Η Ύβρις αναφέρεται ως κόρη της Δυσσέβειας - δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως (Αισχ., Ευμεν. 532)- ή του Ερέβους και της Νύχτας (σύμφωνα με τον μυθογράφο του 2ου αι. μ.Χ. Υγίνο), οπότε αδέλφια της είναι, ανάμεσα σε άλλους, και οι εξής: Ύπνος, Όνειρος, Γήρας, Θάνατος, Εσπερίδες, Μοίρες, Φιλότης, Έρως, Στυξ, Νέμεσις, Επίφρων, Πορφυρίων, Έπαφος, Ευφροσύνη, Έρις, Μόρος, Οϊζύς... Ενίοτε θεωρείται σύζυγος του Πολέμου (Θέογν., Ελ. 153, Σχόλ. Πίνδ. Ολ. 2.173e, 13.12b-e), μάλιστα ο Αίσωπος αναφέρει ότι ο γάμος τους έγινε μάλλον καταναγκαστικά, γιατί η Ύβρις ήταν η μόνη που είχε μείνει χωρίς σύζυγο. Λεγόταν μάλιστα ότι ο Πόλεμος την αγαπούσε τόσο που ακολουθούσε τη γυναίκα του όπου κι αν πήγαινε εκείνη. Και το συμπέρασμα ήταν ότι δεν έπρεπε να επιτρέπεται στην Ύβρι να έλθει στις πολιτείες των ανθρώπων, γιατί ο Πόλεμος θα ερχόταν ακριβώς πίσω της (μύθος 533).
Παραδίδεται ότι ήταν μητέρα της Άτης (Αισχ. Πέρσ. 820-821) και του Πάνα από τον Δία (Απολλόδ. 1.4.1, Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 772), αν και οι σχολιαστές του Πίνδαρου αναφέρουν για μητέρα του τη Θύμβρι. Λεγόταν και κόρη ή μητέρα του Κόρου (Πίνδ. Ο.13.10), τον οποίο χαρακτήριζαν ως ὓβριν μετά ἀδικίας, καθώς μετά τον κόρο, τη χορτασιά, την πλησμονή, έρχεται η ύβρις. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που ακολουθεί:
Αλλ᾽ όταν της χρυσόσπαθης της Άρτεμης οι Πέρσες
(που πάτησαν τ’ ολόλαμπρο το κάστρο της Αθήνας
με ξέφρενες ελπίδες)
το ακρωτήρι τ’ άγιο
με της Κυνόσουρας εκεί τ’ ακροθαλάσσι ενώσουν
με καραβιών γεφύρι,
τότε η Δίκη των θεών τον γιο της Ύβρης Κόρο,
όσο κι αν είναι δυνατός,
τον σβήνει μες στη μάνητα τη φοβερή, την ώρα
που πίστευε τα πάντα πως κατέχει.
(Ηρόδ. 8.77.1, μετ. Η. Σπυρόπουλος)
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου «κόρη» της Ύβρεως είναι η Ύβρις, καθώς η μια γεννά την άλλη:
Συνηθίζει η παλαιά Ύβρις
να γεννά στους κακούς θνητούς
μια νέαν Ύβρι, όταν φτάσει, αργά
ή γρήγορα, η γραμμένη μέρα της νέας γέννας,
και μαζί τον ακαταμάχητο, ασυναγώνιστο
ανίερο δαίμονα, το Θράσος,
τη μαύρη συφορά για τα σπίτια,
που μοιάζει στους γεννήτορές του.
(Αισχ. Αγαμ. 764-771), μετ. Δ. Δημητριάδης)
Η Ύβρις είναι η προσωποποίηση της αυθάδειας και της αλαζονείας που οδηγούν στην υπέρβαση ορίων της θνητότητας, την παραβίαση και ανατροπή της ηθικής και κοινωνικής τάξης και ισορροπίας, που κατατείνει στην εξομοίωση με τους θεούς, κάτι που τους προσβάλλει, προκαλεί την οργή τους (νέμεσις) και οδηγεί τον υβριστή στην τύφλωση του νου (άτη), στην πτώση και την καταστροφή (τίσις). Ο Λαέρτης, προσευχόμενος στον Δία μετά την αναγνώριση με τον γιο του Οδυσσέα και τη μνηστηροφονία, είπε: Αχ, έχει ακόμα Δία μου, θεούς μες στα ουράνια / αν οι Μνηστήρες πλέρωσαν τα κακουργήματά τους – ἀτάσθαλον ὕβριν. Και η κατασταλαγμένη πείρα του νεκρού Δαρείου, φάντασμα στους Πέρσες του Αισχύλου, συνοψίζεται ως εξής: ὡς οὐχ ὑπέρφευ θνητὸν ὄντα χρὴ φρονεῖν. / ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ᾽ ἐκάρπωσεν στάχυν / ἄτης, ὅθεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος - . άνθρωπος θνητός δεν πρέπει να το παίρνει / απάνω του παρά πολύ, γιατ᾽ η περφάνεια / μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχυ, / απούθε ο πολυδάκρυτος τρυγιέται θέρος (819-822, μετ. Ι. Γρυπάρης).
Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Ηράκλειτου πως «την υπεροψία πρέπει κανείς να σβήνει περισσότερο παρά την πυρκαγιά» -ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν (απ. 43). Κι όταν δεν σβήνει η υπεροψία, η τιμωρία έρχεται αναπόφευκτα, όπως έγινε στην περίπτωση του Αίαντα:
[μιλά ο Τεύκρος στον γιο του Αίαντα] γιε μου, μαζί σου συμφωνώ,
να θες πάντα να βγαίνεις νικητής στον πόλεμο,
αλλά μ’ έναν θεό στο πλάι συνεργό, τη νίκη να γυρεύεις.
Εκείνος όμως μ’ άφρονο κομπασμό αποκρίθηκε:
πατέρα, με θεούς στο πλάι, κι ένας μηδαμινός
μπορεί εξίσου να νικήσει· όμως εγώ, ακόμη και χωρίς
εκείνων τη βοήθεια, έχω πεποίθηση
πως θα κερδίσω τον αγώνα μόνος.
Με τέτοια έπαρση μίλησε τότε. Αλλά και δεύτερη φορά,
όταν η ίδια η Αθηνά τον έσπρωχνε να στρέψει στον εχθρό
το φονικό του χέρι, αυτός της έδωσε μια φοβερή,
ανήκουστη απάντηση:
άνασσα, πήγαινε να παρασταθείς στους άλλους Αχαιούς·
σ’ ό,τι μας αφορά εμάς, ποτέ δεν πρόκειται
να συντριβεί το μέτωπο της μάχης.
Μ’ αυτά τα λόγια εισέπραξε ανυποχώρητη οργή
της Αθηνάς, με τρόπο ανάρμοστο
στον άνθρωπο αντιδρώντας.
(Σοφ., Αίας 764-777, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)
Το πόσο σημαντική για την ευημερία των πολιτειών είναι η δικαιοσύνη, η ευνομία, η ειρήνη, η μη υπέρβαση ορίων (ὓβρις) και η μη τύφλωση του νου (ἂτη) φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα του Ησιόδου:
Πέρση, εσύ στη Δικαιοσύνη υπάκουε, μην εξακολουθείς την αδικία [ὕβριν].
Είναι κακή η αδικία [ὕβρις] για τον ταπεινό θνητό, μα ούτε και ο ευγενής
να την αντέξει εύκολα μπορεί, μα καταβάλλεται απ’ αυτήν,
όταν οι συμφορές [ἄτῃσιν] τον βρίσκουν. Όμως υπάρχει από την άλλη οδός
καλύτερη να την περάσεις που οδηγεί στο δίκαιο. Και η δικαιοσύνη
νικά, στο τέλος σαν εμφανιστεί, την αδικία [ὕβριος]. Σαν πάθει ο ανόητος μαθαίνει.
Γιατί αμέσως τρέχει ο Όρκος μαζί με τις κακοδικίες.
Και ταραχή σηκώνεται, όταν η Δικαιοσύνη σέρνεται όπου τυχόν την πάνε
οι δωροφάγοι άντρες που κρίνουνε τα δίκαια με κρίσεις στρεβλές.
Κι εκείνη κλαίγοντας ακολουθεί στην πόλη και τα μέρη που συχνάζουνε τα πλήθη
ντυμένη με ομίχλη και φέρνει το κακό σε κείνους τους ανθρώπους
που τη διώχνουν και δεν την απονέμουν ίσια.
Μα όσοι απονέμουν κρίσεις δίκαιες στους ξένους και τους ντόπιους
κι από του δίκαιου την οδό δεν παρεκβαίνουν,
ακμάζει η πόλη τους κι ανθεί ο λαός σε τούτη.
Ειρήνη που τα νιάτα τρέφει έχουν στη γη τους κι ούτε ποτέ
ο Δίας που μακριά ηχεί πόλεμο σκληρό γι’ αυτούς ορίζει.
Ούτε ο λοιμός σ’ ανθρώπους έρχεται που δίκαια κρίνουν
ούτ’ η καταστροφή [ἂτη], μα νέμονται στις ευωχίες τούς καρπούς απ’ τα χωράφια που φροντίζουν.
Βιος πολύ σε τούτους φέρνει η γη και στα βουνά η βελανιδιά
φέρνει στην άκρη των κλαδιών τα βελανίδια, στη μέση τα μελίσσια.
Και τα πυκνότριχα αρνιά απ’ το μαλλί βαραίνουν,
γεννάν παιδιά οι γυναίκες τους που μοιάζουν στους γονείς τους.
Ευδαιμονούν με τα αγαθά τους αδιάκοπα. Σε πλοία επάνω
δεν ταξιδεύουν, μα η σιτοδότρα γη καρπό τούς δίνει.
Σ’ εκείνους όμως που τους νοιάζει η αδικία [ὓβρις] η κακή και τ’ άθλια έργα
ορίζει τιμωρία ο Δίας που μακριά ηχεί, ο γιος του Κρόνου.
Πολλές φορές από έναν άνθρωπο κακό μια πόλη στο σύνολό της υποφέρει,
αν αμαρτάνει αυτός και μηχανεύεται ανόσια έργα.
Σ’ αυτούς μεγάλη συμφορά απ’ τον ουρανό στέλνει ο γιος του Κρόνου,
λιμό συνάμα και λοιμό, κι οι άνθρωποι αφανίζονται.
Ούτε οι γυναίκες τους γεννάν, μικραίνουν οι οικογένειες
μ’ απόφαση του Ολύμπιου Δία. Κι άλλοτε πάλι
μεγάλη τους στρατιά αφανίζει ο γιος του Κρόνου ή τείχος
ή πλοία τους στη θάλασσα εκδικείται.
(Ησίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι 213-247, μετ. Στ. Γκιργκένης)
Η ίδια αντίληψη καταγράφεται και στον 13ο Ολυμπιόνικο του Πινδάρου για τον Ξενοφώντα από την Κόρινθο, νικητή στον αγώνα δρόμου και στο πένταθλο:
Σ’ αυτήν [την Κόρινθο] η Ευνομία κατοικεί
και η αδελφή της η Δικαιοσύνη, βάθρο των πόλεων αμετακίνητο,
μαζί με την ομότροφό της
την Ειρήνη, πλούτου ταμία για τους ανθρώπους,
κόρες χρυσές της Θέμιδος με την ορθή την κρίση·
αυτές την Υπεροψία θέλουν να αποκρούσουν,
του Κόρου τη θρασύστομη μητέρα. [Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον] (Πίνδ. Ο.13.6-10, μετ. Ι. Οικονομίδης)[1]
Ο επικός ποιητής Πανύασις (5ος αι. π.Χ.) επισημαίνει τη σχέση της υπερβολικής κατανάλωσης κρασιού με την Ύβρη και την Άτη. Παραδίδοντας έμμεσα ένα μάθημα για τους κανόνες της οινοποσίας, λέει ότι το πρώτο ποτήρι κρασί το ήπιαν οι Χάριτες, οι Ώρες και ο Διόνυσος, το δεύτερο η Αφροδίτη και ο Διόνυσος ξανά, το τρίτο όμως η Ύβρις και η Άτη. Έτσι, αν οι θνητοί μείνουν στα δύο πρώτα ποτήρια, θα γυρίσουν σπίτι τους χωρίς καμιά βλάβη. Αν όμως επιμείνουν και για έναν τρίτο γύρο, τότε αναδύονται η Ύβρις και η Άτη και γίνονται θύματά τους με άσχημες συνέπειες. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 2. 36d)
Βωμός της Ύβρης, μαζί με της Αναίδειας, υπήρχε στην Αθήνα (Ζηνόβ. 4.36, Κλήμ. Προτρ. 2.26) και ο Παυσανίας σημειώνει ότι και στον Άρειο Πάγο, υπήρχαν δύο αλάξευτες πέτρες, αργοί λίθοι, πάνω στις οποίες στέκονταν οι κατήγοροι και οι κατηγορούμενοι, η πρώτη ήταν της Ύβρεως η άλλη της Αναιδείας –ἔστι δὲ Ἄρειος πάγος καλούμενος, ὅτι πρῶτος Ἄρης ἐνταῦθα ἐκρίθη, καί μοι καὶ ταῦτα δεδήλωκεν ὁ λόγος ὡς Ἁλιρρόθιον ἀνέλοι καὶ ἐφ᾽ ὅτῳ κτείνειε. κριθῆναι δὲ καὶ ὕστερον Ὀρέστην λέγουσιν ἐπὶ τῷ φόνῳ τῆς μητρός· καὶ βωμός ἐστιν Ἀθηνᾶς Ἀρείας, ὃν ἀνέθηκεν ἀποφυγὼν τὴν δίκην. τοὺς δὲ ἀργοὺς λίθους, ἐφ᾽ ὧν ἑστᾶσιν ὅσοι δίκας ὑπέχουσι καὶ οἱ διώκοντες, τὸν μὲν Ὕβρεως τὸν δὲ Ἀναιδείας αὐτῶν ὀνομάζουσι. (1.28.5).
[1] Πρβλ. και Βακχυλίδης, απ. 15.