H στεφανιαία νόσος αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο των καρδιαγγειακών νοσημάτων και την κύρια αιτία θνητότητας και θνησιμότητας τόσο στις αναπτυγμένες όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου. Ως στεφανιαία νόσος ορίζεται κάθε διαταραχή της ροής του αίματος στο μυοκάρδιο λόγω αθηρωμάτωσης των στεφανιαίων αρτηριών. Εκδηλώνεται κλινικά σε χρόνια μορφή με τη στηθάγχη προσπάθειας ενώ σε οξεία μορφή με την ασταθή στηθάγχη, το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή τον αιφνίδιο θάνατο.

Ως έμφραγμα του μυοκαρδίου ορίζεται η μη-αναστρέψιμη κυτταρική βλάβη λόγω παρατεταμένης ισχαιμίας που οδηγεί σε νέκρωση του καρδιακού μυός.  Αρχικά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όρισε το έμφραγμα από τα συμπτώματα, τις ηλεκτροκαρδιογραφικές ανωμαλίες και τα ένζυμα. Ωστόσο, η εξέλιξη πιο ευαίσθητων βιοδεικτών σε συνδυασμό με τις απεικονιστικές εξετάσεις συντέλεσαν σημαντικά στη ακριβέστερη διάγνωση νέκρωσης περιοχών του μυοκαρδίου και στην ανάγκη αναθεώρησης του ορισμού. Το Οξύ Έμφραγμα του Μυοκαρδίου (Ο.Ε.Μ) αποτελεί ασθένεια που συνεπάγεται σημαντικό κόστος για το άτομο, την οικογένεια και την κοινωνία. Επίσης σχετίζεται με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα διότι προκαλεί αιφνίδιο θάνατο. Κάθε χρόνο, περίπου 785.000 άτομα θα υποστούν ένα έμφραγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και περίπου κάθε λεπτό ένας Αμερικανός θα υποκύψει σε ένα έμφραγμα. (2013)

Η αθηροσκλήρωση αποτελεί τον κύριο αιτιολογικό παράγοντα για τη εκδήλωση του εμφράγματος. Συγκεκριμένα, είναι μία σύνθετη εξελικτική και συστηματική νόσος των αρτηριών που προσβάλλει κυρίως τον έσω χιτώνα των μεγάλων και μεσαίων αρτηριών της συστηματικής κυκλοφορίας.  Στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης εμπλέκονται πολλαπλοί γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες αλλά και το μικροπεριβάλλον των κυττάρων στις περιοχές της βλάβης. Οι παράγοντες κινδύνου που ευθύνονται για την εκδήλωση αυτής της χρονοβόρας διαδικασίας είναι είτε τροποποιήσιμοι ή μη τροποποιήσιμοι. 
Αναλυτικότερα, στους τροποποιήσιμους παράγοντες συμπεριλαμβάνονται η συστηματική αρτηριακή υπέρταση, η υπερχοληστερολαιμία-δυσλιπιδαιμία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η διατροφή, το κάπνισμα, η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ, η καθιστική ζωή και η παχυσαρκία. Η ηλικία, το ανδρικό φύλο και το οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας πρώιμης νόσου αποτελούν τους μη τροποιήσιμους παράγοντες κινδύνου.

Υπερλιπιδαιμία και Υπερχοληστερολαιμία:

Ως υπερλιπιδαιμία ορίζεται η αύξηση της ποσότητας των λιπιδίων στο αίμα. Τα λιπίδια που έχουν συσχετισθεί με τη στεφανιαία νόσο είναι η ολική χοληστερόλη, η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτείνη (HDL) γνωστή ως καλή χοληστερόλη, η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτείνη (LDL), γνωστή ως κακή χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια. Η αύξηση της χοληστερόλης, η οποία αποτελεί απαραίτητο συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης είναι επικίνδυνη διότι σε συνδυασμό με υψηλές τιμές LDL και χαμηλές τιμές HDL-χοληστερόλης συμβάλλουν σημαντικά στην γένεση ή και την εξέλιξη της αρτηριοσκλήρυνσης.
Ο αθηρωματικός δείκτης είναι το πηλίκον της συνολικής χοληστερίνης προς την HDL (δείχνει την αναλογία της κακής χοληστερίνης προς την συνολική χοληστερίνη) το οποίο υποδηλώνει το κίνδυνο για την εκδήλωση Ο.Ε.Μ. Όσο μικρότερο είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαίρεσης τόσο μικρότερος είναι και ο κίνδυνος για εκδήλωση Ο.Ε.Μ. Κατά άλλους ως αθηρωματικός δείκτης ορίζετε τον πηλίκον LDL/HDL. Αναλυτικότερα, η LDL μεταφέρει τη χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια στους ιστούς του σώματος ενώ η HDL απομακρύνει το πλεόνασμα των λιπιδίων από τους ιστούς του σώματος για απέκκριση.
Επί χαμηλών τιμών LDL και αυξημένων τιμών HDL παρατηρείται αδυναμία απέκκρισης των πλεοναζόντων λιπιδίων και εναπόθεση αυτών στα εσωτερικά τοιχώματα των αρτηριών και συνεπώς προαγωγή της δημιουργίας αθηρωματικής πλάκας. Η LDL χοληστερόλη θεωρείται ισχυρός ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση στεφανιαίας νόσου.

Στεφανιαία νόσος και χοληστερίνη