος ελισαβετιανός δραματουργός έπλασε έναν ήρωα που αντιστέκεται ακόμα και στις ίδιες του τις ιδέες, μακριά από έρωτες, ερωτικές αψιμαχίες και πάθη, πέρα από συντροφικές ίντριγκες, αλλά με έντονα αντιδημοκρατικά αισθήματα και φανερές αντιφάσεις που εκδηλώνονται καθώς εκθέτει τις σκέψεις του. Είναι ο χαρακτηριστικός τύπος ενός επαγγελματία πολεμιστή όπως τον θέλει ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, ή ένας συνεχιστής των κωδίκων τιμής του Μεσαιωνικού ιπποτισμού κατά τον Ουίλσον;
 
Ιστορικές πηγές
Ο Γάιος Μάρκιος Κοριολανός (Gaius Marcius Coriolanus, 527 π.Χ. – …) ήταν Ρωμαίος στρατηγός. Έλαβε το τοπωνυμικό παρατσούκλι του “Κοριολανός” λόγω της εξαιρετικής ανδρείας του, όταν κυρίευσε τα Κορίολα Picture(Corioli), πόλη των Ουόλσκων, το 493 π.Χ.. Ήταν όμως οργίλος και δεν είχε την πραότητα και την ανεξικακία ούτε του Θεμιστοκλή, ούτε του Αριστείδη. Ο Κοριολανός έγινε αρχηγός των ακραίων αριστοκρατικών και με την ιδιότητα αυτή υποκίνησε πολλές αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις και ενέργειες, όπως π.χ. αντιτάχθηκε στη διανομή σικελικού σταριού στον λαό σε περίοδο λιμού και, αυταρχικός όπως ήταν, πρότεινε στη Σύγκλητο την κατάργηση του θεσμού των δημάρχων. Εξαιτίας της πολιτικής του έγινε μισητός στο λαό. Οι δικτατορικές ενέργειές του και η τυραννική του συμπεριφορά εξόργισαν τους συμπολίτες του, γι’ αυτό και τον εξόρισαν από τη Ρώμη. Γεμάτος από το πάθος της εκδίκησης, ο Κοριολανός κατέφυγε στους Ουόλσκους, που ήταν εχθροί των Ρωμαίων, έγινε αρχηγός τους και ξεκίνησε εναντίον της πατρίδας του. ​​Όταν έφτασε έξω από τη Ρώμη και απειλούσε να την καταστρέψει, οι Ρωμαίοι κατατρομαγμένοι έστειλαν διάφορες πρεσβείες για συμφιλίωση. Ο Κοριολανός όμως ήταν άκαμπτος. Τότε πήγε στο στρατόπεδό του η μητέρα του και του είπε γονατιστή:
– Κοριολανέ, αν επιμένεις να μπεις εχθρικά στη Ρώμη, θα πατήσεις πρώτα στο πτώμα της μητέρας σου. Γιατί δεν μπορώ να ανεχθώ να είναι το παιδί μου ο καταστροφέας της πατρίδας του.
Ο Κοριολανός ανασήκωσε τη γονατισμένη μητέρα του και αγκαλιάζοντάς την της απάντησε:
– Νίκησες, μητέρα, ευτυχισμένη νίκη για την πατρίδα, αλλά καταστρεπτική για τον γιο σου. Φεύγω μακριά από τη Ρώμη, νικημένος από τη μητέρα μου. Και αμέσως έλυσε την πολιορκία της Ρώμης.
Στο Σαιξπηρικό αυτό έργο διακρίνουμε τις αγεφύρωτες ταξικές διαφορές αλλά και το πρόβλημα συνείδησης του ηγέτη. Προβάλλεται ακόμα η ποιότητα της σχέσης που αναπτύσσει ο ηγέτης με τον λαό του, το πρόβλημα της κατοχής ενός ξένου εδάφους, μια ξένης χώρας, βλέπουμε τις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι πολίτες, αλλά και την πενία των φτωχών λαϊκών στρωμάτων πολύ πριν κάνουν αναφορά για αυτήν ο Κάρλ Μαρξ, ο Λεμπόν, ή ο Χέμπερτ Μαρκούζε.
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ουόλσκοι τον σκότωσαν, όταν επέστρεψε, γιατί θεώρησαν πως τους εξαπάτησε. Άλλοι λένε πως έζησε κι άλλο και πως έγραψε κι ένα επίγραμμα για τη δύσκολη ζωή ενός γέροντα εξόριστου. Στην ύστερη αρχαιότητα, ήταν γενικά αποδεκτό από τους ιστορικούς ότι ο Κοριολανός ήταν ένα πραγματικό ιστορικό πρόσωπο και εμφανίστηκε μια συναινετική αφηγηματική ιστορία της ζωής του, την οποία επανέλαβαν κορυφαίοι ιστορικοί όπως ο Τίτος Λίβιος, ο Πλούταρχος και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς. Πιο πρόσφατες μελέτες έχουν εκφράσει αμφιβολίες για την ιστορικότητα του Κοριολανού, απεικονίζοντάς τον είτε ως μια εντελώς θρυλική προσωπικότητα ή, τουλάχιστον, αμφισβητώντας την ακρίβεια της συμβατικής ιστορίας της ζωής του ή τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στους προγόνους του περιλαμβάνονται εξέχοντες πατρίκιοι, ακόμα κι ένας βασιλιάς της Ρώμης. Η ιστορία του είναι η βάση της τραγωδίας Κοριολανός, που γράφτηκε από τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, καθώς και μιας σειράς άλλων έργων, συμπεριλαμβανομένης και της Εισαγωγής Κοριολανός του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Ποιος περιφρονεί περισσότερο την Δημοκρατία και τις αξίες της ο αυταρχικός ηγέτης που παραμένει σταθερός στις οραματικές του κοινωνικές και πολιτικές προοπτικές ή τα διάφορα σαθρά έμψυχα σκύβαλα, δήθεν εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης;
«Μάθε καλή μου μητέρα πως προτιμώ να τους υπηρετώ με τον δικό μου τρόπο παρά μαζί τους άρχοντας να κυβερνώ με τον δικό τους» 
Τελικά, τι υπονομεύει η πολιτική πρακτική του Κοριολανού και τι υπηρετεί η δημοκρατική καταστροφική επιλογή του πλήθους; Ο Κοριολανός είναι μια σύγχρονη πολιτική τραγωδία αναπάντητων ερωτημάτων. Ένα πολιτικό δράμα διαζευκτικών συγκρούσεων.
 
http://theatrecomments.weebly.com/

 

Κοριολανός σε μετάφραση: Μιχαήλ Ν. Δαμιράλη (download pdf)



Τετάρτη 4/9/2019 : “Ο έμπορος της Βενετίας”

-THE MERCHANT OF VENICE- Εποχής, Έγχρωμη, Διάρκεια: 138′
Παραγωγή: ΗΠΑ – Ιταλία – Λουξεμβούργο – Βρετανία (2004)
Σκηνοθεσία: Μάικλ Ράντφορντ
Πρωταγωνιστούν: Αλ Πατσίνο,Τζέρεμι Αϊρονς, Τζόζεφ Φάινς, Λιν Κόλινς
 

Μάικλ Ράντφορντ, ένας από τους επικεφαλής της επέλασης των μέτριων και των «αόρατων». Ο Βρετανός σκηνοθέτης των ευυπόληπτων τίτλων «1984» και «Il Postino» («Ο ταχυδρόμος»). Έως εδώ. Από τη στιγμή που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον «Έμπορο της Βενετίας» καταλήγει…. τηλεπαραγωγή βρετανικής συλλήψεως. H λογική του καλλιτεχνικού μάρκετινγκ είναι παγκόσμια και δολοφονική: πουλάει ο Σαίξπηρ, πουλάνε τα ονόματα (Πατσίνο, Άιρονς, Φάινς), πουλάει η συνταγή. Κάπως έτσι ο «Έμπορος της Βενετίας» μετατρέπεται σε «προϊόν της Βρετανίας»! Δηλαδή όλα για πούλημα. Με την εξής διαστροφική αντιστροφή. Πρώτα τα κοστούμια, ύστερα οι χαρακτήρες πρώτα ο σκηνικός διάκοσμος, κατόπιν η δραματουργία και πάνω οι κοσμικές συναθροίσεις κάτω η ουσία. Το βεστιάριο του βρετανικού θεάτρου και το ονοματολόγιο των αστέρων. Ιδού η παγκοσμιοποίηση του Σαίξπηρ! Το αποτέλεσμα μονοδιάστατο και απλοϊκό. H γυναικεία πανουργία τιμωρεί την εβραϊκή φιλαργυρία. Λάθος και κόλπο εύκολο και παραπλανητικό!

Και το εξηγώ: Ο Σάιλοκ (Αλ Πατσίνο) είναι καταραμένος και περιθωριακός όχι τόσο για την φιλαργυρία του όσο κυρίως για την αντίχριστη εβραϊκή καταγωγή του. Και είναι λογικό. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός. Το πουγκί των πρωταθλητών του εμπορίου και της θαλάσσιας οικονομίας, όπως ήταν τότε οι προύχοντες της Βενετίας, είναι το ίδιο γεμάτο όσο και αυτού του κοινωνικού παρία. Επομένως το κίνητρο της φιλαργυρίας δεν είναι το χρήμα αλλά η εκδίκηση και η αυτοπροστασία. Αποταμιεύω γιατί μόνο μέσω του χρήματος μπορώ να υπάρχω.
Αποθησαυρίζω και περιμένω την ώρα να… σας φάω. Μόνο έτσι εξηγείται η βαρβαρότητα, σε σημείο κανιβαλισμού, του Σάιλοκ, όταν στο δικαστήριο απαιτεί μια λίβρα σάρκας του Αντόνιο να αφαιρεθεί ώστε με ανθρώπινο αίμα να ξεπληρώσει ο οφειλέτης του το δάνειο. Σε παρακαλούμε – του λένε – δέξου τα διπλάσια, δείξε έλεος και άφησε ελεύθερο τον δύστυχο. Τίποτα αυτός. Το μυαλό του δεν είναι στο χρήμα αλλά στην τυφλή μανία. Είπαμε δεν είναι γραφικός όπως ο Σκρουτζ, δηλαδή φιλάργυρος εκ γενετής. Είναι τιμωρός. Επικαλείται τον νόμο των χριστιανών για να προκαλέσει σωματικό πόνο στους ομοίους του, αλλά τόσο εχθρούς, τους χριστιανούς. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Φίλοι μου, η συσσώρευση κεφαλαίου καταλήγει σε αίμα και ανθρωποφαγία. Μα, έτσι δεν είναι;

Άρα, η ανάγνωση της τελικής ετυμηγορίας του δικαστηρίου και η πανουργία της μεταμφιεσμένης σε άνδρα Πόρσιας (Λιν Κόλινς), με την οποία απαλλάσσεται τελικά ο Αντόνιο και τιμωρείται ο Σάιλοκ, είναι δίκοπο μαχαίρι. H εύκολη, η ηθικοπλαστική, πλευρά μοιάζει με κάθαρση και θεία δίκη. H άλλη, η αιχμηρή, η ουσιαστική είναι εντελώς ακραία και προφητική. Όσο πιο εύπορο το «κράτος» τόσο περισσότερο το μυαλό του είναι πανούργο, δηλαδή θηλυκό. Και είναι φυσικό. Το σύστημα νικάει το άτομο. Και η απόφαση που μοιάζει με θεία τιμωρία, στο βάθος είναι άγρια, πιο άγρια από του Εβραίου εμπόρου τη βάρβαρη κι εκδικητική μανία.
Διαπόμπευση και πλιάτσικο πάνω στην περιουσία του. Το σύστημα χτυπάει ανελέητα εκεί που σε πονάει. Έτσι του αρπάζουν, διά νόμου, την «πανοπλία» και τη χρηματική του προστασία. Έτσι όχι μόνο γέρος, αλλά και μόνος και ζήτουλας και πρόσφυγας!

H τραγωδία του «Έμπορου της Βενετίας» είναι ο πλήρης ορισμός της επέλασης των βαρβάρων. H κατάληξη και η αναγωγή του μοιάζουν με την παγκοσμιοποιημένη, καπιταλιστική διαδικασία. Απίστευτο και ανατριχιαστικό. Γι’ αυτό οι χαρακτήρες του είναι τόσο σύνθετοι και τόσο γκρίζοι. Γι’ αυτό ο Σάιλοκ υπερίπταται του «καλού» και του «κακού». Γιατί η ηθική του είναι η απληστία. Και γιατί ο Εβραίος είναι ο αληθινός καθρέφτης της βενετσιάνικης ολιγαρχίας. H προκλητική φιλαργυρία του είναι αποκρουστική γιατί είναι πέρα ώς πέρα αληθινή. Ο ίδιος είναι η ζωντανή ενσάρκωση της δικής τους φιλοχρήματης ιδεολογίας. Επομένως, αν και χαρακτήρας με σάρκα και οστά, με τις πράξεις του ξεπερνάει τον υποκειμενικό ρόλο του και καταλήγει φορέας μιας αντικειμενικής διαδικασίας.
Έτσι ο ένας πολλαπλασιάζεται σε… πολλούς. Γιατί ο Σάιλοκ είναι… αυτοί!

Ο μόνος απ’ όλο τον θίασο που κατάλαβε, που ενστερνίστηκε και που σαν ιμάντας μεταβιβάζει προς τους θεατές αυτή τη μοναδική θεατρική εμπειρία είναι ο Αμερικανός Αλ Πατσίνο. Να τον ευγνωμονούμε. Παίζοντας εντελώς κόντρα και διαφορετικά απ’ όλους τους «επαΐοντες» της βρετανικής σκηνής και κυρίως τον Τζέρεμι Άιρονς και τον εσαεί ναρκισσευόμενο Τζόζεφ Φάινς, υποκρινόμενος με απόλυτο αυτοέλεγχο και με οδηγό τη μέθοδο και τον Στανισλάφσκι, εκτοξεύει τον ρόλο του Σάιλοκ σε άλλα μήκη και πλάτη. Αν και «κουστουμαρισμένος» από κεφαλής μέχρις ονύχων με θεατρικό βεστιάριο βρετανικό και μουσειακό, το σώμα του άκρως «ομιλητικό» και εκφραστικό και ο ιδρώτας να στάζει από εσωτερικό κλαυθμό.
Κοντεύει τα 65 αλλά η ενέργεια και η ορμή του συναγωνίζονται τις πρώτες, τις εφηβικές του εμφανίσεις. M’ αυτή την τόσο ανάποδη, σύγχρονη και ταυτόχρονα κλασική ερμηνεία του, όπως με την παλιότερη στο «Looking for Richard», εγκαθίσταται στον θρόνο του μέγιστου ανατόμου της σαιξπηρικής σκηνικής μαεστρίας. Και για να τελειώνω. Στην θέση σας θα ξεχνούσα τη σκηνοθεσία και θα «καταβρόχθιζα» το πιο θείο, θεατρικό, αντίδωρο αυτής της χρονιάς διά χειρός του πανάγαθου «αρχιεπισκόπου» Αλ Σαίξπηρ!

Δ. Δανίκας


Φιλμογραφία Αλ Πατσίνο

Χρονιά Ταινία
1969 Me, Natalie (Νάταλι, το Άσχημο Κορίτσι)
1971 The Panic in Needle Park (Πανικός στο Νιντλ Παρκ)
1972 The Godfather (Ο Νονός)
1973 Scarecrow (Το Σκιάχτρο)
Serpico (Σέρπικο)
1974 The Godfather Part II (Ο Νονός ΙΙ)
1975 Dog Day Afternoon (Σκυλίσια Μέρα)
1977 Bobby Deerfield (Μπόμπι Ντίρλφιλντ, Μια Στιγμή…Μια Ζωή)
1979 …And Justice for All (…Δικαιοσύνη για Όλους!)
1980 Cruising (Το Ψωνιστήρι)
1982 Author! Author! (Η Πρεμιέρα)
1983 Scarface (Ο Σημαδεμένος)
1985 Revolution (Οι Επαναστάτες)
1989 The Local Stigmatic
Sea of Love (Το Ερωτικό Αντικείμενο του Εγκλήματος)
1990 Dick Tracy (Ντικ Τρέισι)
The Godfather Part III (Ο Νονός ΙΙΙ)
1991 Madonna: Truth or Dare (Στο Κρεβάτι με τη Μαντόνα)
Frankie and Johnny (Φράνκι και Τζόνι)
1992 Glengarry Glen Ross (Οικόπεδα με Θέα)
Scent of a Woman (Άρωμα Γυναίκας)
1993 Carlito’s Way (Υπόθεση Καρλίτο)
1994 Jonas in the Desert
1995 Two Bits (Δυο Δεκάρες)
Heat (Ένταση)
1996 City Hall
Looking for Richard (Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ)
1997 Pitch
Donnie Brasco (Ντόνι Μπράσκο)
Devil’s Advocate (Ο Δικηγόρος του Διαβόλου)
1999 The Insider
Any Given Sunday (Κάθε Κυριακή)
2000 Chinese Coffee
2002 Insomnia
Simone (Σιμόν)
People I Know (Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ)
2003 The Recruit (Η Δοκιμασία)
Gigli (Gigli: Ένας Ζόρικος Έρωτας)
Angels in America (Ο Θεός Ξέχασε τον Παράδεισο)
2004 The Merchant of Venice (Ο Έμπορος της Βενετίας)
2005 Two for the Money (Όλα για τα Λεφτά)
2006 88 Minutes (88 λεπτά)
2006 Torch
2007 Rififi
Ocean’s Thirteen (Η Συμμορία των Δεκατριών)
2008 Righteous kill (Ου Φονεύσεις)
2010 You Don’t Know Jack (Δόκτωρ Θάνατος)
2011 Salome
Son of No One (Ο Αντι-Ηρωας)
Jack & Jill (Ο Τζακ και η Τζιλ)
2012 Stand Up Guys
2013 Phil Spector
2014 Η Κρυφή Ζωή του Μάνγκλχορν (Manglehorn)
Η Ταπείνωση (The Humbling)
2015 Τίποτα Δεν Τελειώνει Κύριε Κόλινς (Danny Collins)
2016 Παιχνίδι Χωρίς Κανόνες (Misconduct)
2017 Dabka
Hangman
2019 The Irishman

Μάικλ Ράντφορντ (Φιλμογραφία)


Το θεατρικό έργο:

Ο Έμπορος της Βενετίας είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Υπολογίζεται ότι γράφτηκε μεταξύ 1594 και 1597. Αν και ανήκει στις “κωμωδίες” του Σαίξπηρ, έγινε πιο γνωστό για τις δραματικές του σκηνές, όπως η σκηνή στο δικαστήριο, αλλά και για τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Εβραίου Σάιλοκ, που θέτει ερωτήματα αντισημιτισμού.

Ο τίτλος του έργου αναφέρεται στον έμπορο Αντόνιο κι όχι στον ανταγωνιστή του, τον Εβραίο τοκογλύφο Σάιλοκ. Ο Σάιλοκ είναι ένας πολύπαθος χαρακτήρας, αλλά είναι κι αυτός που προκαλεί το μαρτύριο του Αντόνιο, με αποτέλεσμα η απέχθεια ή η συμπάθεια για το πρόσωπό του να επαφίεται στην κρίση του κοινού.

Υπόθεση του έργου

Ο Μπασάνιο, ένας νεαρός από τη Βενετία, θέλει να ταξιδέψει στο Μπελμόντε για να πολιορκήσει την όμορφη και πλούσια κληρονόμο Πόρσια. Γι’ αυτό ζητά βοήθεια από το φίλο του, τον έμπορο Αντόνιο, προκειμένου να του δώσει 3000 δουκάτα για τα έξοδα του ταξιδιού του για 3 μήνες. Καθώς όλα τα πλοία του Αντόνιο δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει τα ταξίδια τους στη θάλασσα, ζητά δάνειο από τον Εβραίο τοκογλύφο Σάιλοκ. Καθώς ο Αντόνιο είχε καταφερθεί εναντίον του, κακόβουλα ο Σάιλοκ προτείνει τον εξής όρο στο συμβόλαιο: αν ο έμπορος Αντόνιο αδυνατεί να ξοφλήσει το δάνειό του μέσα στον ορισμένο χρόνο, ο Σάιλοκ θα πάρει μια λίβρα σάρκας από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του. Ο Αντόνιο, έκπληκτος από τη “γενναιοδωρία” του Σάιλοκ που δε ζητεί χρήματα ως αντάλλαγμα, αποδέχται τον όρο κι έτσι ο Μπασάνιο, μαζί με το φίλο του, Γκρατσιάνο, φεύγουν για το Μπελμόντε.

Στο Μπελμόντε, η Πόρσια πολιορκείται από μνηστήρες. Στη διαθήκη, όμως, που άφησε ο πατέρας της, έχει ως όρο ότι όλοι οι μνηστήρες θα πρέπει να διαλέξουν ένα από τρία κουτιά: ένα χρυσό, ένα ασημένιο κι ένα από μολύβι. Ένα από τα τρία περιέχει ένα μικρό πορτρέτο της Πόρσια κι αυτός που θα το βρει θα την κερδίσει. Μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες από τους Πρίγκιπες του Μαρόκου και της Αραγωνίας, ο Μπασάνιο διαλέγει το μολυβένιο κουτί και κερδίζει την Πόρσια. Τα άλλα δυο κουτιά περιέχουν περιπαικτικούς στίχους: από εδώ προέρχεται κι η γνωστή φράση

 “Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός”.

Στη Βενετία, μαθαίνεται πως όλα τα καράβια του έμπορου Αντόνιο έχουν χαθεί στη θάλασσα κι έτσι αδυνατεί να ξεπληρώσει το δάνειο. Ο Σάιλοκ βάζει να συλλάβουν τον Αντόνιο, αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση από τους Χριστιανούς, καθώς η κόρη του, Τζέσικα, κλέφτηκε με το νεαρό Λορέντζο κι έγινε Χριστιανή. Τα νέα φτάνουν στο Μπελμόντε, όπου οι δυο νιόπαντροι φίλοι, Μπασάνιο και Γκρατσιάνο, επιστρέφουν εσπευσμένα στη Βενετία, ενώ οι σύζυγοί τους, Πόρσια και Νερίσσα, αποφασίζουν να συμβουλευτούν το δικηγόρο Μπελάριο, ξάδερφο της Πόρσια στην Πάδοβα.

Η δραματική κορύφωση του έργου πραγματοποείται στο δικαστήριο του Δόγη της Βενετίας. Ο Αντόνιο προσφέρεται να αποζημιώσει το Σάιλοκ με τα διπλά χρήματα (6000 δουκάτα), αλλά ο τοκογλύφος επιμένει κι απαιτεί μια λίβρα σάρκας από τον έμπορο. Ο Δούκας συμβουλεύεται τον Μπαλτάσαρ, έναν νεαρό μελετητή του νόμου, που έχει καταφτάσει με το βοηθό του, που δεν είναι παρά η Πόρσια κι η Νερίσσα μεταμφιεσμένες. Η Πόρσια ζητά από το Σάιλοκ να δείξει έλεος, αλλά εκείνος αρνείται, οπότε το δικαστήριο του επιτρέπει να πάρει αυτό που ζητά από τον Αντόνιο.

Την τελευταία στιγμή, η Πόρσια αναδεικνύει μια λεπτομέρεια: ο όρος έλεγε να αφαιρεθεί μια λίβρα σάρκας, άρα όχι αίμα. Αν ο Σάιλοκ έχυνε αίμα του Αντόνιο, όλη η περιουσία του θα κατασχόταν. Ηττημένος, ο Σάιλοκ αποδέχεται την πληρωμή του με χρήματα, αλλά η Πόρσια αναφέρει ότι η περιουσία του πρέπει να κατασχεθεί, μισή από την κυβέρνηση και μισή από τον έμπορο Αντόνιο, επειδή αποπειράθηκε να αφαιρέσει τη ζωή ενός πολίτη. Ο Δούκας χαρίζει τη ζωή στο Σάιλοκ κι ο Αντόνιο παραχωρεί το μερίδιό του στο Λορέντζο και τη Τζέσικα, ενώ με παρέμβασή του, ο Δούκας υπόσχεται να παραχωρήσει το μισό της περιουσίας του στο Σάιλοκ, αν γίνει Χριστιανός.

Ο Μπασάνιο δεν αναγνωρίζει τη μεταμφιεσμένη σύζυγό του και δέχεται να της προσφέρει ένα δώρο. Ο “Μπαλτάζαρ” ζητά τα γάντια και το δαχτυλίδι του κι εκείνος απρόθυμα τα δίνει, καθώς είχε υποσχεθεί στην Πόρσια να μην τα αποχωριστεί ποτέ. Όταν γυρίζουν στο Μπελμόντε, ταλαιπωρούν τους συζύγους τους, αλλά τελικά τους αποκαλύπτουν τη μεταμφίεσή τους. Όλοι καταλήγουν ευτυχισμένοι, εκτός από το Σάιλοκ, καθώς ο Αντόνιο τελικά μαθαίνει ότι τρία από τα πλοία του δε βυθίστηκαν και γύρισαν στη Βενετία.

Το ζήτημα του αντισημιτισμού του έργου

Η “αντισημιτική” ανάγνωση

Οι Εβραίοι της Αγγλίας εκδιώχθηκαν κατά το Μεσαίωνα κι επέστρεψαν με την άνοδο του Όλιβερ Κρόμγουελ. Σε διάφορα θεατρικά έργα, ο χαρακτήρας τους έμοιαζε με καρικατούρα: άρπαγες με μυτερή μύτη και κατακόκκινη περούκα, ενώ χαρακτηρίζονταν κακοί, απατεώνες και άπληστοι. Κατά το 17ο αιώνα, οι Εβραίοι υποχρεούνταν να φορούν το χαρακτηριστικό κόκκινο καπέλο δημοσίως, αλλιώς απειλούνταν ακόμη και με θανατική ποινή. Επίσης, έπρεπε να ζουν σε γκέτο για την υποτιθέμενη ασφάλειά τους. Πολλοί μελετητές, λοιπόν, βλέπουν αυτό το έργο του Σαίξπηρ σαν συνέχιση της αντισημιτικής αυτής παράδοσης. Μια ερμηνεία του έργου είναι ότι ο Σαίξπηρ ήθελε να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στο έλεος που δείχνουν οι Χριστιανοί χαρακτήρες και την εκδικητικότητα ενός Εβραίου, που δεν κατέχει τη θρησκευτική θεία χάρη για να αντιληφθεί την έννοια του ελέους. Με την ερμηνεία αυτή, o αναγκαστικός προσηλυτισμός του Σάιλοκ στο Χριστιανισμό στο τέλος του έργου αποτελεί “ευτυχισμένο τέλος” για το χαρακτήρα, καθώς γίνεται η κάθαρσή του για την έλλειψη πίστης του και την αμαρτία του να επιθυμεί το θάνατο του Αντόνιο.

Η αντι-χριστιανική ανάγνωση

Πολλοί σύγχρονοι μελετητές δε θεωρούν το Σάιλοκ μοχθηρό χαρακτήρα. Η δίκη του Σάιλοκ αποτελεί παρωδία, καθώς η Πόρσια ενεργεί σαν δικαστής χωρίς να έχει κανένα τέτοιο δικαίωμα. Συνεπώς, ο Σαίξπηρ δεν τονίζει τις προθέσεις του Σάιλοκ, αλλά το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι που κατηγορούν για ανηθικότητα και ανεντιμότητα το Σάιλοκ χρησιμοποιούν την απάτη για να κερδίσουν.

Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση του έργου, ο Σάιλοκ είναι ο πιο έντιμος ηθικά χαρακτήρας. Για παράδειγμα, ο Βασάνιο δεν είναι παρά ένας σπάταλος που νοιάζεται μόνο για την εμφάνισή του και ζει εις βάρος άλλων, ενώ η Τζέσικα είναι μια αχάριστη κόρη, που κλέβει την περιουσία του πατέρα της και το σκάει για να παντρευτεί το Λορέντζο.

Σχόλια στην ανωτέρω επιχειρηματολογία της “αντι-χριστιανικής ανάγνωσης”. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι “Πολλοί σύγχρονοι μελετητές” θα ξοδέψουν φαιά ουσία για να ασχοληθούν με την υποστήριξη ενός στυγνού τοκογλύφου με εγκληματικές και ρατσιστικές προθέσεις εναντίον των Χριστιανών. Θα υποθέσω ότι το κάνουν επειδή αυτός ήταν εβραίος. Αμέσως όμως προκύπτει το κίνητρο αλλά και ο στόχος της ανωτέρω επιχειρηματολογίας: Εβραϊκή προπαγάνδα. (Έχει γεμίσει το Internet) Όσον αφορά τη σύγκριση της εντιμότητας του τοκογλύφου με τους άλλους κωμικούς χαρακτήρες (τα καμώματα των νέων στις ερωτικές τους υποθέσεις) είναι κωμική και ανισοβαρής. Η Πόρσια δεν ενεργεί σαν δικαστής αλλά σαν κατήγορος. Όσον αφορά στο δικαίωμα του κατήγορου να είναι επώνυμος ή ανώνυμος είναι άνευ σημασίας όταν μάλιστα είναι παρών για να αναλάβει την ευθύνη αυτών που λέει. Σημασία έχει η κατηγορία και τα επιχειρήματα.

 Έχω την γνώμη όμως ότι το μεγάλο δίδαγμα από το έργο αυτό του Σαίξπηρ είναι ότι: Εγκληματικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές υπάρχουν από όλες τις εθνότητες. Φραγμό σε αυτό μπορούν και πρέπει να βάλουν απλοί νόμοι όπως αυτός που έσωσε τον Αντόνιο: “Αν Εβραίος χύσει από πρόθεση μία σταγόνα αίμα Χριστιανού θανατώνεται και δημεύεται η περιουσία του.” Δεν γνωρίζω αν υπήρχε τέτοιος νόμος αλλά αν υπήρχε φαντάζομαι κάτω από ποιες κακές καταστάσεις δημιουργήθηκε. Αν όμως η κάθε κακή κατάσταση του λαού δημιουργεί και έναν απλό νόμο, που θα την εμποδίσει να επαναληφθεί, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα για όλους. 


Τσιγκούνης, τοκογλύφος, Εβραίος: επί σειρά αιώνων, τα χαρακτηριστικά αυτά προκαλούσαν τη λαϊκή αποστροφή και κοροϊδία, είτε στη ζωή είτε στη σκηνή. Η συνένωση και των τριών σε ένα πρόσωπο συνιστά, την εποχή του Σαίξπηρ, τον κανόνα στη δραματουργία, σύμφωνα με τον αμερικανό σαιξπηρολόγο Ε. Ε. Στολ. Στα θεατρικά έργα της περιόδου ο τοκογλύφος συσσωρεύει χρήμα, το κλωσάει, το περιφρουρεί, αρνείται να το μοιραστεί ακόμη και με την οικογένειά του. Δεν έχει ιερό και όσιο, είναι δαιμόνιος. Μπορεί να μη φέρει πάντα ξεκάθαρα τη «στάμπα» του Εβραίου, κουβαλάει όμως σίγουρα πολλά από τα «παραδοσιακά» γνωρίσματα του τελευταίου: τη μεγάλη μύτη, τη βρωμερή αναπνοή, την επαφή με τον Σατανά. «Εξω περιφέρομαι τα βράδια/ και σκοτώνω αρρώστους που γρυλίζουν κολλημένοι στους τοίχους» αναφέρει ο Εβραίος της Μάλτας στον περίφημο μονόλογό του. Ο ήρωας του Κρίστοφερ Μάρλοου εκτοξεύεται στη σφαίρα του εξωφρενικού προκαλώντας την μήνιν των εχθρών του: «Ετσι με φαντάζεστε; Ετσι θα είμαι!» μοιάζει να τους προκαλεί.

Από αυτή την παράδοση – με βασικότερη την επιρροή του Μάρλοου – γεννήθηκε ο Σάιλοκ. Ο Σαίξπηρ προσδίδει στον Εβραίο του όλα τα υπερβολικά γνωρίσματα που περιμένει το κοινό της εποχής από έναν τέτοιο ήρωα. Ο Σάιλοκ προτιμά να δει την κόρη του νεκρή, παρά να χάσει τα πολύτιμα πετράδια που πήρε αυτή μαζί της όταν το έσκασε με τον αγαπημένο της. Ολοι σχεδόν οι υπόλοιποι ήρωες τον μισούν. Τον βρίσκουν απεχθή και τερατόμορφο. Εννέα φορές συνολικά τον συγκρίνουν με τον διάβολο.

Επειδή όμως ο Σαίξπηρ αδυνατεί να πλάσει μονοδιάστατο ήρωα, έτσι κι εδώ ξεφεύγει από το πλαίσιο της συνήθους αντισημιτικής καρικατούρας. Μπορεί ο Σάιλοκ να διαθέτει κωμική πλευρά – τα γεροντικά πείσματά του, το επαναλαμβανόμενο «τσίμπημα» λέξεων και φράσεων γύρω από το χρήμα, ο τρόπος που φωνάζει «τα λεφτά μου! Η κόρη μου!» κ.ο.κ. – σίγουρα όμως δεν είναι μόνον ένας αστείος γεροκακούργος: όπως αποδεικνύεται, είναι ταυτόχρονα αυτός που αποκαλύπτει τη σάπια πλευρά των καλών χριστιανών της Βενετίας. Οι τελευταίοι τον φτύνουν κατ’ επανάληψη όποτε τον συναντούν στην αγορά· τον φωνάζουν «άπιστο» και «λυσσασμένο σκυλί»· προσπαθούν να κατουρήσουν τα γένια του· τον κλωτσούν σαν κοπρόσκυλο. Ο γενναιόδωρος Αντόνιο, ο πλούσιος έμπορος με τα ευγενικά αισθήματα που δανείζει δίχως δισταγμό και δίχως τόκο για χάρη της φιλίας, εξευτελίζει με κάθε ευκαιρία τον αλλόθρησκο Σάιλοκ που επιμένει να δανείζει μόνο για το κέρδος.

«Σκληρός και απωθητικός, είναι παρ’ όλα αυτά αληθινός και μοναδικός· και υπάρχει ποίηση μέσα του, έτσι όπως υπάρχει σε όλους σχεδόν τους ήρωες του Σαίξπηρ, ακόμη και στους πιο ζοφερούς ή γκροτέσκους» συνεχίζει ο Στολ. «Σπρώχνοντας το μίσος του στα άκρα, ο Σάιλοκ εκθέτει την αδικία και την αγριότητα των κοινωνικών θεσμών που γέννησαν αυτό το συναίσθημα… έρχονται στιγμές που η ζωτικότητά του πνίγει το γέλιο και παγώνει το μειδίαμα στα χείλη μας» γράφει ένας άλλος θεωρητικός, ο Τζον Πάλμερ.

Αστρολάβος


Το θεατρικό έργο σε μετάφραση Δημητρίου Βικέλα (download pdf)



Τετάρτη 28/8/2019, 9 μ.μ. : “Ερρίκος ο 5ος”

Ιστορική | 137′ | 
Έγχρωμο
Γλώσσα: Αγγλικά – Γαλλικά
 
Kenneth Branagh Ηθοποιός βασιλιάς Henry V
Kenneth Branagh Σκηνοθετης  
Paul Scofield Ηθοποιός βασιλιάς CharlesVI
Derek Jacobi Ηθοποιός ….ο αφηγητής
Ian Holm Ηθοποιός ….λοχαγός Fluellen
Emma Thompson Ηθοποιός πριγκίπισσα Katherine de Valois
William Shakespeare Συγγραφέας θεατρικό
Kenneth Branagh Σεναριογράφος  

Με σχεδόν ανύπαρκτη κινηματογραφική εμπειρία και μια καθαρά θεατρική ανατροφή, ο 29χρονος ακόμη Kenneth Branagh τολμά το επικίνδυνο μακροβούτι στο πανί: Με τη μεταφορά ενός από τους δυσκολότερους χαρακτήρες του William Shakespeare σε ρόλο πρωταγωνιστικό τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα, ο ημι-αυθάδης βρετανός κατορθώνει να εντυπωσιάσει με την καλλιτεχνική του αρτιότητα αλλά και μια βαθιά φιλοσοφημένη αντίληψή για την τέχνη του κινηματογράφου. Εισάγοντας πολλά θεατρικά στοιχεία στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο και με μια σοφή επιλογή να προσπεράσει με συνοπτικές διαδικασίες τις διπλωματικές διενέξεις του πρώτου μέρους του κειμένου του Shakespeare, εστιάζει την προσοχή του στις σκηνές των μαχών. Συχνά εξαντλητικά μακρόχρονες μα και αποτυπωμένες με μια εικαστική τελειότητα που μπορεί να αναδείξει ακόμη και την απεχθέστερη αιματοχυσία σε έργο τέχνης, προδίδουν την ενθουσιώδη παρουσία ενός δημιουργού που αφενός μεν δεν κατόρθωσε να αποφύγει τις παιδικές ασθένειες ενός ντεμπούτου, αφετέρου δε απέδειξε με αυτό το πρώτο του κινηματογραφικό άγγιγμα το πρωτόγονο πάθος μιας πάλλουσας από ιδέες δημιουργικής φλέβας.

Βρεττός Λιάπης-Cine.gr


Κένεθ Μπράνα

Είτε βρίσκεται μπροστά, είτε πίσω από τις κάμερες, ο Κένεθ Μπράνα παραμένει πολυσυλλεκτικός και εμφανίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε ένα ευρύ φάσμα ταινιών που μπορεί να εκτείνεται από Σαίξπηρ, μέχρι τον αγαπημένο παιδικό του ήρωα τον… «Θορ».

Κένεθ Τσαρλς Μπράνα το όνομά του και Ιρλανδία, ο τόπος καταγωγής του. Γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1960 στο Μπέλφαστ, όπου και μεγάλωσε στην πενταμελή οικογένεια, όντας ο μεσαίος από τα 3 αδέλφια. Οι γονείς του ανήκαν στην εργατική τάξη και ήταν προτεστάντες, με τον πατέρα του να είναι υδραυλικός και ξυλουργός και τη μητέρα του νοικοκυρά.

Στα 9 του, βρέθηκε στο Μπερκσάιρ στη Νότια Αγγλία με την οικογένειά του, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ενώ στο Λύκειο, η καλλιτεχνική του πλευρά άρχισε να εκδηλώνεται με τις συμμετοχές του στις σχολικές παραστάσεις. Περνώντας, μάλιστα, δύσκολα λόγω της ιρλανδικής προφοράς του, αναγκάστηκε να υιοθετήσει την αγγλική προκειμένου να γλιτώσει από τα πειράγματα των συμμαθητών του.

 

Μετά το σχολείο, συνέχισε με τη μελέτη της δραματικής τέχνης στο Royal Academy of Dramatic Art στο Λονδίνο, απ’ όπου και πήρε πτυχίο στις Καλές Τέχνες. Ο Μπράνα, πέρα από τον κινηματογράφο και τη σκηνοθεσία, έχει ασχοληθεί πολύ και με το θέατρο, κερδίζοντας από το 1982 κι όλας βραβείο Swet καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου, ενώ όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από διάφορες σπουδαίες θεατρικές παραγωγές όπως «Ερρίκος ο 5ος» (1984), «Much ado about nothing» (1988), «Άμλετ» (1988), «The play what I wrote» (2001), «Ριχάρδος ο Γ’» (2002), κ.ά. σαν ηθοποιός, αλλά και σαν σκηνοθέτης.

Στον κινηματογράφο βρέθηκε το 1981 για πρώτη φορά, σαν βοηθητικός ηθοποιός, χωρίς το όνομά του να αναφερθεί στους τίτλους, στο «Chariots of fire», έπειτα, όμως συνέχισε κυρίως με τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες (μία εκ των οποίων είναι και η δραματική αισθηματική ταινία «Coming through» με την Έλεν Μίρεν).

Το 1987 έρχεται ο πρώτος κινηματογραφικός και πρωταγωνιστικός ρόλος, ο οποίος τον βρίσκει πλάι στον Κόλιν Φερθ, στη δραματική «A month in the country» και την ίδια χρονιά η κομεντί «High season», γυρισμένη στο νησί της Ρόδου, τον φέρνει κοντά στη Ζακλίν Μπισέ και τη δική μας Ειρήνη Παππά. Αυτό για το οποίο, όμως, είναι σήμερα γνωστός ο Μπράνα, είναι οι προσαρμογές του στο έργο του Σαίξπηρ, οι οποίες δεν άργησαν να ξεκινήσουν.

Ο Μπράνα και ο Σαίξπηρ

Το 1989 κάθεται στη θέση του σκηνοθέτη, αλλά και του πρωταγωνιστή και γυρίζει τον «Ερρίκο τον 5ο», κατακτώντας ως Βασιλιάς τη Γαλλία. Η απόπειρα πήγε καλά και ο Μπράνα βρίσκεται υποψήφιος για Όσκαρ, τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως σκηνοθέτης, δείχνοντας πολύ σύντομα ότι έχει ταλέντο και στα δύο. Την ίδια χρονιά, παντρεύεται και την ηθοποιό Έμα Τόμσον, ο γάμος τους, όμως, θα κρατήσει μέχρι το 1995.

 

Το 1993 κάνει τον Σαίξπηρ… mainstream με την προσαρμογή της κωμωδίας «Πολύ κακό για το τίποτα», όπου και πάλι έχει τη σκηνοθετική ευθύνη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί του βρίσκουμε τον Κιάνου Ριβς και την Έμα Τόμσον, ενώ ο ίδιος ο Μπράνα βρίσκεται υποψήφιος για βραβείο του Φεστιβάλ Καννών και η ίδια η ταινία υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα.

Κι επειδή ο Σαίξπηρ φαίνεται πως του πάει, το 1995 μεταμορφώνεται στον πολυμήχανο Ιάγο με Οθέλλο τον Λόρενς Φίσμπερν και πρωταγωνιστεί στον «Οθέλλο», αυτή τη φορά, όμως, στην καρέκλα του σκηνοθέτη βρέθηκε ο Όλιβερ Πάρκερ. Η ταινία είχε μόνο 3 υποψηφιότητες για βραβείο, μέσα στις τρεις, όμως, ήταν και ο Μπράνα, υποψήφιος για βραβείο Screen Actors Guild Awards β’ αντρικού ρόλου.

Το 1996 περνάει σε έναν άλλο μεγάλο ήρωα του Σαίξπηρ, τον Άμλετ, τον οποίο σκηνοθετεί και ενσαρκώνει ο ίδιος, καθώς πλάι του βρίσκεται η Κέιτ Γουίνσλετ, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, ο Μπίλι Κρίσταλ, η Τζούλι Κρίστι κ.ά. Άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον περιμένει, αυτή τη φορά για το καλύτερο προσαρμοσμένο σενάριο, ενώ η ταινία βρίσκεται υποψήφια συνολικά για 4 Όσκαρ.

Το 2000, ο Μπράνα αποφασίζει να ασχοληθεί με μια από τις πρώιμες κωμωδίες Σαίξπηρ, το «Αγάπης Αγώνας Άγονος» και να γυρίσει το ομώνυμο μιούζικαλ σαν να βρίσκεται στη δεκαετία του ‘30, με την Αλίσια Σίλβερστοουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ η τελευταία του απόπειρα γίνεται το 2006 με το «Όπως σας αρέσει», όπου βρίσκεται μόνο σε σκηνοθετικό ρόλο και φυσικά στην προσαρμογή του σεναρίου.

Μπροστά από τις κάμερες

Πέρα από τον Σαίξπηρ, όμως, ο Κένεθ Μπράνα έχει πολλά να επιδείξει από την καριέρα του κι ακόμη κι αν είχε διάφορα σκαμπανεβάσματα κι ακόμη κι αν 3 στις 4 υποψηφιότητες για Όσκαρ προέρχονται από τις προσαρμογές στο έργο του Σαίξπηρ. Το πόστο του σκηνοθέτη μπορεί να είναι αγαπημένο γι’ αυτόν, αλλά υπήρξαν φορές που τον συναντήσαμε μόνο μπροστά από τις κάμερες, σαν έναν από τους πρωταγωνιστές, χωρίς να δίνει οδηγίες.

Συγκεκριμένα, το 1998, πρωταγωνιστεί μαζί με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, την Ντάριλ Χάνα και τον Τομ Μπέρεντζερ στο «The Gingerbread man» και την ίδια χρονιά ντύνεται ιερέας του 1935 και πρωταγωνιστεί στο «The proposition», χωρίς όμως να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Λίγο αργότερα, πριν ακόμη φύγει το ’98, βρίσκεται υπό τις σκηνοθετικές και σεναριακές οδηγίες του Γούντι Άλεν, μαζί με την Τζούντι Ντέιβις και τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, στην κομεντί «Celebrity».

Στο «Μια ξεχωριστή σχέση» πρωταγωνιστεί με την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, με την οποία είναι ζευγάρι από τα μέσα της δεκαετίας, κι αυτή η σχέση, όμως, δεν θα καταφέρει να φτάσει στη νέα χιλιετία και θα λήξει το 1999. Αυτή τη χρονιά πρωταγωνιστεί και στην κομεντί-γουέστερν, «Wild wild west», όπου ερμηνεύει τον… «κακό» Dr. Arliss Loveless, για τον οποίο μάλιστα κερδίζει και υποψηφιότητα αγαπημένου «κακού» από τα Blockbuster Entertainment Awards – την ίδια στιγμή που βρίσκεται υποψήφιος και για Χρυσό Βατόμουρο β’ αντρικού ρόλου.

 

Το 2001 κερδίζει βραβείο Emmy, ενώ βρίσκεται και υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στην τηλεταινία «Conspiracy», με θέμα τη ναζιστική Γερμανία και το ολοκαύτωμα.

Ένα χρόνο μετά βρίσκεται στο καστ του «Ο Χάρι Πότερ και η κάμαρα με τα μυστικά» του Κρις Κολόμπους, ερμηνεύοντας τον… απατεώνα μάγο, ο οποίος έπαιρνε τα εύσημα των κατορθωμάτων των άλλων μάγων με δόλιους τρόπους και το 2005 βρίσκεται πάλι υποψήφιος για Emmy, αλλά και για Χρυσή Σφαίρα, με την τηλεταινία «Warm Springs».

Το 2008, η ναζιστική Γερμανία και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκονται πάλι στην επαγγελματική πορεία του Μπράνα με το «Επιχείρηση Βαλκυρία» του Μπράιαν Σίνγκερ, όπου ο Μπράνα είναι μέσα στο σχέδιο εξόντωσης του Αδόλφου Χίτλερ ως Χένινγκ Φον Τρέσκο.

Στη συνέχεια η ταινία «My week with Marilyn», (όπου τη Μαίριλυν Μονρό υποδύεται η Μισέλ Ουίλιαμς και ο ίδιος υποδύεται τον Λόρενς Ολίβιε).

Πίσω από τις κάμερες

Όπως απέδειξε με τις προσαρμογές των έργων του Σαίξπηρ, ο Μπράνα νιώθει το ίδιο άνετα μπροστά, όσο και πίσω από τις κάμερες, στο ρόλο του σκηνοθέτη, αλλά και του σεναριογράφου. Κι όχι απλά νιώθει άνετα, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται από τις βραβεύσεις του, έχει και ταλέντο σε αυτό.

Την πρώτη του απόπειρα την έκανε το 1989 με τον «Ερρίκο τον 5ο» και πέρα από την προαναφερθείσα «σαιξπηρική» του καριέρα πίσω από τις κάμερες, ο Μπράνα έχει και άλλες δουλειές. To 1991 σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο «Dead again» με την Έμα Τόμσον και τον Άντι Γκαρσία, ενώ το 1992 σκηνοθετεί την κομεντί «Peter’s friends», όπου στο πρωταγωνιστικό καστ βρίσκουμε τον Χιου Λόρι και την Έμα Τόμσον και πάλι, με τον ίδιο τον Μπράνα να έχει επίσης έναν από τους πρώτους ρόλους.

Το 1994 σκηνοθετεί το «Frankestein», όπου ταυτόχρονα μας συστήνεται και ως Βίκτορ Φρανκεστάιν πλάι στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, προσπαθώντας να δώσει μια διαφορετική διάσταση στην ιστορία του Φρανκεστάιν, χωρίς να επικεντρώνεται στο σασπένς, αλλά σε μια πιο φιλοσοφική διάθεση. Η απόπειρά του καταλήγει υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερου Μακιγιάζ και ο ίδιος υποψήφιος για βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού από την Αμερικάνικη Ακαδημία Ταινιών Τρόμου, Επιστημονική Φαντασίας και Φαντασίας.

Το 1995 έχει διπλό πόστο σκηνοθέτη και σεναριογράφου στο «The bleak winter» κερδίζοντας βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας από το Φεστιβάλ της Βενετίας και αφού τα επόμενα χρόνια αφιερώνει τον χρόνο του στον Σαίξπηρ, το 2006 σκηνοθετεί την κινηματογραφική βερσιόν του «Μαγικού αυλού» του Μότσαρτ, βάζοντας την υπογραφή του και στο σενάριο.

Το 2007 σκηνοθετεί το ριμέικ του «Sleuth» με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Κέιν και τον Τζουντ Λο, ενώ η επόμενή του σκηνοθετική δουλειά ήταν αυτή που έφερε στη μεγάλη οθόνη τον πανίσχυρο πολεμιστή και θεό του κεραυνού Θορ και υπερήρωα της Marvel. Στο ρόλο του Θορ βρέθηκε ο Κρις Χέμσγουορθ, ενώ στο καστ συναντήσαμε και τον Άντονι Χόπκινς με τη Νάταλι Πόρτμαν, σε μια ταινία που «έσπασε» τα ταμεία με συνολικές εισπράξεις κοντά στα 450 εκατομμύρια παγκοσμίως και τις καλές κριτικές να τονώνουν τη σκηνοθετική πλευρά του Μπράνα.

Το 2013, σκηνοθέτησε τη ταινία ”Τζάκ Ράιαν: Πρώτη Αποστολή” με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά τον Κρις Πάιν και τον Κέβιν Κόσνερ, ενώ το 2014 ανέλαβε και τη σκηνοθεσία της ταινίας της Ντίσνευ ”Σταχτοπούτα” με την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ στο ρόλο της καλής νεράιδας και τη Κέιτ Μπλάνσετ στο ρόλο της κακιάς μητριάς. Η ταινία πήγε πολύ καλά εισπρακτικά αλλά δίχασε με τις κριτικές οι οποίες δεν ήταν και τόσο καλές. Σε σύγκριση με τις ταινίες ”Τζάκ Ράιαν” και ”Θωρ”, θεωρήθηκε υποδεέστερη.

Φιλμογραφία:

Year Title Role Notes
1981 Chariots of Fire Cambridge Student Uncredited
1987 A Month in the Country James Moon  
High Season Rick  
1989 Henry V Henry V  
1991 Dead Again Mike Church / Roman Strauss  
1992 Peter’s Friends Andrew Benson  
1993 Much Ado About Nothing Benedick  
Swing Kids Herr Knopp, Gestapo Uncredited
1994 Mary Shelley’s Frankenstein Victor Frankenstein  
1995 Othello Iago  
1996 Hamlet Prince Hamlet  
1998 The Gingerbread Man Rick Magruder  
The Theory of Flight Richard  
Celebrity Lee Simon  
The Proposition Father Michael McKinnon  
The Dance of Shiva[1] Colonel Evans Short film
1999 Alien Love Triangle Steven Chesterman
Wild Wild West Dr. Arliss Loveless  
2000 Love’s Labour’s Lost Berowne  
The Road to El Dorado Miguel (voice)  
How to Kill Your Neighbor’s Dog Peter McGowen  
Periwig Maker The Periwig Maker Short film
2001 Schneider’s 2nd Stage Joseph Barnett
2002 Rabbit Proof Fence A.O. Neville  
Harry Potter and the Chamber of Secrets Gilderoy Lockhart  
2004 Five Children & It Uncle Albert  
2007 Sleuth Man on TV Uncredited
2008 Valkyrie Henning von Tresckow  
2009 The Boat That Rocked Sir Alistair Dormandy  
2011 My Week with Marilyn Laurence Olivier  
2012 Stars in Shorts[2] Mark Snow Short Film, episode: “Prodigal”
2014 Jack Ryan: Shadow Recruit Viktor Cherevin  
2016 Mindhorn Himself Cameo
2017 Dunkirk Commander Bolton  
Murder on the Orient Express Hercule Poirot  
2018 Avengers: Infinity War Asgardian Distress Caller (voice) Uncredited
All Is True William Shakespeare  
2020 Tenet   Filming

Ιστορία: Ερρίκος Ε΄ της Αγγλίας

Errikos E-AggliasΟ Ερρίκος Ε΄ της Αγγλίας (Henry V, 9 Αυγούστου 1387, Μόνμουθ Ουαλίας – 31 Αυγούστου 1422, Μπουά) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1413-1422), και θεωρείται ένας από τους πλέον πολεμοχαρείς βασιλείς του μεσαίωνα. Το 2002 καταγράφηκε ως 72ος ανάμεσα στους 100 διασημότερους Βρετανούς. Υπήρξε υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Δ΄ και της Μαρίας του Μποχίν.

Ο πατέρας του εξορίστηκε το 1398, όταν ο Ερρίκος ήταν 12 ετών, και συνόδευσε τον νέο βασιλιά Ριχάρδο Β΄ στην εκστρατεία του στην Ιρλανδία. Την επόμενη χρονιά οι Λάνκαστερ επανέφεραν τον πατέρα του στον θρόνο και επανήλθε από την Ιρλανδία. Κατά τη διάρκεια της στέψης του πατέρα του ονομάστηκε Πρίγκιπας της Ουαλίας και πήρε τους τίτλους του δούκα του Λάνκαστερ, κόμη του Τσέστερ, δούκα της Ακουιτανίας και του δούκα της Κορνουάλης.

Συμμετείχε από την παιδική του ηλικία δυναμικά σε όλες τις μάχες, ενώ το 1403 τραυματίστηκε από βέλος. Μετά από επιμελή φροντίδα η ζωή του σώθηκε και το γεγονός τον έκανε ανθεκτικότερο στις μάχες, χωρίς να υπολογίζει κανένα κίνδυνο. Η μαχητικότητά του και το θάρρος του στην μάχη του Αζινκούρ απαθανατίστηκε από τον Σαίξπηρ.

Ο γάμος του με την κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Αικατερίνη του Βαλουά σήμανε και το τέλος ενός 80ετούς καταστροφικού πολέμου μεταξύ των δύο χωρών, ενώ παράλληλα ορίστηκε και ο πρώτος τους γιος διάδοχος του γαλλικού θρόνου. Ο πρόωρος θάνατος του Ερρίκου Ε΄ την εποχή που ο πρώτος τους γιος, μέλλων Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγγλίας, ήταν νεογέννητο, έκανε τους Γάλλους να αμφισβητήσουν την διαδοχή, φέρνοντας την συνέχιση του πολέμου με νέες μάχες.

Διακυβέρνηση
Από το 1408, λόγω της άσχημης υγείας του βασιλιά, ο νεαρός Ερρίκος άρχισε να παίρνει μέρος στις πολιτικές υποθέσεις. Οι θείοι του (1410) Ερρίκος και Τόμας Μπωφόρ, δούκας του Έξετερ, γιοί του Ιωάννη της Γάνδης, τον βοήθησαν σημαντικά στο έργο της διακυβέρνησης. Οι πολιτικές προτιμήσεις του νεαρού Ερρίκου ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετες με αυτές του πατέρα του κάτι που εξόργισε τον βασιλιά και τον κήρυξε έκπτωτο από το συμβούλιο. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του πατέρα και του γιου, ενώ οι αδελφοί Μποφώρ προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν τον βασιλιά σε παραίτηση.

Διαδέχθηκε τελικά τον πατέρα του, Ερρίκο Δ΄, με τον θάνατο του (20 Μαρτίου 1413). Ως βασιλιάς ήθελε να εξαλείψει από την πρώτη στιγμή όλες τις εσωτερικές διαμάχες και να ανακηρυχθεί βασιλιάς ενός έθνους ισχυρού και ενωμένου. Γι’ αυτό το λόγο επανέφερε στην εύνοια του τον μέλλοντα βασιλιά Ριχάρδο Β΄, τον νεαρό Εδμόνδο Μόρτιμερ και όλους τους άλλους ευγενείς που είχε αποπέμψει ο πατέρας του. Χρησιμοποιούσε την προσωπική του επιρροή, προκειμένου να φέρει την ενότητα και να εξαλείψει όλες τις διαμάχες. Με εξαίρεση τη Συνωμοσία του Σαουθάμπτον (1415) του Ερρίκου Σκροπ και του Ριχάρδου του Κέμπριτζ, παππού του μέλλοντα βασιλιά Εδουάρδου Δ΄, δεν σημειώθηκε καμία άλλη ταραχή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.

Ο θρίαμβος του ΑζενκούρErikos E-northampton Speed Northampton
Οι πόλεμοι του κατά της Γαλλίας ήταν ένα σημαντικό καθήκον για τον ίδιο. Ως βασιλιάς εξεστράτευσε για πρώτη φορά κατά της Γαλλίας κυριεύοντας το φρούριο του Αρφλέρ (Σεπτέμβριος 1415), ωστόσο η πολιορκία του φρουρίου προκάλεσε την εξάντληση του στρατού του.

Στη συνέχεια ήταν έτοιμος να βαδίσει με τον στρατό του κατά της γαλλικής υπαίθρου με την πρόθεση να καταλάβει το Καλαί. Ήρθε αντιμέτωπος με τη γαλλική αντίσταση στο Αζενκούρ (Agincourt), όπου ο εξαντλημένος στρατός του λογικά δεν είχε καμιά τύχη απέναντι στους Γάλλους ιππότες. Οι Γάλλοι είχαν πικρή ανάμνηση από τους Άγγλους τοξότες στις μάχες του Κρεσύ και του Πουατιέ, βάζοντας δύο ομάδες του στρατού τους να καλύψει το μέτωπο στους τοξότες απέναντι στο κύριο τμήμα του Γαλλικού στρατού που θα πραγματοποιούσε την επίθεση στους Άγγλους. Αλλά οι Άγγλοι τοξότες παγίδευσαν τους Γάλλους πίσω από τους θάμνους όπου δεν μπορούσαν να τους δουν και τους αποδεκάτισαν με τα βέλη τους. Ταυτόχρονα το έδαφος γεμάτο βάλτους δυσκόλεψε επικίνδυνα τα πράγματα για τους βαριά οπλισμένους Γάλλους ιππείς, πολλοί από τους οποίους πνίγηκαν στον βούρκο, ενώ τους υπόλοιπους αποδεκάτισαν οι Άγγλοι που είχαν άλλον έναν περήφανο θρίαμβο στις (25 Οκτωβρίου 1415).

Για άλλη μια φορά από την εποχή του Εδουάρδου του μαύρου πρίγκηπα, ήταν η τρίτη φορά μετά το Κρεσύ και το Πουατιέ όπου οι σαφώς ασθενέστεροι Άγγλοι συντρίβουν τους Γάλλους που υπερτερούν σε όλα τα επίπεδα, προπαντός σε αριθμό και σε όπλα.

Τα υπολείμματα του Γαλλικού στρατού επιχείρησαν τότε να ανασυνταχθούν κατά των Άγγλων και ο Ερρίκος Ε΄ δίνει εντολή για την εκτέλεση των ιπποτών Γάλλων αιχμαλώτων. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ο Ερρίκος Ε΄ σπάει τον ιπποτικό κώδικα τιμής μεταξύ των αιχμαλώτων, η διαφύλαξη της ζωής των οποίων ήταν ως τότε κάτι σαν ιερό χρέος για τους Άγγλους βασιλείς. Την ασυναίσθητη αυτή ενέργεια ο Άγγλος βασιλιάς την έκανε από φόβο μην τυχόν και οι Γάλλοι αιχμάλωτοι ιππότες ενωθούν με το τμήμα του Γαλλικού στρατού που ανασυντάχθηκε.

Κατάληψη της Βόρειας Γαλλίας, διάδοχος του Γαλλικού θρόνου
Στο ναυτικό τομέα έδιωξε από τις γαλλικές ακτές τους Γενοβέζους συμμάχους των Γάλλων, την ίδια εποχή που ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1420) πέτυχε τη σημαντική για τη Γαλλία Συνθήκη του Καντέρμπουρι, γεφυρώνοντας το σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών.

Δύο χρόνια μετά τον θρίαμβο του Αζινκούρ (1417) ο Ερρίκος Ε΄ προετοιμάστηκε για ισχυρότερη επίθεση. Ολόκληρη η βόρεια Νορμανδία κατακτήθηκε εύκολα και άρχισε να πολιορκεί τη Ρουέν, που βρισκόταν στον δρόμο του προς το Παρίσι. Χειρίστηκε με επιδέξιες διπλωματικές κινήσεις τις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των Γάλλων, κατορθώνοντας να εξασθενήσουν σημαντικά οι δυνάμεις τους, κατέλαβε και τη Ρουέν (Ιανουάριος 1419).

Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου βρισκόταν έξω από το Παρίσι, αλλά οι ίντριγκες των Γάλλων οδήγησαν στην δολοφονία του Ιωάννη του ισχυρού από τους ακολούθους του δελφίνου Καρόλου στο Μοντερώ (Σεπτέμβριος 1419). Ο νέος δούκας Φίλιππος της Βουργουνδίας πολέμησε στο πλευρό του Ερρίκου. Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, ο Ερρίκος Ε΄ της Αγγλίας ορίστηκε διάδοχος του γαλλικού θρόνου, μετά το γάμο του με την Αικατερίνη του Βαλουά (2 Ιουνίου 1420), κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου ΣΤ΄. Στη συνέχεια κατέλαβε το κάστρο του Μοντερώ, το Μελύν και επέστρεψε στην Αγγλία.

Επανήλθε σε νέες εκστρατείες (Ιούνιος 1421) καταλαμβάνοντας εύκολα το Ντρε, και στη συνέχεια το Μω, αλλά στις 31 Αυγούστου 1422 πέθανε ξαφνικά στο Μπουά, μάλλον από δυσεντερία. Ο μικρός γιος του Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγγλίας, μόλις λίγων μηνών, δεν είχε στεφτεί ακόμα συμβασιλέας και η σύζυγος του Αικατερίνη του Βαλουά παντρεύτηκε έναν Άγγλο ευγενή, τον Όουεν Τυδώρ, παππού του μέλλοντα βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ζ΄. O  πρόωρος θάνατος του απέτρεψε την κατοχή του Γαλλικού στέμματος από την δυναστεία των Πλανταγενετών, κάτι το οποίο θα ήταν σίγουρο αν ζούσε.



Τετάρτη 21/8/2019, 9 μ.μ. : “Ιούλιος Καίσαρ”

JuliusCaesarfilm.jpeg
Σκηνοθεσία Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς
Παραγωγή Τζόν Χάουσμαν
Σενάριο Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Θεατρικό)
Πρωταγωνιστές Μάρλον Μπράντο
Τζέιμς Μέισον
Τζον Γκίλγκουντ
Λούις Κάλχερν
Ντέμπορα Κερ
Έντμοντ Ο’Μπράιεν
Γκριρ Γκάρσον
Μουσική Μίκλος Ρόζα
Φωτογραφία Τζόζεφ Ράτενμπεργκ
Μοντάζ John Dunning
Εταιρεία παραγωγής Metro-Goldwyn-Mayer
Πρώτη προβολή Country flag 4/7/1953
Κυκλοφορία 1953
Διάρκεια 121 λεπτά
Προέλευση Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Γλώσσα Aγγλικά

Η ταινία Ιούλιος Καίσαρ (Julius Caesar, γνωστό και ως William Shakespeare’s Julius Caesar) είναι ιστορικό δράμα παραγωγής 1953 βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς. Ο Μάνκιεβιτς, που διασκεύσε ο ίδιος το έργο του Σαίξπηρ για τη μεγάλη οθόνη συγκέντρωσε μια πλειάδα αστέρων της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ για να συμμετάσχουν στην ταινία, μεταξύ των οποίων και τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος εμφανίζεται στο ρόλο του Μάρκου Αντώνιου και έλαβε την τρίτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του. Πλάι στον Μπράντο εμφανίζεται ο Τζέιμς Μέισον στο ρόλο του Βρούτου, ο Τζον Γκίλγκουντ στο ρόλο του Κάσσιου, ο Λούις Κάλχερν στο ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα, η Γκριρ Γκάρσον στο ρόλο της Καλπούρνιας και η Ντέμπορα Κερ στο ρόλο της Πόρκιας. Η ταινία προτάθηκε για 5 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.

Μετά τη νίκη του επί του Πομπηίου, ο Ιούλιος Καίσαρ (Λούις Κάλχερν) επιστρέφει στη Ρώμη, όπου εκλέγεται Ύπατος για τέταρτη φορά και ισόβιος δικτάτορας. Η συγκέντρωση των εξουσιών στα χέρια του Καίσαρα οδηγεί μια ομάδα συγκλητικών, της οποίας αποτελεί μέλος μεταξύ άλλων και ο Βρούτος (Τζέιμς Μέισον) (τον οποίο ο Καίσαρας θεωρούσε γιο του), να οργανώσουν τη δολοφονία του επιφανούς αυτού άνδρα. Ο Καίσαρ παρά τις προειδοποιήσεις ενός μάντη (που του κάνει συστάσεις να προσέχει την ημέρα των Ειδών του Μαρτίου) και της συζύγου του Καλπούρνιας (Γκριρ Γκάρσον), παραβρίσκεται στο Καπιτώλιο την ημέρα που οι εχθροί του σκοπεύουν να τον δολοφονήσουν και τον σκοτώνουν μπροστά από το άγαλμα του Πομπήιου. Έπειτα βγαίνει στο βήμα ο Βρούτος για να καθησυχάσει το οργισμένο πλήθος και καταφέρνει να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ήταν αναγκαίο κακό για την ασφάλεια της Ρώμης η δολοφονία του Καίσαρα. Το πλήθος φαίνεται να έχει ηρεμήσει μέχρι τη στιγμή που το βήμα παίρνει ο Μάρκος Αντώνιος (Μάρλον Μπράντο), φίλος του Καίσαρα και αντικρούει ένα προς ένα τα επιχειρήματα του Βρούτου. Έπειτα οι δολοφόνοι φεύγουν από τη Ρώμη και ο Μάρκος Αντώνιος με τη βοήθεια του θετού γιου του Καίσαρα, Οκταβιανού Αύγουστου προσπαθεί να τους εντοπίσει για να πάρει εκδίκηση. Η τελική μάχη δίνεται στους Φιλίππους.

Ο Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς επέλεξε τον Τζον Γκίλγκουντ για το ρόλο του Κάσσιου, αφού τον είδε να ερμηνεύει τον ίδιο ρόλο στην Αγγλία και έμεινε έκπληκτος. Πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη για το Μάρκο Αντώνιο ήταν άλλος ένας Άγγλος ηθοποιός που εμφανιζόταν στην ίδια παράσταση πλάι στον Γκίλγκουντ στο ρόλο του Μάρκου Αντώνιου, ο Πολ Σκόφιλντ, αλλά ο Μάρλον Μπράντο που θεωρούνταν ο πιο εμπορικός, καθώς και ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ εκείνη την περίοδο, ενδιαφέρθηκε για το ρόλο. Ο Μπράντο δέχτηκε να περάσει από ακρόαση, εφόσον ο Μάνκιεβιτς επρόκειτο να του αναθέσει το ρόλο μόνο σε περίπτωση που το διάβασμά του ήταν επιτυχημένο. Η ακρόαση είχε αίσιο αποτέλεσμα για τον ηθοποιό, ο τύπος όμως υποδέχτηκε την επιλογή του Μπράντο στον πρωταγωνιστικό ρόλο με ανάμικτα συναισθήματα, καθώς μετά την ερμηνεία του στο Λεωφορείον ο Πόθος (A Streetcar Named Desire) είχε λάβει το παρατσούκλι Ο Μουρμούρας, λόγω της σιγανής του φωνής. Ο ηθοποιός ζήτησε τη βοήθεια του Γκίλγκουντ, ο οποίος είχε ερμηνεύσει πολλά έργα του Σαίξπηρ στο θέατρο, για την προετοιμασία του. Ο Μπράντο είναι ένας από τους λίγους Αμερικανούς ηθοποιούς που εμφανίζονται στην ταινία (με τους Τζέιμς Μέισον, Ντέμπορα Κερ, Τζον Γκίλγκουντ και Γκριρ Γκάρσον να είναι Βρετανοί). Ο Τζέιμς Μέισον ήταν ανήσυχος με το κάστινγκ του Μπράντο στην ταινία. Ο Μέισον είχε την επίγνωση ότι ο Μπράντο βρισκόταν στο μεταίχμιο της δημοτικότητας κι επίσης ερμήνευε τον πιο συμπαθητικό ρόλο, φοβόταν λοιπόν ότι επρόκειτο να τον επισκιάσει. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προσέγγισε τον Μάνκιεβιτς, με τον οποίο ήταν φίλος εφόσον είχαν συνεργαστεί στην προηγούμενή του ταινία Υπόθεση Κικέρων (5 Fingers, 1952), ζητώντας του να απαγορέψει από τον Μπράντο να κυριαρχήσει στην ταινία και να στρέψει το επίκεντρο στον πραγματικό κεντρικό ήρωα της ταινίας, το Βρούτο, που υποδυόταν ο ίδιος. Ο Μπράντο κατάλαβε την αλλαγή στη ροή των γυρισμάτων και απείλησε τον Μάνκιεβιτς με αποχώρηση, σε περίπτωση που συνέχιζε να κάνει κοντινά στο Μέισον (άφησε επίσης να εννοηθεί ότι υπήρχε σεξουαλικό ερωτικό τρίγωνο μεταξύ του Μάνκιεβιτς, του Μέισον και της συζύγου του Πάμελα). Ο Μάρλον Μπράντο έλαβε διθυραμβικές κριτικές για την ερμηνεία του, όπως επίσης κι ο Τζέιμς Μέισον. Παρόλα αυτά υπήρξαν και τα άτομα που δεν ήταν ικανοποιημένα από το ριζοσπαστικό τρόπο υποκριτικής του ηθοποιού όπως ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον και ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ο Σπένσερ Τρέισι θεωρούσε ότι την καλύτερη ερμηνεία από ολόκληρο το καστ την έδωσε ο Έντμοντ Ο’Μπράιεν στο ρόλο του Κάσκα. Οι κριτικοί υποδέχτηκαν την ταινία με διθυράμβους. Η ταινία προτάθηκε για πέντε βραβεία Όσκαρ και ο Μάρλον Μπράντο έλαβε την τρίτη συνεχόμενη υποψηφιότητά του στη σειρά για την ερμηνεία του. Έχασε όμως το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου από τον Γουίλιαμ Χόλντεν, που κρίθηκε νικητής για την ερμηνεία του στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ Θάλαμος Εξόντωσης 17 (Stalag 17), ενώ η ταινία έχασε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από το Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι (From Here To Eternity, 1953) του Φρεντ Τσίνεμαν. Μοναδικό βραβείο που δόθηκε στην ταινία ήταν το Όσκαρ Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης.


Μια παρουσία αινιγματική και επιβλητική, ο Marlon Brando θεωρείται, όχι άδικα, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς του Αμερικάνικου κινηματογράφου. Ο μαγνητισμός, η γοητεία και η λάμψη αλλά και οι εκπληκτικές υποκριτικές ικανότητες, τον έχουν τοποθετήσει στην κορυφή μιας λίστας ηθοποιών – σταρ. Η απήχηση του ξεπερνά εθνικά σύνορα, κουλτούρες, γλώσσα. Η παρουσία του σε μια ταινία εκμηδενίζει τον μύθο της, την σκηνοθεσία της. Ο Marlon Brando όλα τα χρόνια της μακράς καριέρας διατήρησε αλώβητες τις υποκριτικές του ποιότητες. Η αντισυμβατικότητα και ο συχνά αιρετικός του λόγος υπήρξε πάντα σύμφωνος με την βαθύτερη ουσία της υποκριτικής του παρουσίας. ένας ηθοποιός που αρνήθηκε πάντα τους μέσους όρους, που απέρριψε τους βολικούς συμβιβασμούς, διαλέγοντας να βαδίσει τον μοναχικό και δύσκολο δρόμο της τέχνης του.
Γεννήθηκε το 1924 στην Νεμπράσκα. Μεγάλωσε στο Ιλινόις και μετά από την αποβολή του από την στρατιωτική ακαδημία κατέληξε στην Νέα Υόρκη. Εκεί σπούδασε στο περίφημο Actor’ s Studio με καθηγητές την Stella Adler και τον Lee Strasberg. Ηθοποιός της “μεθόδου” (υποκριτική μέθοδος που έδινε έμφαση στα κίνητρα των χαρακτήρων που ο ηθοποιός υποδυόταν), γρήγορα ξεχώρισε στο εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης: ψηφίστηκε ως καλύτερος νέος ηθοποιός από τους θεατρικού κριτικούς της Νέας Υόρκη το 1946 .
brando1.jpgΟ πρώτος του ρόλος στον κινηματογράφο ήταν ως παραπληγικός βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ταινία The Men (1950). Για την προετοιμασία του ρόλου ο Brando έμεινε καθηλωμένος ένα μήνα σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Υποδυόμενος τον Stanley Kowalski στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Tennessee Williams Λεωφορείο ο Πόθος, ο Brando έγινε ευρύτερα γνωστός. Σκηνοθετημένος από τον Elia Kazan δημιούργησε ένα κινηματογραφικό πρόσωπο που επηρέασε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο γενιές ηθοποιών.
Οι επόμενοι ρόλοι, τόσο διαφορετικοί και ανόμοιοι μεταξύ τους, πιστοποίησαν το ταλέντο του αλλά και την ικανότητα να αλλάζει με χαρακτηριστική ευκολία προσωπεία. Ο μεξικάνος επαναστάτης Εμιλιάνο Ζαπάτα (Viva Zapata!, 1952), Ιούλιος Καίσαρας (στην ομώνυμη ταινία του 1953), αρχηγός μιας ομάδας μοτοσυκλετιστών (Wild One, 1954) και τέλος πυγμάχος στην ταινία του Ελία Καζάν, Το λιμάνι της αγωνίας (On the Waterfront, 1954) όπου τιμήθηκε με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον ρόλο τού Τέρρυ Μαλλόυ. Οι ρόλοι αυτή αποδεικνύουν πέρα απ’ όλα τα άλλα ένα στοιχείο του χαρακτήρα του Brando, την άρνηση του για τυποποίηση. Η ταινία Mutiny on the Bounty (1962) υπήρξε μια οικονομική αποτυχία, η οποία αποδόθηκε σ’ ένα βαθμό και στα προβλήματα που δημιούργησε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Η ασταθής συναισθηματική ζωή και η αλλοπρόσαλλη και εκκεντρική του συμπεριφορά είχαν σαν αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια από τους υπεύθυνους των στούντιο. Πρόλαβε όμως να γυρίσει το 1961 μια ταινία σε δική του σκηνοθεσία: είναι το One – Eyed Jack (1961). Ένα αρκετά φιλόδοξο και αντισυμβατικό γουέστερν, που αρνιόταν όλα τα κλισέ του είδους.
Το 1972 ήταν η χρονιά που επέστρεψε δυναμικά στην επικαιρότητα. Ο ρόλος του ως Don Corleone στην ταινία του Francis Ford Copolla, Godfather (ε.τ. Ο Νονός) του χάρισε το δεύτερο του Όσκαρ. Εδώ ώριμος πλέον στα χρόνια εξακολουθεί να μαγνητίζει και να υποβάλλει με την παρουσία του τόσο το οικογενειακό του περιβάλλον στην ταινία, όσο και στους θεατές στην αίθουσα. Χωρίς την παράνοια και την υστερία με την οποία απεικονίζονταν οι γκάνγκστερ στο παρελθόν ο Brando πρωτοτυπεί: Ο χαμηλός τόνος της φωνής του γίνεται ένα μέσο για να επιβάλλει την εξουσία του, για να στήσει ένα ιστό της αράχνης από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει (σύμφωνα με τον Brando ο γκάνγκστερ δεν είναι παρά ένας επιχειρηματίας).
Η συνεργασία του με τον Ιταλό σκηνουθέτη Bernardo Bertolucci υπήρξε αποκαλυπτική: Στο Last Tango in Paris (1973) υποδύθηκε ένα μεσήλικα αμερικανό που συνδέεται σεξουαλικά μάλλον, παρά συναισθηματικά, με μια νεαρή Γαλλίδα. Μέσα όμως απ’ αυτή την σωματική σχέση και οι δύο χαρακτήρες θα έρθουν αντιμέτωποι με τα φαντάσματα της προσωπικής τους ζωής. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Brando σχετικά με τον ρόλο του: “Για πρώτη φορά ως ηθοποιός αισθάνθηκα μια βεβήλωση του πιο ενδόμυχου μου εαυτού”.
Η ταινία The Missouri Breaks (1976) σημαδεύει την συνάντηση του μ’ ένα άλλο μεγάλο αμερικανό ηθοποιό, τον Jack Nickolson. Αυτό το αντισυμβατικό γουέστερν παρουσιάζει το Brando σε μια σειρά από εκκεντρικές εμφανίσεις (με γυναικεία ρούχα) οι οποίες ουσιαστικά παρωδούν και σατιρίζουν την εικόνα του ως σταρ.
Η ταινία Apocalypse Now (1979) είναι η τελευταία μεγάλη ερμηνεία του ηθοποιού. Υποδυόμενος έναν αμερικάνο συνταγματάρχη ο οποίος λιποτακτεί και χάνεται στην ζούγκλα, κατά την διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, ο Brando απεικόνισε όλες τις ενοχές και τις τύψεις μιας κοινωνίας για ένα βρώμικο πόλεμο. Κρυμμένος στο σκοτάδι και μιλώντας συνεχώς με υποβλητική φωνή, δημιούργησε μια υποκριτική ερμηνεία ανεπανάληπτη. Όπως γράφει σε μια κριτική του ο Βασίλης Ραφαηλίδης, η ερμηνεία του μετατόπισε το κέντρο βάρους της ταινίας, “από το οπτικό θέαμα (του πολέμου) στην καθαρή απελπισία, από την φρίκη του πολέμου στην ιδιόμορφη τρέλα ενός ανθρώπου, που έχει χάσει όλα τα ερείσματα και κολυμπάει στο πλήρες ηθικό κενό”.
Τα τελευταία χρόνια ο Brando ήταν αποστασιοποιημένος από τον κινηματογράφο. Τα οικογενειακά προβλήματα, η υψηλή του αμοιβή αλλά και οι δυσκολίες του χαρακτήρα του είχαν περιορίσει τις εμφανίσεις του. A Dry White Season (1989), The Freshman (1990), Don Juan De Marco (1995), The Score (2001): μας παρουσιάζουν έναν ηθοποιό ο οποίος με αυτοπεποίθηση και συχνά με μια αίσθηση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, φέρνει στις εικόνες ένα λαμπρό υποκριτικό παρελθόν.
Όπως δήλωσε και ο David Thewlis (συμπρωταγωνιστής του στο The Island of Dr. Moreau, 1996) “Όταν μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο αμέσως καταλαβαίνεις ότι είναι εκεί”.

Η προσωπική ζωή του Μπράντο υπήρξε το ίδιο ταραγμένη με την επαγγελματική του ζωή. Πάλεψε για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την αποκατάσταση των αυτοχθόνων Ινδιάνων των ΗΠΑ. Παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε έντεκα παιδιά, από τις συζύγους του, τις ερωμένες του καθώς και από υιοθεσία. Αγάπησε με πάθος την Ταϊτή και έζησε εκεί για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Τον Μάιο του 1990, ο πρωτότοκος γιος του Μπράντο, ο Κριστιάν, δολοφόνησε τον εραστή της ετεροθαλούς αδελφής του, Τσεγιέν. Αργότερα ο Κριστιάν καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ετών, ενώ η Τσεγιέν αυτοκτόνησε σε ηλικία 25 ετών, τον Απρίλιο του 1995.

Φορτωμένος επιπλέον με υπέρογκα χρέη και υπέρβαρος, (έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρκίνο του ήπατος), απεβίωσε την 1η Ιουλίου του 2004 στο Ιατρικό κέντρο Ρόναλντ Ρήγκαν του UCLA, στην ηλικία των 80 ετών.

Φιλμογραφία:

Έτος Ελληνικός τίτλος Πρωτότυπος τίτλος Ρόλος Σημειώσεις
2001 The Score The Score Μαξ  
1998 Το… Χρήμα στο Λαιμό σου! Free Money    
1997 Ο Γεναίος The Brave ΜακΚάρθι  
1996 Το νησί του Δρ. Μορό The Island Of Dr. Moreau Δρ. Μορό Golden Raspberry Award for Worst Supporting Actor
Υποψηφιότητα—Golden Raspberry Award for Worst Screen Couple
1995 Ντον Χουάν ΝτεΜάρκο Don Juan DeMarco Δρ. Τζακ Μίκλερ  
1992 Christopher Columbus: The Discovery Christopher Columbus: The Discovery Τομάς ντε Τορκεμάντα Υποψηφιότητα—Golden Raspberry Award for Worst Supporting Actor
1990 Ο Αρχάριος The Freshman Καρμίν Σαμπατίνι  
1989 Μια σκληρή λευκή Εποχή A Dry White Season Ίαν ΜακΚένζι Tokyo International Film Festival Award for Best Actor
Υποψηφιότητα—Όσκαρ Δεύτερου Ανδρικού Ρόλου
1980 Η Μυστική Φόρμουλα The Formula Άνταμ Στάιφελ, Πρόεδρος Titan Oil Υποψηφιότητα—Golden Raspberry Award for Worst Supporting Actor
1979 Αποκάλυψη, Τώρα! Apocalypse Now Συνταγματάρχης Γουόλτερ Ε. Κερτζ  
1978 Σούπερμαν Superman Jor-El  
1976 Οι Φυγάδες του Μιζούρι The Missouri Breaks Ρόμπερτ Ε. Λη Κλέιτον  
1972 Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι Last Tango in Paris Πωλ Υποψηφιότητα—Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου
Ο Νονός The Godfather Ντον Βίτο Κορλεόνε Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου (αρνήθηκε, αλλά το αποδέχτηκε ιδιωτικά αργότερα)

Golden Globe Award for Best Actor – Motion Picture Drama
Kansas City Film Critics Circle Award for Best Actor
Υποψηφιότητα—BAFTA Award for Best Actor in a Leading Role
Υποψηφιότητα—National Society of Film Critics Award for Best Actor
Υποψηφιότητα—New York Film Critics Circle Award for Best Actor

Ο Άνθρωπος της Νύχτας The Nightcomers Πήτερ Κουίντ Υποψηφιότητα—BAFTA Award for Best Actor in a Leading Role
1969 Burn! Burn! Σερ Γουίλιαμ Γουόκερ  
1968 Η Νύχτα της Επόμενης Μέρας The Night of the Following Day Σοφέρ  
Candy Candy Γκρίντλ  
1967 Ανταύγειες σε Χρυσά Μάτια Reflections in a Golden Eye Σμηναγός Ουέλντον Πέντερτον  
Η Κόμισσα απ’το Χόνγκ Κονγκ A Countess from Hong Kong Όντγκεν Μίερς  
1966 Appaloosa The Appaloosa    
Η Καταδίωξη The Chase Σερίφης Κάλντερ  
1965 Μοριτούρι Morituri Ρόμπερτ Κρέιν  
1964 Ιστορίες του Κρεβατιού Bed Time Story Φρέντυ Μπένσον  
1963 Ο Κακός Αμερικανός The Ugly American Πρέσβης Χάρισον Κάρτερ ΜακΓουάιτ  
1962 Η Ανταρσία του Μπάουντι Mutiny on the Bounty Φλέτσερ Κρίστιαν  
1961 Η εκδίκηση είναι δική μου One-Eyed Jacks Ρίο  
1960 Ο Φυγάς The Fugitive Kind Βάλενταϊν “Σκέικσκιν” Ξαβιέρ  
1958 Ο Χορός των Καταραμένων The Young Lions Κρίστιαν Ντιέστι  
1957 Σαγιονάρα Sayonara Σμηναγός Λόυντ “Έις” Γκρούβερ Υποψηφιότητα—Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου
1956 Αυγουστιάτικο Φεγγάρι The Teahouse of the August Moon Σακίνι  
1955 Μάγκες και κούκλες Guys and Dolls Σκάι Μάστερσον  
1954 Ντεζιρέ, το Λουλούδι ενός Θρόνου Desirée Ναπολέον Βοναπάρτης  
Το λιμάνι της αγωνίας On the Waterfront Τέρυ Μαλόυ Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου
1953 Ο Ατίθασος The Wild One Τζόνυ Στράμπλερ  
Ιούλιος Κάισαρ Julius Caesar Μάρκος Αντώνιος Υποψηφιότητα—Όσκαρ Πρώτου Ανδρικού Ρόλου
1952 Βίβα Ζαπάτα! Viva Zapata! Εμιλιάνο Ζαπάτα Υποψηφιότητα—Όσκαρ Πρώτου Ανδρικού Ρόλου
1951 Λεωφορείον ο Πόθος A Streetcar Named Desire Στάνλεϋ Κοβάλσκι Υποψηφιότητα—Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου

Υποψηφιότητα—New York Film Critics Circle Award for Best Actor

1950 Το κορμί μου σου ανήκει The Men Κένεθ “Κεν” Ουίλτσεκ/”Μπαντ”  

Δημήτρης Μπάμπας


Ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς – Joseph Leo Mankiewicz(11 Φεβρουαρίου 1909 – 5 Φεβρουαρίου 1993) ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Ο Μάνκιεβιτς φημίζεται για την ταινία του 1950 Όλα για την Εύα (All About Eve) για την οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ σεναρίου και Σκηνοθεσίας, ένα χρόνο μετά την πρώτη του νίκη για την ταινία Ένα Γράμμα σε Τρεις Γυναίκες (A Letter to Three Wives, 1949). Ήταν αδελφός του Χέρμαν Μάνκιεβιτς, ο οποίος συνέγραψε την ταινία Πολίτης Κέιν (Citizen Kane) με τον Όρσον Γουέλς για την οποία κέρδισε όσκαρ σεναρίου.

Ο Μάνκιεβιτς γεννήθηκε στο Γουίλκς-Μπαρ της Πενσιλβάνια το 1909. Οι γονείς του Φρανκ Μάνκιεβιτς και Γιοχάνα Μπλούμενω, ήταν Εβραίοι μετανάστες από τη Γερμανία. Είχε μια αδελφή την Έρνα κι έναν αδελφό τον Χέρμαν που έγινε επιτυχημένος σεναριογράφος.

Οι γονείς του Μάνκιεβιτς μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη όταν εκείνος ήταν 4 χρονών. Το 1928 πήρε πτυχίο στη δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Πριν ασχοληθεί με τον κινηματογράφο εργάστηκε στο Βερολίνο ως ξένος ανταποκριτής για την εφημερίδα Chicago Tribune.

Ο Μάνκιεβιτς εργάστηκε για δεκαεφτά χρόνια ως σεναριογράφος για την Paramount κι ως παραγωγός για την Metro-Goldwyn-Mayer, πριν του δοθεί η ευκαιρία να σκηνοθετήσει ταινίες για λογαριασμό της εταιρίας 20th Century Fox. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έγραψε το σενάριο για σαρανταοκτώ ταινίες και έκανε τη παραγωγή είκοσι ταινιών όπως: Κοινωνικά σκάνδαλα (The Philadelphia Story, 1940), Η Γυναίκα της Χρονιάς (Woman of the Year, 1942) και Τα Κλειδιά του Παραδείσου (The Keys of Kingdom, 1944) στο οποίο εμφανιζόταν η δεύτερη του σύζυγος Ρόουζ Στράντνερ πλάι στον Γκρέγκορι Πεκ. Από το 1946 εως και το 1951 σκηνοθέτησε 11 ταινίες για την 20th Century Fox και κέρδισε Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου για τις ταινίες Ένα Γράμμα σε Τρεις Γυναίκες (A Letter to Three Wives, 1949) και Όλα για την Εύα (All About Eve) για δυο συνεχόμενες χρονιές.

Το 1951 ο σκηνοθέτης έφυγε από τη Fox για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να γίνει συγγραφέας του Μπρόντγουεϊ. Τα σχέδια του απέτυχαν κι επέστρεψε στο Χόλιγουντ όπου συνέχισε να γυρίζει ταινίες που πραγματεύονταν τα αγαπημένα του θέματα (η σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων, η ζωή ως παράσταση και η σύγκρουση των ανθρώπων με την επιθυμία τους να ελέγχουν τη μοίρα τους).

Το 1953 ανέλαβε τη σκηνοθεσία της κινηματογραφικής μεταφοράς του έργου του Σαίξπηρ Ιούλιος Καίσαρ. Η ταινία έλαβε θετικές κριτικές και ο Ντέιβιντ Σίπμαν στο βιβλίο του The Great Movie Stars: The Hollywood Years την χαρακτήρισε ως μια από τις καλύτερες μεταφορές έργου του Σαίξπηρ στη μεγάλη οθόνη.

Το 1958, σκηνοθέτησε την ταινία Οι Συνωμότες της Σαϊγκόν (The Quiet American) μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκριν πάνω στα γεγονότα που επρόκειτο να οδηγήσουν στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σε μια περίοδο που το άντικομμουνιστικό κλίμα επικρατούσε στις Η.Π.Α., ο Μάνκιεβιτς που είχε αναλάβει και τη συγγραφή του σεναρίου, έλαβε πιέσεις όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα το αναπαριστούσε στη μεγάλη οθόνη. Αναγκάστηκε λοιπόν να κάνει αλλαγές ώστε να ικανοποιήσει τη συντηρητική μερίδα του κοινού, αλλάζοντας εντελώς το νόημα του μυθιστορήματος.

Η ταινία Κλεοπάτρα (Cleopatra), που σκηνοθέτησε το 1963, έμελλε να γίνει μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες όλων των εποχών κι είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα η καριέρα του και να οδηγήσει την 20th Century Fox ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία. Αρκεί και μόνο το γεγονός ότι η ταινία άρχισε να γυρίζεται το 1961 για να προβληθεί τελικά το 1963. Μεσολάβησαν παραιτήσεις άλλων σκηνοθετών, ασθένειες πρωταγωνιστών, ορισμένες, μάλιστα, πολύ σοβαρές, όπως η βαρύτατη πνευμονία της Ελίζαμπεθ Τέιλορ από την οποία κινδύνεψε η ζωή της. Η τελική εκδοχή οφείλεται στο πείσμα ενός γίγαντα της παραγωγής, του Ντάριλ Ζανούκ. Στην δαπανηρή αυτή υπερπαραγωγή, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ως Κλεοπάτρα άλλαξε 30 περούκες και 58 κοστούμια.

Ο Μάνκιεβιτς συνέχισε να γυρίζει ταινίες και το 1972 έλαβε την τελευταία του υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την τελευταία του ταινία Σλουθ (Sleuth, 1972) με πρωταγωνιστές τους Λόρενς Ολίβιε και Μάικλ Κέιν.

Ο Μάνκιεβιτς απεβίωσε το 1993, τρεις μέρες πριν τα 84α γενέθλιά του, στο Μπέντφορντ της Νέας Υόρκης.

Σκηνοθετικό έργο:

Χρονιά Ταινία
1946 Μιράντα (Dragonwyck)
1946 Backfire
1946 Κάπου Μεσ` τη Νύχτα (Somewhere in the Night)
1947 Άσωτα Χρόνια (The Late George Apley)
1947 Ψυχές στην ομίχλη (The Ghost and Mrs. Muir)
1948 Ο Φυγάς (Escape)
1949 Ενα Γράμμα σε Τρεις Γυναίκες (A Letter to Three Wives)
1949 Το Σπίτι των Ξένων (House of Strangers)
1950 Το Μίσος Προστάζει (No Way Out)
1950 Όλα για την Εύα (All About Eve)
1951 Αποπλάνησις Ενηλίκου (People Will Talk)
1952 Υπόθεση Κικέρων (5 Fingers)
1953 Ιούλιος Καίσαρ (Julius Caesar)
1954 Η Ξυπόλητη Κόμισσα (The Barefoot Contessa)
1955 Μάγκες και Κούκλες (Guys and Dolls)
1958 Οι Συνωμότες της Σαϊγκόν (The Quiet American)
1959 Ξαφνικά, Πέρυσι το Καλοκαίρι (Suddenly, Last Summer)
1963 Κλεοπάτρα (Cleopatra)
1964 Carol for Another Christmas
1967 Ο Κολασμένος της Βενετίας (The Honey Pot)
1970 King: a Filmed Record…Montgomery To Memphis
1970 Ήταν Ένας Παλιάνθρωπος (There Was a Crooked Man…)
1972 Σλουθ (Sleuth)

William Shakespeare: Ιούλιος Καίσαρας.

(Μία πολιτική τραγωδία, διαμάντι του παγκόσμιου λόγου)

Το έργο αυτό του Σαίξπηρ υπολογίζεται ότι γράφτηκε γύρω στο τέλος του 1598 με αρχές του 1599. Η επιρροή του Πλούταρχου είναι φανερή σ’ αυτό, καθώς ο Σαίξπηρ πήρε την υπόθεση από την αγγλική μετάφραση του συγγραφέα, από τους βίους του Καίσαρα και του Βρούτου. Αν και ο τίτλος του έργου αναφέρεται στο μεγάλο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, τα κεντρικά πρόσωπα της τραγωδίας είναι άλλα. Ο Μάρκος Βρούτος, ο Κάσσιος και ο Μάρκος Αντώνιος, μέλη της Συγκλήτου και τρανοί πολεμιστές. Οι δύο πρώτοι οργανώνουν και εκτελούν εν ψυχρώ, μαζί με αρκετούς ακόμη συνωμότες, τον Ιούλιο Καίσαρα. Στη συνέχεια προσπαθούν να λάβουν την εξουσία στο όνομα της “χαμένης δημοκρατίας”. Για χάρη αυτής, σύμφωνα με το σχέδιό τους, θα γίνουν οι εγγυητές του νέου πολιτεύματος που ο Καίσαρας είχε μετατρέψει σε τυραννία για το λαό. Ο τρίτος, ο Μάρκος Αντώνιος, θα καταφέρει να πάρει τους πολίτες με το μέρος τους και να ανατρέψει τη στρατηγική των συνωμοτών. Χρησιμοποιώντας τη μαεστρία της γλώσσας του και τη ρητορική του δεινότητα ισοπεδώνει τους δολοφόνους του Κάισαρα μπροστά στους πολίτες, προκαλώντας την οργή τους και κάνει τους δολοφόνους να τραπόυν σε φυγή. Στο τέλος, ύστερα από μεγάλη μάχη, αρκετοί αυτοκτονούν και κάποιοι συλλαμβάνονται από το στρατό του Αντώνιου και του Οκτάβιου. Ο Βρούτος δίνει τέλος στη ζωή του, όντας το πραγματικό θύμα και παράλληλα ο αληθινός ήρωας της τραγωδίας και ιδού το γιατί.
 
                      
 Ο Μάρκος Αντώνιος χειραγωγεί το λαό κατά των δολοφόνων του Καίσαρα.
      Ο Βρούτος, αν και στην αρχή προβάλλει κάποιες αντιρρήσεις, στη συνέχεια αυτές κάμπτονται. Στο δεύτερο συνεισφέρει ο φίλος του Κάσσιος, ο οποίος τον ωθεί στο να ηγηθεί της συνωμοτικής πράξης και δολοφονίας του Ιούλιου Καίσαρα με πρωταρχικό και ιερό σκοπό την προστασία της πατρίδας από τις τυραννικές πρακτικές του τελευταίου. Αν μάλιστα, κατά τον Κάσσιο, άφηναν τον Καίσαρα ελεύθερο να αποθεώνεται κι άλλο από τον κόσμο, τότε η μυθοποίησή του θα επέφερε και την πλήρη νομιμοποίησή του από το λαό, ώστε να εφαρμόσει μέτρα που εκείνος χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο θα επέλεγε. Θα του έδινε, με άλλα λόγια, μια λευκή επιταγή να “αλωνίζει” στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τα κίνητρα, βέβαια, του Κάσσιου είναι εντελώς άλλα και υποκρύπτοντα: Να γίνει Καίσαρας στη θέση του Καίσαρα.
     Από την άλλη ο Μάρκος Βρούτος, ιδεολόγος και θαρραλέος, μισεί τη διαφθορά και λατρεύει την πατρίδα του. Στο όνομά της αποφασίζει να δώσει ένα τέλος όχι στον Καίσαρα, όπως λέει, αλλά “στον Καισαρισμό, στου Καίσαρα το πνεύμα“. Όπως τονίζει στη δεύτερη πράξη, σκηνή 1η: “Έτσι (εννοώντας την αφαίρεση της ζωής του Καίσαρα με θάρρος και όχι με μίσος) θα παρουσιάσουμε την πράξη μας πως ήταν έργο της ανάγκης και όχι του μίσους. Και όταν φανεί τέτοια στα μάτια του λαού, θα ονομαστούμε του τόπου εξαγνιστές κι όχι φονιάδες“. Τα αγαθά κίνητρα του Βρούτου, πάντως, φαίνονται και σε άλλα σημεία του σαιξπηρικού έργου. Ερμηνείες μπορούν να δοθούν πολλές και να είναι και ακραίες, όπως για παράδειγμα η καταδικαστέα νομιμοποίηση και η απενοχοποίηση της βίας, όταν καταλύεται ένα οιονεί ή και, πολύ περισσότερο, αμιγώς τυραννικό πολίτευμα ή ακόμη και μια υποτυπώδης δημοκρατία. Από την άλλη, ο Βρούτος μπορεί να χαρακτηριστεί ο επαναστάτης ενός κινούμενου ρεύματος από εποχή σε εποχή και από αιώνα σε αιώνα, ο οποίος, βλέποντας τα κακά που έρχονται, τα προλαβαίνει προβαίνοντας στη δολοφονία του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα. Τέλος, ο Βρούτος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η σιωπηρή βούληση του λαού για πολιτική αλλαγή. Η πρόκληση στους πολίτες της αίσθησης ότι εδώ και καιρό άγονται και φέρονται από φανφαρολογίες. Από όποια οπτική κι αν το δει κανείς, ο Σαίξπηρ καταφέρνει να πει πολλά και να υπονοήσει περισσότερα. Τέλος, θα ήταν καλό να επισημάνουμε το εξής σχετικά με τον χαρακτήρα του Βρούτου.  Προς το τέλος του έργου και δη στην τέταρτη πράξη, 2η σκηνή, λέει στον φίλο του Λουκίλιο: “Κάνεις την εικόνα ενός φίλου θερμού που κρυώνει η αγάπη του. Να προσέξεις, Λουκίλιε: όταν αρχίζει μια φιλία ν’ αρρωσταίνει και να σβήνει, βάζει σε ενέργεια ψεύτικες ευγένειες και καμώματα αφύσικα. Η αγάπη, σαν είναι απλή και ακέραια, δε γνωρίζει καμώματα και τέχνες. Μα οι ψεύτικοι άνθρωποι είναι σαν κάτι άλογα που ξεκινούν όλο φωτιά και ορμούνε με περηφάνια δείχνοντας αντρεία και δύναμη. Μα μόλις έρθει η ώρα ναι νιώσουνε το αιματερό σπιρούνι, βάζουνε το κεφάλι κάτω, νικημένα (…)” Με άλλα λόγια,  η αγάπη μπορεί να λυτρώσει και μπορεί να σαρώσει. Μπορεί να σώσει και μπορεί να καταδικάσει. Μπορεί να σε κάνει άτρωτο και μπορεί να σε καταβάλει. Η πραγματική το πρώτο, η προσποιητή το δεύτερο. Και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους και για την πατρίδα.
 
   Ο Καίσαρας και κυρίως η ιδέα που αντιπροσωπεύει διαδραματίζει δευτερεύοντα αλλά νευραλγικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής του έργου. Ο Ιούλιος Καίσαρας παρουσιάζεται ολίγον ονειροπαρμένος, ένας ηλικιωμένος δεισιδαίμων εξουσιαστής που  τον έχει συνεπάρει η δόξα του παρελθόντος. Αν και πολλές φορές βοηθούμενος στη μάχη από άλλους πολεμιστές, εν τούτοις δεν του λείπει η γενναιότητα και η ηγετική ικανότητα. Αρνείται εσκεμμένα τρεις φορές τη στέψη του ως “Καίσαρα” και τυπικά, για να δημιουργήσει στο λαό την εικόνα ενός ταπεινού πλην τίμιου στρατηγού που δεν τον αφορούν οι τίτλοι και οι τιμές, αλλά το καλό του κοινωνικού συνόλου. Όμως, στο έργο φαίνεται εν τέλει, ότι τη δόξα δεν εμίσησε ουδείς. Θα σταθώ σε δύο σημεία των λόγων του Καίσαρα. Πρώτον, στη δεύτερη πράξη, σκηνή 2η, όπου αναφέρει ότι: “Ο δειλός πεθαίνει πριν από το θάνατό του πολλές φορές. Ο άντρας ο γενναίος δοκιμάζει ένα θάνατο μονάχα. Από όσα θαύματα έχω ως τώρα ακούσει, το πιο περίεργο απ’ όλα είναι για μένα το πως φοβούνται οι άνθρωποι – ενώ ξέρουν πως ο θάνατος, που ‘ναι τέλος βέβαιο για όλους, θα ‘ρθει, σαν είναι η ώρα να ‘ρθει.” Λόγια θάρρους και ανδρείας, αν δεν ακολουθούσε η καθαρή ψευτοαυτοπεποίθησή του στη συνέχεια. Ο Σαίξπηρ απομυθοποιεί πλήρως το είδωλο της πολεμικής ανδρείας που ακούει στο όνομα Ιούλιος Καίσαρας βάζοντας στο στόμα του το εξής: “Όχι, ο Καίσαρας δεν κρύβεται μέσα στο σπίτι. Ο κίνδυνος το ξέρει πως ο Καίσαρας είναι πιο επικίνδυνος παρ’ ότι αυτός ο ίδιος. Είμαστε οι δυο λιοντάρια γεννημένα την ίδια μέρα: και είμαι εγώ το πρώτο, και είμαι το τρομερότερο απ΄τα δυο. (…)” Η απομυθοποίηση έγκειται ακριβώς σ’ αυτά τα λόγια. Όταν ονοματίζει κανείς μόνος του τις αρετές του, το πιο πιθανό είναι ότι δεν τις έχει. Όταν αφήνει τους άλλους να το κάνουν, το πιο πιθανό είναι ότι όποια θετικά λόγια κι αν πουν, και πάλι λίγα θα ‘ναι.
 
     Προς το τέλος του έργου, ο Αντώνιος και ο Οκτάβιος συζητούν για το ποιοι θα ασκήσουν την εξουσία μετά το θάνατο του Καίσαρα κι ύστερα από την εξόντωση των συνωμοτών και δολοφόνων του. Ο Αντώνιος τάσσεται υπέρ της Δυανδρίας, αλλά τελικά περνά η γνώμη του Οκτάβιου περί Τριανδρίας. Ο τελευταίος προτείνει να συγκυβερνήσει και ο Λέπιδος, πέρα από τους δύο προαναφερόμενους. Ένας γενναίος άνδρας αλλά όχι τόσο πολιτικά οξυδερκής. Δέυτερο υπονοούμενο του Σαίξπηρ σχετικά με αυτούς που κυβερνούν στο όνομα – και πλέον κατά – του λαού. Όμως, συνήθως, χρειάζεται και κάποιος λιγότερο εύστροφος στην εξουσία, ώστε να γίνεται πιόνι στρατηγικών και συμφερόντων. Σας θυμίζει κάτι; Πού να διαβάσετε και τι λέει ο Αντώνιος για τον Λέπιδο στην τέταρτη πράξη, σκηνή 1η: “Αυτές τις χάρες, (του Λέπιδου), Οκτάβιε, τις έχει και τ’ άλογό μου. Και για αυτό του δίνω να τρώει πολύ κριθάρι. Είναι ένα καλό ζώο που το μαθαίνω να πολεμάει, να στρέφεται, να στέκει, να τρέχει πάλι εμπρός. Την κάθε κίνηση που κάνει το κορμί του, την κυβερνάει το πνεύμα το δικό μου. Έτσι μοιάζει και ο Λέπιδος. Ανάγκη να τον μάθει κανένας, να τον γυμνάσει, να τον σπρώξει εμπρός. Είναι άνθρωπος με στείρο νου, ένα πνεύμα που θρέφεται με τα αποφάγια και όλα τα αποριξίδια, πιθηκίζοντας εκείνα που, άχρηστα και παλιά για όλους τους άλλους, γι’ αυτόν μόλις αρχίζουν να είναι της μόδας“. Και σ’ αυτό το σημείο υποκλίνεται κανείς στο μεγαλείο του Σαίξπηρ για την ενορατική του ικανότητα, τη διορατική του ευστροφία και την πολιτική του ευθυκρισία.
 
      Ο Σαίξπηρ κατάφερε να προσαρμόσει την Πολιτική μέσα στην Τεχνη, με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης, να αναρωτιέται τελικά αν, ως πολίτης, άγεται και φέρεται ή αν πρέπει κάποια στιγμή να ξεκινήσει τη διεργασία της πνευματικής επανάστασης. Σαφώς αναίμακτης και ειρηνικής, αλλά από την άλλη δυναμικής και παρούσας στις εναλλαγές του κοινωνικού και πολιτικού τοπίου του κράτους.



“Βασιλιάς Ληρ”

Είδος:
Έτος παραγωγής:
Διάρκεια: 115
Χώρα: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Ηνωμένο Βασίλειο
Σκηνοθεσία:
Σενάριο:
Ηθοποιοί: , , , , , , , , ,

Αποτέλεσμα εικόνας για king lear anthony hopkinsΠατώντας πάνω στη διαχρονικότητα των σαιξπηρικών κειμένων, ο Ρίτσαρντ Έιρ («Σημειώσεις για ένα σκάνδαλο», «Νόμος περί τέκνων») παραδίδει μια εκμοντερνισμένη εκδοχή της δυστυχίας ενός αποπροσανατολισμένου μονάρχη.

Σύνοψη: Ο Βασιλιάς Ληρ (Άντονι Χόπκινς) είναι ένας στρατιωτικός δικτάτορας στη σημερινή Αγγλία. Περνώντας στην 8η δεκαετία της ζωής του, αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του. Όταν η μικρότερη, Κορντίλια (Φλόρενς Πίου), αρνείται να κολακέψει τον ναρκισσισμό του, σε αντίθεση με τις αδερφές της, ο Ληρ την αποκηρύσσει και την στέλνει στη Γαλλία. Από εκεί και πέρα, παραδίδεται σταδιακά στην άνοια, χάνοντας την εξουσία του και ερχόμενος αντιμέτωπος με τις μηχανορραφίες των δυο αδερφών, που δεν δείχνουν πλέον κανένα σεβασμό ή έλεος στον πατέρα τους.

Μεταμορφώνοντας τον Ληρ στον αρχηγό μιας στρατιωτικής δικτατορίας στο Λονδίνο του σήμερα, οι παραλληλισμοί με προσωπικότητες που δρουν αυτή τη στιγμή στον πλανήτη (Eχμ, Κιμ Γιονγκ Ουν, με αρκετό από τον ναρκισισμό του Ντόναλντ Τραμπ) είναι αναπόφευκτοι, αλλά αποτελεσματικοί. Χωρίς να πειράξει τη γλώσσα του κειμένου, καταφέρνει να συνοψίσει σε ένα δίωρο, μια ιστορία γεμάτη απαισιοδοξία, πατρική αλαζονεία, αμαρτίες γονέων και τέκνων, πισώπλατα μαχαιρώματα και τυφλό πάθος για εξουσία.

Με τον Χόπκινς στο τιμόνι, το όλο εγχείρημα αποκτά εξαρχής την ερμηνευτική δυναμική που απαιτεί, και συνεπικουρείται από τη δουλειά άλλων διακεκριμένων Άγγλων ηθοποιών, με καλύτερους τον Τζιμ Μπρόουντμπεντ στον κομβικό ρόλο του Κόμη του Γκλόστερ, ενώ η τριάδα των θυγατέρων του Ληρ δύσκολα θα μπορούσε να είναι καλύτερη: η Έμμα Τόμσον σε μεγάλα κέφια, η Έμιλυ Γουάτσον να στάζει δηλητήριο και η Φλόρενς Πίου, αποκάλυψη του περσινού «Lady Macbeth», να αποδεικνύει την ερμηνευτική της αξία, δίπλα στα ιερά τέρατα.

Για τον Χόπκινις, τα πολλά λόγια είναι περιττά… Όπως και ο Ίαν Μακ Κέλλεν, που έχει ζωντανέψει τον Ληρ στο σανίδι αλλά και στην τηλεοπτική μεταφορά της επιτυχημένης αυτής παράστασης, έτσι και αυτός κατέχει την ουσία του σαιξπηρικού δράματος και είναι συγκλονιστικός , ειδικά από τη στιγμή που ο Ληρ αρχίζει να χάνει τα λογικά του και περιφέρεται πλέον ως άστεγος στους δρόμους του Λονδίνου.


Πριν από 4 αιώνες η πρεμιέρα της μεγάλης τραγωδίας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.

Προρωμαϊκή Βρετανία. Ένας υπερήλικας βασιλιάς, ο Ληρ, αποφασίζει να αποσυρθεί από τα καθήκοντα της μοναρχίας και να μοιράσει το βασίλειο στις τρεις κόρες του, λέγοντας ότι θα ευνοήσει αυτήν που τον αγαπά περισσότερο.

Η μεγαλύτερη, η Γονερίλη, εκφράζει την αγάπη της με υπερβολές και κολακείες, προκαλεί τη συγκίνηση του πατέρα της και αποκτά το μερίδιό της. Η δεύτερη, η Ρεγάνη, ακολουθεί τα χνάρια της μεγαλύτερης αδελφής της, λαμβάνοντας κι αυτή ό, τι της αναλογεί. Η μικρότερη, η Κορδέλια, αρχικά αρνείται να πει οτιδήποτε, στη συνέχεια, όμως, παραδέχεται πως δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο με το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί η αγάπη που νιώθει για τον πατέρα της. Η απλότητα και η ειλικρίνεια που τη χαρακτηρίζουν εξοργίζουν το βασιλιά, ο οποίος την αποκληρώνει μοιράζοντας το μερίδιό της στις δυο μεγαλύτερες κόρες του.

Η Κορδέλια εξορίζεται, ταυτόχρονα και ο Δούκας του Κεντ, ο οποίος είχε διαμαρτυρηθεί για την άδικη μεταχείρισή της. Ο Δούκας της Βουργουνδίας που είχε κάνει πρόταση γάμου στην Κορδέλια, την αποσύρει όταν μαθαίνει ότι ο Ληρ την αποκλήρωσε. Όμως, σύντομα μπαίνει στην υπόθεση ο βασιλιάς της Γαλλίας, που εντυπωσιάζεται από την ειλικρίνειά της και την παντρεύεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Ληρ αποφασίζει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του με τις δύο μεγαλύτερες κόρες του. Παρόλο που πλέον δεν κατέχει την εκτελεστική εξουσία, παραμένει αυταρχικός. Ο δούκας του Κεντ, πιστός σ’ αυτόν, και παρά το γεγονός ότι τον εξόρισε, μεταμφιέζεται και μπαίνει στην υπηρεσία του. Οι δύο του κόρες παραδέχονται πως είπαν ψέματα και πως τον θεωρούν έναν ανόητο γεροξεκούτη. Ο Κεντ του συμπαραστέκεται σε όλες τις δύσκολες καταστάσεις. Συντροφιά και ο γελωτοποιός του. Οι πιστοί του ακόλουθοι τον φυγαδεύουν στο Ντόβερ, στα στενά της Μάγχης.Η ιστορία εξελίσσεται με το Δούκα της Κορνουάλης και σύζυγο της Ρεγάνης να σκοτώνεται σε μια μάχη και το βασιλιά της Γαλλίας να αποβιβάζεται με το στρατό του στο Ντόβερ. Η Κορδέλια έρχεται να συναντήσει τον πατέρα της που έχει πλέον αγγίξει τα όρια της παράνοιας. Η συνάντηση γίνεται στο γαλλικό στρατόπεδο. Ακολουθεί σύγκρουση του γαλλικού με τον αγγλικό στρατό, με τον δεύτερο να επικρατεί. Ο Ληρ και η Κορδέλια συλλαμβάνονται και κρατούνται αιχμάλωτοι. Η Γονερίλη δηλητηριάζει τη Ρεγάνη και στη συνέχεια αυτοκτονεί. Η Κορδέλια δολοφονείται και ο Ληρ ξεψυχάει κρατώντας στην αγκαλιά του το σώμα της.

Η τραγωδία έκανε την πρεμιέρα της το 1606, την ημέρα της μνήμης του Πρωτομάρτυρα Στέφανου, στις 26 Δεκεμβρίου. Μετά την Παλινόρθωση της Μοναρχίας το 1660, η παράσταση πολλές φορές παίζεται με ευτυχισμένο τέλος για το κοινό, που δυσανασχετεί με το θλιβερό της τόνο. Από το 19ο αιώνα, ωστόσο, η αυθεντική έκδοση θα ανακτήσει την αναγνώρισή της. Εξάλλου, ένας από τους στόχους του έργου ήταν και η παρατήρηση του ανθρώπινου πόνου, που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω είχε πει χαρακτηριστικά: «Κανένας άνθρωπος δεν θα γράψει ποτέ καλύτερη τραγωδία από το Ληρ».

Κείμενο: Μελέτης Τσαχουρίδης (Lavart)


Το φάσμα της Τρέλας στο Βασιλιά Ληρ

της Ηλιάνας Χατζηδημητρίου



Τετάρτη 14/8/2019, 9 μ.μ. : “Ριχάρδος ο ΙΙΙ”

Σκηνοθεσία: Richard Loncraine
Σενάριο: Ian McKellen, Richard Lonkraine
Φωτογραφία: Peter Bizou
Μουσική: Trevor Jones
Μοντάζ: Paul Green
Ηθοποιοί: Ian McKellen, Annette Bening, Jim Broadbent

ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο | 1995 | Εγχρωμο | DCP | 104’ | Αγγλικά

Ο Ιαν ΜακΚέλεν παραδίδει μαθήματα υποκριτικής στην εκμοντερνισμένη, εντυπωσιακή σκηνογραφικά και ανορθόδοξη διασκευή του βίαιου σαιξπηρικού έργου. Αξιοι συμπαραστάτες του, οι Ανετ Μπένινγκ, Τζιμ Μπρόουντμπεντ και Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ συμπληρώνουν το καστ και χαρίζουν τη λάμψη τους στον ίσως πιο ξεχωριστό Ριχάρδο που καταγράφηκε ποτέ στο σελιλόιντ.

Έχοντας ερμηνεύσει με θριαμβευτική επιτυχία τον Ριχάρδο τον 3ο στο Εθνικό Θέατρο της Μ. Βρετανίας, ο Ίαν ΜακΚέλεν μπορεί να υπερηφανεύεται ότι υπήρξε ο ιθύνων νους πίσω από τον πολυπόθητο εκσυγχρονισμό του κλασσικού σεξπιρικού θεατρικού και στην μεγάλη οθόνη.

Το 1995, σε συνεργασία με τον Ρίτσαρντ Λονκρέιν που σκηνοθέτησε το φιλμ, διασκευάζει αρχικά το αυθεντικό κείμενο και στην συνέχεια καθηλώνει τους θεατές, κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο μιας φρέσκιας και γεμάτης διαχρονικούς συμβολισμούς μεταφοράς που κλείνει συνεχώς το μάτι στην πιο οδυνηρή περίοδο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.

Διασκευασμένο από τον ίδιο τον Ιαν ΜακΚέλεν και βασισμένο σε μια από τις πιο διάσημες ερμηνείες του στο ρόλο του «Ριχάρδου του 3ου» στο Royal National Theatre, το διάσημο θεατρικό του Γουίλιαμ Σαίξπηρ παίρνει εδώ διαστάσεις μιας μεταμοντέρνας τραγωδίας, άχρονης στη λογική της ακόμη κι αν τυπικά διαδραματίζεται στα 30s, αλλά με σαφή σύμβολα που παραπέμπουν στο ναζισμό και την Ευρώπη πριν την αυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στιλιζαρισμένο τόσο ώστε να αντέξει τον όγκο του Ιαν ΜακΚέλεν που όταν παίζει Σαίξπηρ είναι σαν να εφευρίσκει κάθε φορά από την αρχή ολόκληρη τη θεατρική παράδοση της Αγγλίας, το φιλμ του Λονκρέιν θα τον έστελνε στα Βafta υποψήφιο για Α’ Ανδρικό Ρόλο και στην αθανασία ως έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους Ριχάρδους της κινηματογραφικής ιστορίας.

Η ταινία «Ριχάρδος ο 3ος» (Richard III – 1995), απέσπασε δύο Υποψηφιότητες για Όσκαρ, (στις κατηγορίες Best Art Direction-Set Decoration και Best Costume Design), αλλά και μία Υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα για την αξιομνημόνευτη ερμηνεία του Ιαν Μακ Κέλεν.


Ίαν ΜακΚέλεν, ένας μεγάλος ηθοποιός

Ίαν ΜακΚέλεν, ένας μεγάλος ηθοποιός

Ο Σερ Ίαν Μάρεϊ ΜακΚέλεν (Sir Ian Murray McKellen) (γεννημένος στις 25 Μαΐου 1939) είναι Βρετανός ηθοποιός. Έχει κερδίσει πολλαπλά Βραβεία Λόρενς Ολίβιε, ένα Τόνυ, προτάθηκε για δύο Όσκαρ και για πέντε Έμμυ. Η δουλειά του έχει κυμανθεί από Σαιξπηρικό και μοντέρνο θέατρο μέχρι δημοφιλείς ταινίες φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας. Είναι γνωστός για τους ρόλους του σε διάφορες ταινίες όπως τον Γκάνταλφ στην τριλογία Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών (The Lord of the Rings), τον Μαγκνέτο στην τριλογία X-Men και τον Σερ Λι Τίμπινγκ στην ταινία Κώδικας Da Vinci(The Da Vinci Code, 2006) και η τελευταία του ταινία The Hobbit ( An unexpected journey, The desolation of Smaug και The battle of the five armies).

Ο ΜακΚέλεν ορίστηκε Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1979, χρίστηκε ιππότης το 1991 για τις υπηρεσίες του στις τέχνες του θεάματος και ονομάστηκε Εταίρος της Τιμής για τις υπηρεσίες του στη δραματική τέχνη και την ισότητα, στις Τιμές του Νέου Χρόνου του 2008.

Ο ΜακΚέλεν γεννήθηκε στο Μπέρνλεϊ, στο Λάνκασαϊρ της Αγγλίας αν και πέρασε την περισσότερη ζωή του στο Γουίγκαν. Γεννημένος λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή η εμπειρία είχε ένα διαρκή αντίκτυπο πάνω του. Απαντώντας σε μια ερώτηση σε συνέντευξη, όταν ένας δημοσιογράφος σημείωσε πως φαινόταν ψύχραιμος στο επακόλουθο της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου, είπε: «Λοιπόν, αγάπη μου, ξεχνάς – κοιμήθηκα κάτω από ένα μεταλλικό πιάτο μέχρι τα τέσσερά μου χρόνια».

Ο πατέρας του, ο Ντένις Μάρεϊ ΜακΚέλεν, πολιτικός μηχανικός, ήταν λαϊκός ιεροκήρυκας, και επίσης οι παππούδες του ήταν ιεροκήρυκες. Την στιγμή της γέννησης του Ίαν, οι γονείς του είχαν ήδη μια πεντάχρονη κόρη, την Τζιν. Το περιβάλλον του σπιτιού του ήταν κυρίως Χριστιανικό, αλλά όχι ορθόδοξο. «Η ανατροφή μου ήταν από αιρετικούς Χριστιανούς, οι οποίοι ένιωθαν πως χώριζες την Χριστιανική ζωή με το να συμπεριφέρεσαι με Χριστιανικούς τρόπους σε όποιον γνώριζες». Όταν έφτασε στα 12 του χρόνια η μητέρα του, Μάρτζερι Λόις πέθανε. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο ΜακΚέλεν ήταν 24 χρονών. Για την αποκάλυψη των σεξουαλικών του προτιμήσεων στη θετή του μητέρα Γκλάντις ΜακΚέλεν, που ήταν μέλος της Θρησκευτικής Κοινωνίας των Φίλων είπε, «Σαν μέλος μιας κοινωνίας που δήλωνε την αδιαφορία της στην διακριτικότητα των φύλων χρόνια πριν νομίζω πως ήταν ευτυχής στο γεγονός πως δεν έλεγα ψέματα τώρα πια».

Ο ΜακΚέλεν πήγε στο Σχολείο Μπόλτον (στο τμήμα των αγοριών), του οποίου είναι ακόμα υποστηρικτής πηγαίνοντας τακτικά για να μιλήσει στους μαθητές. Η καριέρα του ως ηθοποιός άρχισε στο Μικρό Θέατρο του Μπόλτον, του οποίου είναι τώρα χορηγός. Οι γονείς του παρότρυναν το ενδιαφέρον που είδαν από νωρίς, πηγαίνοντάς τον να παρακολουθήσει το θεατρικό έργο Πίτερ Παν στο Σπίτι της Όπερας στην Μάντσεστερ όταν ήταν 3 χρονών. Όταν ήταν εννέα, το κύριο χριστουγεννιάτικο δώρο του ήταν ένα αναδιπλούμενο Βικτωριανό θέατρο από ξύλο και βακελίτη από το μουσείο παιχνιδιών Pollocks, με χάρτινο τοπίο και καλώδια για να σπρώχνει τα cut-outs της Σταχτοπούτας και του Άμλετ του Λόρενς Ολίβιε. Η αδερφή του τον πήγε στο πρώτο του θεατρικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ το Δωδέκατη Νύχτα, από τον ερασιτεχνικό θίασο του Μικρού Θέατρου του Γουίγκαν, και ακολούθησε σύντομα η παράσταση του Μακμπέθ από το Λύκειο Θηλέων του Γουίγκαν, με τους παραγωγούς του Όνειρο Θερινής Νυκτός και μουσική του Μέντελσον, με στο ρόλο της Μπότομ. (Η Τζιν συνέχισε να υποδύεται, να σκηνοθετεί, και να είναι παραγωγός ερασιτεχνικού θεάτρου μέχρι το θάνατό της.)

Κέρδισε υποτροφία στο Κολέγιο της Αγίας Αικατερίνης όταν ήταν 18. Στο κολέγιο γνωρίστηκε με τον Ντέρεκ Τζάκομπι, κι ένιωσε μια έλξη για εκείνον. Τη χαρακτήρισε σαν «πάθος αδήλωτο και μονομερές».

Θέατρο

Όσο ήταν στο Κέιμπριτζ ο ΜακΚέλεν ήταν μέλος της αδελφότητας Μάρλοουμ, και εμφανίστηκε στα έργα Henry IV στο ρόλο του Σάλοου με τον Τρέβορ Ναν και τον Ντέρεκ Τζακόμπι (Μάρτιος 1959), Κυμβελίνος (Cymbeline) στο ρόλο της Πόσθμους, με τη Μάρκαρετ Ντραμπλ στο ρόλο της Ιμογένης και Doctor Faustus. Η πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση έγινε το 1961 στο Nottingham Playhouse, στο ρόλο του Ρόπερ στο Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές (A Man for All Seasons). Μετά από τέσσερα χρόνια περιφερειακού ρεπερτορίου στα θέατρα έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο West End, στο A Scent of Flowers, που θεωρήθηκε ως «αξιοσημείωτη επιτυχία». Το 1965 έγινε μέλος της Εταιρίας του Εθνικού Θεάτρου του Λόρενς Ολίβιε στο θέατρο Old Vic, που τον οδήγησε σε ρόλους στο Φεστιβάλ Τσίτσεστερ. Την δεκαετία του 1970 και 1980 ο ΜακΚέλεν έγινε μια ευρέως γνωστή φιγούρα στο Βρετανικό Θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις συχνά στην Βασιλική Εταιρία Σαίξπηρ και στο Εθνικό Βασιλικό Θέατρο, όπου έπαιξε αρκετούς πρωταγωνιστικούς σαιξπηρικούς ρόλους, συμπεριλαμβανομένων και του πρωταγωνιστικού ρόλου στον Μάκβεθ (Macbeth ) και τον Ιάγο στον Οθέλο (Othello), σε βραβευμένες παραγωγές σκηνοθετημένες από τον Ναν.Και οι δύο αυτές παραγωγές μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση, επίσης σκηνοθετημένες από τον Ναν.

Το 2007 επέστρεψε στην Βασιλική Εταιρεία Σαίξπηρ, σε παραγωγές των Βασιλιάς Λιρ (King Lear) και O Γλάρος(The Seagull), και οι δύο σε σκηνοθεσία του Τρέβορ Ναν. Το 2009 εμφανίστηκε σε μια πολύ δημοφιλή αναβίωση του Περιμένοντας τον Γκοντό (Waiting for Godot) στο Haymarket Theatre του Λονδίνου, σκηνοθετημένο από τον Σον Ματίας παίζοντας με τον Πάτρικ Στιούαρτ. Ο ΜακΚέλεν είναι επίσης Πρόεδρος και χορηγός του Μικρού Θέατρου Συντεχνίας της Μεγάλης Βρετανίας, σε συνεργασία με ερασιτεχνικούς θεατρικούς οργανισμούς μέσα και έξω από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Δημοφιλής επιτυχία

Ο ΜακΚέλεν είχε πάρει ρόλους ταινιών καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του – ξεκινώντας από το 1969 με το ρόλο του Τζορτζ Μάθιους στην ταινία A Touch of Love, αλλά ευρύτερα γνωστός έγινε την δεκαετία του ’90, μέσα από αρκετούς ρόλους σε υπερπαραγωγές Χολιγουντιανών ταινιών.

Το 1993 ο ΜακΚέλεν υποδύθηκε το β’ ρόλο ενός Βορειοαφρικανού μεγιστάνα στην καλλιτεχνική επιτυχία Απρόσκλητος Επισκέπτης (Six Degrees of Separation), στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι Στόκαρντ Τσάνινγκ, Ντόναλντ Σάδερλαντ και Γουίλ Σμιθ. Τον ίδιο χρόνο, εμφανίστηκε σε μικρούς ρόλους στη μίνι τηλεοπτική σειρά Tales of the City (βασισμένη στην νουβέλα του φίλου του Άρμιστεντ Μόπιν) και την ταινία Ο Τελευταίος Μεγάλος Ήρωας (Last Action Hero), όπου υποδύθηκε το Θάνατο. Επίσης εμφανίστηκε στην τηλεταινία And the Band Played On που αφορούσε την ανακάλυψη του ιού του AIDS, για την οποία ο ΜακΚέλεν κέρδισε το βραβείο CableACE για τον Β’ ρόλο σε Ταινία ή Μίνι Σειρά και έλαβε υποψηφιότητα για Έμμυ Β’ Ανδρικού Ρόλου σε Μίνι Σειρά ή Ταινία.

Το 1995 έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Ριχάρδος ο 3ος (Richard III), στην οποία μετέφεραν την ιστορία σε μια εναλλακτική δεκαετία του ’30 όπου η Αγγλία κυβερνάται από φασίστες. Ο ΜακΚέλεν ήταν ο συμπαραγωγός και ο συν-σεναριογράφος της ταινίας, μεταφέροντας το θεατρικό έργο στη μεγάλη οθόνη βασισμένο σε μια θεατρική παραγωγή του έργου του Σαίξπηρ σκηνοθετημένη από τον Ρίτσαρντ Άϊρ για το Εθνικό Βασιλικό Θέατρο στο οποίο ο ΜακΚέλεν εμφανίστηκε. Ως παραγωγός, ο ΜακΚέλεν επέστρεψε την αμοιβή των 50.000 δολαρίων με σκοπό να ολοκληρώσει τα γυρίσματα της τελικής μάχης. Στην κριτική της ταινίας του, ο Χαλ Χίνσον του The Washington Post, αποκάλεσε την ερμηνεία του ΜακΚέλεν «μία θανάσιμη επιδεικτική ενσάρκωση» και είπε πως «η πολυποίκιλη γνώση του… κυριαρχεί τα πάντα». Η ερμηνεία του συγκέντρωσε υποψηφιότητες για BAFTA και Χρυσή Σφαίρα α’ ανδρικού ρόλου και κέρδισε το Βραβείο Ευρωπαϊκού Κινηματογράφο Καλύτερου Ηθοποιού. Το σενάριό του έλαβε υποψηφιότητα για BAFTA προσαρμοσμένου σεναρίου.

Στο αμερικανικό κοινό έγινε γνωστός με την ταινία Μαθήματα Φόβου (Apt Pupil) το 1998, βασισμένη σε μια ιστορία του Στίβεν Κινγκ. Ο ΜακΚέλεν υποδύθηκε έναν γέρο αξιωματικό των Ναζί που ζούσε με ψεύτικο όνομα στις Η.Π.Α, ο οποίος ήταν φίλος με έναν περίεργο έφηβο (Μπράντ Ρένφρο) που τον απείλησε ότι θα τον ξεσκεπάσει αν δεν του πει την ιστορία λεπτομερώς. Ο ΜακΚέλεν επιλέχθηκε για το ρόλο κυρίως λόγω της ερμηνείας του στην ταινία Cold Comfort Farm, την οποία παρακολούθησε ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ. Την επόμενη χρονιά έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία Θεοί και Δαίμονες (Gods and Monsters), όπου υποδύθηκε τον Τζέμις Γουέιλ, σκηνοθέτη των ταινιών Show Boat (1936) και του Φρανκενστάιν (Frankenstein, 1931).

Ξανασυνεργάστηκε με τον Μπράιαν Σίνγκερ για να υποδυθεί τον σούπερ κακό Μαγκνέτο στην σειρά των ταινιών X-Men. Ενώ γινόντουσαν τα γυρίσματα της ταινίας X-Men (2000) ο ΜακΚέλεν υποδυόταν τον μάγο Γκάνταλφ στην σειρά των ταινιών Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών (The Lord of the Rings) του Πίτερ Τζάκσον. Ο ΜακΚέλεν βραβεύτηκε με Screen Actors Guild Award Kαλύτερου Ηθοποιού σε Δευτεραγωνιστικό Ρόλο και έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Επίσης δάνεισε τη φωνή του Γκάνταλφ στο βιντεοπαιχνίδι της τριλογίας όπως επίσης και στο The Lord of the Rings: The Third Age. Τον Ιανουάριο του 2010 επιβεβαιώθηκε πως ο ΜακΚέλεν θα επαναλάβει το ρόλο του Γκάνταλφ στην ταινία Το Χόμπιτ (The Hobbit).

Στις 16 Μαρτίου 2002, ήταν ο οικοδεσπότης στο Saturday Night Live. Το 2003, ο ΜακΚέλεν εμφανίστηκε ως ο εαυτός του στο Αμερικάνικο καρτούν Οι Σίμσονς (The Simpsons), σε ένα ειδικό επεισόδιο με θέμα τη Βρετανία με τίτλο «Οι Μονόλογοι της Ρετζίνα», μαζί με τον Τόνι Μπλερ και την Τζ. Κ. Ρόουλινγκ. Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2005, υποδύθηκε τον ρόλο του Μελ Χάτσράιτ στην σαπουνόπερα του τηλεοπτικού καναλιού Granada Television, Coronation Street εκπληρώνοντας μια μακροχρόνια φιλοδοξία. Είναι επίσης γνωστός για την δουλειά του σε φωνητικούς ρόλους, έχοντας αφηγηθεί την ταινία του Ρίτσαρντ Μπελ, Eighteen, στο ρόλο ενός παππού που αφηγείται τις αναμνήσεις του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια κασέτα για τον έφηβο εγγονό του.

Ο ΜακΚέλεν εμφανίστηκε σε ταινίες περιορισμένης κυκλοφορίας, όπως το Emile (2003), το οποίο γυρίστηκε λίγες μέρες μετά τα γυρίσματα της ταινίας X2, το Neverwas (2005) και το Παράνομο Πάθος (Asylum, 2005). Υποδύθηκε τον Σερ Λι Τίμπινγκ στην ταινία Κώδικας Da Vinci (The Da Vinci Code, 2006). Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στις 17ης Μαΐου 2006 στο The Today Show μαζί με τον σκηνοθέτη και το καστ της ταινίας Κώδικας Da Vinci, ο Ματ Λάουερ έθεσε ένα ερώτημα στην ομάδα σχετικά με το πως θα ένιωθαν αν η ταινία έφερε μια εμφανή αποποίηση ευθυνών ότι η ταινία είναι προϊόν φαντασίας, όπως επιθυμούσαν κάποιες θρησκευτικές ομάδες. Ο ΜακΚέλεν αποκρίθηκε, «σκέφτομαι συχνά πως η Βίβλος θα έπρεπε να έχει αποποίηση ευθυνών λέγοντας ‘Αυτό είναι φαντασία.’ Εννοώ, περπάτημα πάνω στο νερό; Χρειάζεται… μια πράξη πίστης. Και έχω πίστη σε αυτή την ταινία -όχι ότι είναι αλήθεια, όχι ότι είναι πραγματικό, αλλά είναι μια πάρα πολύ καλή ιστορία.» Συνέχισε λέγοντας, «Και πιστεύω πως το κοινό είναι αρκετά έξυπνο και λαμπρό για να ξεχωρίσει το πραγματικό και το φανταστικό και να συζητήσουν το πράγμα όταν θα το έχουν δει». Ο ΜακΚέλεν εμφανίστηκε στην κωμική σειρά του Ρίκι Τζερβές με τίτλο Extras, όπου έπαιξε τον εαυτό του σκηνοθετώντας τον χαρακτήρα του Τζερβές, Άντι Μιλμαν που αφορά τους γκέι εραστές. Ο ΜακΚέλεν βραβεύτηκε το 2007 με το Έμμυ Καλύτερου Γκεστ Ηθοποιού σε Κωμική Σειρά. Επίσης εμφανίστηκε το 2009 στο ριμέικ της ταινίας του 1967 The Prisoner, όπου έπαιξε τον χαρακτήρα Νούμερο Δύο.

Προσωπική Ζωή

Ο ΜακΚέλεν και ο πρώτος σοβαρός του σύντροφος, Μπράιαν Τέιλορ, ένας δάσκαλος ιστορίας από το Μπόλτον, ξεκίνησαν τη σχέση τους το 1964. Κράτησε για 8 χρόνια, τελειώνοντας το 1972. Ζούσαν στο Λονδίνο, όπου ο ΜακΚέλεν συνέχισε την καριέρα του ως ηθοποιός. Για πάνω από μια δεκαετία, ζούσε σε μια πενταόροφη Βικτοριανή πολυκατοικία στο Narrow Street, στο Limhouse. To 1978 γνώρισε τον δεύτερο σύντροφό του, τον Σον Ματίας, στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου. Αυτή η σχέση κράτησε μέχρι το 1988. Σύμφωνα με τον Ματίας αυτή η δεκάχρονη ερωτική σχέση ήταν θυελλώδης, με συγκρούσεις που αφορούσαν την επιτυχία του ΜακΚέλεν στην υποκριτική ενάντια στην κάπως λιγότερο επιτυχή καριέρα του Ματίας. Ο Ματίας και ο ΜακΚέλεν παρέμειναν φίλοι, και ο Ματίας σκηνοθέτησε τον ΜακΚέλεν στο Περιμένοντας τον Γκοντό στο Βασιλικό Θέατρο το 2009. Το ζευγάρι ενώθηκε επαγγελματικά με τον Έβτζενι Λεμπεντέβ αγοράζοντας την ταβέρνα The Grapes στο Νarrow Street, κοντά στο σπίτι του ΜακΚέλεν.

Φίλος του Ίαν Τσάρλεσον και μεγάλος θαυμαστής της δουλειάς του, ο ΜακΚέλεν συνέβαλε σε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του 1990 με τίτλο For Ian Charleson: A Tribute.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο ΜακΚέλεν έχασε την όρεξή του για κρέας εκτός από ψάρι, και το αποκλείει από τη δίαιτά του.

Ακτιβισμός-Καμπάνια των δικαιωμάτων LGBT

 

Ο Σερ Ίαν Μάρεϊ ΜακΚέλεν στο Manchester Pride το 2010

 

 

Ο ΜακΚέλεν στο Europride το 2003 στο Μάντσεστερ.

Ενώ ο ΜακΚέλεν είχε κάνει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό γνωστό στους συνάδελφους του ηθοποιούς στα πρώτα στάδια της καριέρας του, ήταν το 1988 που το αποκάλυψε στο ευρύ κοινό, σε ένα πρόγραμμα του BBC Radio 3. Αυτό που ώθησε τον ΜακΚέλεν στην απόφασή του -ξεπερνώντας κάθε ανησυχία για πιθανές αρνητικές συνέπειες στην καριέρα του- ήταν ο επίμαχος Τομέας 28 του Τοπικού Κυβερνητικού Συμβολαίου, πιο απλά γνωστό ως Τομέας 28, που βρισκόταν υπό την εξέταση της Βρετανικής Κυβέρνησης. Ο ΜακΚέλεν τόνισε πως ήταν επηρεασμένος για την απόφασή του από συμβουλές και υποστήριξη των φίλων του, μέσα σε αυτούς ο γκέι συγγραφέας Άρμιστεντ Μόπιν.

Το 2003, κατά τη διάρκεια της εμφάνισής του στο Have I Got News For You ο ΜακΚέλεν ισχυρίστηκε πως όταν επισκέφθηκε τον Μάικλ Χάουαρντ, που ήταν τότε Περιβαλλοντικός Γραμματέας (υπεύθυνος για την τοπική κυβέρνηση), το 1998 για να εναντιωθεί στον Τομέα 28, ο Χάουαρντ αρνήθηκε να αλλάξει την θέση του αλλά του ζήτησε να του αφήσει ένα αυτόγραφο για τα παιδιά του. Ο ΜακΚέλεν συμφώνησε αλλά έγραψε. «Γαμήσου, είμαι γκέι». Ο ΜακΚέλεν επίσης περιέγραψε τους υφυπουργούς του Χάουαρντ, τους Συντηρητικούς Ντέιβιντ Γουίλσιρ και τον Ντέιμ Τζιλ Νάιτ, που ήταν οι αρχιτέκτονες του Τομέα 28, ως «άσχημες αδερφές» μιας πολιτικής παντομίμας.

Ο Τομέας 28, που είχε σκοπό να προστατεύσει τις τοπικές αρχές από «την προώθηση της ομοφυλοφιλίας» ‘σαν είδος προσποίησης οικογενειακής φιλίας’ ήταν ασαφής και η πραγματική επίπτωση της τροποποίησης ήταν ασαφής. Ο ΜακΚέλεν έγινε ενεργός υποστηρικτής στην καταπολέμηση του προτεινόμενου νόμου, και δήλωσε πως είναι γκέι σε ένα Ραδιοφωνικό πρόγραμμα του BBC όπου συζήτησε το θέμα του Τομέα 28 με τον συντηρητικό δημοσιογράφο Πέρεγκριν Γουόρστχόρν. Είπε: «Η δική μου συμμετοχή σε αυτή την καμπάνια ήταν η παρότρινση για τους ανθρώπους για να νιώσουν άνετα, να σκεφτούν πως αν ο Ίαν ΜακΚέλεν συστρατεύεται για το σκοπό αυτό, ίσως να ήταν καλό και για άλλους ανθρώπους, γκέι και στρέιτ». Ο Τομέας 28, ωστόσο, θεσπίστηκε και παρέμεινε στους κώδικες μέχρι το 2003.

Ο ΜακΚέλεν συνέχισε να είναι πολύ ενεργός στις προσπάθειες των δικαιωμάτων της LGBT κοινότητας. Σε μια δήλωση στην ιστοσελίδα του μιλώντας για τον ακτιβισμό του ο ηθοποιός σχολίασε πως:

Έχω παραμελήσει την άσκηση πίεσης για άλλα θέματα που με ενδιαφέρουν -πυρηνικά όπλα (εναντίον), θρησκεία (άθεος), καπιταλιστική τιμωρία (εναντίον), AIDS (δωρητής)- επειδή θέλω να ρίχνω πάντα το βάρος στην αντιμετώπιση της πιο επείγουσας ανησυχίας μου· νομική και κοινωνική ισότητα για τους ομοφυλόφιλους σε όλον τον κόσμο.

O ΜακΚέλεν είναι συνιδρυτής του Stonewall, μιας ομάδας των LGBT δικαιωμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, που πήρε το όνομα του από τις ταραχές του Stonewall. O ΜακΚέλεν είναι επίσης χορηγός των LGBT History Month, Pride London, GAY-GLOS, The Lesbian & Gay Foundation, και του FFLAG όπου παρουσιάζεται στο βίντεό τους «Οι Γονείς Μιλούν».

Το 1994 στην τελετή λήξης των Gay Games, εν συντομία ανέβηκε στη σκηνή για να αντιμετωπίσει το πλήθος, λέγοντας, «Είμαι ο Σερ Ίαν ΜακΚέλεν αλλά μπορείτε να με λέτε Σερένα» (αυτό το ψευδώνυμο αρχικά δώθηκε από τον Στέφεν Φράι, ο οποίος κυκλοφορούσε με την ομοφυλοφιλική κοινωνία από τη στιγμή που επιβεβαιώθηκε ο ιπποτισμός του ΜακΚέλεν). Το 2002, παρευρέθηκε στα Βραβεία Όσκαρ με τον τότε Νεοζηλανδό σύντροφό του Νικ Κάθελ

Το 2006 ο ΜακΚέλεν μίλησε πριν την εκτόξευση του LGBT History Month του 2007 στο Ηνωμένο Βασίλειο, στηρίζοντας τον οργανισμό και τον ιδρυτή του, Σου Σάντερς. Το 2007 ο ΜακΚέλεν έγινε προστάτης του The Albert Kennedy Trust ενός οργανισμού που παρέχει στήριξη στους νεαρούς, άστεγους και ταραγμένους ανθρώπους της LGBT.

Το 2006 ο ΜακΚέλεν έγινε χορηγός της Oxford Pride. Εκείνη είπε:

Στέλνω την αγάπη μου σε όλα τα μέλη της Oxford Pride, τους χορηγούς και τους υποστηρικτές της, για την οποία είμαι περήφανος που είμαι μέλος.Έχω πάει σε πολλές εκδηλώσεις του Pride σε όλο τον κόσμο, από τον Γκράντ Μάρσαλ στο Σαν Φρανσίσκο μέχρι και την πρώτη γκέι πορεία στο Γιοχάνεσμπουργκ μετά το απαρτχάιντ στην Βόρεια Αφρική. Όπου τα γκέι άτομα συγκεντρώνονται δημόσια για να γιορτάσουν την αίσθηση της κοινωνίας τους, υπάρχουν δύο σημαντικά αποτελέσματα. Πρώτα, οι τυχαίοι περαστικοί μπορεί να είναι εντυπωσιασμένοι από την πεποίθηση και την απόφαση να είμαστε οι εαυτοί μας και δεύτερον τα γκέι άτομα οποιαδήποτε εποχής, μπορούν να νιώσουν άνετα και να κάνουν τα πρώτα βήματα για να έρθουν «έξω» και να αφήσουν την κρυψώνα για πάντα πίσω.

Ο ΜακΚέλεν ασχολείται με τον ακτιβισμό σε όλον τον κόσμο. Προκάλεσε σημαντική αναταραχή στη Σιγκαπούρη. Καλεσμένος για μια συνέντευξη σε μια πρωινή εκπομπή, σόκαρε τον δημοσιογράφο ρωτώντας τον εάν θα μπορούσαν να του προτείνουν ένα γκέι μπάρ. Το πρόγραμμα σταμάτησε αμέσως. Το Δεκέμβριο του 2008 μπήκε στην λίστα των 100 «εκτός» του περιοδικού Out.

Το 2010 ο ΜακΚέλεν επέκτεινε την στήριξη του για το φεστιβάλ της Liverpool Homotopia, στην οποία μια ομάδα από ομοφυλόφιλους έφηβους του Μέρσισάιντ βοήθησαν να παραχθεί μια αντι-ομοφυλοφιλική καμπάνια για τα σχολεία και τα κέντρα νεότητας σε όλη την πόλη.

Τον Μάιο του 2011, ο ΜακΚέλεν αποκάλεσε τον Σέρτζι Σόμπιανιν, τον Δήμαρχο της Μόσχας, «δειλό» όταν αρνήθηκε να επιτρέψει γκέι παρελάσεις στην πόλη.

Φιλανθρωπικό έργο

Τον Απρίλιο του 2010 μαζί με τον Μπράιαν Κοξ και την Ελέανορ Μπρον, εμφανίστηκαν σε τηλεοπτικές διαφημιστικές σειρές για να στηρίξουν την Age Uk, ένα ίδρυμα προσφάτως σχηματισμένο από την συγχώνευση του Age Concern και Help the Aged. Και οι τρεις ηθοποιοί συμμετείχαν δωρεάν.

Βασιλικό Θέατρο Ισάακ, Κράιστσερτς

Ενώ ήταν στη Νέα Ζηλανδία γυρίζοντας το The Hobbit το 2012, ο ΜακΚέλεν ανακοίνωσε ένα ειδικό σόου με τίτλο «Σαίξπηρ, Τόλκιν, ITR και Εσύ!», με έσοδα από τα δύο σόου που θα βοηθήσουν να σωθεί το Βασιλικό Θέατρο Ισαάκ, που υπέφερε από εκτεταμένη ζημιά κατά τη διάρκεια του σεισμού του Κράιστσερτς. Ο ΜακΚέλεν είπε πως επέλεξε να σώσει το κτήριο επειδή ήταν το τελευταίο θέατρο που έπαιξε στη Νέα Ζηλανδία (Περιμένοντας το Γκόντο το 2010) και η αγάπη των τοπικών ανθρώπων το έκαναν ένα μέρος που αξίζει να συμβάλλει.

Θεατρικές παραστάσεις

 

Τα χέρια του ΜακΚέλεν σε μια πλάκα των Θεών και Τεράτων του 1999 στο Leicester Square του Λονδίνου.

  • Πολλή Φασαρία για το Τίποτα, Εθνικό Βασιλικό Θέατρο, Παλιό Βικ, Λονδίνο 1965
  • Η Τρελόνι των ‘Πηγαδιών’, Εθνικό Θέατρο, Λονδίνο & Φεστιβάλ Τσίτσεστερ, 1965
  • Η Υπόσχεση, Τέλος Δύσης, Μπρόντγουεϊ
  • Εδουάρδος ο Δεύτερος (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Φεστιβάλ Εδιμβούργου & Τέλος Δύσης, 1969
  • Άμλετ (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Περιοδεία Ηνωμένου Βασιλείου/Ευρώπης, 1971
  • Κρίμα Είναι Πόρνη, Περιοδεία Ηνωμένου Βασιλείου, 1972
  • Δρ Φόστους (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Βασιλική Εταιρεία Σαίξπηρ, Φεστιβάλ Εδιμβούργου & Θέατρο Άλντουιτς, 1974
  • Βασιλιάς Ιωάννης, RSC, 1975
  • Ρωμαίος και Ιουλιέτα (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), RSC, Stratford-upon-Avon & Λονδίνο, 1976
  • Η Ιστορία του Χειμώνα, RSC, Stratford-upon-Avon, 1976
  • Μακβέθ (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), RSC, Stratford-upon-Avon & Νεαρός Βικ (Λονδίνο), 1976-1977
  • Ο Αλχημιστής, RSC, Stratford-upon-Avon & Λονδίνο, 1977
  • Κάθε Καλό Αγόρι Αξίζει μια Χάρη, RSV, Κέντρο Τεχνών Μπάρμπικαν (Λονδίνο), 1977
  • Τρεις Αδερφές, RSC, Περιοδεία Ηνωμένου Βασιλείου, 1978
  • Μπεντ, (στο ρόλο του Μαξ) Βασιλικό Γήπεδο και Κριτίριο, Λονδίνο, 1979
  • Αμαντέους (στο ρόλο του Σαλιέρι), Μπρόντγουει, 1980
  • Κοριολάνος (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Εθνικό Θέατρο, 1984
  • Άγριο Μέλι, Εθνικό Θέατρο, 1984 & Μπρόντγουεϊ,1986
  • Ο Δενδρόκηπος με τα Κεράσια (στο ρόλο του Λόπακιν), Εθνικό Θέατρο, 1985
  • Η Δούκισσα του Μάλφι, Εθνικό Θέατρο, 1985
  • Το Πραγματικό Κυνηγόσκυλο Επιθεώρησης, Εθνικό Θέατρο, Λονδίνο & Παρίσι, 1985
  • Οθέλος (στο ρόλο του Ιάγκο), RSC, Λονδίνο & Stratford-upon-Avon, 1989
  • Ριχάρδος ο Τρίτος (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Εθνικό Θέατρο, παγκόσμια περιοδεία, 1990 & Περιοδεία Ηνωμένων Πολιτειών, 1992
  • Ο Θείος Βάνιας (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Εθνικό Θέατρο, 1992
  • Πίτερ Παν (στο ρόλο του Κύριου Ντάρλινγκ/Κάπτεν Χουκ), Εθνικό Θέατρο, 1997
  • Ένας Εχθρός των Ανθρώπων, Εθνικό Θέατρο, 1996 & Θέατρο Αχμάνσον (Λος Άντζελες, 1998
  • Τωρινό Γέλιο, Δυτικό Θέατρο Γιόρκσαϊρ (Λίντς, Αγγλία), 1998
  • Ο Χορός του Θανάτου, στο Θέατρο Μπρόντχερστ (Νέα Υόρκη) το 2001. Στο Λυρικό Θέατρο (Λονδίνο, Αγγλία) το 2003[47] Dance of Death, at the
  • Αλαντίν (στο ρόλο του Χήρου Τουάνκι) Παλιό Βικ, 2004 & 2005
  • Η Κοπή, Αποθήκη Ντόνμαρ, 2006
  • Βασιλιάς Ληρ, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Θέατρο Αυλής, Stratford-upon-Avon 2007 Νέα Ζηλανδία, 2007 Νέα Υόρκη (Ακαδημία Μουσικής στο Μπρόυκλιν), 2007, Μινεάπολη, 2007, Θέατρο Νέου Λονδίνου (Δυτικό Τέλος), 2007-8
  • Ο Γλάρος του Άντον Τσσέχοφ, (στο ρόλο του Σόριν), Θέατρο Αυλής, Stratford-upon-Avon, 2007 Νέα Υόρκη (Ακαδημία Μουσικής του Μπρούκλιν), Μινεάπολη 2007, Θέατρο νέου Λονδινου 2007 (Δυτικό Τέλος), 2007-8
  • Περιμένοντας τον Γκόντο του Σάμιουελ Μπέκετ, (στο ρόλο του Έστραγκον), Βασιλικό Θέατρο Χέιμαρκετ, Λονδίνο, 2009 και 2010. Θέατρο Κωμωδίας, Μελβούρνη, Αυστραλία, 2010 και Θέατρο Φάγκαρντ, Κέιπ Τάουν, Βόρεια Αφρική
  • Το Συνδικάτο του Εντουάρντο ντε Φιλλίπο, Φεστιβάλ Τσίτσεστερ, 2011

Φιλμογραφία

Έτος Τίτλος Ρόλος Σημειώσεις
1966 Ντέιβιντ Κόπερφιλντ Ντέιβιντ Κόπερφιλντ Τηλεόραση
1969 Η Υπόσχεση Λεονίντικ  
Άλφρεντ ο Μέγας Ρότζερ  
Ένα Άγγιγμα Αγάπης Τζόρτζ Μάθιους  
1981 Ο Παπάς της Αγάπης Λόρενς  
Μαξιλάρι της Φωτιάς Αφηγητής Ντοκιμαντέρ
1982 Ο Κόκκινος Αναγαλίς Πολ Τσόβελιν  
Γουόλτερ Γουόλτερ Βασιλική Τηλεοπτική Κοινωνία για την Καλύτερη Απόδοση
1983 Η Κράτηση Δρ Θίοντορ Κούζα  
1985 Άφθονος Σερ Άντριου Τσάρλσον  
Ζήνα Άρθουρ Κρόνφελντ  
1989 Σκάνδαλο Τζον Προφούμο  
1993 Έξι Βαθμοί Χωρισμού Τζόφρι Μίλερ  
Η Μπαλάντα του Μικρού Τζο Πέρσι Κόρκοραν  
Ο Ήρωας της Τελευταίας Δράσης Ντέθ εμφάνιση καμέας
Και η Μπάντα Παίζει Μπιλ Κρος Βραβείο CableACE για τον Υποστηρικτικό Ηθοποιό σε μια Ταινία ή σε Μίνι Σειρές
Βραβευμένο με Βραβείο Έμμυ για τον Εξαιρετικό Υποστηρικτικό Ηθοποιό – Μίνι Σειρές ή σε Ταινία
1994 Για να Πεθάνεις Αφηγητής Ντοκιμαντέρ για Παπλώματα φωνή
Η Σκιά Δρ Ράινχαρντ Λέιν  
Θα Κάνω Οτιδήποτε Τζον Ερλ ΜακΆλπιν  
1995 Ανακαίνιση Γουίλ Γκέιτς  
Κρύα Άνετη Φάρμα Έιμος Σταρκάντερ Τηλεόραση
Ριχάρδος ο Τρίτος Ριχάρδος ο Τρίτος Ευρωπαϊκο Βραβείο Ταινίας για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβείο Απογευματινής Σταθερής Βρετανικής Ταινίας για την Καλύτερη Ταινία
Βραβευμένο—Βραβείο BAFTA για τον Καλύτερο Πρωταγωνιστικό Ρόλο
Βραβευμένο—Βραβείο BAFTA για το Καλύτερο Υιοθετημένο Σενάριο
Βραβευμένο—Παγκόσμιο Χρυσό Βραβείο για τον Καλύτερο Ηθοποιό – Δράμα Κινούμενης Εικόνας
Τζακ και Σάρα Ουίλλιαμ  
1996 Ρασπούτιν: Σκοτεινός Υπηρέτης του Πεπρωμένου Νίκολας ο Δεύτερος Παγκόσμιο Χρυσό Βραβείο για τον Καλύτερο Ηθοποιό – Μίνι Σειρές ή Τηλεοπτική Ταινία
Βραβευμένο—Βραβείο Έμμυ για τον Εξαιρετικό Υποστηρικτικό Ηθοποιό – Μίνι Σειρές ή Ταινία
Nominated— Δορυφορικό Βραβείο για τον Καλύτερο Υποστηρικτικό Ηθοποιό – Σειρές, Μίνι Σειρές ή Τηλεοπτικές Ταινίες
1997 Σκουπισμένος από τη Θάλασσα Δρ. Τζέιμς Κένεντι  
Μπέντ Θείος Φρέντι  
1998 Έξυπνος Μαθητής Κούρτ Ντούσαντερ Βραβείο Αναμεταδωτικής Ταινίας σε Συνεργασία με τους Κριτές για τον Καλύτερο Ηθοποιό (επίσης για το Θεοί και Τέρατα) Βραβείο Αναμεταδωτικής Ταινίας σε Συνεργασία με τους Κριτές για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβείο Κρόνου για τον Καλύτερο Υποστηρικτικό Ηθοποιό
Θεοί και Τέρατα Τζέιμς Γουέιλ Βραβείο Βρετανικής Ανεξάρτητης Ταινίας για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβείο Αναμεταδωτικής Ταινίας σε Συνεργασία με τους Κριτές για τον Καλύτερο Ηθοποιό
(επίσης για το Έξυπνος Μαθητής)
Κυκλικό Βραβείο για την Ταινία από το Σικάγο σε Συνεργασία με τους Κριτές για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβείο Κλοτρούντις για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Κυκλικό Βραβείο Φλόριντας για την Καλύτερη Ταινία Κριτών για τον Καλύτερο Ηθοποιό(επίσης και για το Έξυπνος Μαθητής
[Βραβείο Ανεξάρτητου Πνεύματος για το Καλύτερο Πρωταγωνιστικό Αρσενικό
Κυκλικό Βραβείο για την Ταινία Κριτών του Κάνσας για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβείο Ταινίας του Λος Άντζελες για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβείο Εθνικής Επιτροπής των Κριτικών για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Διαδικτυακή Ταινία της Κοινωνίας των Κριτών για τον Καλύτερο Ηθοποιό
[[Βραβείο Ταινίας Σαν Ντιέγκο της Κοινωνίας των Κριτών για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Παγκόσμιο Φεστιβάλ Ταινίας Σαν Σεμπάστιαν για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβείο Ταινίας του Τορόντο σε Συνεργασία με τους Κριτές για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβευμένο—Βραβείο Όσκαρ για τον Καλύτερο Ηθοποιό
Βραβευμένο—Χρυσό Παγκόσμιο Βραβείο για τον Καλύτερο Ηθοποιό – Δράμα Κινούμενης Εικόνας
Βραβευμένο-Συντεχνία Ηθοποιών Οθόνης για την Εξαιρετική Απόδοση από έναν Αρσενικό Ηθοποιό σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο
Βραβευμένο—Δορυφορικό Βραβείο για τον Καλύτερο Ηθοποιό – Δράμα Κινούμενης Εικόνας
1999 Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (ταινία του 1999) Κος Κρίκλ Τηλεόραση
2000 X-Men Έρικ Λένσερ/ Μαγκνέτο Βραβευμένο—Βραβείο Ψυχαγωγικής Υπερπαραγωγής για τον Καλύτερο Υπερκακό
2001 Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού Γκάνταλφ ο Γκρίζος Βραβείο Ταινίας Φοίνικα της Κοινωνίας Κριτών για το Καλύτερο Κάστ
Βραβείο Κρόνου για τον Καλύτερο Υποστηρικτικό Ηθοποιό
Βραβείο Συντεχνίας Ηθοποιών Οθόνης για την Εξαιρετική Απόδοση από έναν Αρσενικό Ηθοποιό σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο
Βραβευμένο—Βραβείο Όσκαρ για τον Καλύτερο Υποστηρικτικό Ηθοποιό
Βραβευμένο—Βραβείο BAFTA για τον Καλύτερο Ηθοποιό σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο
Βραβευμένο—Βραβεία Αποκλειστικού DVD για το Καλύτερο Σχολιαστικό(μοιρασμένο με τον Ελάιγια Γούντ [Φρόντο] και την Λιβ Τάιλερ
Βραβευμένο—Αυτοκρατορικό Βραβείο για τον Καλύτερο Βρετανό Ηθοποιό
Βραβευμένο—Βραβείο Ταινίας MTV για την Καλύτερη Μάχη(μοιρασμένη με τον Κρίστοφερ Λι
Βραβευμένο—Διαδικτυακή ταινία της Κοινωνίας Κριτικών για τον Καλύτερο Υποστηρικτικό Ηθοποιό
Βραβευμένο—Δορυφορικό Βραβείο για τον Καλύτερο Υποστηρικτικό Ηθοποιό – Κινούμενη Εικόνα
Βραβευμένο—Συντεχνία Ηθοποιών Οθόνης για την Εξαιρετική Απόδοση από το Καστ σε Κινούμενη Εικόνα
2002 Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Οι Δύο Πύργοι Γκάνταλφ ο Λευκός Διαδικτυακή Ταινία της Κοινωνίας των Κριτικών για το Καλύτερο Κάστ
Ταινία Φοίνικα της Κοινωνίας Κριτών για το Καλύτερο Κάστ
Βραβευμένο—Αυτοκρατορικό Βραβείο για τον Καλύτερο Βρετανό Ηθοποιό
Βραβευμένο—Συντεχνία Ηθοποιών Οθόνης για την Εξαιρετική Απόδοση από ένα Κάστ σε Κινούμενη Εικόνα
2003 Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά Γκάνταλφ ο Λευκός Βραβείο Αναμεταδοτικής Ταινίας σε Συνεργασία με τους Κριτές για το Καλύτερο Κάστ
Βραβείο Εθνικής Επιτροπής Κριτικών για το Καλύτερο Κάστ
Συντεχνία Ηθοποιών Οθόνης για την Εξαιρετική Απόδοση από ένα Κάστ σε Κινούμενη Εικόνα
Βραβευμένο— Βραβείο BAFTA για τον Καλύτερο Ηθοποιό σε Υποστηρικτικό Ρόλο
Βραβευμένο—Αυτοκρατορικό Βραβείο για τον Καλύτερο Βρετανό Ηθοποιό
Βραβευμένο—Ταινία Φοίνικα της Κοινωνίας των Κριτών για το Καλύτερο Κάστ
Βραβευμένο—Βραβείο Κρόνου για τον Καλύτερο Υποστηρικτικο Ηθοποιό
2003 Εμίλ Εμίλ Βραβευμένο—Βραβείο Τζίνι για την Καλύτερη Απόδοση από έναν Ηθοποιό σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο
2003 Οι Σίμσονς Ο ίδιος Επεισόδιο: Ο Μονόλογος Της Ρετζίνα
2003 X2 Έρικ Λένσερ / Μαγκνέτο Βραβευμένο—Βραβείο Έφηβης Επιλογής για τον Επιλεγμένο Υπερκακό της Ταινίας
2004 Δεκαοχτώ Τζέισον Άντερς (στη φωνή)  
2005 Δεν Ήταν Ποτέ Γκάμπριελ Φίντς (στη φωνή)    
2005 Άσυλο Δρ. Πίτερ Κλιβ  
2005 Η Μαγική Κυκλική Διασταύρωση Ζεβεδίας φωνή
Όδος Στέψης Μελ Χάτσραιτ (10 επεισόδια)  
2006 Έξτρας Ίαν ΜακΚέλεν Βραβευμένο—Βραβείο Έμμυ Primetime για τον Εξαιρετικό Καλεσμένο Ηθοποιό σε Κωμικές Σειρές  
2006 Η Ποντικούπολη Ο Φρύνος Βραβείο Άννι για την Καλύτερη Πράξη Φωνής σε Κινούμενο Σχέδιο
2006 X-Men: Η Τελική Αναμέτρηση Έρικ Λένσερ / Μαγκνέτο Βραβευμένο- Ιρλανδική Ταινία & Τηλεοπτικό Βραβείό 2007 για τον Καλύτερο Παγκόσμιο Ηθοποιό
Βραβευμένο—Βραβεία Επιλογής Έφηβου για τις ταινίες – Επιλογή Σλίζμπαγκ (επίσης για το Κώδικας Ντα Βίντσι)
2006 Κώδικας Ντα Βίντσι Σερ Λι Τίμπινγκ Βραβευμένο-Βραβεία Επιλογής Έφηβων για Ταινίες – Επιλογή Σλίζμπαγκ (επίσης για το X-Men: Η Τελευταία Μάχη)
2007 Αστερόσκονη Αφηγητής φωνή
2007 Η Χρυσή Πυξίδα Γιόρεκ Μπίρνισον φωνή
2008 Βασιλιάς Λιρ Βασιλιάς Λιρ Βραβευμένο-Βραβείο Έμμυ για τον Εξαιρετικό Πρωταγωνιστικό Ηθοποιό – σε Μίνι Σειρές ή σε Ταινία  
2009 Ο Κατάδικος Νούμερο Δύο Βραβευμένο— Βραβείο Έμμυ για τον Εξαιρετικό Πρωταγωνιστικό Ηθοποιό – σε Μίνι Σειρές ή σε Ταινία
2012 Χόμπιτ: Ένα Αναπάντεχο Ταξίδι Γκάνταλφ ο Γκρίζος  
2013 Χόμπιτ: Η Ερημιά του Νοσφιστή Γκάνταλφ ο Γκρίζος  
2014 X-Men: Ημέρες ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος Έρικ Λένσερ / Μαγκνέτο  
2014 Χόμπιτ: Η Μάχη των Πέντε Στρατών Γκάνταλφ ο Γκρίζος  
2015 Ο κύριος Χολμς Σέρλοκ Χολμς  
2017 Η πεντάμορφη και το τέρας Κόγκσγουορθ  

 
Ο σκηνοθέτης Richard Loncraine
 
Γέννηση 20 Οκτωβρίου 1946 , Τσέλτεναμ, Ηνωμένο Βασίλειο, έχει κερδίσει μεγάλη αναγνώριση για το έργο του στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τις διαφημίσεις. Σπούδασε γλυπτική στην Κεντρική Σχολή Τέχνης πριν φοιτήσει στο Royal College of Art Film School. Πέρασε τρία χρόνια για να εργαστεί στο BBC προτού μετακομίσει σε διαφημίσεις. Από εκείνη την εποχή έχει ασχοληθεί επιτυχώς με τη σκηνοθεσία ταινιών με τη σκηνοθεσία σε τηλεοπτικές παραγωγές, και η μεγάλη γκάμα των έργων του εντυπωσιάζει – από τον Dennis Potter ( Blade on the Feather (1980), Brimstone & Treacle (1982) Σέξι Ιεραποστόλος (1982) και από τη The Gathering Storm (2002) (αναγνωρισμένη παγκοσμίως ως η καλύτερη εμφάνιση του Winston Churchill στην οθόνη για χρόνια) στην ρομαντική κωμωδία του Wimbledon (2004). Δεν είναι περίεργο ότι ο Loncraine είναι πλέον ένας από τους πιο σεβαστούς βρετανούς σκηνοθέτες.

Ιστορία: Ριχάρδος Γ’ (Richard III of England) (1452 – 1485)

Βασιλιάς της Αγγλίας, τελευταίος βασιλιάς του Οίκου της Υόρκης και τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πλανταγενετών. Η μάχη του Μπόσγουορθ έφερε την αποκορύφωση του πολέμου των Ρόδων και την πτώση της δυναστείας των Πλανταγενετών στον θρόνο της Αγγλίας. Μετά τον θάνατο του αδελφού του βασιλιά Εδουάρδου Δ’ διετέλεσε αντιβασιλιάς για λογαριασμό του ανήλικου ανιψιού του βασιλιά Εδουάρδου Ε’. Αλλά σύντομα μέσα σε διάστημα δύο μηνών τον ανέτρεψε, τον φυλάκισε στον πύργο του Λονδίνου και σφετερίστηκε τον θρόνο ανακηρυσσόμενος βασιλιάς της Αγγλίας στις 6 Ιουνίου 1483. Κατα την διάρκεια της βασιλείας του έγιναν δύο σημαντικές εξεγέρσεις η πρώτη το 1483 με τον Ερρίκο Στάφφορντ 2ο κόμη του Μπάκινγχαμ, που καταστάλθηκε με την εκτέλεση του δούκα. Η δεύτερη (1485) με τον Ερρίκο Τυδώρ 2ο κόμη του Ρίτσμοντ και τον θείο του Τζασπέρ, ο Ριχάρδος έπεσε στο πεδίο της μάχης του Μπόσγουορθ οπότε έληξε και η δυναστεία των Πλανταγενετών. Γεννήθηκε στο κάστρο του Φοθεριγκώ νεώτερος γιός του Ριχάρδου της Υόρκης και της Σεσίλλης Νεβίλλ, σε μικρή ηλικία στάλθηκε στο κάστρο του Ουένσλεινταλ υπο την κηδεμονία του Ριχάρδου Νεβίλλ, 16ου κόμη του Βάρβικ. Την εποχή του θανάτου του πατέρα του και του αδελφού του Εδμόνδου στο πεδίο της μάχης του Βάκεφιλντ, ο Ριχάρδος ήταν ακόμα παιδί υπό την επίβλεψη του Βάρβικ. Κατα την διάρκεια της βασιλείας του Εδουάρδου Δ’ απέδειξε τις ικανότητες του σαν στρατιωτικός αρχηγός, ανταμείφθηκε με πολλά εδάφη στην βόρεια Αγγλία και τον τίτλο του δούκα του Γλούκεστερ. Έγινε ο ισχυρότερος και πλουσιότερος ευγενής της εποχής του, και ήταν ο ισχυρότερος βοηθός του Εδουάρδου Δ’ σε αντίθεση με τον άλλο τους αδελφό Γεώργιο Πλανταγενέτη 1ο δούκα του Κλάρενς που εκτελέστηκε για προδοσία.

Σφετεριστής του θρόνου

Με τον θάνατο του αδελφού του Εδουάρδου Δ’ στις 9 Απριλίου 1483 οι δύο γιοί του ήταν ακόμα ανήλικοι, ο διάδοχος του βασιλιάς Εδουάρδος Ε’ ήταν 12 ετών και ο μικρότερος αδελφός του Ριχάρδος της Υόρκης 9. Ο Ριχάρδος εκτόπισε τους φρουρούς τους, τους φυλάκισε, τους εκτέλεσε και ανέλαβε ο ίδιος την φύλαξη τους με μελλοντικά σχέδια να εκτελέσει και τους ίδιους τους πρίγκηπες αργότερα. Φυλάκισε τον Εδουάρδο και τον μικρότερο αδελφό του στον πύργο του Λονδίνου, απο κεί και πέρα όλοι οι επισκέπτες που έφταναν να δούν τον ανήλικο βασιλιά δολοφονούνταν, παντού κυκλοφορούσαν φήμες οτι ο Ριχάρδος σκότωσε τα ανίψια του. Συγκάλεσε το Κοινοβούλιο και ανακήρυξε τα ανίψια του νόθα παιδιά του αδελφού του βασιλιά Εδουάρδου Δ’. Για να πετύχει τον σκοπό του χρησιμοποίησε την μαρτυρία ενός επισκόπου που δήλωσε οτι πάντρεψε τον Εδουάρδο Δ’ με την Ελεονώρα Μπάτλερ η οποία ζούσε όταν παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γούντβιλλ. Έτσι ο Ριχάρδος μέσω του Κοινοβουλίου ανακηρύχθηκε νόμιμος βασιλιάς και ακολούθησε η στέψη του στις 6 Ιουνίου 1483 στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Οι φήμες ότι σκότωσε τα ανήλικα ανίψια του τον έκαναν μισητό στον λαό. Στις 22 Αυγούστου 1485 αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Ερρίκου Τυδώρ στην μάχη του Μποσγουόρθ, κατα την διάρκεια της οποίας εγκαταλείφθηκε απο τον Θωμά Στάνλει 1ο κόμη του Ντέρμπι, τον Γουλιέλμο Στάνλει και τον Ερρίκο Περσύ. Οι δυνάμεις του διαλύθηκαν, η συντριβή του ήταν βέβαιη αλλά ο Ερρίκος Τυδώρ τα βρήκε πολύ δυσκολάτερα τα πράγματα απ’ ότι υπολόγιζε αφού ο Ριχάρδος πολέμησε σκληρά με μεγάλη γενναιότητα αν και ήταν χωρίς άλογο. Κατάφερε μόνος του να σκοτώσει τους ακολούθους του Ερρίκου Τυδώρ ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε λίγο πρίν φτάσει στον ίδιο τον Ερρίκο. Το νεκρό σώμα του περιφέρθηκε στους δρόμους και τάφηκε στην εκκλησία του Λέντσεστερ, όπου κατά μιά παράδοση με την διάλυση του μοναστηριού, τα οστά του ρίχτηκαν στον διπλανό ποταμό Σοάρ.

Τέλος της δυναστείας των Πλανταγενετών

Τον διαδέχθηκε ο ίδιος ο νικητής του Ερρίκος Τυδώρ σάν Ερρίκος Ζ’, που νομιμοποίησε την διαδοχή του αφού παντρεύτηκε την Ελισσάβετ της Υόρκης. Ο Ριχάρδος είχε παντρευτεί την Άννα Νεβίλλ κόρη του κόμη του Βάρβικ η οποία είχε παντρευτεί στον πρώτο της γάμο τον Εδουάρδο του Ουέστμινστερ γιό του Ερρίκου ΣΤ’ στις 12 Ιουνίου 1472. Είχε μαζί της έναν γιό τον Εδουάρδο Πλανταγενέτη (1473 – 1484) που πέθανε αμέσως μετά αφού πήρε τον τίτλο του κόμη του Βάλες. Μετά τον θάνατο του ανήλικου γιού του ο Ριχάρδος όρισε ώς διάδοχο του τον Εδουάρδο κόμη του Βάρβικ νεώτερο γιό του αδελφού του δούκα του Κλάρενς και της Άννας Νεβίλλ που εκτελέστηκε (1499) με διαταγή του Ερρίκου Ζ’. Με την πτώση του τελειώνει για την Αγγλία η δυναστεία των Πλανταγενετών που βασίλευσε απο το 1154 με την άνοδο του Ερρίκου Β’. Ο Ριχάρδος Γ’ παρουσιάζεται με μελανά χρώματα υπερβολής από τους διαδόχους του Τυδώρ, πολλές φορές ψευδή, προκειμένου να δικαιολογήσουν την ανατροπή του.


Ριχάρδος Γ’ (Εισαγωγή-ανάλυση στο έργο του Σαίξπηρ)



Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019, 9 μ.μ. : “ΟΘΕΛΛΟΣ” του Όρσον Γουέλς

Othello (1952)

– Μεταφρασμένος Τίτλος:
Οθέλλος
– Γνωστό και ως:
The Tragedy of Othello: The Moor of Venice

Εποχής | 90′ | 

Συντελεστές :

Orson Welles Ηθοποιός ….Othello  
Micheal MacLiammoir Ηθοποιός ….Iago  
Hilton Edwards Ηθοποιός ….Brabantio  
  Nicholas Bruce Ηθοποιός ….Lodovico  
Doris Dowling Ηθοποιός ….Bianca  
Fay Compton Ηθοποιός ….Emilia  
  Michael Laurence Ηθοποιός ….Cassio  
Joan Fontaine Ηθοποιός ….Page  
  Jean Davis Ηθοποιός ….Montano  
Robert Coote Ηθοποιός ….Roderigo  
Suzanne Cloutier (II) Ηθοποιός ….Desdemona  
Joseph Cotten Ηθοποιός ….συγκλητικός  
Anchise Brizzi Κινηματογραφιστής    
  Alberto Fusi Κινηματογραφιστής    
  George Fanto Κινηματογραφιστής    
  Oberdan Troiani Κινηματογραφιστής    
G.R. Aldo Κινηματογραφιστής    
Angelo Francesco Lavagnino Συνθέτης    
  Alberto Barberis Συνθέτης    
William Shakespeare Συγγραφέας ….θεατρικό  
  Luigi Scaccianoce Σχεδιαστής Παραγωγής    
Alexandre Trauner Σχεδιαστής Παραγωγής    
  Maria De Matteis Κοστούμια    
Jean Sacha Μοντάζ    
  Renzo Lucidi Μοντάζ    
  William Morton Μοντάζ    
  Jeno Csepreghy Μοντάζ    
Orson Welles Παραγωγός    
  Giorgio Papi Παραγωγός    
  Julien Derode Παραγωγός    
Orson Welles Σκηνοθετης    
Orson Welles Σεναριογράφος    
Jean Sacha Σεναριογράφος

Ο Ορσον Γουέλς είχε μια μακροχρόνια σχέση αγάπης και βαθιάς μελέτης με τα σαιξπηρικά κείμενα. Στην πολυπρόσωπη καριέρα του ασχολήθηκε τέσσερις φορές με την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του Σαίξπηρ. Ένα από τα λιγότερο γνωστά «σαιξπηρικά» του έργα είναι ο «Οθέλλος», που είναι και μία από τις ταινίες που ταλαιπώρησαν ιδιαίτερα τον Γουέλς στη διαδικασία της παραγωγής. Είχε ήδη προηγηθεί ο «Μάκμπεθ» του 1948, πιθανότατα η καλύτερη προσαρμογή του Γουέλς σε σαιξπηρικό έργο, ενώ έπειτα από τον «Οθέλλο» ακολούθησαν ο «Φάλσταφ» το 1965 και ο «Έμπορος της Βενετίας» το 1969, που γυρίστηκε για την τηλεόραση.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς του κινηματογράφου, έχουν γυριστεί περίπου τριάντα διαφορετικές κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές εκδοχές του «Οθέλλου», κλασικότροπες ή με αρκετές ελευθερίες. Επιλογή του Γουέλς ήταν να μείνει αρκετά πιστός στην ατμόσφαιρα του έργου, αλλάζοντας όμως αρκετά τη σειρά των επεισοδίων της πλοκής. Γι’ αυτό τον λόγο, ένας θεατής που ήδη γνωρίζει το έργο, θα παρακολουθήσει την ταινία με μεγαλύτερη ευκολία. H ιστορία εξουσίας, δολοπλοκίας, έρωτα και ζήλιας μεταξύ του Οθέλλου, της Δυσδαιμόνας και του Ιάγου, όπως και η τραγική της κατάληξη, είναι γνωστή.

Διαφορετική προσέγγιση

Το σημείο που αυτή η ταινία διαφέρει ριζικά από τις άλλες κινηματογραφικές αναγνώσεις σαιξπηρικών έργων, είναι ότι απομακρύνεται από την τυπική παρακολούθηση «θεατρικών» ερμηνειών. Συχνά τα έργα του Σαίξπηρ δίνουν την εντύπωση ότι παρέχουν στους ηθοποιούς ένα βήμα για την επίδειξη της υποκριτικής τους τέχνης. Και συνήθως στις κινηματογραφικές μεταφορές, η κάμερα υποτάσσεται στον ηθοποιό και απλώς τον ακολουθεί. O Γουέλς δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Χρησιμοποιώντας το πρωτότυπο υλικό, δεν θέλησε να κινηματογραφήσει θέατρο, αλλά να γυρίσει μια ταινία. Ετσι και στον «Οθέλλο» είναι ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά της κινηματογραφικής του ματιάς, κυρίως οι σκιές και οι ιδιαίτερες γωνίες λήψης, που πρωτοεμφανίστηκαν στον «Πολίτη Κέιν» και αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν του Γουέλς ως σκηνοθέτη. Πολλές από αυτές τις λύσεις ήταν πραγματική επιλογή, άλλες αποτέλεσαν διέξοδο σε προβλήματα που δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Για παράδειγμα, σε αρκετές από τις λήψεις, ο Γουέλς φιλμάρισε τους ηθοποιούς χωρίς να φαίνονται άμεσα τα χείλη τους. Αυτό έγινε επειδή τα γυρίσματα της πολύπαθης παραγωγής έγιναν χωρίς να γράφεται ταυτόχρονα και ο ήχος, προκειμένου να συγκρατηθεί το κόστος.

Ο «Οθέλλος» γυριζόταν για περίπου τέσσερα χρόνια, από το 1948 μέχρι το 1951, στην Ιταλία και στο Μαρόκο. Τα γυρίσματα χρειάστηκε να σταματήσουν δύο φορές για αρκετό χρόνο, μέχρι να βρεθούν αρκετά χρήματα ώστε να ξανασυγκεντρωθεί το συνεργείο και να δουλέψει. O Γουέλς έπαιξε σε άλλες ταινίες μόνο και μόνο για να χρηματοδοτήσει με την αμοιβή του το γύρισμα. Μία από αυτές τις ταινίες είναι ο αριστουργηματικός «Τρίτος άνθρωπος» του Κάρολ Ριντ, όμως η σκέψη του Ουέλς βρισκόταν όλο τον καιρό στο με ποιον τρόπο θα ολοκληρώσει τον «Οθέλλο». Σε ολόκληρο το διάστημα των τεσσάρων ετών ο Ουέλς πηγαινοερχόταν στην Αμερική, στο Μαρόκο και στην Ιταλία, επιβλέποντας την πορεία των γυρισμάτων και αναζητώντας χρήματα για την ολοκλήρωσή τους, καθώς και σε άλλες χώρες, που απαιτείτο να βρίσκεται για άλλες ταινίες. Πολλές φορές ο Γουέλς χρειάστηκε να βρει λύσεις άμεσης ανάγκης. O ρόλος της Δυσδαιμόνας άλλαξε τρεις φορές χέρια μέχρι να καταλήξει στη Σουζάν Κλουτιέ. O ίδιος ο Γουέλς ντουμπλάρισε πολλούς από τους δεύτερους ρόλους, αλλάζοντας τη φωνή του. Σε κάποια φάση των γυρισμάτων, που τα απαιτούμενα κοστούμια δεν έφτασαν, επειδή δεν ήρθαν εγκαίρως ή σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες δεν είχαν πληρωθεί, ο Γουέλς μετέφερε τη δράση σε ένα χαμάμ, ντύνοντας τους ηθοποιούς απλώς με πετσέτες.

Οι περιπέτειες και η αποκατάσταση

Η ταινία, όταν -έπειτα από πολλά βάσανα- τελικά ολοκληρώθηκε, είχε σημαντική κριτική αποδοχή. Στο Φεστιβάλ των Καννών του 1952, που συμμετείχε, τιμήθηκε με το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής. Ωστόσο, για να προβληθεί στην Αμερική έπρεπε να περάσουν τρία ακόμη χρόνια. Οι περιπέτειες των γυρισμάτων είχαν δώσει προκαταβολικά «κακό όνομα» στην ταινία και οι διανομείς της δίσταζαν να τη βγάλουν στις αίθουσες. Εξάλλου, το όνομα του Γουέλς δεν ήταν ιδιαίτερα εμπορικό. Επειτα από την πρώτη του σκηνοθετική θριαμβευτική εμφάνιση με τον «Πολίτη Κέιν», ο Γουέλς δεν είχε παρόμοια επιτυχία. Ετσι, οι παραγωγοί δίσταζαν να επενδύσουν στη δουλειά του και τελικά πολύ λίγοι ήταν εκείνοι οι θεατές που μπόρεσαν να έρθουν σε επαφή με την άποψή του για τον «Οθέλλο».

Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, το 2002, η κόρη του Γουέλς, Μπίατρις Γουέλς – Σμιθ, αποφάσισε να αποκαταστήσει το φιλμ στην κατάσταση στην οποία θα ήθελε και ο πατέρας της να το δει. Δημιουργήθηκε μια νέα κόπια της ταινίας από ένα αρνητικό, που βρέθηκε σε μια αποθήκη του Νιου Τζέρσι, ενώ επάνω σ’ αυτό, ξανατοποθετήθηκε διορθωμένο το αρχικά προβληματικό ντουμπλάζ, μαζί με τη μουσική ηχογραφημένη ξανά από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου. Ολη η διαδικασία κόστισε περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια, ποσό που αν είχε στη διάθεσή του ο Γουέλς, δεν θα χρειαζόταν να περάσει όλες αυτές τις περιπέτειες, κυνηγώντας το κινηματογραφικό του όνειρο.

Παναγιώτης Παναγόπουλος (Καθημερινή 20/2/2005)


ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

George Orson Welles (1915- 1985)

Γνωστός για την έντονη προσωπικότητά του και τη χαρακτηριστική φωνή του, ο Orson Welles υπήρξε ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός σε κινηματογράφο, τηλεόραση και θέατρο, βάζοντας την προσωπική του υπογραφή σε μερικές από τις καλύτερες στιγμές του κινηματογράφου, με κορυφαία την ταινία Citizen Kane (1941) . Ας ξεκινήσουμε την αναδρομή μας στη ζωή αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη, ενός από τους πιο πλήρεις του 20ου αιώνα.

Ο George Orson Welles, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1915. Παρά τον πλούτο τον γονιών του, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το 1919 οι γονείς του χώρισαν και ο Welles μετακόμισε με τη μητέρα του στο Chicago. Η μητέρα του ήταν μουσικός και η μουσική αποτέλεσε την πρώτη επιρροή του Welles. Όταν όμως εκείνη πέθανε, ο Welles στάματησε να ασχολείται με τη μουσική. Ο Dudley Craft Watson τον πήρε στο σπίτι του και ανέλαβε να τον μεγαλώσει. Φοίτησε στο Todd School for Boys , όπου ήρθε σε πρώτη επαφή με το θέατρο χάρη σε ένα καθηγητή του. Εκεί έκανε τις πρώτες του δοκιμές ως ηθοποιός και παραγωγός σε θεατρικές παραστάσεις. Μετά την αποφοίτησή του σε ηλικία 15 ετών, έλαβε υποτροφία στο Harvard. Ωστόσο, δεν πήγε να φοιτήσει, καθώς την ίδια εποχή πέθανε ο πατέρας του και επέλεξε να ταξιδέψει στην Ευρώπη.

Αφότου εμφανίστηκε σε μερικές παραστάσεις στο Δουβλίνο και ήρθε σε επαφή με τα έργα του Shakespeare , επέστρεψε στην Αμερική και χάρη στον Thornton Wilder , ξεκίνησε να δουλεύει σε θέατρα της Νέας Υόρκης. Την εποχή εκείνη, γνώρισε τον επί σειρά ετών φίλο και συνεργάτη του Joseph Cotten .

Οι ερμηνείες του τον έκαναν πολύ σύντομα γνωστό και οι κριτικοί τον χαρακτήριζαν ως έναν εξαιρετικά ταλαντούχο νέο με λαμπρό μέλλον. Το 1937, ίδρυσε την θεατρική εταιρεία Mercury Theatre  μαζί με τον παραγωγό John Houseman . Παράλληλα με τη δουλειά του στο θέατρο, ο Welles δούλευε ως ηθοποιός σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Η ραδιοφωνική απόδοση  του μυθιστορήματος The War of the Worlds  του H.G. Wells  το 1938 έκανε τον Welles γνωστό σε όλη την Αμερική. Έτσι, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ο Welles είχε ήδη αποκτήσει φήμη και όνομα σε θέατρο και ραδιόφωνο. Ήταν ο καιρός να κάνει το άλμα στη μεγάλη οθόνη. Η εταιρεία RKO Pictures  του προσέφερε συμβόλαιο, με το πιο σημαντικό στοιχείο σε αυτό να είναι ότι έδινε στον Welles πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο στις παραγωγές του, πράγμα πρωτοφάνες για σκηνοθέτη εκείνη την εποχή, πόσο μάλλον για πρωτάρη σκηνοθέτη.

Ο Welles άρχιζε να πειραματίζεται με διάφορες ιδέες, προκειμένου να καταλήξει στην πρώτη του ταινία. Μετά από δύο ιδέες, οι οποίες απορρίφθηκαν από την εταιρεία, παρουσίασε μια τρίτη ιδέα. Οι υπεύθυνοι της RKO δυσκολεύονταν να αποφασίσουν για το αν θα δώσουν το πράσινο φως. O Welles ζήτησε εξοπλισμό και λίγους βοηθούς, προκειμένου να κάνει δοκιμές όπως είπε. Στην πραγματικότητα όμως, γύρισε σκηνές από την ταινία που είχε ετοιμάσει, μέχρι οι υπεύθυνοι να διαπιστώσουν τι έκανε και να δώσουν τελικά το πράσινο φως, για την ταινία που εν αγνοία τους είχαν ήδη χρηματοδοτήσει. Επρόκειτο για την ταινία Citizen Kane (1941) , το σενάριο της οποίας βασίστηκε στην ζωή του μεγιστάνα του έγγραφου τύπου της εποχής William Randolph Hearst . Ο Welles έγραψε το σενάριο μαζί με τον Herman J. Mankievicz , έκανε την παραγωγή και τη σκηνοθεσία και πρωταγωνίστησε στον πιο γνωστό του και καλύτερο ρόλο του, σε μια ταινία που θεωρείται από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη, στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ελευθερία του Welles και το όραμά του για την ταινία δεν την έκανε επιτυχημένη εμπορικά, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί σύντομα και να μην επανακυκλοφορήσει μέχρι το 1956, λαμβάνοντας την αναγνώριση που της άξιζε. Χωρίς αυτή η εξέλιξη να τον επηρεάσει, ο Welles ασχολήθηκε με την επόμενη ταινία του με τίτλο The Magnificent Ambersons , η οποία κυκλοφόρησε το 1942. Ο Welles σκηνοθέτησε την ταινία και ήταν ο αφηγητής. Η καθύστερηση ολοκλήρωσης της ταινίας σε συνδυασμό με τα μέτρια εισπρακτικά αποτελέσματα της ταινίας Citizen Kane, έγινε η αφορμή για επαναδιαπραγμάτευση του συμβολαίου του, με αποτέλεσμα ο τελικός λόγος για την έκδοση κάθε ταινίας που θα κυκλοφορεί από εκείνο το σημείο και μετά να αφαιρείται από τον Welles.  Παράλληλα με την ταινία αυτή, δούλευε και την ταινία Journey Into Fear (1943) , το σενάριο της οποίας έγραψε με τον Joseph Cotten. Μετά την ολοκλήρωση των ταινιών αυτών, η διοίκηση της εταιρείας είχε αλλάξει. Ο Welles ξεκίνησε τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ All It’s True  για τη Νότια Αμερική, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και παραγωγής και οδήγησε στη λύση της συνεργασίας του Welles με την RKO Pictures.

Με την επιστροφή του από τη Νότια Αμερική, δεν μπορούσε να βρει δουλειά ως σκηνοθέτης. Ωστόσο, ως ηθοποιός πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου Jane Eyre  της Charlotte Bronte . Με τη λήξη του πολέμου, ο Welles σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην επόμενη ταινία του με τίτλο The Stranger (1946) , με συμπρωταγωνιστή τον Edward G. Robinson . Ακολούθησε η σκηνοθεσία της παράστασης Around the World in Eighty Days, μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου  του Jules Verne .

Προκειμένου να καταφέρει να ανεβάσει την παράσταση, ο Welles ζήτησε τη στήριξη της Columbia Pictures , δίνοντας την υπόσχεση ότι θα γράψει,θα σκηνοθετήσει και θα πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία για την εταιρεία χωρίς επιπλέον επιβάρυνση. Η αρχική σκέψη ήταν να μετατρέψουν το σενάριο της παράστασης σε σενάριο για ταινία. Τελικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και το αποτέλεσμα της δουλειάς του Welles για την Columbia ήταν η ταινία The Lady from Shanghai (1947) , με συμπρωταγωνίστρια την Rita Hayworth . Ο Welles δεν είχε την τελική απόφαση για την έκδοση της ταινίας, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλη επεξεργασία. Η ταινία θεωρείται ένα από τα καλύτερα film-noir  που έχουν γυριστεί, με τη σκηνή με τους καθρέφτες στο τέλος της ταινίας να γίνεται σήμα κατατεθέν για το είδος. Στο τέλος της πρώτης του αμερικανικής περιόδου, ο Welles σκηνοθέτησε την ταινία Macbeth (1948) , η οποία έτυχε μέτριας αποδοχής από κριτικούς και κοινό. Μετά από αυτό, ο Welles μετακόμισε στην Ευρώπη, λέγοντας ότι προτιμούσε την «ελευθερία», εννοώντας την ελευθερία να δουλέψει με το δικό του υλικό όπως θέλει.

Έχοντας αποκτήσει φήμη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Πρωταγωνίστησε ως Cagliostro στην ταινία Black Magic  το 1949. Τη ίδια χρονιά, θα πρωταγωνιστήσει  ως Harry Lime, με τον φίλο του Joseph Cotten στο πλευρό του, στην εξαιρετική ταινία The Third Man , ένα ακόμη εξαιρετικό film-noir, με σενάριο από τον Graham Greene  και σκηνοθεσία από τον Carol Reed . Ο Welles συνέχισε να δουλεύει ως ηθοποιός και σε θεατρικές παραστάσεις, μαζεύοντας λεφτά, προκειμένου να χρηματοδοτήσει από την τσέπη του το επόμενο σκηνοθετικό του εγχείρημα. Η δουλειά αυτή ολοκληρώθηκε 3 χρόνια αργότερα, το 1952, με την κυκλοφορία της ταινίας The Tragedy of Othello: The Moor of Venice , η οποία αποτελεί μεταφορά του έργου Othello  του Shakespeare. Μετά την ταινία αυτή, συνέχισε να δουλεύει σε θέατρο, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Η τελευταία του ταινία για αυτό το κομμάτι της καριέρας του στην Ευρώπη, την οποία σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνίστησε, ήταν η ταινία Mr. Arkadin (1955) .

Επιστρέφοντας στην Αμερική, ο Welles δούλεψε στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Ο παλιός του φίλος John Huston  του έδωσε το ρόλο του Father Mapple στην κινηματογραφική μεταφορά  του βιβλίου του Herman Melville  Moby-Dick  το 1956. Την ίδια εποχή, ο Welles άρχισε να ταλαιπωρείται από προβλήματα στο βάρος του, τα οποία οδήγησαν σε επιδείνωση της υγείας του. Παρά τα προβλήματα αυτά, το 1958 κυκλοφόρησε η επόμενη σκηνοθετική του δουλειά, στην οποία πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Charlton Heston . H ταινία ονομαζόταν Touch of Evil  και αποτελούσε ένα ακόμη εξαιρετικό film-noir, το οποίο κατά πολλούς κλείνει την περίοδο του αρχικού είδους (δεν έπαψαν να υφιστάνται τέτοιες ταινίες, απλώς το είδος άλλαξε σε σχέση με το αρχικό), η οποία είχε αρχίσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’30. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας αυτής και αφού δούλεψε σε κάποιες ταινίες ακόμη, επέστρεψε στην Ευρώπη. Με την επιστροφή του, ξεκίνησε τα γυρίσματα της ταινίας Don Quijote , ταινία την οποία σταμάταγε και συνέχιζε να γυρίζει, χωρίς να την ολοκληρώσει ποτέ (το 1992 κυκλοφόρησε μια έκδοση από σύνθεση σκηνών που είχαν γυριστεί). Ακολούθησαν δύο ταινίες, τις οποίες ο ίδιος ο Welles θεωρούσε τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του.

Πρόκειται για τις ταινίες Le procès (The Trial) (1962) , βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο  του Franz Kafka  και Chimes at Midnight (1965), βασισμένο στο θεατρικό έργο Five Kings που είχε γράψει ο Welles, το οποίο αποτελούνταν από 5 έργα του Shakespeare σε ένα.

Μετά την κυκλοφορία των παραπάνω ταινιών και την δουλειά του σε κάποιες ακόμη ταινίες, σε ραδιοφωνικές εκπομπές και θεατρικές παραστάσεις, επέστρεψε για τελευταία φορά στην Αμερική. Σαν ηθοποιός συμμετείχε στις ταινίες Catch-22 (1970) , Waterloo (1970) , Treasure Island (1972) , καθώς και άλλες δουλειές σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Το 1973, ολοκλήρωσε το πολύ καλό ντοκιμαντέρ F for Fake (1973), το οποίο έγραψε, σκηνοθέτησε και παρουσίασε ο ίδιος. Παράλληλα με όλα αυτά, η υγεία του επιβαρυνόταν ακόμη περισσότερο. Ο χρόνος του ως ηθοποιός μειώθηκε (συμμετείχε σε ταινίες και ντοκιμαντέρ ως αφηγητής) και αφιερώθηκε περισσότερο στη σκηνοθεσία και την παραγωγή. Στις 10 Οκτωβρίου 1985, έδωσε την τελευταία του συνέντευξη στο The Merv Griffin Show . Πέθανε δύο ώρες αργότερα από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Hollywood. Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε 3 φορές: από το 1934 έως το 1940 με την Virginia Nicholson, από το 1943 έως το 1948 με την Rita Hayworth  και από το 1955 μέχρι το θάνατο του με την Paola Mori , με την οποία ήταν χρόνια αποξενωμένος χωρίς να πάρουν διαζύγιο. Απέκτησε μια κόρη από κάθε γάμο και ένα αγόρι από μια σχέση του. Αξίζει να πούμε λίγα πράγματα για τις τεχνικές και τα στοιχεία των ταινιών του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο , ο οποίος εισήγαγε πολλές καινοτομίες στον τρόπο με τον οποίο γυρίζονταν μέχρι τότε οι ταινίες. Ένα αρκετά σύνηθες στοιχείο των ταινιών του ήταν η διήγηση των ιστοριών του σε μη χρονολογική σειρά. Οι περισσότερες ταινίες του έχουν καταπληκτική φωτογραφία, κάτι το οποίο οφείλεται στο συνεχή πειραματισμό του με τον φωτισμό. Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του πειραματισμού μπορεί να γίνει αντιληπτό στις ασπρόμαυρες ταινίες του με χρήση μια τεχνικής με το όνομα chiaroscuro , η οποία εστιάζει στις έντονες αντιθέσεις μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών σημείων. Θεωρούσε το άσπρο και το μαύρο τον καλύτερο φίλο του ηθοποιού, καθώς έτσι η προσοχή του θεατή ήταν στα συναισθήματα και τις εκφράσεις του ηθοποιού και όχι στην εμφάνιση και την ενδυμασία του. Έχοντας μεγάλη εμπειρία στο ραδιόφωνο, δανείστηκε τεχνικές ήχου για τις ταινίες του από εκεί. Τέλος, όσον αφορά τη σκηνοθεσία του, αυτή περιείχε μοναδικές λήψεις από διαφορετικές γωνίες, βαθιά εστίαση  (τεχνική η οποία οφείλεται στον ίδιο και τον συνεργάτη του Gregg Toland) και παρατεταμένες λήψεις.

culturenow


Όρσον Γουέλς (1915 – 1985)
Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Οι καινοτομίες που επέφερε στην έβδομη τέχνη, τον κατέταξαν ανάμεσα στους κορυφαίους του κινηματογράφου. Κορυφαία στιγμή του ως σκηνοθέτης η ταινία «Πολίτης Κέιν» (Citizen Kane, 1941), που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες όλων των εποχών.
Ο Όρσον Γουέλς (Orson Welles) γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1915 στην πόλη Κενόσα της πολιτείας του Ουισκόνσιν. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν έξι ετών και η μητέρα του, που του έμαθε να παίζει πιάνο και βιολί, πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Χάρη στον πατέρα του, ένα επιτυχημένο εφευρέτη και βιομήχανο, που πέθανε όταν ο γιος του ήταν 13 ετών, γνώρισε ηθοποιούς και ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο του θεάματος. Σε ηλικία 11 ετών είχε ήδη κάνει δύο φορές τον γύρο του κόσμου. Τα πρώτα βήματά του τα έκανε ως ηθοποιός σε πειραματικό θέατρο της Ιρλανδίας, ενώ σύντομα σκηνοθετούσε μικρές θεατρικές ομάδες. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 μαζί με τον βρετανό παραγωγό (και μετέπειτα ηθοποιό) Τζον Χάουζμαν ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στο θέατρο, ανεβάζοντας με τον θίασο «Μέρκιουρι» ριζοσπαστικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη.
Ήταν το 1938 που συντάραξε τους συμπολίτες του μέσω μιας ραδιοφωνικής διασκευής του «Πολέμου των κόσμων» του X. Τζ. Γουέλς. Με την ψευδαίσθηση ότι εξωγήινα όντα είχαν όντως εισβάλει στη Γη, ο κόσμος κατέβηκε πανικόβλητος στους δρόμους, αναζητώντας καταφύγιο! Τον μίσησαν, αλλά είχε πετύχει. Μέσα σε μία νύχτα είχε γίνει διάσημος.
Η φήμη που απέκτησε από τον «Πόλεμο των κόσμων» δεν άφησε αδιάφορο το Χόλιγουντ, το οποίο σύντομα τον κάλεσε στα «λημέρια» του για τον «Πολίτη Κέιν». Περιέργως, ο κινηματογράφος άφηνε αδιάφορο ως τότε τον Γουέλς, ο οποίος μάλιστα δεν είχε ιδέα από την πρακτική του. Αν και τον ακολούθησαν όλα τα μέλη του Μέρκιουρι (13 ηθοποιοί του έπαιξαν στον «Κέιν»), στο Χόλιγουντ φρόντισε να βρει τους κατάλληλους συνεργάτες που θα τον βοηθούσαν να εκφρασθεί έτσι όπως μόνον ο ίδιος επιθυμούσε. Ένας από αυτούς ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας Γκρεγκ Τόλαντ (1904-1948), που σύμφωνα με τον ίδιο τον Γουέλς, τον βοήθησε να ξεπεράσει την ασχετοσύνη του, μαθαίνοντάς του κινηματογράφο μέσα σε μόλις ένα απόγευμα!
Αφομοίωσε με δημιουργικότητα την τεχνική των παλιών δασκάλων του κινηματογράφου και ανανέωσε την παραδοσιακή κινηματογραφική αφήγηση, εξαρθρώνοντας τους χρόνους, τεμαχίζοντας το ντεκουπάζ και προτείνοντας πρωτοποριακές για την τότε εποχή γωνίες λήψης και κινήσεις της μηχανής. Με τη χρήση του δραματικού φωτισμού και της μουσικής, ενέτεινε το δραματικό στοιχείο για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Διόλου παράξενο που ο γάλλος σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου Φρανσουά Τριφό (1932-1984) είπε κάποτε ότι ο «Πολίτης Κέιν» είναι ίσως η ταινία, χάρη στην οποία οι περισσότεροι κινηματογραφιστές αποφάσισαν να ξεκινήσουν την καριέρα τους.
Ο «Πολίτης Κέιν» είναι διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μπουθ Τάρκινγκτον και απεικονίζει τη ζωή ενός μεγιστάνα του Τύπου, που σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς δεν ήταν άλλος από τον Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ (1863-1951) ή Χιρστ, όπως είναι γνωστός στην Ελλάδα. Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ σεναρίου το 1941, αλλά άργησε να αναγνωριστεί. Παραπάνω από μία εξηκονταετία μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI) ανακήρυξε τον «Πολίτη Κέιν» καλύτερη ταινία όλων των εποχών.
Όμως, η μεγαλομανία και η αστείρευτη φαντασία του Γουέλς δεν μπορούσαν να αντέξουν ένα καταπιεστικό σύστημα, όπως αυτό του Χόλιγουντ. Μετά τη δεύτερη ταινία του, «Οι υπέροχοι Άμπερσον» (The Magnificent Ambersons (1942), που ξεπέρασε τον προϋπολογισμό παραγωγής της και τελικά σφαγιάστηκε από το στούντιο RKO στην αίθουσα του μοντάζ, ο Γουέλς εκδιώχθηκε. Η καριέρα του δεν ανέκαμψε ποτέ, αλλά εκείνος ποτέ δεν σταμάτησε να επιμένει. Έπαιζε παντού για να συγκεντρώνει τα απαραίτητα χρήματα για την παραγωγή των προσωπικών δημιουργιών του, παραμένοντας πάντα μια γοητευτική προσωπικότητα μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας.
Το 1947 σκηνοθέτησε τις ταινίες «Η κυρία απ’ τη Σαγκάη» («The Lady from Shanghai») και «Μάκβεθ» («Macbeth»), στις οποίες ήταν και πρωταγωνιστής. Στη συνέχεια έζησε για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη, όπου ήταν παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής στις ταινίες «Οθέλος» («Othello», 1952) και «Ο κ. Αρκάντιν («Mr. Arkadin, 1955»).
Επέστρεψε στο Χόλιγουντ για να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ο άρχων του κακού» («Touch of Evil», 1958) κι ύστερα γύρισε στην Ευρώπη για τη «Δίκη» («The Trial», 1962) και τις «Καμπάνες του Μεσονυκτίου» («Chimes at Midnight», 1966). To 1975 έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία «Αλήθειες και ψέματα» (F for Fake), όπου έπαιζε κι ο ίδιος.
Ο Γουέλς εμφανίστηκε ως ηθοποιός και σε πολλές άλλες ταινίες, ανάμεσά τους στις «Τζέιν Έιρ» (Jane Eyre, 1944), «Ο τρίτος άνθρωπος» (The Third Man, 1949), «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (The Long Hot Summer, 1958), «Σύντροφοι του κακού» («Compulsion», 1959), «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές» («A Man for all Seasons», 1966) και «Κατς 22» (Catch-22, 1970). Στην κατοπινή δουλειά του στο θέατρο συμπεριλαμβάνονται και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι του στον «Οθέλο» (Λονδίνο, 1951) και τον « Βασιλιά Ληρ» (Νέα Υόρκη, 1956).
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός, παραγωγός, σκηνογράφος, κινηματογραφιστής, εκφωνητής ραδιοφώνου, αφηγητής, «μάγος»… Μια ασυμβίβαστη μεγαλοφυία του Χόλιγουντ.
Η ταινία του Ο Πολίτης Καίην(1941) αναγνωρίστηκε ως η «καλύτερη ταινία του 20ου αιώνα». Εργάστηκε για πρώτη φορά ως ηθοποιός το 1932 στο Δουβλίνο και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη. Το 1934 εξέδωσε έναν τόμο με έργα του Σαίξπηρ, που πούλησε 90.000 αντίτυπα. Το 1934 έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουαιη. Η μεγαλύτερη αδυναμία του ήταν η λαιμαργία και το μεγαλύτερο ελάττωμά του η απάθεια. Το 1977, συγκλονισμένος από την αυτοκτονία του Ντε Χάρυ δηλώνει: «…Ίσως φθάσαμε στο τέλος του σινεμά. Τα φιλμ είναι αργά, δαπανηρά και όταν φθάνουν στην οθόνη, ανήκουν πια στο παρελθόν…». Πέθανε στις 10 Οκτωβρίου του 1985 από καρδιακό έμφραγμα. Δύο ώρες πριν είχε δώσει την τελευταία του συνέντευξη. Το πτώμα του αποτεφρώθηκε –σύμφωνα με τη διαθήκη του– και οι στάχτες του περιήλθαν στην ιδιοκτησία του παλιού του φίλου, Ισπανού ταυρομάχου, Αντόνιο Ορτόνεζ, που ζει στην ισπανική πόλη Ρόντα.
Σε ψηφοφορία που οργάνωσε το 2002 το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου ανακηρύχθηκε ως ο «μεγαλύτερος κινηματογραφικός σκηνοθέτης όλων των εποχών»!
ΕΙΠΕ:
«Όταν μένω στο περιθώριο το κάνω γιατί με αναγκάζουν, κι όχι επειδή το θέλω. Νιώθω διαρκώς απομονωμένος. Πρέπει να μπορώ να πιστεύω ότι είμαι ένας καλός καλλιτέχνης, διαφορετικά δεν μπορώ να δουλέψω. Κι ένας καλός καλλιτέχνης είναι πάντα μόνος. Πρέπει να είναι μόνος. Όταν δεν είναι, κάτι δεν πάει καλά».
«Η δουλειά μου αντανακλά την εύθυμη τρέλα, την αβεβαιότητα, την έλλειψη σταθερότητας, το μείγμα κίνησης και έντασης που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας. Το σινεμά οφείλει να εκφράσει όλα αυτά τα πράγματα. Όταν το σινεμά θέλει να είναι τέχνη, πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι σινεμά και όχι κακέκτυπη μίμηση άλλου εκφραστικού, καλλιτεχνικού μέσου».
«Οι κριτικοί με κατηγόρησαν για τη χρήση σκηνικών υπερβολικών διαστάσεων. Δεν ξέρουν ότι χρησιμοποίησα για τα γυρίσματα μόνο εκείνον τον παρατημένο σταθμό τραίνων. Ένας άδειος σταθμός είναι απίστευτα μεγάλος. Είχα φανταστεί σκηνικά που θα εξαφανίζονταν σιγά-σιγά. Τα ρεαλιστικά στοιχεία έπρεπε σταδιακά να λιγοστεύουν, ώσπου η σκηνή θα άδειαζε τελείως, σαν να είχαν διαλυθεί τα πάντα».
«Πέρασα χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες από τη ζωή μου προσπαθώντας ν’ αποκτήσω το δικαίωμα να κάνω τα πράγματα με το δικό μου τρόπο. Ο αγώνας αυτός υπήρξε στο μεγαλύτερο μέρος του άκαρπος. Ξόδεψα πέντε χρόνια γράφοντας σενάρια, που κανένας παραγωγός δεν πρόκειται ν’ αγοράσει…»
«Αν έπρεπε να κατατάξω τις τέχνες ιεραρχικά, ανάλογα με την απόλαυση που προσφέρουν, θα έπρεπε να τοποθετήσω πάνω απ’ όλες τη λογοτεχνία, ύστερα τη μουσική, ύστερα τη ζωγραφική και μετά το θέατρο. Ο κινηματογράφος μου αρέσει, μόνον όταν γυρίζω ο ίδιος. Η παρακολούθηση ταινιών δε με διασκεδάζει πια…»
«Η τέχνη είναι ένα ψέμα που πραγματώνει την αλήθεια».

Φιλμογραφία
1984 The Spirit of Charles Lindbergh
1973 Η αλήθεια και το ψέμα
1972 The Other Side of the Wind
1971 London 1970 The Deep
1970 The Golden Honeymoon
1967 Αθάνατη ιστορία
1965 Falstaf
1962 Η δίκη
1962 No Exit
1958 Ο άρχων του τρόμου
1955 Ο κύριος Αρκάντιν
1952 Οθέλλος
1949 Black Magic
1948 Μάκβεθ
1947 Η κυρία από τη Σαγκάη
1946 Ο άγνωστος
1943 Ταξίδι στον φόβο
1942 Οι υπέροχοι Αμπερσονς
1941 Πολίτης Κέιν
1938 Too Much Johnson
1934 The Hearts of Age

Κέντρο μελετών και ερευνών για το σινεμά


Οθέλλος (ανάλυση)

της Ελισάβετ Κενάνογλου


Οθέλλος (μετάφραση Δημήτριος Βικέλας)



Τετάρτη 31/7/19, 9 μ.μ. : “West Side Story” των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς

Σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουάιζ
Τζερόμ Ρόμπινς
Παραγωγή Έρνεστ Λέμαν
Σενάριο Άρθουρ Λόρεντς
Τζερόμ Ρόμπινς (Μιούζικαλ)
Βασισμένο σε West Side Story και Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Πρωταγωνιστές Νάταλι Γουντ
Ρίτσαρντ Μπέιμερ
Ρίτα Μορένο
Τζορτζ Τσακίρης
Μουσική Λέοναρντ Μπερνστάιν
Στίβεν Σόντχαϊμ
Φωτογραφία Ντάνιελ Λ. Φαπ
Μοντάζ Thomas Stanford
Εταιρεία παραγωγής United Artists και Mirisch Company
Πρώτη προβολή Country flag 18/10/1961
Κυκλοφορία 1961
Διάρκεια 152 λεπτά
Προέλευση Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Γλώσσα Aγγλικά

 ‘’WEST SIDE STORY’’…ημερομηνία σταθμός για το θρυλικό αυτό μιούζικαλ, το 1961. Τότε προβάλλεται η ταινία, με διευθυντή φωτογραφίας τον Ντάνιελ Φαπ. Είναι βασισμένη στο ομώνυμο μιούζικαλ. Με την προβολή της στην μεγάλη οθόνη το μιούζικαλ γίνεται παγκοσμίως γνωστό.Θριάμβευσε στα ταμεία, μα το γεγονός είναι ότι κατάφερε να θριαμβεύσει και στα Όσκαρ (1962) αποσπώντας 10 από τα 11 προταθέντα, ενώ έκτοτε τιμήθηκε επίσης με πολλά ακόμη σημαντικά βραβεία. Μάλιστα το βραβείο β’ανδρικού ρόλου απονεμήθηκε στον Ελληνοαμερικανό ηθοποιό και χορευτή Τζορτζ Τσακίρη, για τον ρόλο του Μπερνάντο. Απέσπασε επίσης βραβείο καλύτερης ταινίας, βραβείο β΄ γυναικείου ρόλου (Ρίτα Μορένο),σκηνοθεσίας, καλλιτεχνικής διεύθυνσης, μουσικής επένδυσης, έγχρωμης φωτογραφίας, κοστουμιών για έγχρωμη ταινία, ήχου και μοντάζ. Έλαβε επίσης τιμητικό βραβείο για τις χορογραφίες της ταινίας, ενώ επίσης ήταν υποψήφια και για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου.
Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο μιούζικαλ βασισμένο στην ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας του William Shakespeare με την αξέχαστη μουσική του Leonard Bernstein.

Το μιούζικαλ ‘’West Side Story’’ -πριν γυριστεί ταινία- παρουσιάστηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1957 στο Μπρόντγουεϊ.

Όμως ποιο ήταν το έναυσμα για να γραφτεί αυτό το υπέροχο μιούζικαλ;
Όλα ξεκίνησαν το 1949 όταν ο θεατρικός συγγραφέας Arthur Laurents αποφάσισε να γράψει ένα μιούζικαλ που να βασίζεται στην φημισμένη ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, με μουσική επένδυση του ευφυούς Leonard Bernstein, συνθέτη, πιανίστα και διευθυντή ορχήστρας.
Ο αρχικός τίλος του μιούζικαλ ήταν ‘’East Side Story’’, διότι η πλοκή εκτυλισσόταν στην γειτονιά Εast Side του Μανχάταν. Ωστόσο ο Arthur δεν θεώρησε την υπόθεση του έργου ως κάτι το ιδιαίτερο, αλλά μάλλον ως κάτι παρωχημένο, γραώδες.
Το 1954 όμως τα σχέδια διαφοροποιούνται. Ο Arthur Laurents καθώς διαβάζει στις εφημερίδες για την διαμάχη των νεανικών συμμοριών στους δρόμους της Νέας Υόρκης, επανέρχεται  στην αρχική του ιδέα και αποφασίζει να συμπεριλάβει στο έργο του την επικρατούσα κατάσταση. Να το προσαρμόσει στην νέα πραγματικότητα. Ως τόπος δράσης του έργου ορίζεται η συνοικία Upper West Side του Μανχάταν κι έτσι προκύπτει και ο γνωστός σε όλους μας τίτλος ‘’West Side Story’’.

Η ιδέα αποκτά πλέον σάρκα και οστά το 1955, όταν ο Laurents και ο Bernstein αναθέτουν στον 25χρονο τότε Stephen Sondheim να γράψει τους στίχους και στον Jerome Robins να επιμεληθεί τις χορογραφίες. Την παραγωγή του μιούζικαλ ανέλαβαν η Chery Crawford και ο Roger Stevens.

Το 1957 όλα φαινόντουσαν έτοιμα για να ξεκινήσουν οι πρόβες, όμως η Cheryl Crawford αποχωρεί από την παραγωγή, με αποτέλεσμα το μιούζικαλ να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Ευτυχώς όμως ο Roger Stevens ανέλαβε την παράσταση κι έτσι το ‘’West Side Story’’ όχι μόνο δεν ναυάγησε, αλλά η πρεμιέρα δόθηκε κανονικά στις 26 Σεπτεμβρίου του 1957.


  

Η υπόθεση του θρυλικού μιούζικαλ, λαμβάνει χώρα στην Νέα Υόρκη, όπου τις δεκαετίες μετά τον πόλεμο οι φυλετικές διακρίσεις, η φτώχεια και η αστυνομική βία κυριαχούν στους δρόμους του Upper West Side. Δύο συμμορίες νεαρών ατόμων με διαφορετική κοινωνική, φυλετική προέλευση και κουλτούρα, η συμμορία των Νεοϋρκέζων αγγλοσαξόνων ‘’Jets’’ (Σίφουνες) από την μία και των Πορτορικανών μεταναστών ‘’Sharks’’ (Καρχαρίες), βρίσκονται σε διαμάχη. Αρχηγός της συμμορίας των Νεοϋρκέζων είναι ο Ριφ, ενώ ο αρχηγός της ομάδας των Πορτορικανών είναι ο Μπερνάντο.
Η αδερφή του Μπερνάντο, η Μαρία φτάνει στην Νέα Υόρκη και ο αδερφός της σχεδιάζει να την παντρέψει με τον φίλο του τον Κίνο, ο οποίος είναι και μέλος της συμμορίας του.

Τα σχέδια παίρνουν άλλη τροπή όμως όταν η Μαρία πηγαίνει σε έναν χορό και γνωρίζει τον Τόνι, που είναι μέλος της συμμορίας των ‘’Jets’’. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και αποφασίζουν να κλεφτούν.

Οι δύο αντίπαλες συμμορίες από την άλλη αποφασίζουν να επιλύσουν τις διαφορές τους κι έτσι συναντιούνται σε μία υπόγεια διάβαση κάτω από την λεωφόρο προκειμένου να αναμετρηθούν. Η Μαρία παρακαλεί τον Τόνι να συμμετάσχει στην αναμέτρηση προκειμένου να αποτρέψει την συμπλοκή, όμως εκείνος δεν το καταφέρνει. Ο Ριφ (ο καλύτερος φίλος του Τόνι)  σκοτώνεται από τον Μπερνάντο και ύστερα ο Τόνι σκοτώνει αυτόν. Ο Κίνο μαθαίνει για την σχέση της Μαρίας και του Τόνι και ορκίζεται εκδίκηση. Έχει πλέον σκοπό να τον σκοτώσει. Τελικά ο διχασμός, το μίσος, οι έχθρες και τα πάθη οδηγούν το έργο στο αναπόφευκτο τραγικό τέλος, αφού το άτυχο ζευγάρι δεν καταφέρνει να αποφύγει την θανάσιμη έκβαση.

Το ‘’West Side Story’’ είναι ίσως το σημαντικότερο μιούζικαλ που έχει γραφτεί. Κατάφερε να διαγράψει μία σταδιοδρομία μισού αιώνα και παραπάνω και εξακολουθεί να παίζεται με μεγάλη επιτυχία. Το φημισμένο μιούζικαλ, βασισμένο στην διάσημη τραγωδία του Σαίξπηρ ‘’Ρωμαίος και Ιουλιέτα’’, ανανέωσε, ανέτρεψε και μετασχημάτισε τα ιδιωματικά,τεχνικά καθώς και υφολογικά χαρακτηριστικά του συμβατικού αμερικάνικου μουσικού θεάτρου.

Το ‘’West Side Story’’ περιλαμβάνει εκτενή μέρη μπαλέτου καθώς επίσης και εξαιρετικά τραγούδια (‘’Μaria’’- ‘’I feel pretty’’ -‘’Tonight’’), που τα περισσότερα από αυτά θεωρούνται κορυφαία στο είδος τους.

Δεν θα μπορούσε όμως να υλοποιηθεί η ιδέα αυτού του αριστουργηματικού μιούζικαλ χωρίς τη μουσική του Leonard Bernstein, του οποίου οι άρτιες μουσικές του γνώσεις, η ευφυία και το αναμφισβήτητο ταλέντο του, τον οδήγησαν ώστε να συνθέσει την πιο ιδιαίτερη, εύστοχη,απαιτητική και διαχρονική μουσική που είχε γραφτεί μέχρι τότε (και μέχρι σήμερα) για μιούζικαλ.

Η μουσική αυτή αποτελεί ένα κράμα jazz, latin και κλασικής μουσικής. Έτσι με τα χαρακτηριστικά αυτά, το ‘’West Side Story’’ θεωρείται ως το πιο μουσικά σύνθετο μιούζικαλ του ρεπερτορίου. Το μουσικό ύφος του έργου βασίζεται σε επιβλητικά μουσικά μέρη που αξιοποιούν την ηχητικότητα της τζαζ. Αποτελείται επίσης από αξιόλογα συμφωνικά ορχηστρικά και μουσικοχορευτικά μέρη εκμεταλλευόμενα την μουσική περιουσία της λατινοαμερικάνικης μουσικής και κυρίως το mambo, το οποίο τη δεκαετία του ΄50 κυριαρχούσε. Ο Bernstein επίσης συνεργάστηκε με τους Sid Ramin και Irwin Costal με σκοπό την ολοκλήρωση της παρτιτούρας του έργου και την ενορχήστρωση.

Η παρτιτούρα στην πρωτότυπη μορφή της περιλαμβάνει πέντε εκτελεστές ξύλινων πνευστών, επτά χάλκινων πνευστών, πέντε εκτελεστές κρουστών τόσο της συμφωνικής ορχήστρας όσο και της παραδοσιακής λατινοαμερικάνικης μουσικής παράδοσης, έναν εκτελεστή πληκτροφόρων οργάνων, ηλεκτρική κιθάρα καθώς και δώδεκα εκτελεστές εγχόρδων.

  Το ‘’West Side Story’’ παρουσιάστηκε στο Κρατικό Θέατρο της Wasington DC στις 19 Αυγούστου του 1957 και στο Winter Garden Theater του Broadway στη Nέα Υόρκη στις 26 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Οι κριτικές που απέσπασε ήταν ενθουσιώδεις και η ανταπόκριση του κοινού μεγάλη. Το έργο κατόρθωσε να συμπληρώσει 732 παραστάσεις (σημαντικός αριθμός την εποχή εκείνη) πριν ξεκινήσει για επιτυχημένη θεατρική περιοδεία.

  Δεν πρόκειται για μία απλή ιστορία, αλλά βασίζεται σε υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, αφού η νεανική εγκληματικότητα ήταν ο όρος που πρωτοεμφανίστηκε τότε και παγιώθηκε. Στο δεύτερο μισό μάλιστα της δεκαετίας του ’50 οι συγκρούσεις ανάμεσα σε λευκούς αμερικάνους και Πορτορικάνους βρίσκονταν δυστυχώς σε έξαρση. Μάλιστα από το γεγονός ότι οι πρωτότυπες διανομές των δύο αρχικών παραγωγών του έργου δεν κατόρθωσαν να επιλέξουν και να επιβάλουν για τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο της Maria μία ηθοποιό με αυθεντική λατινοαμερικάνικη καταγωγή, φανερώνει ότι ούτε το Βroadway ούτε το Hollywood κατάφεραν να αποφύγουν τον παγιωμένο ρατσισμό.

 Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει το συγκεκριμένο μιούζικαλ να ξεχωρίζει από το μέχρι τότε συμβατικό αμερικάνικο είναι η τολμηρή θεματολογία του, η αναφορά σε τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα, αφού έως τότε το αμερικάνικο μιούζικαλ ενσωμάτωνε μια ελαφρή θεματολογία. Σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης αποτελεί και η πολύπλοκη και δύσκολη μουσική σύνθεση.

Υπάρχουν επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία του ‘’West Side Story’’ , τα οποία έχουν επηρεάσει τουλάχιστον τρεις γενιές στο χώρο του μουσικού θεάτρου, όπως η ορχηστρική εισαγωγή, η χορευτική σκηνή με το διεθνώς αναγνωρισμένο ’’Μambo’’ καθώς και η συνεχής εκτροπή προς τον χορό και το τραγούδι, κάτι που φυσικά απαιτεί ιδιαίτερη δεξιότητα. Η ενσωμάτωση και η συνύπαρξη της ορχηστρικής jazz και του latin έκανε επίσης το δημοφιλές μιούζικαλ να διαφοροποιηθεί από τα οπερατικά μουσικοθεατρικά πρότυπα. 

  Συνοψίζοντας τους συντελεστές:

–      ‘’West Side Story’’(1957-1961): Moυσική: Leonard Bernstein. Κείμενα: Arthur Laurents. Στίχοι: Stephen Sondheim. Χορογραφία: Jerome Robbins

–      Πρωτότυπη θεατρική διανομή(1957): Maria- Carol Lawrence, Tony-Larry Kert, Anita-Chita Rivera, Bernando- Ken LeRoy, Riff-Mickey Calin 

–      Διανομή στην κινηματογραφική ταινία (1961): Μaria- Natalie Wood, Tony- Richard Baymer, Anita-Rita Moreno, Bernando- George Tsakiris, Riff- Russ Tamblyn.   

 Αντί επιλόγου, παραθέτω το ακόλουθο βίντεο. Είναι ένα ντοκιμαντέρ παραγωγής BBC για το ‘’West Side Story’’, το οποίο κυκλοφόρησε το 1984. Πρόκειται για ηχογράφηση σε στούντιο, όπου παρατηρούμε  τον μεγάλο μαέστρο και συνθετη της μουσικής αυτού του πολυβραβευμένου μιούζικαλ, Leonard Bernstein να διευθύνει την ορχήστρα δίνοντας τις απαραίτητες οδηγίες. Συμμετέχουν ο Jose Carreras( Tony), η Kiri Te Kanawa (Maria), η Tatiana Troyanos (Anita) και ο Kurt Ollmann (Riff).

Γιώτα Ευταξία
(Ιανουάριος 2018)
gteftaxia@gmail.com
Φοιτήτρια του Τμήματος Μουσικών Σπουδών
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου του μουσικού διαδικτυακού περιοδικού ΤαR)


Τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ των τελών του ’50, το «West Side Story» έγινε το βασικό σχέδιο της United Artists για το ξεκίνημα της νέας δεκαετίας, όντας σχεδόν δύο χρόνια στην προετοιμασία. Στην ουσία σαιξπηρική διασκευή του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», με κάποιες αλλαγές βέβαια, το «West Side» θέλησε και κατάφερε, εν μία νυκτί, να αλλάξει το μιούζικαλ. Ένα είδος που ήταν από τα πιο κοσμαγάπητα ήδη από την έναρξη του ομιλούντος, είχε φτάσει όμως στα εμπορικά του όρια, παρότι καλλιτεχνικά πιο σύγχρονες χορογραφίες (του Μάικλ Κιντ στο «Μάγκες και Κούκλες» ή το «Band Wagon», του Τζιν Κέλι στην τελειοποίηση του είδους στα ‘50ς) επιχειρούσαν να βρουν το κοινό της επαναστατημένης γενιάς του ροκ εν ρολ.

Οι παραγωγοί έβαλαν τον πολύπειρο (αλλά πρωτάρη στο μιούζικαλ) Ρόμπερτ Γουάιζ, έναν στυλίστα ειδών που λίγα χρόνια μετά θα σφράγιζε ανεξίτηλα το είδος με την «Μελωδία της Ευτυχίας» και για τις χορευτικές σεκάνς έφεραν τον μεγάλο Τζερόμ Ρόμπινς από την θεατρική παραγωγή. Ο Ρόμπινς, που είχε γλιτώσει τον πέλεκυ της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών λίγα χρόνια νωρίτερα (είχε ονομάσει συναδέλφους του φοβούμενος για την δουλειά του αλλά και τις διαδόσεις για την ομοφυλοφιλία του), ωστόσο είχε το τελειοθηρικό ελάττωμα να γυρίζει πλάνα ξανά και ξανά, όχι μόνο καθυστερώντας την παραγωγή αλλά και ανεβάζοντας επικίνδυνα τον προϋπολογισμό σ’ ένα έργο που γυριζόταν με το πανάκριβο 65mm φίλμ. Με συνοπτικές διαδικασίες ο Ρόμπινς απολύθηκε (κι έπαθε νευρικό κλονισμό), την δουλειά του ανέλαβαν συνεργάτες από το θέατρο, ωστόσο, στην επικείμενη απονομή αναγνωρίστηκε εντελώς η συνεισφορά του αφού κέρδισε μαζί με τον Γουάιζ το Όσκαρ σκηνοθεσίας.

Στο κάστινγκ οι ιστορίες είναι περισσότερες κι από την ποταμιαία ιστορία του έργου, ακόμα κι ο Έλβις είχε προταθεί για Τόνυ, ο ατζέντης του τον αποθάρρυνε όμως (γνωστό πόσο βοηθητικοί υπήρξαν οι ατζέντηδες και οι παραγωγοί στην κινηματογραφική καριέρα του Έλβις, που είχε αρχίσει να πέφτει σε κατάθλιψη με τις ταινίες που τον έβαζαν να παίζει – τελικά έκανε το ωραίο «Blue Hawaii» που δεν πήγε κι άσχημα, αλλά ποιος το θυμάται), πλειάδα άλλων γνωστών επίσης, ο Μπαρτ Ρέινολντς, ο Τρόι Ντόναχιου, ο Γουώρεν Μπίτι (που ήταν ο τρίτος άνθρωπος στην σχέση της Νάταλι Γουντ με τον Ρόμπερτ Βάγκνερ εκείνο τον καιρό – το στούντιο λάτρεψε την ιδέα), ο Ντένις Χόπερ, ο Άντονι Πέρκινς, ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο Μπόμπι Ντάριν, τελικά ο ρόλος πήγε στον Ρίτσαρντ Μπέιμερ, έναν άχρωμο ηθοποιό που η τελειότητα του έργου άνετα απορρόφησε οργανικά αν και ο ίδιος δεν έκανε ποτέ καριέρα μεγέθους.

Στο γυναικείο καστ επίσης υπήρξε ένας θίασος υποψηφίων, ακόμα και η Όντρεϊ Χέπμπερν έφτασε πολύ κοντά στον ρόλο της Μαρία, έμεινε όμως έγκυος και προσπεράστηκε, άλλες εποχές, απίστευτο σήμερα ακούγεται μια γυναίκα να βάλει την οικογένεια πάνω από την καριέρα, μόλις η Νάταλι Γουντ ήταν διαθέσιμη πήρε αμέσως τον ρόλο.

Όταν το «West Side Story» είδε το σκοτεινό φως της αίθουσας η επιτυχία ήταν μεμιάς τεράστια, οι κάμερες στον δρόμο έφεραν άλλον αέρα, το άλμπουμ έγινε το best-seller της ως τότε ιστορίας, το φιλμ υπήρξε η δεύτερη εμπορικότερη ταινία της χρονιάς (πίσω από τα «101 Σκυλιά της Δαλματίας»), η μουσική του Λέοναρντ Μπερνστάιν (που δεν του άρεσε καθόλου η ενορχήστρωση για το φιλμ, πάντως) είναι πλέον κλασσική του αμερικανικού ρεπερτορίου, 10/11 Όσκαρ (έχασε μόνο αυτό του σεναρίου ο Έρνεστ Λίμαν), ενώ είχε και μια ανήκουστη -για τα σημερινά φαστφουντάδικα δεδομένα- παραμονή στις αίθουσες λόγω της αγάπης του κόσμου. Χαρακτηριστικά, στο Παρίσι, η ταινία έμεινε στις αίθουσες αδιάλειπτα για σχεδόν πέντε συνεχόμενα χρόνια!

Και για τον επίλογο, δείγμα της διαχρονικότητας του έργου και της μουσικής του στην σύγχρονη κουλτούρα, ας σημειώσουμε πως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, στο έξοχο ρεζουμέ των τελευταίων ετών που ανακεφαλαιώνουν την ουσία της αμερικανικότητας, έχει ξεκινήσει γυρίσματα για το ριμέικ. Για μια φορά, ελπίζει κανείς, δεν θα χρειαστούμε την ασφάλεια ενός κλισέ όπως το «δεν γυρίζονται πια τέτοια». Για μια φορά, γυρίζονται.

 Ηλίας Δημόπουλος από  Cinemagazine


Ρόμπερτ Γουάιζ, Αμερικανός σκηνοθέτης, μοντέρ και κινηματογραφικός παραγωγός, βραβευμένος με δυο Όσκαρ Σκηνοθεσίας

Ρόμπερτ Γουάιζ, Αμερικανός σκηνοθέτης, μοντέρ και κινηματογραφικός παραγωγός, βραβευμένος με δυο Όσκαρ Σκηνοθεσίας
Ο Ρόμπερτ Γουάιζ (Robert Earl Wise, 10 Σεπτεμβρίου 1914 – 14 Σεπτεμβρίου 2005) ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, μοντέρ και κινηματογραφικός παραγωγός, βραβευμένος με δυο Όσκαρ Σκηνοθεσίας για τις ταινίες Γουέστ Σάιντ Στόρι (West Side Story, 1961) και Η Μελωδία της Ευτυχίας (The Sound of Music, 1965). Ο Γουάιζ ήταν επίσης υπεύθυνος για το μοντάζ των ταινιών του Όρσον Γουέλς Πολίτης Κέιν (Citizen Kane, 1941) και Οι Υπέροχοι Άμπερσον (The Magnificent Ambersons, 1942). Σημαντική θέση στη φιλμογραφία του ως σκηνοθέτη κατέχουν οι ταινίες Σκλάβος του Εγκλήματος (Born to Kill, 1947), Βασανισμένα Κορμιά (The Set-Up, 1949), Όταν η Γη Σταματήσει (The Day the Earth Stood Still, 1951), Εμείς οι Ζωντανοί (Somebody Up There Likes Me, 1956), Ένοχες Γυναίκες (Until They Sail, 1957), Τα Γεράκια των Θαλασσών (Run Silent Run Deep, 1958), Θέλω να Ζήσω! (I Want to Live!, 1958), Ο Στοιχειωμένος Πύργος (The Haunting, 1963), Τα Βότσαλα της Άμμου (The Sand Pebbles, 1966), Η Σταρ (Star!, 1968) και Το Χίντενμπεργκ Καίγεται (The Hindenburg, 1975). O Γουάιζ υπήρξε πρόεδρος του Σωματείου Σκηνοθετών Αμερικής από το 1971 εώς και το 1975, καθώς και πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών από το 1984 εώς και το 1987.
 Ο Γουάιζ σκηνοθέτησε με επιτυχία πολλά διαφορετικά κινηματογραφικά είδη (φιλμ νουάρ, γουέστερν, μιούζικαλ, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας και μελόδραμα) και το 1998 τιμήθηκε με βραβείο καριέρας από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Ο Γουάιζ ξεκίνησε να εργάζεται ως μοντέρ στο χώρο του κινηματογράφου κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’30, δείχνοντας από νωρίς τις ικανότητες του και το 1941 βρέθηκε υποψήφιος για Όσκαρ καλύτερου μοντάζ για την ταινία του Όρσον Γουέλς Πολίτης Κέιν (Citizen Kane). Στα 30 του, το 1944, έκανε το ντεμπούτο ως σκηνοθέτης της ταινίας τρόμου Οι Άνθρωποι Γάτες Εκδικούνται (The Curse of the Cat People), αντικαθιστώντας τον σκηνοθέτη που είχε αναλάβει αρχικά την ταινία, ο οποίος δεν ήταν πλέον διαθέσιμος. Την επόμενη χρονιά έκανε την πρώτη του επιτυχία σκηνοθετώντας τους Μπέλα Λουγκόζι και Μπόρις Κάρλοφ στην ταινία Η Εκδίκηση του Νεκρού (The Body Snatcher, 1945) και μετά από μια σειρά ταινιών Β’ διαλογής καθιερώθηκε με τη σκηνοθεσία της ταινίας Βασανισμένα Κορμιά (The Set-Up, 1949), με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ράιαν. Το 1951 γύρισε την ταινία επιστημονικής φαντασίας Όταν η Γη Σταματήσει (The Day the Earth Stood Still, 1951) με τους Πατρίσια Νιλ και Σαμ Τζάφι, ενώ το 1956 τον Πολ Νιούμαν και τον Στιβ ΜακΚουίν στην ταινία Εμείς οι Ζωντανοί (Somebody Up There Likes Me, 1956). Μετά τη συνεργασία του το 1958 με τον Κλαρκ Γκέιμπλ στην ταινία Τα Γεράκια των Θαλασσών (Run Silent Run Deep), ανέλαβε τη σκηνοθεσία (σε συνεργασία με τον Τζερόμ Ρόμπινς) του μιούζικαλ Γουέστ Σάιντ Στόρι (West Side Story, 1961) που βραβεύτηκε με 10 βραβεία Όσκαρ, του χάρισε το πρώτο του Όσκαρ Σκηνοθεσίας και καθιέρωσε την Νάταλι Γουντ ως αστέρα πρώτου μεγέθους. Τέσσερα χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε τους Τζούλι Άντριους και Κρίστοφερ Πλάμερ στο μιούζικαλ Η Μελωδία της Ευτυχίας (The Sound of Music, 1965) που βραβεύτηκε με 5 βραβεία Όσκαρ και του χάρισε το δεύτερο Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Όντας στο μεταίχμιο της δόξας ο Γουάιζ άρχισε να σκηνοθετεί λιγότερες ταινίες και το 1966 σκηνοθέτησε τον Στηβ ΜακΚουήν στην επική ταινία Τα Βότσαλα της Άμμου (The Sand Pebbles, 1966)[8]. Κατά τη δεκαετία του ’70 σκηνοθέτησε τους Τζορτζ Σι Σκοτ και Αν Μπάνκροφτ στην ταινία Το Χίντενμπεργκ Καίγεται (The Hindenburg, 1975), τους Άντονι Χόπκινς και Μάρσα Μέισον στο θρίλερ Μετεμψύχωση (Audrey Rose, 1977) καθώς και την πρώτη ταινία της σειράς Σταρ Τρεκ.
Το 1998 έλαβε βραβείο καριέρας από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και το 2000 σκηνοθέτησε την τελευταία του ταινία A Storm in Summer. Ο Γουάιζ απεβίωσε το 2005 σε ηλικία 91 ετών από καρδιακή προσβολή.


Τετάρτη 24 και Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019 : Αφιέρωμα στη Χρύσα Σπηλιώτη

Αφιέρωμα στην αγαπημένη ηθοποιό, θεατρική συγγραφέα και σκηνοθέτρια Χρύσα Σπηλιώτη, που χάθηκε στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, μαζί με τον σύζυγό της και δεκάδες ανθρώπινες ζωές τον Ιούλιο του 2018, διοργανώνει το ΝΟΠΠΑΠΠΠΑ Νάξου και Μικρών Κυκλάδων σε συνεργασία με την Κινηματογραφική Λέσχη του νησιού.

Το αφιέρωμα θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 και την Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019 στις 21.00 στο Θεατρικό Μουσείο Ιάκωβος Καμπανέλλης.

Η Χρύσα Σπηλιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, παρακολούθησε μαθήματα αυτοσχεδιασμού στη Γαλλία και εργάστηκε για πολλά χρόνια σαν ηθοποιός. Υπήρξε από τα βασικά στελέχη του «Ανοιχτού Θεάτρου» του Γιώργου Μιχαηλίδη, του «Θεάτρου της Άνοιξης», ενώ συνεργάστηκε με το «Θέατρο του Νότου», το «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας», το «Εθνικό Θέατρο», την «Ελεύθερη σκηνή» και πολλά άλλα. Συμμετείχε, επίσης, σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες.

Από το 1997 στράφηκε κυρίως στη συγγραφή θεατρικών κειμένων, όπως τα «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική;», «Σκοτσέζικο Ντους», «Αγκά-σφί και φί», «Με διαφορά στήθους», «Φωτιά και Νερό», «Ποιος κοιμάται απόψε;», «Το μάτι της Τίγρης». Το «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική;» έχει μεταφραστεί σε έξι γλώσσες και εμπεριέχεται στα πολωνικά στην επίτομη ανθολογία ελληνικών κειμένων «Z Parnasu I Olimpu», ενώ το «Φωτιά και Νερό» έχει μεταφραστεί και παιχτεί, επίσης, στα αγγλικά στο Tristan Bates Theatre.

Η παιδαγωγική εμπειρία της ήταν πολύχρονη. Δίδαξε θεατρικό παιχνίδι σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, ενώ παρουσίαζε επί τρία χρόνια το καθημερινό τηλεοπτικό νηπιαγωγείο της ΕΡΤ «Γύρω γύρω όλοι» γράφοντας παράλληλα τα κείμενα των εκπομπών. Μεταξύ άλλων έγραψε και παρουσίασε στην ΕΡΤ σε συνεργασία με την Αννέτα Παπαθανασίου και την Ολυμπία Μπασκλαβάνη την παιδική σειρά «Φώτα παρακαλώ». Επίσης, είχε διατελέσει γενική γραμματέας του Ι.Τ.Ι. (Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου).

Η τελευταία της ερμηνεία στο θέατρο ήταν στην παράσταση «Ο γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος», σε σκηνοθεσία Αυγουστίνου Ρεμούνδου, όπου ενσάρκωνε τη Ρεγγίνα Μάντζαρου, μητέρα του συνθέτη του εθνικού μας ύμνου.

Η Χρύσα Σπηλιώτη εγκαινίασε το Εργαστήρι Θεατρικής Γραφής στο Θεατρικό Μουσείο Ιάκωβος Καμπανέλλης, την πρώτη χρονιά που άρχισε την τακτική λειτουργία του, το καλοκαίρι του 2016. Ήρθε και το επόμενο καλοκαίρι, του 2017. Τα μαθήματά της σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία, όχι μόνο λόγω του υπέροχου τρόπου διδασκαλίας της αλλά και λόγω της προσωπικότητάς της, αφού η Χρύσα ήταν πάντα χαμογελαστή, προσιτή, με αγάπη και απέραντη καλοσύνη.

Την πρώτη μέρα του αφιερώματος (Τετάρτη 24 Ιουλίου) θα προβληθεί η παράσταση «Ο γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος», που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στον Πολυχώρο Vault, σε κείμενο δικό της και σκηνοθεσία Αυγουστίνου Ρεμούνδου.

Συντελεστές παράστασης «Ο γιος μου ο Νικόλαος Μάντζαρος»

Κείμενο: Χρύσα Σπηλιώτη
Σκηνοθεσία: Αυγουστίνος Ρεμούνδος
Μουσική: Νικόλαος Μάντζαρος
Μουσική επιμέλεια/Επεξεργασία: Νικόλας Καρίμαλης (Razastarr)
Σκηνικά/Κοστούμια: Τόνια Αβδελοπούλου
Χορογραφία: Μάτα Μάρρα
Σχεδιασμός Φωτισμού: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίνα Ντούνη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Video: Νικήτας Χάσκας

Τη δεύτερη μέρα του αφιερώματος (Πέμπτη 25 Ιουλίου) η Ομάδα του Θεατρικού Μουσείου υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια της Κατερίνας Πολυχρονοπούλου θα παρουσιάσει αποσπάσματα από τα έργα της «Πόρτες», «Με διαφορά στήθους» και «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική;» επιχειρώντας να αποτυπώσει ένα όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένο πορτραίτο της ηθοποιού.




Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019 και ώρα 21.00

Αποτέλεσμα εικόνας για ταινια μάκβεθ 1971 ρομάν πολάνσκι«Μάκβεθ» (1971) του Ρόμαν Πολάνσκι

(United Kingdom,  140 minutes, color)


Cast:

Jon Finch . . . . . . . . . . Macbeth
Francesca Annis . . . . . . . . . . Lady Macbeth
Martin Shaw . . . . . . . . . . Banquo
Terence Baylor . . . . . . . . . . Macduff
John Stride . . . . . . . . . . Ross
Nicholas Selby . . . . . . . . . . Duncan

Ο Ρομάν Πολάνσκι παρουσιάζει την εφιαλτική του εκδοχή για την κλασική τραγωδία του Σαίξπηρ, με θέμα τις αιματηρές συνέπειες του παράφορου πάθους για την εξουσία.
Ο Jon Finch ενσαρκώνει τον Μάκβεθ, τον Σκωτσέζο ήρωα που, οδηγημένος από μια αλλόφρονα φιλοδοξία, εξαπολύει έναν ανείπωτο κύκλο βίας και αίματος. Παρακινημένος από την υπερφυσική προφητεία τριών μαγισσών, ο Μάκβεθ ενθαρρύνεται από τη Λαίδη του (Francesca Annis) να σκοτώσει τον βασιλιά Ντάνκαν για να πάρει τον θρόνο του.
Γυρίζοντας την ταινία στα τραχιά εδάφη της βόρειας Ουαλίας, ο Πολάνσκι χρησιμοποιεί το τοπίο για να τονίσει τα οπτικά και μυστικιστικά στοιχεία του σπουδαίου αυτού έργου του Σαίξπηρ.


Ο Μάκβεθ (ή Μακμπέθ) ή Η Τραγωδία του Μακμπέθ, όπως είναι ο αρχικός τίτλος, είναι θεατρικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ γύρω από μία βασιλοκτονία και τα επακόλουθά της. Είναι η μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606.

Πηγές του Σαίξπηρ γι’ αυτήν την τραγωδία ήταν παλιότερες περιγραφές για τον Μακμπέθ της Σκωτίας, που έγινε Βασιλιάς το 1040, τον Μακντόφ και τον Ντάνκαν Α’ της Σκωτίας. Ωστόσο η ιστορία του Μάκβεθ όπως ειπώθηκε από τον Σαίξπηρ έχει ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας της Σκωτίας, αφού ο αληθινός Μάκβεθ ήταν ένας θαυμαστός μονάρχης.

Ο Ραφαήλ Χόλινσεντ στο βιβλίο του  “Χρονικά της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας” (1577) όπου βασίστηκε κυρίως η τραγωδία “Μάκβεθ” έγραψε πως το στέμμα της Σκωτίας το είχαν υποσχεθεί στον Μάκβεθ “τρεις μάγισσες που ήταν Θεές της Τύχης ή νύμφες ή νεράιδες”. Ο Χόλινσεντ έγραψε ακόμα πως σ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του ο Μάκβεθ ζητούσε τις συμβουλές “ορισμένων μάγων και μιας μάγισσας” που τον αποκοίμιζαν με ψεύτικες προφητείες οδηγώντας τον έτσι στην καταστροφή του.

Ο “Μάκβεθ” του Σαίξπηρ, δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια λόγω των σημαντικών μεταγενέστερων αναθεωρήσεων. Η πρώτη έντυπη έκδοσή του εμφανίστηκε, μόλις το 1623, 7 χρόνια μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ. Πολλοί μελετητές εικάζουν ότι το έργο πιθανότατα γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606, αν και η πρώτη χρονολογία φαίνεται η πιθανότερη. Το 1603 ανέβηκε στο θρόνο της Αγγλίας ο Ιάκωβος Α’, ο οποίος πήρε επίσημα υπό την προστασία του το θίασο του Σαίξπηρ. Γεμάτος βαθειά ευγνωμοσύνη, πιθανότατα ο Σαίξπηρ έγραψε τον “Μάκβεθ” προκειμένου να τιμήσει τον βασιλιά Ιάκωβο και τους προγόνους του, γιατί ο Ιάκωβος καταγόταν από μία γενιά Σκώτων βασιλέων. Ήταν ο γιος της Μαρίας Στιούαρτ και πολύ πριν γίνει βασιλιάς της Αγγλίας υπήρξε βασιλιάς της Σκωτίας. Στο έργο, κατά τα λεγόμενα των τριών μαγισσών ο Μπάνκο θα γινόταν πατέρας βασιλιάδων. Και ο βασιλιάς Ιάκωβος πίστευε ότι καταγόταν από τον Μπάνκο. Η πρώτη γραπτή αναφορά για την παράσταση του έργου στην Αγγλία, έγινε τον Απρίλιο του 1611.  Στην Ελλάδα, παραστάσεις αναφέρονται ήδη από το 1856 στην Αθήνα και το 1858 στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου στην Κέρκυρα.

Ο Στρατηγός Μάκβεθ, ξάδελφος του Βασιλιά της Σκωτίας Ντάνκαν, στέκεται πιστός στο πλευρό του ηγεμόνα, πολεμώντας σώμα με σώμα τους συνωμότες, σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ. Μετά από μία νικητήρια μάχη, λίγο πριν επιστρέψει τροπαιούχος μαζί με τον φίλο και συμπολεμιστή του Μπάνκο, ο Μάκβεθ συναντά τρεις μάγισσες που προφητεύουν ότι θα γίνει ο ίδιος Βασιλιάς – όπως και οι απόγονοι του Μπάνκο. Ο άτεκνος Μάκβεθ ξελογιάζεται: ίσως να έφτασε επιτέλους η ώρα του. Εξομολογούμενος στη γυναίκα του την προφητεία, η Λαίδη Μάκβεθ φυτιλιάζει τις σκοτεινές του σκέψεις: να σκοτώσει τον Ντάνκαν, να δολοπλοκήσει εναντίον των άξιων κληρονόμων, να γίνει ο ίδιος Βασιλιάς. Ο Μάκβεθ τυφλώνεται από την φιλοδοξία του και εκτελεί το μοχθηρό σχέδιο της γυναίκας του. Μόνο που μόλις εκπληρώσει το στόχο του και καθίσει στο θρόνο, ξεκινά το πραγματικό του μαρτύριο: από την μία η ηδονή της εξουσίας κι από την άλλη η ανασφάλεια ότι κάποιος θα την κλέψει, κι ο Μάκβεθ μετατρέπεται σε τύραννο. Δολοφονεί εν ψυχρώ όποιον θεωρεί ότι τον απειλεί, όμως το μυαλό του συνεχίζει να γεννά επόμενες «απειλές» που τον στοιχειώνουν νομοτελειακά, σισύφεια. Η Λαίδη Μάκβεθ χάνει και η ίδια τα λογικά της από τις τύψεις και (πιθανόν) αυτοκτονεί, ενώ ο Σκωτσέζος Βασιλιάς χάνει και το θρόνο και το κεφάλι του…

Έργο πάνω στην Δίψα για Εξουσία που οδηγεί στο Έγκλημα, και που η Διατήρησή της απαιτεί κι άλλα Εγκλήματα, μέχρι την Τελική Πτώση και την αντικατάστασή της από μια Άλλη Εξουσία, που κι αυτή με την σειρά της θα παίξει το ίδιο Παιχνίδι με την προηγούμενη, σε παραλλαγή. Ταυτόχρονα και ένα έξοχο πορτραίτο ενός Ζευγαριού που τους ενώνει αρχικά άρρηκτα το Χυμένο Αίμα, ενώ στη συνέχεια είναι Αυτό που θα τους χωρίσει και θα τους καταστρέψει οριστικά. Ταυτόχρονα ένα συμπλέον Σχόλιο πάνω στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, όπου ο Άνθρωπος πιστεύει ότι ορίζει την Μοίρα του, μεταφράζοντας τους Χρησμούς κατά το προσωπικό του δοκούν, για να ανακαλύψει στο τέλος ότι έχει πλανηθεί πλάνη οικτρά. Και ότι δεν ορίζει τίποτα.

Αχιλλέας Ψαλτόπουλος


Ο σκηνοθέτης

Ο Rajmund Roman Thierry Polanski, όπως είναι το πραγματικό όνομα του σπουδαίου Πολωνού σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι, γεννήθηκε στο Παρίσι από Πολωνούς γονείς στις 18 Αυγούστου του 1933. Ενώ ήταν σε ηλικία 3 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην Κρακοβία. Το 1941 ο πατέρας του εξορίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας στην Αυστρία και η μητέρα του στο Άουσβιτς απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ο ίδιος ο Πολάνσκι στη συνέχεια φιλοξενήθηκε από αρκετές Πολωνικές οικογένειες. Ωστόσο, ξαναβρέθηκε με τον πατέρα του, ο οποίος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Στα 14 του χρόνια, ο Πολάνσκι ξεκίνησε καριέρα ηθοποιού στο θέατρο, σε ραδιοφωνικές παραγωγές και αργότερα σε ταινίες. Παράλληλα, σπούδαζε ζωγραφική και γραφιστική σε σχολή Καλών Τεχνών στην Κρακοβία. Το 1955 ξεκίνησε σπουδές σκηνοθεσίας στην κινηματογραφική σχολή του Lodz. Η πρώτη του ταινία, “The Bicycle”, ήταν βασισμένη στην εμπειρία που είχε όταν έπεσε θύμα ληστείας από έναν καταζητούμενο για τρεις φόνους.

Ακολούθησε το μονόλεπτο φιλμάκι “A Murder” που προκάλεσε αίσθηση και το “Toothy Smile” που προμήνυαν τα πιο ενοχλητικά θέματα με τα οποία καταπιάστηκε ο σκηνοθέτης στις ταινίες του τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Επειδή ο Πολάνσκι δεν ολοκλήρωσε τη διατριβή που απαιτούνταν από τη σχολή του, δεν αποφοίτησε ποτέ ουσιαστικά. Παρ’ όλα αυτά, προσελήφθη από την εταιρεία παραγωγής Kamera ως βοηθός διευθυντή παραγωγής.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 επέστρεψε στην Πολωνία αποφασισμένος να κάνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Επρόκειτο για το “Μαχαίρι στο Νερό” του 1962, μια τεράστια κινηματογραφική επιτυχία, υποψήφια για βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

 Η ταινία μας μεταφέρει στην Πολωνία της δεκαετίας του ’60. Εκεί, ένα ζευγάρι οικονομικά ευκατάστατων αστών, συναντά στον δρόμο του έναν νεαρό φοιτητή που κάνει ωτοστόπ και τον παίρνουν μαζί τους για μία διήμερη βόλτα με το ιστιοφόρο τους. Μία σύγκρουση θα ξεκινήσει μεταξύ των δύο αντρών, με κλιμακούμενη ένταση και απρόσμενες εξελίξεις.

Το “Μαχαίρι στο Νερό” (Knife in the Water – 1962) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Πολάνσκι, και παράλληλα ένα υπέροχο μάθημα κινηματογραφικής λιτότητας και μινιμαλιστικής έκφρασης. Έχοντας ουσιαστικά ως χώρο δράσης ένα ιστιοφόρο στη θάλασσα και με μόλις τρεις ηθοποιούς, ο Πολάνσκι από την πρώτη μεγάλους μήκους ταινία, μας δείχνει ένα υπέροχο δείγμα γραφής.

Ο 29χρονος τότε σκηνοθέτης, αξιοποιεί με έμπνευση, ακρίβεια και θαυμαστή οικονομία τους κινηματογραφικούς κώδικες και με ένα αιχμηρό αλλά και πολυεπίπεδο σχόλιο, μας παρουσιάζει μία υπέροχη δημιουργία. Η ταινία έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας αλλά είχε την ατυχία να βρει απέναντι της το κλασσικό “8 1/2” του Φεντερίκο Φελίνι.

Εντυπωσιασμένος από την ταινία, ο παραγωγός Τζιν Γκουτόφσκι εντόπισε τον Πολάνσκι στο Μόναχο και τον έπεισε να τον ακολουθήσει στην Αγγλία. Το 1965, ο Γκουτόφσκι ήταν στην παραγωγή της πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του Πολάνσκι, “Αποστροφή”, η οποία τιμήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και έκανε τον Πολάνσκι διεθνώς γνωστό.

Στην “Αποστροφή” (Repulsion – 1965), η Carole (Catherine Deneuve) και η Helene (Yvonne Furneaux) είναι δυο αδελφές από το Βέλγιο που ζουν σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο του Λονδίνου. Η Carole, που είναι η μικρότερη, εργάζεται σε ένα ινστιτούτο ομορφιάς. Σε αντίθεση με την αδελφή της που διατηρεί παράνομο δεσμό με έναν παντρεμένο, τον Michael (Ian Hendry), η ερωτική ζωή της πανέμορφης Carole είναι ανύπαρκτη και όλη η σχέση της με το αντίθετο φύλο περιορίζεται στο επίμονο, αλλά άκαρπο φλερτ ενός ρομαντικού νέου, του Colin (John Fraser), που τον απορρίπτει συνεχώς, αφού η ίδια διακατέχεται από μία αρνητική προδιάθεση απέναντι στους άνδρες.

Το πρόβλημά της γίνεται εντονότερο από την παρουσία του Michael στο σπίτι. Την ενοχλούν τα προσωπικά αντικείμενα του άνδρα που βρίσκονται στο μπάνιο δίπλα στα δικά της και τις νύχτες μένει ξύπνια ακούγοντας τις ερωτικές κραυγές της αδελφής της από το διπλανό δωμάτιο.

Η ψυχολογική της κατάσταση αρχίζει να κλονίζεται όταν η Helene και ο εραστής της φεύγουν από το σπίτι για ένα δεκαπενθήμερο διακοπών στην Ιταλία. Η Carole θα κλειστεί τελείως στον εαυτό της, θα κλειδωθεί στο σπίτι, δεν θα ξαναπάει στην δουλειά της και τις νύχτες, θα μένει εγκλωβισμένη στους εφιάλτες και στις παραισθήσεις της…

Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Πολάνσκι, αποδεικνύει το μοναδικό ταλέντο του, καθώς καταφέρνει να μεταφέρει στην οθόνη με αργό, βασανιστικό και ταυτόχρονα αριστουργηματικό τρόπο, την ψυχολογική κατάρρευση της ηρωίδας του. Η Κατρίν Ντενέβ είναι απλά τέλεια, αποδεικνύοντας γιατί θεωρείται μία από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες όλων των εποχών, έχοντας συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως: ο Jacques Demy (The Umbrellas of Cherbourg – 1964), o Roger Vadim, o François Truffaut (The Last Metro – 1980), o Lars von Trier (Dancer in the Dark – 2000) και βέβαια ο σπουδαίος Luis Bunuel (Belle de Jour -1967 και Tristana – 1970).

Το «Repulsion» έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1965 στο Φεστιβάλ των Καννών και ένα μήνα μετά ανέβηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες του Λονδίνου. Την ίδια χρονιά προβλήθηκε και στο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο FIPRESCI και με την Ασημένιο Άρκτο, ενώ είχε υποψηφιότητα και για ένα Βραβείο BAFTA. Η ταινία άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο του Polanski στις κινηματογραφικές αίθουσες της Δυτικής Ευρώπης ενώ παράλληλα έκανε σε όλους γνωστή την εξαιρετική νεαρή τότε ηθοποιό από την Γαλλία, Catherine Deneuve.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ακολούθησε και το επίσης ασπρόμαυρο φιλμ: “Νύχτα Δολοφόνων” (Cul-de-Sac – 1966), το οποίο κέρδισε το 1966 τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. 

Ο όρος “Cul-de-Sac” σημαίνει “αδιέξοδο” και σε ένα τέτοιο σκηνικό φαίνεται να βρίσκονται οι χαρακτήρες της ταινίας μας. Δύο γκάγκστερ (ο ένας με μια σφαίρα στην κοιλιά) ξεμένουν από αμάξι και αναζητούν βοήθεια με την απειλή των όπλων σε έναν πύργο στη Βόρεια Αγγλία, όπου εκεί ζουν απομονωμένοι ένας βιομήχανος με τη Γαλλίδα σύντροφό του.

Ο γκάνγκστερ εγκλωβίζεται εκεί και δεν μπορεί να φύγει αν δεν έρθει η βοήθεια από τους δικούς του. Η Γαλλίδα ασφυκτιά στην περιορισμένη ζωή του πύργου, ενώ ο εσωστρεφής βιομήχανος είναι εγκλωβισμένος εκεί κατά βούληση. Όταν εμφανίζεται μία περίεργη ομάδα επισκεπτών, τα πράματα θα περιπλακούν και οι ρόλοι θύτη – θύματος θα αντιστραφούν. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα σύνολο από σουρεαλιστικές καταστάσεις. 

Η ταινία “Νύχτα Δολοφόνων” (Cul-de-Sac) αποτελεί τη δεύτερη βρετανική παραγωγή του Πολάνσκι. Ο Donald Pleasence μας χαρίζει ίσως την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, έχοντας στο πλευρό του την Françoise Dorléac, αδερφή της Κατρίν Ντενέβ, η οποία δυστυχώς πέθανε σε αυτοκινητικό ατύχημα έναν χρόνο μετά. 

Μετά τις τρεις πρώτες αριστουργηματικές ασπρόμαυρες ταινίες του Ρομάν Πολάνσκι, είχε έρθει η ώρα και για την πρώτη έγχρωμη μεγάλου μήκους δημιουργία του. Βρισκόμαστε αισίως στο 1967, με τον Πολωνό σκηνοθέτη να ταξιδεύει στην Αμερική και το Χόλιγουντ. Εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί τη μέλλουσα γυναίκα του και μούσα, την υπέροχη Σάρον Τέιτ. Μαζί θα γυρίσουν το φιλμ: “Η Νύχτα των Βρικολάκων” (The Fearless Vampire Killers – 1967). Για τα τραγικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν, όσο και για τα όσα γράφτηκαν εκείνη την εποχή και για το επόμενο φιλμ του Πολάνσκι, “Το Μωρό της Ρόζμαρυ” (Rosemary’s Baby – 1968), μπορείτε να διαβάσετε στο Αφιέρωμα – “Σάρον Τέιτ: Η δολοφονία που συγκλόνισε το Χόλιγουντ!”, που είχαμε παρουσιάσει πριν από μερικές ημέρες στο Tvxs.gr.

Ο Πολάνσκι, επέστρεψε στην ενεργό δράση το 1971 με την κινηματογραφική μεταφορά του “Μάκβεθ” και την ταινία “Τι;” (1972), σε παραγωγή του Κάρλο Πόντι. Ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία “Τσάιναταουν” με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτή για το βραβείο Σκηνοθεσίας.

Στην ταινία “Τσάιναταουν” (Chinatown – 1974), ο Πολάνσκι έχει στη διάθεση του ένα εντυπωσιακό καστ, με τους: Τζακ Νίκολσον, Φέι Ντάναγουεϊ, Ντάιαν Λαντ και Τζον Χιούστον. Η υπόθεσή της διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες τη δεκαετία του ’30, την περίοδο του πόλεμου για το νερό στην Νότια Καλιφόρνια. Η ταινία αποτελεί το τελευταίο σκηνοθετικό εγχείρημα του Ρόμαν Πολάνσκι στις Η.Π.Α. καθώς αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ευρώπη το 1977 για να αποφύγει τις κυρώσεις για τις κατηγορίες που τον βάραιναν για κακοποίηση ανήλικης.

Ο Τζέικ Τζέι Τζέι Γκίτις (Τζακ Νίκολσον), ιδιωτικός ντετέκτιβ με ειδίκευση στις υποθέσεις μοιχείας, προσλαμβάνεται από μια γυναίκα που του συστήνεται ως Έβελυν Μόλρεϊ (Ντάιαν Λαντ), για να παρακολουθήσει τον σύζυγο της, Χόλις (Ντάρελ Ζβέρλινγκ). Ο Χόλις, είναι υπεύθυνος για την κατασκευή του συστήματος ύδρευσης της πόλης και η γυναίκα, του έχει υποψίες ότι διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις.

Ο Γκίτις τον ακολουθεί και διαπιστώνει ότι όντως την απατά με μια νεαρή κοπέλα. Η υπόθεση όμως περιπλέκεται όταν ανακαλύπτει ότι έχει προσληφθεί από άλλη γυναίκα, καθώς όταν επιστρέφει στο γραφείο του μετά την έρευνά του συναντά την πραγματική Έβελυν Μόλρεϊ που τον διαβεβαιώνει ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να μάθει για τις εξωσυζυγικές σχέσεις του άνδρα της.

Όταν αργότερα ο κύριος Μόλρεϊ βρίσκεται νεκρός, ο Τζέικ διαπιστώνει ότι έχει εμπλακεί σε μια υπόθεση συνωμοσίας που σχετίζεται με το σύστημα παροχής νερού στην πόλη του Λος Άντζελες. Συνεχίζοντας την έρευνα ο Τζακ ανακαλύπτει στοιχεία που τον οδηγούν στον πατέρα της Έβελυν, Νόα Κρος (Τζον Χιούστον) και πρώην επαγγελματικό συνέταιρο του Χόλις.

Μία ακόμη κλασσική δημιουργία από τον Ρομάν Πολάνσκι, με έντονα τα στοιχεία του Φιλμ Νουάρ και του ψυχολογικού δράματος. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει 2η στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες μυστηρίου όλων των εποχών. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας κερδίζοντας τελικά μόνο Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου. Έλαβε επίσης τέσσερις Χρυσές Σφαίρες για Καλύτερη δραματική ταινία, Καλύτερη σκηνοθεσία, Καλύτερη ανδρική ερμηνεία σε δραματική ταινία για τον Τζακ Νίκολσον και Καλύτερου σεναρίου. Το 1991 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι 16 χρόνια μετά, ο Τζακ Νίκολσον σκηνοθέτησε τη συνέχεια της ταινίας, με τίτλο “Οι Δύο Τζέικ” (The Two Jakes, 1990), με πρωταγωνιστές τον εαυτό του και τη Φέι Ντάναγουεϊ και με σεναριογράφο επίσης τον Ρόμπερτ Τάουνι, χωρίς όμως να έχει το φιλμ ανάλογη επιτυχία.

Η επόμενη ταινία του, “Ο Ένοικος” (1976), ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα “Le Locataire” του Ρόλαντ Τόπορ. Στην ταινία αυτή ο Πολάνσκι, εκτός από την σκηνοθεσία, είχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν ο Τρελκόφσκι, ένας Πολωνός με γαλλική ιθαγένεια, ο οποίος τρελαίνεται και καταλήγει στην αυτοκτονία.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Πολάνσκι ενεπλάκη σε ένα σκάνδαλο, αφού κατηγορήθηκε ότι είχε σχέση με μια ανήλικη κοπέλα. Ομολόγησε την ενοχή του και εγκατέλειψε την Αμερική. Πήγε στο Παρίσι, όπου γύρισε την ταινία “Τες, Γλυκιά μου Ξαδέλφη” (Tess – 1979) με πρωταγωνίστρια τη Ναστάζια Κίνσκι. Η ταινία απέσπασε 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το βραβείο Σκηνοθεσίας, ενώ κέρδισε τρία αγαλματίδια: βραβείο Φωτογραφίας, Σκηνικών και Κοστουμιών.

Μετά από μακρόχρονη απουσία από τον κινηματογράφο, ο Πολάνσκι επέστρεψε το 1986 με τους “Πειρατές” (Pirates), έχοντας για πρωταγωνιστή τον χαρισματικό Γουόλτερ Ματάου. Το 1988 μας παρουσιάζει το “Φράντικ” ( Frantic), με τον Χάρισον Φορντ και τη μελλοντική σύζυγο του Πολάνσκι, Εμανουέλ Σενιέ. Ακολούθησαν τα “Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα” (Bitter Moon- 1992) και “Ο Θάνατος και η Κόρη” (Death and the Maiden – 1994). Ενώ το 1999 ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε τον Τζόνι Ντεπ στο θρίλερ “Η Ένατη Πύλη” (The Ninth Gate – 1999), μεταφορά του ομότιτλου δημοφιλούς μυθιστορήματος, του Arturo Pérez-Reverte.

Φτάνουμε έτσι στο 2002 και το φιλμ “Ο Πιανίστας” (The Pianist). Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν (Adrien Brody), είναι ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας. Όμως βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι του όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός.

Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται. Κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό, όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν και γενικά ωφελούν να δέχονται αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις. 

Το 1940, συγκεντρώνονται όλοι στο Γκέτο της Βαρσοβίας. Εκεί αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή βασανισμού. Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ σώζεται την τελευταία στιγμή από έναν αστυνομικό του Εβραϊκού Γκέτο, που τυγχάνει να είναι οικογενειακός φίλος. Μακριά πλέον από την οικογένειά του, παραμένει στο Γκέτο ως εργάτης – σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής ενώ αργότερα αφήνεται στη βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα…

Η ταινία “Ο Πιανίστας” έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Η ταινία, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών, στις 24 Μαΐου του 2002, όπου και κέρδισε τη μέγιστη διάκριση, τον Χρυσό Φοίνικα. Στη χώρα μας κυκλοφόρησε στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Το φιλμ, βασισμένο στο βιβλίο του Wladyslaw Szpilman, δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές, κερδίζοντας αρκετά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού για τον Έντριαν Μπρόντι, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Ρόναλντ Χάργουντ και Σκηνοθεσίας για τον Ρόμαν Πολάνσκι.

Το 2005 ο Ρομάν Πολάνσκι μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το κλασσικό μυθιστόρημα του Charles Dickens, “Oliver Twist” και πέντε χρόνια μετά, το βιβλίο “Αόρατος Συγγραφέας” του Robert Harris.

Στο φιλμ “Αόρατος Συγγραφέας” (The Ghost Writer – 2010), ο Άνταμ Λανγκ (Πιρς Μπρόσναν) είναι ένας πρώην Βρετανός πρωθυπουργός, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο σε ένα νησί στα ανατολικά παράλια των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όπου και γράφει την αυτοβιογραφία του. Όταν ο σύμβουλός του πεθαίνει, ένας συγγραφέας (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) αποστέλλεται στο νησί για να τον βοηθήσει να ολοκληρώσει το βιβλίο του. Ο “ανώνυμος” συγγραφέας εισέρχεται σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και παρασύρεται στη δίνη μιας σεξουαλικής, πολιτικής και λογοτεχνικής ίντριγκας.

Έχοντας αρκετά κοινά σημεία με την πραγματικότητα και με τον Πιρς Μπρόσναν να θυμίζει έντονα τον πρώην Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, Τόνι Μπλερ, η ταινία σηματοδοτεί την επιστροφή του Πολάνσκι στο αγαπημένο του είδους, αυτό του ψυχολογικού θρίλερ.

Η ταινία όπως είπαμε είναι βασισμένη στο best seller μυθιστόρημα “The Ghost” του συγγραφέα Ρόμπερτ Χάρις και στο καστ συναντάμε τους: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ (“Angels & Demons”), Πιρς Μπρόσναν (“Die Another Day”) και Κιμ Κατράλ (“Sex and the City”). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο “Αόρατος Συγγραφέας”, τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, στο επετειακό 60ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, που είχε εκείνη την χρονιά ως πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής, τον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη, Werner Herzog.

Η επόμενη δημιουργία του σπουδαίου Πολωνού σκηνοθέτη, το φιλμ “Ο Θεός της Σφαγής” (Carnage – 2011).

Ένας καυγάς ανάμεσα σε δύο παιδιά περίπου έντεκα χρονών, σε μια συνοικιακή παιδική χαρά, καταλήγει με πρησμένα χείλη και σπασμένα δόντια. Οι γονείς του “θύματος” καλούν τους γονείς του “θύτη” στο σπίτι τους, για να το συζητήσουν. Τα ευγενικά πειράγματα δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε αιχμηρά υπονοούμενα, καθώς έρχονται στην επιφάνεια οι αντιφάσεις και οι τραγελαφικές προκαταλήψεις των τεσσάρων γονιών. Καθένας τους, με τις απόψεις του, με τα πλεονεκτήματα, αλλά κυρίως με τα μειονεκτήματά τους, καλούνται να βρουν μία χρυσή τομή. Δύσκολο…

Το “Carnage”, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα τον Σεπτέμβριο του 2011, στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ ήταν υποψήφιο και για 2 Χρυσές Σφαίρες Γυναικείας Ερμηνείας (Κωμωδία ή Μιούζικαλ), για τις Τζόντι Φόστερ και Κέιτ Γουίνσλετ. Το σενάριό του, είναι βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό, “Le Dieu du Carnage”, της Γιασμίνα Ρεζά, η οποία συνεργάστηκε με τον Ρομάν Πολάνσκι για την προσαρμογή του έργου της, στη μεγάλη οθόνη.

Η ταινία εκτυλίσσεται σχεδόν ολόκληρη, μέσα σ’ ένα δωμάτιο μιας πολυκατοικίας, κάπου στο Μπρούκλιν των Ηνωμένων Πολιτειών. Το cast της ταινίας “Carnage” (Ο Θεός της Σφαγής), αποτελείται από μόλις τέσσερις ηθοποιούς. Πρωταγωνιστούν η βραβευμένη με Όσκαρ Κέιτ Γουίνσλετ («Mildred Pierce», «The Reader») και ο βραβευμένος με Όσκαρ Κριστόφ Βαλτς («Water for Elephants», «Inglourious Basterds»), που υποδύονται το αντρόγυνο Νάνσι και Άλαν. Ενώ η βραβευμένη με Όσκαρ Τζόντι Φόστερ («Panic Room», «The Silence of the Lambs») και ο Τζον Σ. Ράιλι («We need to talk about Kevin», «Magnolia»), ενσαρκώνουν το αντρόγυνο Πενέλοπε και Μάικλ, αντίστοιχα. 

Το φιλμ αφορά τη θλιβερά διασκεδαστική ιστορία δύο οικογενειών που εμπλέκονται σε μια επίδειξη δύναμης, εξαιτίας ενός τσακωμού των παιδιών τους. Καθαρά θεατρική ταινία με βάση τόσο στο σενάριο όσο και στις ερμηνείες, εκεί που πολύ εύκολα ξεχωρίζει η Τζόντι Φόστερ. Υπογραμμίζονται δε έξυπνα τόσο οι γελοίες αντιφάσεις όσο και οι γκροτέσκες προκαταλήψεις, τεσσάρων ευκατάστατων Αμερικανών γονέων.

Γυρισμένη σε πραγματικό χρόνο, η ταινία “Ο Θεός της Σφαγής”, βάζει το αντρόγυνο Νάνσι και Άλαν Κόουαν αντιμέτωπους με τη φιλελεύθερη συγγραφέα και αγωνίστρια Πενέλοπε Λόνγκστριτ και τον έμπορο σύζυγό της, Μάικλ. Απρόβλεπτη και με έντονα διαστήματα υποκριτικών εκρήξεων, η ταινία κυλάει με πολύ καλό ρυθμό και αποκαλύπτει έξυπνα την υποκρισία που κρύβεται πίσω από μία ευγενική επιφάνεια.

Ο Ρομάν Πολάνσκι, που είχε δει το θεατρικό έργο, κατάλαβε αμέσως ότι θα μπορούσε να γίνει μια συναρπαστική ταινία: «Ο ρυθμός του θεατρικού ήταν γρήγορος και καταιγιστικός. Αυτό που κυρίως με τράβηξε ήταν ότι η δράση εξελισσόταν σε πραγματικό χρόνο».

Ο Πολάνσκι ανέθεσε στη συγγραφέα του έργου, Γιασμίνα Ρεζά, την προσαρμογή του θεατρικού για τη μεγάλη οθόνη. Αρχικά ανεβασμένο στο Παρίσι, το θεατρικό ‘μετακόμισε’ στη Νέα Υόρκη, και συγκεκριμένα στο Μπρόντγουεϊ το 2009. Και ήταν στο Μπρούκλιν που ο Πολάνσκι επέλεξε να τοποθετήσει το έργο, όταν το μετέφερε τελικά, στη μεγάλη οθόνη. Ο σκηνοθέτης θέλησε να παραμείνει πιστός και στον πραγματικό χρόνο που εκτυλίσσεται το έργο, παρά τις προκλήσεις που θα σήμαινε αυτό. Η δράση εκτυλίσσεται σε διάστημα μόλις, 80 λεπτών.

«Ήταν μια πρόκληση να κάνω μια ταινία σε πραγματικό χρόνο. Από τότε που ήμουν παιδί, μου άρεσαν οι ταινίες που εξελίσσονταν σε ένα σημείο πολύ περισσότερο απ΄ότι οι ταινίες δράσης. Μου αρέσει η αίσθηση της εγγύτητας που αναπτύσσεται μεταξύ των χαρακτήρων, παρόμοια με το συναίσθημα που έχεις ότι βλέπεις ολλανδικά έργα ζωγραφικής, όπως το “The Wedding Arnolfini” του Van Eyck, όπου ο καλλιτέχνης δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι βρίσκεται στο δωμάτιο. Έχω κάνει ταινίες στο παρελθόν που εκτυλίσσονταν σε κλειστό χώρο, αλλά όχι τόσο αυστηρά όπως στο “Carnage”, οπότε αυτή ήταν μια νέα εμπειρία για μένα» Roman Polanski.

Εν κατακλείδι, το “Carnage”, είναι μία ταινία, που αξίζει την προσοχή σας. Σίγουρα, όχι το πληρέστερο φιλμ, ενός από τους κορυφαίους, εν ζωή, κινηματογραφιστές, αλλά είναι πάντα μια ταινία του Polanski και αυτό, λέει πολλά…

Στο 66ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, προβλήθηκε η επόμενη ταινία του Ρομάν Πολάνσκι με τίτλο, «Venus in Fur». Όπως το “Carnage” έτσι και αυτή η δημιουργία του Πολάνσκι, βασίζεται σε θεατρικό έργο και συγκεκριμένα στο «Venus in Fur» του Ντέιβιντ Αϊβς, που πραγματεύεται και εκσυγχρονίζει τη θεωρία του Λέοπολντ φον Ζάχερ Μαζόχ και την ηδονική διάσταση της υποδούλωσης του άντρα στον γυναικείο ερωτισμό. Πρωταγωνίστρια της ταινίας μας, δεν είναι άλλη από την υπέροχη Emmanuelle Seigner, μούσα και σύζυγος του Πολωνού σκηνοθέτη.

Στη συνέντευξη τύπου, που ακολούθησε την προβολή της ταινίας στις Κάννες, ο Πολάνσκι, ερωτηθείς γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο θεατρικό έργο ως βάση για τη νέα του ταινία, δήλωσε χαρακτηριστικά:

“Μου έδωσαν αυτό το σενάριο πέρσι, εδώ, στο Φεστιβάλ, που είχα έρθει για την ειδική προβολή της «Τες», το διάβασα και το βρήκα ξεκαρδιστικό. Μου έκανε εντύπωση ότι εκτυλισσόταν σ’ έναν από τους χώρους, στη Νέα Υόρκη, όπου γίνονται οι οντισιόν. Κι αμέσως σκέφτηκα, αν το διασκευάσω θα πρέπει να το τοποθετήσω μέσα σ’ ένα θέατρο, γιατί στη Γαλλία και γενικά στην Ευρώπη εκεί γίνονται οι οντισιόν. Μια και μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, στα 14 μου ήμουν πρωταγωνιστής σε μια παράσταση στην Πολωνία, έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το άδειο θέατρο. Κι έτσι κατασκευάσαμε αυτό το σκηνικό, δεν είναι πραγματικό θέατρο. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να κινούμαστε άνετα μέσα στο χώρο και ο θεατής να μη νιώθει κλειστοφοβικά. Κατά τη δική μου γνώμη θα ήταν τρομερά βαρετό, δε θα μπορούσε καν να διασκευαστεί το έργο, αν ακολουθούσαμε την αρχική ιδέα του δωματίου για τις οντισιόν.”

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην πρώτη του ταινία, «Μαχαίρι στο Νερό» (1962), ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε μόνο τρεις ηθοποιούς. Πενήντα χρόνια μετά στο “Carnage” (2011) το καστ αποτελείται από τέσσερις πρωταγωνιστές και στη νέα του ταινία “Venus in Fur” (2013) μόνο από δύο… την Emmanuelle Seigner και τον Mathieu Amalric, ο οποίος παρεμπιπτόντως του μοιάζει εκπληκτικά.

“Ήταν όνειρό μου να κάνω μια μέρα μια ταινία με μόνο δύο ηθοποιούς. Η πρώτη μου ταινία ήταν το «Μαχαίρι στο Νερό», με τρεις ήρωες πάνω σε μια βάρκα. Κι από τότε σκεφτόμουν ότι οι δύο θα ήταν αληθινή πρόκληση. Ξέρετε, προέρχομαι από κινηματογραφική σχολή και οι φοιτητές αγαπούν τις προκλήσεις, προσπαθούν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον. Κι αυτό εμένα μάλλον μου έμεινε. Τώρα προέκυψε το υλικό που μου επέτρεψε να κάνω αυτό το πείραμα και δε διαπίστωσα καμία δυσκολία, κύλησε πολύ ομαλά”.

Στα 84 του και με πάνω από 20 μεγάλου μήκους ταινίες, ο ακούραστος Ρομάν Πολάνσκι υπογράφει το «Μια Αληθινή Ιστορία», όπου η πρωταγωνίστρια Εμανουέλ Σενιέ ενσαρκώνει μια διάσημη συγγραφέα που συνάπτει μια έντονη πολύπλοκη σχέση με φανατική θαυμάστριά της. Τα παιχνιδίσματα του μυαλού παίρνουν σάρκα και οστά και ο Πολάνσκι μετατρέπεται σε ενορχηστρωτή μιας φάρσας που πηγάζει από το ασυνείδητο των ηρώων του, οι οποίοι συστήνονται στις χίμαιρές τους μόλις αρχίσει να γράφει η κάμερα. Ένα φιλμ που προστίθεται στη μακρά λίστα των ψυχολογικών θρίλερ που σκηνοθέτησε με πρωτοποριακό τρόπο και έθεσαν το πρότυπο για όσα τα διαδέχθηκαν. Χωρίς ο ίδιος να περιοριστεί δημιουργικά αποκλειστικά σε αυτό το κινηματογραφικό είδος, τα θρίλερ αποδείχθηκαν το ικανότερο πεδίο του. Ο Πολάνσκι αναμετρήθηκε με τον ανθρώπινο ψυχισμό κι αναζήτησε τα αίτια του παραλόγου στο ασυνείδητο, επινοώντας ένα νέο είδος τρόμου. Συνδύασε το σασπένς με τολμηρή, ευρηματική σκηνοθεσία και χρησιμοποίησε την κάμερα ως στηθοσκόπιο των βαθύτερων επιθυμιών των χαρακτήρων του.

Η δικαστική πλάνη στην «Υπόθεση Ντρέιφους» αποτελεί κεντρικό θέμα της νέας ταινίας του αυτοεξόριστου σκηνοθέτη. Η γαλλική εταιρεία παραγωγής  Légende Films επιβεβαίωσε τις φήμες που θέλουν τον Roman Polanski να γυρνάει νέα ταινία με τίτλο «J’ Accuse», η οποία αφηγείται μια ιστορία δικαστικής πλάνης. Πρωταγωνιστές θα είναι ο Jean Dujardin, ο οποίος απέσπασε ένα Όσκαρ για την ερμηνεία του στο «The Artist», καθώς και η σύζυγος του σκηνοθέτη, Emmanuelle Seigner. Σύμφωνα με τις δηλώσεις των παραγωγών στο Hollywood Reporter, τα γυρίσματα της ταινίας (που βρισκόταν στο στάδιο σχεδιασμού για περίπου έξι χρόνια) αναμένονται να ξεκινήσουν μέσα στο 2018. Η ταινία θα αφηγηθεί την πραγματική ιστορία του Γάλλου αξιωματικού πυροβολικού, Alfred Dreyfus, ο οποίος κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος των Γερμανών το 1894 και καταδικάστηκε για έσχατη προδοσία. Τελικά ο Dreyfus αθωώθηκε και απελευθερώθηκε το 1906. Η υπόθεση της ταινίας έχει ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς ο Polanski ζει αυτοεξόριστος στη Γαλλία τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Το 1977 ο σκηνοθέτης δήλωσε ένοχος στις κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση από την έφηβη Samantha Geimer, θεωρώντας πως είχε έρθει σε συμβιβασμό με τις αμερικάνικες αρχές ώστε να αντιμετωπίσει μια ήπια ποινή. Όταν συνειδητοποίησε πως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, βρήκε την ευκαιρία να διαφύγει στην Ευρώπη, προτού ανακοινωθεί η ποινή του για βιασμό.

Ο Polanksi έχει εκφράσει την θέληση του να επιστρέψει στις ΗΠΑ, υπό τον όρο ότι δεν θα αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης, κάτι το οποίο όμως δεν αποδέχονται τα αμερικάνικα δικαστήρια.

Τον περασμένο Μάιο και με το κίνημα #MeToo να διογκώνεται, η Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών αποφάσισε να διαγράψει τον Polanski και τον Bill Cosby λόγω των σοβαρών κατηγοριών που αντιιμετωπίζουν οι δύο. Ο Polanski τότε απείλησε τους διοργανωτές των Όσκαρ με μηνύσεις, ζητώντας «δίκαιη ακρόαση», ενώ ο δικηγόρος του στην Πολωνία ισχυρίστηκε πως η διαγραφή αποτελεί «ψυχολογική κακοποίηση ενός ηλικιωμένου» με «λαϊκίστικους στόχους».

Αν περιορίσουμε την κριτική μας αποκλειστικά στο έργο του, πέρα από αυτό το σοβαρό ζήτημα, τα συστατικά στοιχεία των σπουδαιότερων ταινιών του Γαλλο-πολωνού auteur αποδεικνύουν τη μοναδικότητα του ύφους του, η οποία είναι δύσκολο να ταξινομηθεί. Παιδί της κρατικής σχολής κινηματογράφου του Λοτζ, από την οποία μεταπολεμικά βγήκαν σπουδαία ονόματα όπως οι Βάιντα, Ζανούσι, Κισλόφσκι και Σκολιμόφσκι, και «αρνητής» του μοντερνισμού της νουβέλ βαγκ που αναρίθμητοι συνομήλικοι του μοχθούσαν να αντιγράψουν, ο Πολάνσκι εφηύρε τη δική του κινηματογραφική γλώσσα την οποία σύντομα έμαθαν όλοι απ’ έξω. Ο Ρομάν Πολάνσκι, είναι σίγουρα ένας από τους κορυφαίους “Auteur” του σύγχρονου παγκόσμιου κινηματογράφου. Ένας υπηρέτης της 7ης Τέχνης με σπουδαία δείγματα γραφής.

Γιώργος Ρούσσος


Πολάνσκι, Χιου Χέφνερ και ψυχεδέλεια

Μετά τη δολοφονία της συζύγου του Sharon Tate στις 20 Αυγούστου 1969, ο Roman Polanski ήθελε φυσιολογικά να κάνει μια ταινία για τον εαυτό του και για λίγους λάτρεις του σινεμά που θα την εκτιμούσαν τότε, αλλά και σε βάθος χρόνου. Έτσι το επόμενο κινηματογραφικό έργο του Roman Polanski ήταν επόμενο να μεταφερθεί σ’ ένα σκοτεινό μέρος που καθρεπτίζει τον ψυχικό του κόσμο εκείνη την περίοδο. Αυτό συνέβη με την ταινία του Macbeth με τον Hugh Hefner, εκδότη του Playboy, να αναλαμβάνει το κόστος παραγωγής με τους Jon Finch στο κεντρικό ρόλο και την Francesca Annis στο ρόλο της Lady Mackbeth Richard Burton. H ταινία απέσπασε το Κινηματογραφικό Βραβείο BAFTA Καλύτερης ενδυματολογίας και ήταν υποψήφια για το Κινηματογραφικό Βραβείο BAFTA Καλύτερης μουσικής επένδυσης. Τη μουσική του Macbeth ανέλαβε το βρετανικό πειραματικό ψυχεδελικό ροκ γκρουπ των Third Ear Band με τις ιδιόμορφες folk μουσικές, τους οποίους σύστησε στον Polanski μια ηθοποιός που είχε εργαστεί στη γερμανική τηλεοπτική παραγωγή Abelard and Heloise. Η πρόσκληση του σκηνοθέτη βρήκε τη μπάντα σε μια αυτοκαταστροφική εποχή της και μάλιστα η Melody Maker είχε γράψει την είδηση ότι το επερχόμενο τρίτο τους άλμπουμ θα έφερνε τη μετονομασία τους σε The Electric Ear Band. Κάτι που δεν συνέβη τελικά, αλλά το σάουντρακ που έγραψαν έμελλε να είναι το τρίτο και τελευταίο άλμπουμ τους. Το Macbeth ήταν μια πρόκληση για το υπό διάλυση γκρουπ την οποία αποδέχθηκαν διαλύοντας προσωρινά τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί γύρω τους. Παρ’ όλο που η ταινία Macbeth του 1971 πήρε καλές κριτικές είχε ζημιά πάνω από 3 εκατομμύρια δολάρια, σε μια εποχή που το Χόλυγουντ δεν είχε αγγίξει τον Σαίξπηρ για περίπου δύο δεκαετίες. Το άλμπουμ είχε την ίδια τύχη παρ’ όλες τις επίσης αξιοπρεπείς κριτικές και την εκτίμηση των μουσικοκριτικών στους Third Ear Band. Ήταν μια εμπορική αποτυχία τόσο η ταινία, όσο και το σάουντρακ. Η μπάντα ηχογράφησε με αρκετές αλλαγές στα μέλη της. Τη σύνθεση των Third Ear Band στο Macbeth αποτελούσαν οι Glen Sweeney (percussion), Paul Minns (oboe/recorder), Paul Buckmaster (cello/bass), Denim Bridges (guitar) και Simon House (violin/VCS 3 synth). Μόνο οι Glen Sweeney και Paul Minns ήταν μέλη της αρχικής σύνθεσής τους στην οποία συμμετείχε και ο διάσημος ραδιοφωνικός παραγωγός, συλλέκτης δίσκων, d.j. και δημοσιογράφος John Peel (1939-2004). Λίγο καιρό μετά η μπάντα διαλύθηκε και για τον Paul Buckmaster η ενορχήστρωσή του για το Macbeth ήταν ότι καλύτερο έκανε μέχρι το θάνατό του το 2017 μαζί με το Space Oddity του David Bowie. Ο Simon House εντάχθηκε στο συγκρότημα του Bowie (περίοδος Lodger), αν και είναι γνωστός περισσότερο για τη συνεργασία του με τους Hawkwind από το 1974. Το γκρουπ σχηματίστηκε την περίοδο 1967-68 παίζοντας αρχικά ψυχεδελικό ροκ και τζαζ. Τα άλλα δύο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν ήταν το Alchemy (1969) και το ομώνυμο Third Ear Band (1970) στην Harvest τη δισκογραφική των Deep Purple και πολλών άλλων. «Δύσκολες» πειραματικές μουσικές, με επιρροές των ρευμάτων της εποχής και eastern ethnic, αλλά και κλασικές και ηλεκτρονικές με τις οποίες δεν είχαν πειραματιστεί ακόμη πολλές μπάντες. Οι Third Ear Band είχαν βάση στο UFO club του Λονδίνου, από τα καλύτερα μέρη της εποχής. Το soundtrack της μουσικής από το Macbeth πρόσφατα ηχογραφήθηκε σε CD από τις αρχικές ταινίες Harvest Master και περιλαμβάνει τέσσερα κομμάτια μπόνους που δεν είχαν κυκλοφορήσει προηγουμένως, τα τρία που καταγράφηκαν στο Trident Studios τον Δεκέμβριο του 1970 και το τέταρτο από τα BBC Sessions που ηχογραφήθηκε τον Ιανουάριο του 1972. Η επανέκδοση επαναφέρει το πρωτότυπο άλμπουμ και διαθέτει ένα εικονογραφημένο φυλλάδιο με δοκίμιο.

To ελισαβετιανό θέατρο και ο Σαίξπηρ – Μάκβεθ

Εύη Μαυρομμάτη



Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019 και ώρα 21.00

Ο «Άμλετ» (1964) του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ

θεωρείται η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά του αριστουργήματος του Σαίξπηρ. Συμμετείχαν οι κορυφές των τεχνών και των γραμμάτων της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η μετάφραση ήταν του Μπόρις Πάστερνακ και η μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Κάποιοι κριτικοί κατατάσσουν την ταινία στις δέκα καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η μνημειακή ερμηνεία του Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι στον πρωταγωνιστικό ρόλο σηματοδότησε την ιστορία της υποκριτικής του 20ου αιώνα.

Ο σοβιετικός σκηνοθέτης, μένοντας απόλυτα πιστός στο θεατρικό κείμενο, ερμηνεύει τις πράξεις του διασημότερου σαιξπηρικού ήρωα κάτω από μια ιστορική όσο και υπαρξιακή οπτική. Ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι υπήρξε, κατά γενική ομολογία, ο μεγαλύτερος Άμλετ όλων των εποχών. Ο ηθοποιός που υποχρέωσε τον έτερο μεγάλο Άμλετ, τον Λόρενς Ολίβιε, να υποκλιθεί στην ανωτερότητά του.

Ο κινηματογραφικός ΑΜΛΕΤ του Κόζιντσεφ ολοκληρώθηκε το 1963 και προβλήθηκε το 1964, μετά από οκτάχρονη επεξεργασία του σεναρίου. Τα γυρίσματα διήρκεσαν δύο χρόνια. Η σοβιετική εκδοχή του διάσημου σαιξπηρικού έργου αποτέλεσε την εθνική συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης στον εορτασμό των 400 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα.

Αντιμετώπισε τη φράση του Άμλετ «Nα ζει κανείς ή να μη ζει» ως φιλοσοφικό γρίφο και όχι ως ερώτημα.

Η ταινία κέρδισε το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1964 και το 1967 προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία της Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Αξιομνημόνευτη είναι η ερμηνεία του Σμοκτουνόφσκυ, που συχνά αντιπαρατίθεται με τον Άμλετ του Ολιβιέ και υποδειγματική η απόδοση των διαλογικών μερών του έργου από τον Μπορίς Πάστερνακ.

Στοιχεία ταινίας:

«Άμλετ» / Hamlet

Δράμα, Σοβιετική Ένωση, 1964, 140′

Σκηνοθεσία: Grigori Kozintsev

Σενάριο: Grigori Kozintsev, Boris Pasternak ρώσικη μετάφραση του έργου, William Shakespeare

Πρωταγωνιστούν: Innokenti Smoktunovsky, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Yuri Tolubeyev, Anastasiya Vertinskaya

Μουσική: Ντμίτρι Σοστακόβιτς

Βραβεία:

Ειδικό βραβείο επιτροπής Φεστιβάλ Βενετίας 1964

Βραβείο Sutherland Trophy

Βραβείο από το Βρετανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο 1964

2 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα

(Καλύτερης Ταινίας-Καλύτερου Ξενόγλωσσου Ηθοποιού)

Γράφτηκαν για την ταινία:

“Μία εντυπωσιακή σοβιετική εκδοχή του Άμλετ…”

New York Times

“Υπάρχει μια γνήσια κινηματογραφική φαντασία σε αυτή την ταινία.”

Time Out London

“…η πιο ουσιαστική κινηματογραφική διασκευή του έργου του Σαίξπηρ, Άμλετ.”

Jeffrey M. Anderson

“Μια εξαιρετική ταινία από έναν μεγάλο σκηνοθέτη.”

Philip Kemp

ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ

(1905, Κίεβο – 1973, Λένινγκραντ)

Σοβιετικός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης. Ήταν θεατρικός και κινηματογραφικός σκηνοθέτης. Στο θέατρο, ήταν μέλος ενός μοντερνιστικού αβαντ-γκαρντ κινήματος, του «Εκκεντρικού», που περιλάμβανε τις θεατρικές μεθόδους του Μέγερχολντ και του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Ο Κόζιντσεφ συμμετείχε και στη συγγραφή του «Εκκεντρικού Μανιφέστου», που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1922, και ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της «Φάμπρικας του Εκκεντρικού Ηθοποιού», που υλοποιούσε κινηματογραφικά έργα, εμποτισμένα από αυτές τις πρωτοποριακές ιδέες.

Το 1924 άρχισε να εργάζεται στα «Βόρειο-Δυτικά» κινηματογραφικά στούντιο, το σημερινό στούντιο της «Λένφιλμ». Οι πρώτες σκηνοθετικές εργασίες των Κόζιντσεφ και Τράουμπεργκ (που δούλεψαν μαζί μέχρι το 1946) στο «βουβό» κινηματογράφο είναι «Οι περιπέτειες της Οκτιάμπρινα» (1924), «Το παλτό» (1926, από την ομώνυμη νουβέλα του Γκόγκολ), «Η ρόδα του διαβόλου» (1926) κ.ά. Οι ταινίες αυτές χαρακτηρίζονται από μία εκκεντρικότητα, από την τάση για αναζήτηση καινούργιων και οξύτερων κινηματογραφικών εκφραστικών μέσων και παράλληλα από μια περιορισμένη απήχηση στο ευρύτερο κοινό εξαιτίας αυτών ακριβώς των φορμαλιστικών πειραματισμών.

Με τις ταινίες πού ακολούθησαν (όπως «Η Νέα Βαβυλώνα» κ.ά.), οι δύο σκηνοθέτες έκαναν στροφή σε θέματα κοινωνικού προσανατολισμού, ενώ με την ταινία «Μόνη», πού ήταν από τις πρώτες ομιλούσες ταινίες του σοβιετικού κινηματογράφου, στράφηκαν αποφασιστικά στο ρεαλισμό. Σημαντική κατάκτηση του σοβιετικού κινηματογράφου αποτελεί η τριλογία τους «Η Νιότη του Μαξίμ» (1935), «Η Επιστροφή του Μαξίμ» (1937) και «Ο Μαξίμ στην Εξουσία» (1939). Στην τριλογία αυτή δημιουργήθηκε πειστικά και με καλλιτεχνικά μέσα η τυπική μορφή του Ρώσου εργάτη – μπολσεβίκου της επαναστατικής εποχής (τον κύριο ρόλο ενσάρκωσε ο Μπ. Π. Τσιρκόφ). Στις ταινίες αυτές ξετυλίχτηκε όλο το μεγαλείο του πολιτικού καθήκοντος σε συνδυασμό με την ώριμη δεξιοτεχνία των δύο σκηνοθετών. Σκηνοθέτησε μονάχος του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βιογραφικές ταινίες (όπως «Πιραγκόφ», 1947 και «Μπελίνσκι» 1953), ενώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία στο θέατρο, ανεβάζοντας στις σκηνές του Λένινγκραντ τις τραγωδίες του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ» (1941), «Οθέλλος» (1943) και «Άμλετ» (1954).

Αξιόλογη εργασία του Κόζιντσεφ θεωρείται η μεταφορά των τραγουδιών του Σαίξπηρ στην οθόνη, όπως «Άμλετ» (1964, ταινία που τιμήθηκε με βραβείο Λένιν το 1965), και «Βασιλιάς Ληρ» (1971). 0ι ταινίες αυτές μαζί με τον «Δον Κιχώτη» (1957, από το μυθιστόρημα του Θερβάντες, με τον Νικολάι Τσερκάσοφ στον κύριο ρόλο), διακρίνονται για τη βαθιά τους πίστη στις αρχές του ουμανισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης και για τον ασυμβίβαστο αγώνα τους εναντίον κάθε μορφής μισανθρωπισμού. Υπήρξε επίσης και δάσκαλος της κινηματογραφικής και θεατρικής τέχνης (από το 1922 -1926 στο εργαστήρι «Φάμπρικα του Εκκεντρικού Ηθοποιού», από το 1926 -1932 στο Ινστιτούτο Σκηνικής Τέχνης του Λένινγκραντ και από το 1941 στο Κρατικό Πανενωσιακό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας).

Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία της ΕΣΣΔ (το 1941 και το 1948), με δύο παράσημα Λένιν και με το παράσημο της «Οχτωβριανής Επανάστασης», καθώς και με πολλά μετάλλια.



Kινηματογραφικές εκδοχές του Άμλετ σε 4 λεπτά

https://youtu.be/okJa0lsBFEc

Ένα 4λεπτο κλιπ με τις καλύτερες σκηνές από διάφορες εκδοχές του Άμλετ στον κινηματογράφο συγκέντρωσε το British Film Institute (BFI) και έδωσε στη δημοσιότητα στους λάτρεις του Σαίξπηρ. Ο Άμλετ θεωρείται ίσως το καλύτερο έργο του Βρετανού συγγραφέα και έχει εμπνεύσει από συγγραφείς όπως τον David Foster Wallace και ποιητές όπως τον T. S. Eliot ως και σκηνοθέτες, που μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη το έργο υπό την προσωπική τους ματιά.

Οι Ίθαν Χοκ, Μελ Γκίμπσον, Λόρενς Ολίβιε, Κένεθ Μπράνα ή ακόμα και Άκι Καουρισμάκι είναι μόλις λίγα από τα ονόματα που έχουν σκηνοθετήσει, ερμηνεύσει και εμπνευστεί από την ιστορία του Δανού πρίγκιπα στον κινηματογράφο. Στο σύντομο βίντεο του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου απαντώνται οι πασίγνωστες λέξεις ‘To be or not to be, that is the question’ και συγκεντρώνονται άλλες γνωστές κι άλλες πιο άγνωστες μεταφορές.

Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον να δει κανείς όλες αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις, σε ένα έργο τεραστίου βεληνεκούς όπως είναι ο Άμλετ. Άλλοι πιο κλασικοί, άλλοι πιο τολμηροί, άλλοι παραφράζοντας σημεία, άλλοι εμμένοντας με λεπτομέρεια στην κλασσικίζουσα μορφή του κειμένου, όλοι όμως ένα μάθημα κινηματογράφου.


Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ και η παρουσία του στον κινηματογράφο

Σύμφωνα με την κινηματογραφική ιστοσελίδα του Ιντερνετ, έχουν γυριστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση γύρω στις 700 μεταφορές έργων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο πραγματικός αριθμός μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος, επειδή η ιστοσελίδα δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για ταινίες στο σαιξπηρικό πρωτότυπο, όπως ο «Ερρίκος Ε΄» του Λόρενς Ολίβιε και ο «Οθέλλος», του Ορσον Ουέλς, ή μεταφρασμένες, όπως ο ρωσικός «Αμλετ» του Γκριγκόρι Κοζίντσεφ· είτε ακόμη για διασκευές σε κινηματογραφικά είδη, γουέστερν, γκανγκστερικά, μελοδράματα, μιούζικαλ, επιστημονική φαντασία.

Το εμπόδιο της γλώσσας

Τούτες οι διασκευές, που πολλές τους προβάλλονται στο αφιέρωμα «Εμπνεύσεις από τον Σαίξπηρ» της Βρετανικής Ταινιοθήκης, συνιστούν ένα κατά κάποιο τρόπο δικό τους είδος, το οποίο θα μπορούσε να αποκληθεί «τι συμβαίνει όταν…». Τι συμβαίνει δηλαδή όταν ο Μακμπέθ αναπλαστεί ως γκάνγκστερ που με διαδοχικές δολοφονίες αναρριχάται στην κορυφή του εγκλήματος στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1950, όπως στην ταινία «Τζο Μακμπέθ», ή αν το έργο μεταφερθεί στη Βενεζουέλα του 1900 ως «Σαγκραδόρ» ή στη Βομβάη του 21ου αιώνα, ως «Μακμπούλ»;

Ο τρόμος περί χαμηλών εισπράξεων στα ταμεία πάντα υπονόμευε τις κινηματογραφικές μεταφορές του Σαίξπηρ, πρώτα απ’ όλα κυρίως της γλώσσας. Μεταξύ του 1929 και του 1936, το Χόλιγουντ δαπάνησε μικρές περιουσίες για να μεταφέρει στο σινεμά το «Ημέρωμα της στρίγγλας», το «Ονειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» και το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», με απογοητευτικά οικονομικά αποτελέσματα· γεγονός που έκανε το περιοδικό «Βαράιετι» να γράψει το 1936 ότι η μεταφορά του Σαίξπηρ στην οθόνη αφορά περισσότερο το γόητρο της παραγωγού εταιρείας παρά τα οικονομικά της οφέλη. Η παρατήρηση αυτή, παρά τις εξαιρέσεις του Φράνκο Τζεφιρέλι και του Μπαζ Λούρμαν με το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», ισχύει και σήμερα, 70 χρόνια μετά.

Η μεγαλύτερη δόξα του Σαίξπηρ στη σκηνή είναι η γλώσσα του· η εξαίσια ποίηση και η πρόζα του. Αυτή η γλώσσα «λόγια, λόγια, λόγια», όπως το λέει ο ίδιος στον «Αμλετ», είναι το μεγαλύτερο ανάχωμα που εμποδίζει τον κοινό θεατή να τον πλησιάσει. Ο Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν, το αφεντικό της Μιραμάξ, ήθελε να αλλάξει τον τίτλο του «Ερωτευμένου Σαίξπηρ», που απέβη τελικά τεράστια επιτυχία, γιατί πίστευε ότι το όνομα Σαίξπηρ στον τίτλο θα απωθούσε το κοινό. Επίσης, οι διανομείς σαιξπηρικών ταινιών, πιστών στην πρωτότυπη γλώσσα, γνωρίζουν ότι για τον ένα αφοσιωμένο που θα συνταραχθεί βλέποντας και ακούγοντας τον «Οθέλλο» ή τον «Αμλετ», πάμπολλοι άλλοι θα αδιαφορήσουν· είναι αυτοί που ο Σαίξπηρ δεν παίζει κανένα ρόλο στη ζωή τους ή, αν παίζει, είναι ρόλος αρνητικός γιατί τους θυμίζει τα σχολικά τους χρόνια.

Για να κάνουν ελκυστικό τον Σαίξπηρ, πολλοί σκηνοθέτες του παρελθόντος προσέλαβαν μεγάλα ονόματα, τη Μαίρη Πίκφορντ και τον Ντάγκλας Φέρμπανξ για το «Ημέρωμα της στρίγγλας», τον Μάρλον Μπράντο για Αντώνιο στον «Ιούλιο Καίσαρα», τον Μελ Γκίμπσον για τον «Αμλετ». Προσπαθώντας ακριβώς να γκρεμίσουν το φράγμα της γλώσσας. Περισσότεροι όμως προσπάθησαν να αποφύγουν το εμπόδιο, τροποποιώντας τον Σαίξπηρ, όπως η MGM με τον «Απαγορευμένο πλανήτη», ταινία επιστημονικής φαντασίας, διασκευή της «Τρικυμίας», όπου ο Πρόσπερο έγινε ο επιστήμονας δόκτωρ Μόρμπιους. Ομως πώς ο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Μπαζ Λούρμαν, με το μοντάζ σε στυλ MTV, την αδιάκοπη μουσική ποπ, τα κυνηγητά των αυτοκινήτων και τις ένοπλες οδομαχίες είχε τεράστια κέρδη διεθνώς και κράτησε τον πρωτότυπο σαιξπηρικό λόγο; Γιατί, παρά το ότι ο Λεονάρντο ντι Κάπριο και η Κλερ Ντέινς έλεγαν τα λόγια του Σαίξπηρ, το όλο έμοιαζε διασκευή του πρωτότυπου έργου. Είναι ειρωνικό ότι εκατομμύρια άνθρωποι που θα τους απωθούσε μια θεατρική παράσταση του Σαίξπηρ, ευχαρίστως κατανάλωσαν τούτη την ταινία, δίχως να γνωρίζουν τις απαρχές της.

Κυρίαρχες οι διασκευές

Η χρηματοδότηση κινηματογραφικών μεταφορών του Σαίξπηρ γίνεται όλο και δυσκολότερη. Μέσα στα τελευταία έξι χρόνια, η μόνη πιστή σαιξπηρική μεταφορά που βγήκε στους κινηματογράφους ΗΠΑ και Βρετανίας ήταν «Ο έμπορος της Βενετίας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ», με τον Αλ Πατσίνο στον ρόλο του Σάιλοκ. Αυτό δεν σημαίνει ότι πέθαναν. Το θαυμάσιο «Οπως σας αρέσει» του Κένεθ Μπράνα γυρισμένο το 2005, αναμένεται να βγει στους επόμενους μήνες, όπως και ο «Μακμπέθ» του Αυστραλού Τζέφρι Ράιτ, ο οποίος ετοιμάζει και μια νέα «Τρικυμία». Στη διατήρηση όμως του Σαίξπηρ στον κινηματογράφο, κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι διασκευές ακόμη και αν το κοινό αγνοεί από πού προέρχονται. Με αυτές ο Σαίξπηρ αγγίζει τις μεγάλες μάζες. Στην Ινδία παίζονται ο «Μακμπέθ» και ο «Οθέλλος», έστω και διασκευασμένα από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Μπχαρντουαΐ, σε φιλμ νουάρ ή φαντασμαγορίες τύπου Μπόλιγουντ. Στην Ιαπωνία, το κοινό μπορεί να δει τον πραγματικό Σαίξπηρ, στο αντίγραφο του Τόκιο, του λονδρέζικου θεάτρου «Γκλόουμπ» ή σε DVD, τις διασκευές του Κουροσάβα, στον «Θρόνο του αίματος» («Μακμπέθ») ή «Ραν» («Βασιλιάς Ληρ»). Να θυμίσουμε ότι ο ίδιος ο Σαίξπηρ ήταν εξαιρετικός διασκευαστής. Αντλώντας από ιστορικές και μυθικές πηγές, έγραψε έργα που, κατά τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Αϊρι, καθόρισαν το DNA όλου του κατοπινού αγγλικού θεάτρου. Οι γκάνγκστερ των ταινιών του 20ού αιώνα έχουν πολλά κοινά με τους άρχοντες του «Μακμπέθ». Και οι δύο ορκίζονται πίστη στον βασιλιά ή στον αρχινονό και οι δύο εξαφανίζουν οιονδήποτε τους φράζει τον δρόμο για την εξουσία. Είναι αδύνατο να δει κανείς που έχει διαβάσει τον «Μακμπέθ», την καταστροφή του Αλ Πατσίνο στον «Σημαδεμένο» του Μπράιαν ντε Πάλμα και να μη θυμηθεί τις τελευταίες σκηνές του «Μακμπέθ». Οι στιχομυθίες του Κάρι Γκραντ με τη Ρόζαλιντ Ράσελ στο «Το κορίτσι την Παρασκευή», φέρνουν στο νου τους ευφυείς διαξιφισμούς Βεατρίκης και Βενέδικτου στο «Πολύ κακό για το τίποτα». Και η Γιουνιβέρσαλ ετοιμάζει τώρα έναν «Αμερικανικό Καίσαρα», που μεταφυτεύει τη συνωμοσία του Βρούτου από το Ρωμαϊκό Καπιτώλιο, στον σύγχρονο Λόφο του Καπιτωλίου.

Η βάση

Ο «Ερρίκος Ε΄» του Ολίβιε έβαλε τις βάσεις για αμέτρητες ταινίες για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη δομή του (η προετοιμασία για την εξουσία, μια μικρή μάχη πρώτα στο Αρφλέρ, η μεγάλη τελική σύγκρουση στο Αζινκούρ) και με τα στρώματα των ηρώων (ηγέτες ο Ερρίκος και ο Εξετέρ, αξιωματικός Φλουέλεν, Μακόρις, Τζέιμι και Γκάουερ, στρατιώτες που συναντούν τον μεταμφιεσμένο βασιλιά και με τις ντοπιολαλιές τους, ουαλλικά, σκωτικά, ιρλανδικά, αγγλικά, διασκεδάζουν την ένταση). Αυτά θυμίζουν τις σκηνές στη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπου ο Τομ Χανκς και ο Τομ Σάιζμορ θυμούνται τους χαμένους συντρόφους τους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σπίλμπεργκ και οι σεναριογράφοι του κάθισαν με τα «Απαντα» του Σαίξπηρ και μετέφεραν σκηνές του. Ούτε ότι η Βίβλος, ο Ομηρος και ο Σοφοκλής δεν άσκησαν τεράστια επίδραση στη δυτική αφήγηση. Απλώς σημαίνει ότι ο Σαίξπηρ είναι βαθύτατα εντυπωμένος στη συλλογική φαντασία· τόσο, ώστε είναι αδύνατο να αποφύγει την επιρροή του και η λαϊκότερη ακόμη ταινία, συνειδητά ή υποσυνείδητα. Οσον αφορά το χάσμα μεταξύ του πραγματικού Σαίξπηρ, αυτόν του θεάτρου και του Σαίξπηρ των κινηματογραφικών διασκευών, ίσως εύστοχα περιγράφει η φράση του Ορσον Ουέλς στον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς: «Δεν μπορώ να συγκρίνω ένα σκηνοθέτη του κινηματογράφου με τον Σαίξπηρ. Καμιά κινηματογραφική ταινία, και από αυτές που θα γίνουν, δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τον Σαίξπηρ».

The Guardian



Γιαν-Κοττ : Σαίξπηρ, ο Σύγχρονός μας




Όλα τα έργα του Σαίξπηρ on-line
Εργα, παραστάσεις, φωτογραφίες, μικροφιλμ και ιστορικά ντοκουμέντα.
 
Όλα όσα θέλετε να μάθετε για τον Σαίξπηρ, υπάρχουν σε αυτή την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.folger.edu/index.cfm
Τα έργα του στ’ Αγγλικά στη διεύθυνση: http://www.folgerdigitaltexts.org/?chapter=4
όπου μπορείτε ακόμη να βρείτε φωτογραφίες από παλιές παραστάσεις και πλήθος εικόνων.
Ακόμη στη διεύθυνση: http://www.gutenberg.org/browse/authors/s#a65
Επιπλέον στα Ελληνικά: http://www.hellenica.de/Theater/WilliamShakespeare.html
 
Καλοκαίρι 2019-Αφιέρωμα: “Ο Σαίξπηρ στη μεγάλη οθόνη”