Ιεραρχία - Σχέσεις εξουσίας

Ευρετήριο Άρθρου
Ιεραρχία - Σχέσεις εξουσίας
σελ. 161
σελ. 162
σελ. 163
σελ. 164
σελ. 165
σελ. 166
σελ. 167
σελ. 168
σελ. 169
Όλες οι Σελίδες

giang_i_kalivaΤο σχετικό απόσπασμα είναι από το βιβλίο The Shack (Η Καλύβα) το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον τίτλο Αναζητώντας την Αλήθεια.

Μέσα σε μια καλύβα συνομιλούν η Μπαμπάκα (Θεός), ο Ιησούς, η Σάραγιου (Άγιο Πνεύμα) και ο Μακ (άνθρωπος, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας):


Η Μπαμπάκα έσκυψε για να κοιτάξει τον Μακ στα μάτια. «Έθιξες ορισμένα σημαντικά ζητήματα και θα τα λάβουμε υπόψη. Σου υπόσχομαι. Τώρα όμως ας απολαύσουμε όλοι μαζί το πρόγευμα».

Ο Μακ έγνεψε καταφατικά, κάπως ενοχλημένος, και έστρεψε την προσοχή του στο φαγητό. Ούτως ή άλλως πεινούσε, και υπήρχε άφθονο.

«Ευχαριστώ για το πρόγευμα», είπε στην Μπαμπάκα ενώ ο Ιησούς και η Σάραγιου κάθονταν στις καρέκλες τους.

«Πώς;» είπε εκείνη δήθεν με απέχθεια. «Δε θα σκύψεις το κεφάλι και θα κλείσεις τα μάτια;» Άρχισε να πηγαίνει προς την κουζίνα γκρινιάζοντας στο δρόμο. «Τς, τς, τς. Μα πού πάει αυτός ο κόσμος; Παρακαλώ, χρυσέ μου», ολοκλήρωσε με μια κίνηση του χεριού της πάνω από τον ώμο της. Επέστρεψε μια στιγμή αργότερα με άλλο ένα αχνιστό μπολ, που μύριζε υπέροχα και λαχταριστά.

Πέρασαν o ένας στον άλλο το φαγητό και ο Μακ άκουσε μαγεμένος την Μπαμπάκα να συμμετέχει στη συζήτηση που είχαν ο Ιησούς και η Σάραγιου. Μιλούσαν για τη συμφιλίωση μιας αποξενωμένης οικογένειας, μα εκείνο που μάγεψε τον Μακ δεν ήταν το θέμα της συζήτησης, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσαν. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί τρεις ανθρώπους να συζητούν μεταξύ τους τόσο ήρεμα και τόσο όμορφα. Καθένας τους έμοιαζε να νοιάζεται περισσότερο για τους άλλους παρά για τον εαυτό του.

«Εσένα ποια είναι η γνώμη σου, Μακ;» ρώτησε ο Ιησούς κάνοντας μια χειρονομία προς το μέρος του.

«Δεν έχω Ιδέα για τι πράγμα μιλάτε», είπε ο Μακ με το στόμα μισογεμάτο από τα πεντανόστιμα λαχανικά. «M' αρέσει όμως ο τρόπος με τον οποίο το κάνετε».

«Όπα», είπε η Μπαμπάκα, που είχε επιστρέψει από την κουζίνα με ένα νέο πιάτο. «Με το μαλακό τα λαχανικά, νεαρέ μου. Αυτά τα πράγματα μπορεί να σου φέρουν διάρροια αν το παρακάνεις».


«Εντάξει», είπε ο Μακ. «Θα προσπαθήσω να το θυμάμαι», συμπλήρωσε και σερβιρίστηκε από το πιάτο που κρατούσε στο χέρι της. «Μ’ αρέσει έτσι όπως συμπεριφέρεστε ο ένας στον άλλο», πρόσθεσε γυρίζοντας στον Ιησού. «Σίγουρα πάντως δεν περίμενα ότι ο Θεός θα ήταν έτσι».

«Τι εννοείς;»

«Να, ξέρω ότι είστε τριάδα ομοούσιος. Κι όμως αποκρίνεστε με τόση αβρότητα ο ένας στον άλλο. Δεν υπάρχει αρχηγός ανάμεσά σας;»

Οι τρεις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαν να μην είχαν σκεφτεί ποτέ μια τέτοια ερώτηση.

«Εννοώ», έσπευσε να συμπληρώσει ο Μακ, «ανέκαθεν πίστευα ότι ο Θεός και Πατέρας ήταν το αφεντικό και ο Ιησούς εκείνος που ακολουθούσε τις εντολές του, πώς να το πω... ήταν υπάκουος. Δεν είμαι σίγουρος πού ακριβώς κολλάει το Άγιο Πνεύμα. Εκείνος... εκείνη, θέλω να πω... χμ...» O Μακ προσπάθησε να μην κοιτάξει τη Σάραγιου καθώς πάσχιζε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Τέλος πάντων, το Πνεύμα έδινε πάντα την εντύπωση ενός... χμ...»

«Ενός ελεύθερου Πνεύματος;» τον βοήθησε η Μπαμπάκα.

«Ακριβώς - ένα ελεύθερο Πνεύμα, αλλά πάντα υπό την καθοδήγηση του Πατρός. Βγάζετε νόημα;»

Ο Ιησούς κοίταξε την Μπαμπάκα προσπαθώντας με κάποια δυσκολία να διατηρήσει το σοβαρό ύφος του. «Εσύ βγάζεις νόημα, Άμπα; Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει αυτός ο άνθρωπος».

Η Μπαμπάκα έκανε μια γκριμάτσα σαν να κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να συγκεντρωθεί. «Μπα, προσπάθησα να τον ψυχανεμιστώ, αλλά, λυπάμαι, τελικά κατάφερε να με μπερδέψει».

«Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω». Ο Μακ αισθανόταν κάπως εκνευρισμένος. «Μιλάω για το ποιος κάνει κουμάντο. Δεν έχετε κάποια ιεραρχία;»


«Ιεραρχία; Αυτό κι αν ακούγεται ανατριχιαστικό!» είπε ο Ιησούς.

«Στην καλύτερη περίπτωση δεσμευτικό», πρόσθεσε η Μπαμπάκα κι έβαλαν και οι δύο τα γέλια. «Όσο χρυσές κι αν είναι οι αλυσίδες, πάντα θα είναι αλυσίδες», τραγούδησε η Μπαμπάκα κοιτάζοντας τον Μακ.

«Μη χαλάς τη ζαχαρένια σου με δαύτους», παρενέβη η Σάραγιου απλώνοντας το χέρι της για να τον παρηγορήσει και να τον ηρεμήσει. «Απλώς παίζουν μαζί σου. Εξάλλου, αυτό είναι ένα θέμα που αφορά εσένα κι εμένα».

O Μακ κούνησε το κεφάλι του ανακουφισμένος και κάπως στενοχωρημένος που είχε επιτρέψει στον εαυτό του να χάσει την αυτοκυριαρχία του.

«Μακένζι, ανάμεσά μας δεν υπάρχει καμία έννοια τελικής εξουσίας - μόνο ενότητα. Βρισκόμαστε σε έναν κύκλο σχέσεων και όχι σε μια ιεραρχική αλυσίδα ή στη "μεγάλη αλυσίδα του είναι”, όπως την αποκάλεσαν οι πρόγονοί σου. Αυτό που βλέπεις εδώ είναι μια σχέση χωρίς καμία επίφαση εξουσίας. Δε χρειάζεται να εξουσιάζουμε ο ένας τον άλλο, επειδή στόχος μας είναι πάντα το καλύτερο. Η ιεραρχία δε θα είχε κανένα νόημα ανάμεσά μας. Στην ουσία, αυτό είναι δικό σας πρόβλημα, όχι δικό μας».

«Αλήθεια; Πώς έτσι;»

«Οι άνθρωποι είναι τόσο χαμένοι και ταλαιπωρημένοι, που σου φαίνεται αδιανόητο ότι θα μπορούσαν να ζουν και να συνεργάζονται χωρίς αφεντικά».

«Μα κάθε θεσμός των ανθρώπων που μπορώ να σκεφτώ, από την πολιτική μέχρι τις επιχειρήσεις, ακόμη και μέχρι το γάμο, διέπεται απ' αυτό τον τρόπο σκέψης. Είναι ο ιστός της κοινωνικής μας δομής», υποστήριξε ο Μακ.


«Τι κρίμα!» είπε η Μπαμπάκα μαζεύοντας τα άδεια πιάτα και πηγαίνοντας στην κουζίνα.

«Να ένας λόγος για τον οποίο δύσκολα μπορείτε να βιώσετε αληθινές σχέσεις», πρόσθεσε ο Ιησούς. «Από τη στιγμή που έχετε ιεραρχία, χρειάζεστε κανόνες για να την προστατεύετε και να τη διαχειρίζεστε. Έπειτα χρειάζεστε νόμους και την επιβολή τους, μέχρι που τελικά καταλήγετε σε μια ιεραρχική δομή ή σύστημα τάξης, που καταστρέφει τις σχέσεις αντί να τις προάγει. Σπανίως βλέπετε ή βιώνετε σχέσεις πέρα από την εξουσία. Η ιεραρχία επιβάλλει νόμους και κανόνες και έτσι καταλήγετε να χάνετε το θαύμα των σχέσεων που έχουμε σχεδιάσει για σας».

«Μάλιστα», είπε ο Μακ με σαρκασμό και κάθισε ίσια στην καρέκλα του. «Σίγουρα πάντως φαίνεται ότι έχουμε προσαρμοστεί μια χαρά σ' αυτό».

«Μη συγχέεις την προσαρμογή με την πρόθεση, ή το ξελόγιασμα με την πραγματικότητα», έσπευσε να του απαντήσει η Σάραγιου.

«Συνεπώς, ε, μήπως μπορώ, παρακαλώ, να έχω λίγα ακόμη από αυτά τα λαχανικά; Συνεπώς, αυτό που μας κάνει να χάνουμε το μυαλό μας είναι η ενασχόλησή μας με την εξουσία;»

«Κατά μία έννοια, ναι!» απάντησε η Μπαμπάκα προσφέροντας στον Μακ την πιατέλα με τα λαχανικά αλλά κρατώντας τη μέχρι να σερβιριστεί δυο φορές. «Απλώς νοιαζόμαστε για σας, γιε μου».

«Όταν λοιπόν επιλέγετε την ανεξαρτησία εις βάρος της σχέσης, γίνεστε επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλο», συνέχισε η Σάραγιου. «Κάποιοι γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης ή χειραγώγησης για τη δική σας ευτυχία. Η εξουσία, όπως συνήθως την έχετε στο μυαλό σας, είναι μόνο μια δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι ισχυροί για να εξαναγκάζουν τους άλλους να συμμορφώνονται με τις επιθυμίες τους».


«Δε βοηθά όμως τους ανθρώπους να μην πολεμούν ή να μη ζημιώνονται συνεχώς;»

«Μερικές φορές. Ωστόσο σ' έναν κόσμο όπου ο εγωισμός έχει τον πρώτο λόγο χρησιμοποιείται επίσης για να προκαλεί μεγάλο κακό».

«Μα δεν τη χρησιμοποιείτε κι εσείς για να εμποδίσετε το κακό;»

«Εμείς σεβόμαστε προσεκτικά τις επιλογές σας κι έτσι εργαζόμαστε μέσα στα συστήματά σας, ακόμη κι όταν επιδιώκουμε να σας απαλλάξουμε από αυτά», συνέχισε η Μπαμπάκα. «Η Δημιουργία ακολούθησε πολύ διαφορετικό δρόμο από αυτόν που επιθυμούσαμε. Στον κόσμο σας η αξία του ατόμου εκτιμάται πάντα με βάση την επιβίωση του συστήματος, είτε αυτό είναι πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό - στην ουσία, οποιουδήποτε συστήματος. Στην αρχή ένας, έπειτα μερικοί και τελικά πολλοί θυσιάζονται εύκολα για το καλό και τη συνέχιση της ύπαρξης αυτού του συστήματος. Με τη μία ή την άλλη μορφή, αυτό υπάρχει πίσω από κάθε αγώνα για εξουσία, κάθε προκατάληψη, κάθε πόλεμο και κάθε κατάχρηση μιας σχέσης. Η «επιθυμία για εξουσία και ανεξαρτησία» είναι πλέον τόσο διαδεδομένη, που σήμερα θεωρείται φυσιολογική».

«Δηλαδή δεν είναι;»

«Είναι το ανθρώπινο παράδειγμα», πρόσθεσε η Μπαμπάκα, που είχε επιστρέψει φέρνοντας κι άλλο φαγητό. «Είναι όπως το ψάρι στο νερό: κυριαρχεί σε τέτοιο βαθμό, που περνά απαρατήρητη και χωρίς να την αμφισβητεί κανείς. Είναι η μήτρα: ένα διαβολικό σχέδιο στο οποίο έχετε παγιδευτεί, ενώ αγνοείτε πλήρως την ύπαρξή του».


O Ιησούς ανέλαβε να συνεχίσει: «Καθώς είστε το επιστέγασμα της δόξας της Δημιουργίας, είστε πλασμένοι κατ' εικόνα μας, χωρίς ωστόσο να σας επιβαρύνει η δομή, και ελεύθεροι να «υπάρχετε» σε σχέση μ' εμένα και μεταξύ σας, ο ένας με τον άλλο. Αν είχατε μάθει πραγματικά να θεωρείτε τις ανάγκες των άλλων εξίσου σημαντικές με τις δικές σας, δε θα υπήρχε ανάγκη για ιεραρχία».

O Μακ ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας, σαστισμένος από αυτά που άκουγε. «Δηλαδή μου λέτε ότι κάθε φορά που εμείς, οι άνθρωποι, προστατεύουμε τον εαυτό μας με την εξουσία...»

«Ενδίδετε στη μήτρα και όχι σε εμάς», ολοκλήρωσε ο Ιησούς.

«Και τώρα», παρενέβη η Σάραγιου, «έχουμε ολοκληρώσει τον κύκλο και έχουμε επιστρέψει σε μια από τις πρώτες μου δηλώσεις: εσείς οι άνθρωποι είστε τόσο χαμένοι και ταλαιπωρημένοι, που βρίσκετε αδιανόητη την ύπαρξη σχέσεων χωρίς ιεραρχία. Έτσι, έχετε την άποψη ότι ο Θεός πρέπει να περικλείει μέσα του κάποιου είδους ιεραρχία, όπως εσείς. Αυτό όμως δε συμβαίνει».

«Μα πώς θα μπορούσαμε να το αλλάξουμε αυτό; Θα υπάρξουν κάποιοι άλλοι που θα μας εκμεταλλεύονται».

«Το πιθανότερο. Εμείς όμως δε σας ζητάμε να το κάνετε με άλλους, Μακ. Ζητάμε να το κάνετε μαζί μας. Μόνο από εκεί μπορεί ν' αρχίσει αυτό. Κι εμείς σίγουρα δε θα σας εκμεταλλευτούμε».

«Μακ», είπε η Μπαμπάκα με μια ένταση που τον έκανε να στρέψει όλη του την προσοχή σ' αυτήν, «θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας την αγάπη, τη χαρά, την ελευθερία και το φως που εμείς γνωρίζουμε ότι υπάρχουν μέσα μας. Πλάσαμε εσάς τους ανθρώπους για να βρίσκεστε σε ανοιχτή σχέση μαζί μας, για να ενωθείτε στον δικό μας κύκλο αγάπης. Όσο δύσκολο κι αν είναι να το καταλάβεις, όλα όσα έχουν συμβεί συμβαίνουν ακριβώς με γνώμονα αυτή την επιδίωξη, δίχως να παραβιάζονται οι επιλογές και η θέληση».


«Μα πώς μπορείς να το λες αυτό με τόσο πόνο, τόσους πολέμους και τόσες καταστροφές που ρημάζουν χιλιάδες ζωές;» Η φωνή του Μακ έγινε ψίθυρος. «Και πού βρίσκεται η αξία όταν κάποιος διεστραμμένος παρανοϊκός δολοφονεί ένα κοριτσάκι;» Να πάλι η ερώτηση που έκαιγε σαν φωτιά την ψυχή του. «Μπορεί αυτά τα πράγματα να μην τα προκαλείτε εσείς, αλλά σίγουρα δεν κάνετε τίποτα για να τα αποτρέψετε».

«Μακένζι», απάντησε τρυφερά η Μπαμπάκα, χωρίς να δείξει ότι η μομφή του την είχε ενοχλήσει, «υπάρχουν εκατομμύρια λόγοι που επιβάλλουν τον πόνο και τη δυστυχία, αντί να τα ξεριζώνουν, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητοί μόνο μέσα από την προσωπική ιστορία κάθε ανθρώπου. Δεν είμαι κακός. Εσείς ενσωματώνετε το φόβο, τον πόνο, την εξουσία και τα δικαιώματα τόσο εύκολα στις σχέσεις σας. Ωστόσο οι επιλογές σας δεν είναι πιο ισχυρές από τις προθέσεις μου και θα χρησιμοποιήσω την κάθε σας επιλογή για το τελικό καλό και το πιο τρυφερό αποτέλεσμα».

«Βλέπεις», παρενέβη η Σάραγιου, «οι δυστυχισμένοι άνθρωποι εστιάζουν τη ζωή τους γύρω από πράγματα που τους φαίνονται καλά, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να τους γεμίσουν ούτε να τους απελευθερώσουν. Είναι εθισμένοι στην εξουσία ή στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας που προσφέρει η εξουσία. Όταν συμβαίνει κάποια καταστροφή, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι στρέφονται ενάντια στις φαύλες εξουσίες που μέχρι πρότινος εμπιστεύονταν. Πάνω στην απογοήτευσή τους, είτε αφοσιώνονται περισσότερο σ' εμένα, είτε γίνονται πιο τολμηροί στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους. Αν μπορούσατε να δείτε πώς τελειώνουν όλα αυτά και τι θα πετύχουμε χωρίς να καταπατήσουμε τη θέληση κανενός ανθρώπου, τότε θα καταλαβαίνατε. Κάποια μέρα θα καταλάβετε».


«Και το κόστος;» O Μακ ήταν συγκλονισμένος. «Δείτε το κόστος - όλο τον πόνο και τη δυστυχία, όλα εκείνα που είναι τόσο φριχτά και τόσο σάπια». Σταμάτησε και κοίταξε το τραπέζι. «Δείτε τι σας έχουν κοστίσει. Αξίζει τον κόπο;»

«Ναι!» απάντησαν ομόφωνα και οι τρεις χωρίς να κρύψουν την ευθυμία τους.

«Μα από πού κι ως πού το λέτε αυτό;» φώναξε τραχιά ο Μακ. «Όλα αυτά ακούγονται θαρρείς και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και ότι θα κάνετε τα πάντα για να κερδίσετε αυτό που θέλετε, έστω κι αν αυτό κοστίσει τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων».

Η Μπαμπάκα ξαναπήρε το λόγο μιλώντας απαλά και τρυφερά. «Πραγματικά, ακόμα δεν καταλαβαίνεις. Στην προσπάθειά σου να βγάλεις άκρη με τον κόσμο στον οποίο ζεις στηρίζεσαι σε μια περιορισμένη και ημιτελή εικόνα της πραγματικότητας. Είναι σαν να παρακολουθείς ένα θέαμα μέσα από την κλειδαρότρυπα του πόνου, του εγωκεντρισμού και της εξουσίας και να πιστεύεις ότι είσαι μόνος και ασήμαντος. Όλα αυτά εμπεριέχουν πανίσχυρα ψεύδη. Βλέπετε τον πόνο και το θάνατο σαν τα απόλυτα κακά και το Θεό σαν τον απόλυτο προδότη ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν κάποιον εντελώς αναξιόπιστο. Υπαγορεύετε τους όρους, κρίνετε τις πράξεις μου και με κηρύσσετε ένοχο.

«Το καθοριστικό ψεγάδι στη ζωή σου, Μακένζι, είναι πως δεν πιστεύεις ότι είμαι καλός. Αν ήξερες ότι είμαι καλός και ότι η καλοσύνη μου καλύπτει τα πάντα - τα μέσα, τους σκοπούς και τις διαδικασίες της ζωής του κάθε ανθρώπου τότε θα με εμπιστευόσουν, μολονότι δε θα καταλάβαινες πάντα αυτό που κάνω. Εσύ όμως δε με εμπιστεύεσαι».


«Δε σε εμπιστεύομαι;» ρώτησε ο Μακ, αλλά αυτό δεν ήταν κανονική ερώτηση. Ήταν η διαπίστωση ενός γεγονότος και το γνώριζε. Φαίνεται ότι το γνώριζαν και οι άλλοι, και στο τραπέζι επικράτησε σιωπή.

«Μακένζι», είπε η Σάραγιου, «δεν μπορείς να παραγάγεις εμπιστοσύνη, όπως δεν μπορείς να "κατασκευάσεις" ταπεινότητα. Ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Η εμπιστοσύνη είναι ο καρπός μιας σχέσης όπου ξέρεις ότι σε αγαπούν. Επειδή όμως εσύ δεν ξέρεις ότι εγώ σ' αγαπώ, δεν μπορείς να με εμπιστευτείς».

Ακολούθησε νέα σιωπή, και τελικά ο Μακ κοίταξε την Μπαμπάκα. «Δεν ξέρω πώς μπορώ να το αλλάξω αυτό», είπε.

«Δεν μπορείς, τουλάχιστον όχι μόνος σου. Μαζί όμως θα παρακολουθούμε τη διαδικασία της αλλαγής. Προς το παρόν θέλω να είσαι απλώς μαζί μου και να διαπιστώσεις ότι η σχέση μας δεν αφορά την απόδοση ή το ότι πρέπει να με ευχαριστήσεις. Δεν είμαι κανένας παλικαράς, ούτε κάποια εγωκεντρική και απαιτητική μικρή θεότητα που επιμένει στον δικό της τρόπο. Είμαι καλός και επιθυμώ μόνο το καλύτερο για σένα. Αυτό δεν μπορείς να το διαπιστώσεις μέσα από τις ενοχές, τις επικρίσεις ή τον καταναγκασμό, αλλά μόνο μέσα από μια σχέση αγάπης. Και εγώ σε αγαπώ πραγματικά».

Η Σάραγιου σηκώθηκε από το τραπέζι και κοίταξε τον Μακ στα μάτια. «Μακένζι», είπε, «αν σ' ενδιαφέρει, θα ήθελα να με βοηθήσεις στον κήπο. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που πρέπει να κάνω πριν από την αυριανή γιορτή. Μήπως, σε παρακαλώ, μπορούμε να κουβεντιάσουμε εκεί τα επιμέρους θέματα της συζήτησής μας;»

«Ασφαλώς», απάντησε ο Μακ και, αφού ζήτησε συγγνώμη, σηκώθηκε από το τραπέζι.