Η Νέμεση είναι θεότητα, η οποία, όπως οι Ερινύες τιμωρεί το έγκλημα, και συγχρόνως αφηρημένη έννοια. Για τη θεότητα δίνονται πληροφορίες για την καταγωγή, τα αδέλφια της, τους έρωτες και τους απογόνους.
... δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα, η κόρη του Χάους και της Γαίας, γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπου (Ησ., Θεογ. 214, Ευστ. Σχόλ. Ιλ., 1, 33). Αδέλφια της ήταν η Φιλότητα, η Κήρα, οι Κήρες, ο Θάνατος, ο Ύπνος, τα Όνειρα, οι Εσπερίδες, οι Μοίρες, ο Μόρος, ο Μώμος, η Απάτη, η Έριδα, το Γήρας, η Οϊζύς (η οδυνηρή Αθλιότητα)
Κι η Νύχτα γέννησε το στυγερό το Μόρο και τη μαύρη Κήρα
και το Θάνατο, γέννησε και τον Ύπνο, γέννησε και το γένος των Ονείρων.
Ύστερα πάλι γέννησε το Μώμο και την οδυνηρή Αθλιότητα (Οϊζύς),
δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα,
και τις Εσπερίδες που φυλάν τα μήλα τα ωραία, τα χρυσά,
στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, και τα δέντρα που δίνουν τον καρπό.
Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα,
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,]
που διώκουνε τις παραβάσεις ανθρώπων και θεών
κι ούτε ποτέ τους παύουν τη δεινή οργή οι θεές,
προτού τιμωρία κακή αποδώσουνε σ’ εκείνον που έσφαλλε.
Γέννησε και τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους,
η ολέθρια Νύχτα. Έπειτα την Απάτη γέννησε και τη Φιλότητα,
τα καταραμένα Γηρατειά, γέννησε και την Έριδα με τη δυνατή καρδιά.
(Ησίοδος, Θεογονία 211-225, μετ. Στ. Γκιργκένης)
Στα Διονυσιακά του Νόννου (48.375) η Νέμεση θεωρείται κόρη του Ωκεανού, ενώ ο Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας –το ίδιο και ο Κικέρωνας (De Natura Deorum 3.17 ). Άλλοτε θεωρείται κόρη του Δία («Κύπρια έπη», απόσπ. 7) ή της Δίκης σύμφωνα με τον Μεσομήδη, λυρικό ποιητή και μουσικό από την Κρήτη (2ος αι. μ.Χ.). Ο Παυσανίας πάλι αναφέρεται σε δύο Νεμέσεις, μητέρα της μίας ήταν η Νύχτα, της άλλης, στον Ραμνούντα, πίστευαν οι Αθηναίοι πως πατέρας της ήταν ο Ωκεανός (7.5.3).
Με αυτούς τους γονείς, η Νέμεση είχε πολλά ετεροθαλή αδέρφια: Λύσσα, Αιθέρας, Ημέρα, Στυξ (πιθανόν), Ύπνος, Θάνατος, Χάροντας κ.ά.
Σύμφωνα με μια παράδοση, μητέρα των Τυνδαρίδων (Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Κάστορας, Πολυδεύκης) δεν ήταν η Λήδα αλλά η Νέμεση. Την αγάπησε ο Δίας, κι εκείνη, θέλοντας να αποφύγει τις περιπτύξεις του θεού και να διατηρήσει την παρθενιά της, πήρε διάφορες μορφές και στο τέλος μεταμορφώθηκε σε χήνα. Όμως ο Δίας, παίρνοντας μορφή κύκνου, ενώθηκε μαζί της. Η Νέμεση γέννησε ένα αυγό που το μάζεψαν βοσκοί και το παρέδωσαν στη Λήδα. Η σχετική αφήγηση από τον Απολλόδωρο έχει ως εξής:
«Όταν ο Δίας πλάγιασε με τη Λήδα παίρνοντας τη μορφή του κύκνου, την ίδια νύχτα που εκείνη βρέθηκε ερωτικά με τον Τυνδάρεω, από τον Δία γεννήθηκε ο Πολυδεύκης και η Ελένη, από τον Τυνδάρεω ο Κάστορας <και η Κλυταιμνήστρα>. Ωστόσο, κάποιοι διηγούνται ότι η Ελένη είναι κόρη της Νέμεσης και του Δία. Αυτή δηλαδή, προκειμένου να αποφύγει την επαφή με τον Δία, μεταμορφώθηκε σε χήνα, αλλά ο Δίας πήρε τη μορφή του κύκνου και ενώθηκε μαζί της· από το σμίξιμό τους αυτή γέννησε ένα αυγό που κάποιος βοσκός βρήκε στα δάση και το έφερε και το έδωσε στη Λήδα· και αυτή το έβαλε σε ένα κιβώτιο και το φύλαξε και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή γεννήθηκε η Ελένη που την ανέθρεψε σαν να ήταν δική της κόρη.» (Απολλόδωρος 3.10.7 )
Οι δυο αυτές εκδοχές παραδίδονται με διάφορες παραλλαγές. Γι’ αυτό και ο Παυσανίας (1.33.7-9) περιγράφει ένα ανάγλυφο του Φειδία (ή του πιστού και αγαπημένου μαθητή του Αγοράκριτου) στον ναό της Νέμεσης στη μικρή πόλη Ραμνούντα της Αττικής, κοντά στον Μαραθώνα, στην πλευρά του στενού που χωρίζει την Αττική από την Εύβοια, μια και εκεί είχε γίνει η ένωσή τους (αυτή είναι η αττική εκδοχή του μύθου), που απεικονίζει τη Λήδα να οδηγεί την Ελένη στη μητέρα της Νέμεση. Ακόμη, παραδίδεται πως είχε γεννήσει δύο αυγά, από το ένα βγήκαν η Ελένη και ο Πολυδεύκης, από το άλλο η Κλυταιμνήστρα και ο Κάστορας. Άλλη εκδοχή θέλει μόνο την Κλυταιμνήστρα να γεννιέται φυσιολογικά και τα άλλα τρία αδέλφια από το ίδιο αυγό.
Σύμφωνα με μιαν άλλη παράδοση, του (Βακχυλίδη, απ. 55), που διασώζει ο Τζέτζης (Θεογονία 81) από το χαμένο μέρος της πρώτης Ωδής του ποιητή, η Νέμεση ενώθηκε με τον Τάρταρο και γέννησε τους τέσσερις Τελχίνες, τον Ακταίο, τον Μεγαλήσιο, τον Ορμενό, τον Λύκο.
Στο ομώνυμο λήμμα του Λεξικού Lidell-Scott, η Νέμεσις ορίζεται ως η «προσωποποίησις τῆς θείας ὀργῆς», «συνάπτεται μετὰ τοῦ Αιδώς» και παρουσιάζεται, ιδίως στους τραγικούς, ως «θεὰ τὸν ὑπερόπτην ταπεινοῦσα, τὸν ἐν μεγάλαις εὺτυχίαις τρυφῶντα καταρρίπτουσα καὶ τὴν ἰσορροπίαν τῆς τύχης τῶν ἀνθρώπων ἐπιδιώκουσα καὶ μεγάλων ἐγκλημάτων τιμωρός». Ως ουσιαστικό σημαίνει «ἀπονομὴ τοῦ ὀφειλομένου [...], δικαία ἀγανάκτησις, ὀργή ἤ ἀπστροφή, ὀργὴ πρὸς τι ἄδικον ἤ ἀνάρμοστον, δικαία μέμψις [...] ἀγανάκτησις ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσιν, ἀρετὴ οὖσα ἐν μεσότητι μεταξὺ τοῦ φθόνου καὶ τῆς ἐπιχαιρεκακίας [...] φθόνος, ζηλοτυπία, ἐκδίκησις [...] δικαία ἀγανάκτησις ἐπὶ τῷ ἰδίῳ σφάλματι».
Το ίδιο και οι συγγενείς ετυμολογικά λέξεις έχουν σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης. Π.χ. νεμέτωρ και νεμητής = ο απονέμων τα δίκαια, ο εκδικητικός. Νεμεσητέος = ο προκαλών αγανάκτησιν. Νεμεσητής = ο αισθανόμενος αγανάκτησιν. Νεμεσάω = νιώθω δίκαιη αγανάκτηση, θεωρώ κάτι κακό, αποστρέφομαι. Νεμεσίζομαι = οργίζομαι κατά τινος. Νέμησις= διανομή. νέμεσις ἀεὶ τοῖς κατὰ νόμον ζῶσιν ἀγαθὴ καὶ μετρίοις ἀνθρώποις καὶ φιλοσὀφοις. Τοῖς δὲ παρανομοῦσι καὶ τοῖς ἐπιτιθέμενοις τισὶ καὶ τοῖς μεγάλων ὀρεγομένοις πραγμάτων ἐναντία καθίσταται καὶ ἐμπόδιος τῶν ἐπιχειρουμένων. «νεμεσᾶν» γὰρ καλοῦμεν καὶ τὸ ἐμποδὼν ἵστασθαι τοῖς πραττομένοις κατὰ γνώμην. Λέγουσι δἐ τινες ὅτι ἡ θεὸς αὕτη τὰ μὲν ἀγαθὰ ἐπὶ τὸ χεῖρον τρέπει, τὰ δὲ κακὰ ἐπὶ τὸ βέλτιον, γράφει ο Αρτεμίδωρος (Ονειροκριτικά 2.37). Σύμφωνα με τον σοφιστή και ρήτορα του 2ου αι. μ.Χ. Αίλιο Αριστίδη, Νέμεση και Δίκη εργάζονται από κοινού: δύο γὰρ τούτω θεὰ περιέρχεσθον ἅπαντα τὰ τῶν ἀνθρώπων, Νέμεσις καὶ Δίκη, οὐκ ἐῶσαι μεῖζον τῆς φύσεως φρονεῖν, ἀλλὰ ῥᾳδίως μικροὺς ἐκ μεγάλων ποιοῦσαι, ἐάν τις αὐτῶν μηδένα ποιῆται λόγον. Που σημαίνει ότι οι δύο θεές δεν επιτρέπουν ο άνθρωπος να σκέφτεται πάνω από όσα του επιτρέπει η φύση του να βιώνει, ταπεινώνουν τους μεγαλοφρονούντες, την αλαζονεία, την υπεροψία, την υπερβολή, καλή ή κακή, π.χ. υπερβολική ευτυχία ή ομορφιά, υπερβολικός πλούτος (Πρεσβευτικός προς Αχιλλέα 436. 28), ό,τι γενικά διαταράσσει την τάξη του κόσμου. Ο Κροίσος, για παράδειγμα, πανευτυχής για τα πλούτη και τη δύναμή του, οδηγήθηκε από τη Νέμεση στην εκστρατεία εναντίον του Κύρου, η οποία τελικά έφερε την καταστροφή του. Αλλά και το άγαλμα της Ραμνουσίας Νέμεσης σμιλεύτηκε σε μάρμαρο της Πάρου, που είχαν φέρει οι Πέρσες και το προόριζαν για να κάμουν τρόπαιο ύστερα από την κατάληψη της Αθήνας. Η μεγάλη σιγουριά για τη νίκη τους (σημείο υπερβολής) είχε ως συνέπεια να μην καταλάβουν ποτέ την Αθήνα, καθώς η Ραμνουσία Νέμεση υποκίνησε τον αθηναϊκό στρατό στον Μαραθώνα. Τιμωρητική υπήρξε η θεά απέναντι και στον Νάρκισσο για την περιφρόνηση που έδειχνε σε νέες και νέους απέχοντας από κάθε ερωτική σχέση. Για όλους τους αναπόδοτους και ματαιωμένους έρωτες του Νάρκισσου η Νέμεση μηχανεύτηκε την εξής τιμωρία: Μια καλοκαιρινή μέρα, μετά από κυνήγι, η θεά οδήγησε τον νέο σε πηγή να ξεδιψάσει. Εκεί, σκύβοντας να πιει νερό, είδε το πρόσωπό του και το ερωτεύτηκε. Αυτό συνέχισε να αναζητά σε όλα τα νερά, ακόμη και της Στύγας όταν πέθανε, αρνούμενος να δει οτιδήποτε άλλο. (Βλ. Νάρκισσος, Πρώτη εκδοχή του μύθου ).
Αγαθή φανερωνόταν η θεά στους ανθρώπους που ζούσαν σύμφωνα με τους νόμους ή με μέτρο –αντίληψη που προέκυψε από την πεποίθηση ότι οι θεοί ζήλευαν την υπερβολική ανθρώπινη ευτυχία:
Με τον τρόπο του τώρα ο Άμασις δεν αγνοούσε τις μεγάλες προόδους του Πολυκράτη και τις παρακολουθούσε προσεκτικά. Και καθώς η επιτυχία του Πολυκράτη όλο και μεγάλωνε, γράφει ο Άμασις γραφή με τούτα τα λόγια και τη στέλνει στη Σάμο: «Ο Άμασις λέει στον Πολυκράτη τα εξής: είναι βέβαια ευχάριστο να μαθαίνει κανείς ότι ο φίλος και σύμμαχός του προκόβει, αλλά εμένα οι μεγάλες σου επιτυχίες δεν μου αρέσουν, γιατί γνωρίζω πόσο φθονεροί είναι οι θεοί. Γι’ αυτό κι εγώ θα ήθελα κατά κάποιον τρόπο, και για μένα τον ίδιο και γι᾽ αυτούς που νοιάζομαι, τα πράγματα να πηγαίνουν άλλοτε καλά, άλλοτε ανάποδα, και έτσι να περάσω τη ζωή μου, με εναλλαγές και σκαμπανεβάσματα και όχι με συνεχή ευτυχία. Γιατί απ’ όσα ξέρω κι έχω ακούσει, ώς τώρα δεν υπήρξε άνθρωπος ευτυχισμένος σε όλα, που στο τέλος να μην κατέληξε στην καταστροφή. Άκουσέ με λοιπόν και κάνε το εξής μπροστά στην τόση ευτυχία σου: σκέψου και βρες τί είναι εκείνο που αξίζει το πιο πολύ για σένα και που αν το χάσεις η ψυχή σου θα πονέσει πολύ βαθιά, και πέταξέ το με τρόπο όπου να μην ξαναφανεί στον κόσμο. Και αν ύστερα απ’ αυτό, χαρές και λύπες δεν σε βρίσκουν ανάκατες, πορέψου με τον τρόπο που σου υποδείχνω». (Ηρόδοτος III. 40 )
Μαζί με τη Νέμεση και τη Δίκη συμπορεύονται η Θέμιδα, η Ειμαρμένη, η Ευνομία, η Ειρήνη κ.ά., ενώ Νέμεση, Υβρη, Άτη, Τίση αποτελούν το τετράπτυχο της αρχαίας κοσμοθέασης. Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. ο Δίων Χρυσόστομος την παρουσιάζει ως πλευρά της πολυωνύμου και πολυτρόπου Τύχης· νέμεση λεγόταν η ακριβοδίκαιη εκδήλωση της τύχης, ελπίδα η άγνωστη, μοίρα η αναγκαία, θέμιδα το δίκαιο: ὠνόμασται δὲ ἡ τύχη καὶ πολλοῖς τισιν ἐν ἀνθρώποις ὀνόμασι, τὸ μὲν ἴσον αὐτῆς νέμεσις, τὸ δὲ ἄδηλον ἐλπίς, τὸ δὲ ἀναγκαῖον μοῖρα, τὸ δὲ δίκαιον θέμις, πολυώνυμός τις ὡς ἀληθῶς θεὸς καὶ πολύτροπος (Περὶ Τύχης δεύτερος 47.8 ). Υπηρετώντας αυτή την αντίληψη η Νέμεση παριστάνεται ενίοτε πλάι στον Έρωτα απέναντι από την Ελπίδα –από τη μια η ακριβοδίκαιη εκδήλωση της τύχης, από την άλλη η άγνωστη!
Μια και η Νέμεση θέτει όρια (δώσε να έχουν αγαθή διάνοια καταπαύοντας / τις γνώμες τους τις μισητές κι άλλες τους διαθέσεις / και σκέψεις υπεροπτικές κι αλλοπρόσαλλες ιδέες), αναπόφευκτα τα σύμβολά της είναι η ζυγαριά, ο πήχυς, το χαλινάρι, το σπαθί, το μαστίγιο (τον άστατο μαστιγώνεις, Ορφικός ύμνος 61 ), ο τροχός της τύχης ή ο εκδικητικός τροχός της δικαιοσύνης που ρίχνει τους υπερήφανους από ψηλά κάτω στο έδαφος (δίκης ποινήτορι κύκλῳ, Νόνν. Διονυσιακά 48.375-88). Ενίοτε η Νέμεση παριστάνεται με φτερά γρύπα, κάτι που παραπέμπει στον Νόννο, ο οποίος συνδέει τη θεά με τους γρύπες (ό.π.). Εξάλλου, και ο αιγυπτιακός γρύπας μοιράζεται με τη Νέμεση τα χαρακτηριστικά της εκδίκησης και της απονομής της δικαιοσύνης. Η ρωμαϊκή αυτή προσθήκη των φτερών και η σχετική εικονογραφία τη συνδέει περισσότερο με τον Έρωτα ή και με τη Νίκη.
Στην Αττική λατρεύτηκε στην περιοχή του Ραμνούντα, εξ ου και το επίθετο «Ραμνουσία». «Εκεί κτίστηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. ένας μικρός ναός που δε σώζεται σήμερα αλλά η ύπαρξη του διαπιστώθηκε από τις λακωνικές κεραμίδες της στέγης που έχουν διασωθεί. Ο μικρός ναός ξανακτίστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. με πολυγωνική τοιχοδομία και έχει διαστάσεις 10 Χ 6μ. Αξιόλογα αγάλματα βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Σήμερα είναι ορατά τα ερείπια του. Στον ίδιο χώρο άρχισε να οικοδομείται και ο πώρινος δωρικός ναός που καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Νέος μεγαλύτερος ναός κτίστηκε μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., βόρεια του προηγούμενου και πολύ κοντά σε αυτόν.» (Μαρία Οικονομάκου)
Στην Πάτρα υπήρχε ναός της κοντά στο θέατρο με τεράστιο άγαλμα από λευκό μάρμαρο. (Παυσ. 7.20.9)
Λατρευόταν επίσης στη Σμύρνη (Παυσ. 7.5.1), την Κύζικο και την Κω, καθώς και στην Πασμασό της Καππαδοκίας (σύμφωνα με την μαρτυρία χριστιανών: «εν τόπω καλουμένω Πασμασώ, ένθα της Νεμέσεως εστήρικτο βδέλυγμα»).
Η Νέμεση λατρευόταν με το επίθετο Αρδάστεια και Αδρήστεια. Ορισμένοι συγγραφείς αποδίδουν την επωνυμία στον Άδραστο, γιατί έχτισε το πρώτο ιερό της Νέμεσης στον ποταμό Ασωπό (Στραβ. xiii, σελ. 588)· άλλοι ότι προέρχεται από το α το στερητικό και το ρήμα –διδράσκω (=αναπόδραστος), γιατί πρόκειται για τη θεά από την οποία κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει –ἀναπόδραστον αἰτίαν οὖσαν κατὰ φύσιν (Αριστ., Κοσμ. 7.5, λεξικό Liddell - Scott).
Λατρευόταν και με το επίθετο Ιχναία, γιατί παρακολουθούσε τους ανθρώπους κατ’ ἴχνος καὶ κατὰ πόδας (Liddell - Scott).
Ραμνουσία λεγόταν από τον ναό της στον Ραμνούντα της Αττικής.
Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά͵
κυανῶπι θεά͵ θύγατερ Δίκας͵
ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν
ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ͵
ἔχθουσα δ΄ ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν
μέλανα φθόνον ἐκτὸς ἐλαύνεις.
ὑπὸ σὸν τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ
χαροπὰ μερόπων στρέφεται τύχα͵
λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις͵
γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις.
ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βίοτον μετρεῖς͵
νεύεις δ΄ ὑπὸ κόλπον ὄφρυν ἀεί
ζυγὸν μετὰ χεῖρα κρατοῦσα.
ἵλαθι μάκαιρα δικασπόλε
Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά.
Νέμεσιν θεὸν ᾄδομεν ἀφθίταν͵
Νίκην τανυσίπτερον ὀμβρίμαν
νημερτέα καὶ πάρεδρον Δίκας͵
ἃ τὰν μεγαλανορίαν βροτῶν
νεμεσῶσα φέρεις κατὰ ταρτάρου.
Νέμεση φτερωτή του βίου ροπή,
μαυρομάτα θεά, θυγατέρα της Δίκης,
που των θνητών την αλαζονεία την κούφια
με άθραυστα συγκρατείς χαλινάρια.
Επειδή απεχθάνεσαι των ανθρώπων την ολέθρια ύβρη,
μαύρο φαρμάκι φθόνου χύνεις.
Στον τροχό σου τον άστατο, τον ιερό,
η λαμπρή των θνητών περιστρέφεται η τύχη.
Χωρίς να σε καταλάβει κανείς στο πλάι του φτάνεις
και τον επαρμένο αυχένα τον κάνεις να σκύψει.
Με τον πήχη σου πάντα τη ζωή τη μετράς
και πάντα συνοφρυωμένη κοιτάς μέσα στην καρδιά των ανθρώπων,
ζυγό στα χέρια κρατώντας.
Έλα ευμενής μακάρια, που εφαρμόζεις το νόμο,
Νέμεση φτερωτή του βίου ροπή.
Τη θεά Νέμεση ψάλλουμε την αθάνατη,
τη Νίκη με τα απλωμένα φτερά, τη δυνατή,
την αλάνθαστη, της Δίκης την πάρεδρο.
Εσύ των θνητών τη μεγαλοφροσύνη
μισείς και τη στέλνεις στα τάρταρα.
(Μτφ. Σταύρος Γκιργκένης)
οὕτω μετῳκίσαντο ἐθελονταὶ καὶ δύο Νεμέσεις νομίζουσιν ἀντὶ μιᾶς καὶ μητέρα αὐταῖς φασιν εἶναι Νύκτα, ἐπεὶ Ἀθηναῖοί γε τῇ ἐν Ῥαμνοῦντι θεῷ πατέρα λέγουσιν εἶναι Ὠκεανόν.
[33.7] τάδε μὲν ἐς τοσοῦτον εἰρήσθω· πτερὰ δ᾽ ἔχον οὔτε τοῦτο τὸ ἄγαλμα Νεμέσεως οὔτε ἄλλο πεποίηται τῶν ἀρχαίων, ἐπεὶ μηδὲ Σμυρναίοις τὰ ἁγιώτατα ξόανα ἔχει πτερά· οἱ δὲ ὕστερον—ἐπιφαίνεσθαι γὰρ τὴν θεὸν μάλιστα ἐπὶ τῷ ἐρᾶν ἐθέλουσιν—ἐπὶ τούτῳ Νεμέσει πτερὰ ὥσπερ Ἔρωτι ποιοῦσι. νῦν δὲ ἤδη δίειμι ὁπόσα ἐπὶ τῷ βάθρῳ τοῦ ἀγάλματός ἐστιν εἰργασμένα, τοσόνδε ἐς τὸ σαφὲς προδηλώσας. Ἑλένῃ Νέμεσιν μητέρα εἶναι λέγουσιν Ἕλληνες, Λήδαν δὲ μαστὸν ἐπισχεῖν αὐτῇ καὶ θρέψαι· πατέρα δὲ καὶ οὗτοι καὶ πάντες κατὰ ταὐτὰ Ἑλένης Δία καὶ οὐ Τυνδάρεων εἶναι νομίζουσι. [33.8] ταῦτα ἀκηκοὼς Φειδίας πεποίηκεν Ἑλένην ὑπὸ Λήδας ἀγομένην παρὰ τὴν Νέμεσιν, πεποίηκε δὲ Τυνδάρεών τε καὶ τοὺς παῖδας καὶ ἄνδρα σὺν ἵππῳ παρεστηκότα Ἱππέα ὄνομα· ἔστι δὲ Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος καὶ Πύῤῥος ὁ Ἀχιλλέως, πρῶτος οὗτος Ἑρμιόνην τὴν Ἑλένης γυναῖκα λαβών· Ὀρέστης δὲ διὰ τὸ ἐς τὴν μητέρα τόλμημα παρείθη, παραμεινάσης τε ἐς ἅπαν Ἑρμιόνης αὐτῷ καὶ τεκούσης παῖδα. ἑξῆς δὲ ἐπὶ τῷ βάθρῳ καὶ Ἔποχος καλούμενος καὶ νεανίας ἐστὶν ἕτερος· ἐς τούτους ἄλλο μὲν ἤκουσα οὐδέν, ἀδελφοὺς δὲ εἶναι σφᾶς Οἰνόης, ἀφ᾽ ἧς ἐστι τὸ ὄνομα τῷ δήμῳ.
ἐκ δὲ τοῦ καταρρέοντος αἵματος τῶν μορίων ἐν μὲν τῇ γῇ γεγόνασι τρεῖς Ἐρινύες πρῶτον, ἡ Τεισιφόνη, Μέγαιρα, καὶ Ἀληκτὼ σὺν ταύταις, καὶ σὺν αὐταῖς οἱ τέσσαρες ὀνομαστοὶ Τελχῖνες, Ἀκταῖος, Μεγαλήσιος, Ὄρμενός τε καὶ Λύκος, οὓς Βακχυλίδης μέν φησι Νεμέσεως Ταρτάρου, ἄλλοι τινὲς δὲ λέγουσι τῆς Γῆς τε καὶ τοῦ Πόντου.
Ὦ Νέμεσι, κλήιζω σε, θεά, βασίλεια μεγίστη,
πανδερκής, ἐσορῶσα βίον θνητῶν πολυφύλων·
ἀϊδίη, πολύσεμνε, μόνη χαίρουσα δικαίοις,
ἀλλάσσουσα λόγον πολυποίκιλον, ἄστατον αἰεί,
ἣν πάντες δεδίασι βροτοὶ ζυγὸν αὐχένι θέντες.
σοὶ γὰρ ἀεὶ γνώμη πάντων μέλει, οὐδέ σε λήθει
ψυχὴ ὑπερφρονέουσα λόγων ἀδιακρίτῳ ὁρμῇ.
πάντ’ ἐσορᾷς, καὶ πάντ’ ἐπακούεις, πάντα βραβεύεις·
ἐν σοὶ δ’ εἰσὶ δίκαι θνητῶν, πανυπέρτατε δαῖμον.
ἐλθέ, μάκαιρ’, ἁγνή, μύσταις ἐπιτάῤῥοθος αἰεί·
δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς
γνώμας, οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
Διὸς δὲ Λήδᾳ συνελθόντος ὁμοιωθέντος κύκνῳ, καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν νύκτα Τυνδάρεω, Διὸς μὲν ἐγεννήθη Πολυδεύκης καὶ Ἑλένη, Τυνδάρεω δὲ Κάστωρ <καὶ Κλυταιμνήστρα>. λέγουσι δὲ ἔνιοι Νεμέσεως Ἑλένην εἶναι καὶ Διός. ταύτην γὰρ τὴν Διὸς φεύγουσαν συνουσίαν εἰς χῆνα τὴν μορφὴν μεταβαλεῖν, ὁμοιωθέντα δὲ καὶ Δία κύκνῳ συνελθεῖν· τὴν δὲ ᾠὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἀποτεκεῖν, τοῦτο δὲ ἐν τοῖς ἄλσεσιν εὑρόντα τινὰ ποιμένα Λήδᾳ κομίσαντα δοῦναι, τὴν δὲ καταθεμένην εἰς λάρνακα φυλάσσειν, καὶ χρόνῳ καθήκοντι γεννηθεῖσαν Ἑλένην ὡς ἐξ αὑτῆς θυγατέρα τρέφειν.
[3.40.1] καί κως τὸν Ἄμασιν εὐτυχέων μεγάλως ὁ Πολυκράτης οὐκ ἐλάνθανε, ἀλλά οἱ τοῦτ᾽ ἦν ἐπιμελές. πολλῷ δὲ ἔτι πλεῦνός οἱ εὐτυχίης γινομένης γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον· Ἄμασις Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει. [3.40.2] ἡδὺ μὲν πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ ξεῖνον εὖ πρήσσοντα, ἐμοὶ δὲ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, ἐπισταμένῳ τὸ θεῖον ὡς ἔστι φθονερόν. καί κως βούλομαι καὶ αὐτὸς καὶ τῶν ἂν κήδωμαι τὸ μέν τι εὐτυχέειν τῶν πρηγμάτων, τὸ δὲ προσπταίειν, καὶ οὕτω διαφέρειν τὸν αἰῶνα ἐναλλὰξ πρήσσων ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα. [3.40.3] οὐδένα γάρ κω λόγῳ οἶδα ἀκούσας ὅστις ἐς τέλος οὐ κακῶς ἐτελεύτησε πρόρριζος, εὐτυχέων τὰ πάντα. σὺ ὦν νῦν ἐμοὶ πειθόμενος ποίησον πρὸς τὰς εὐτυχίας τοιάδε· [3.40.4] φροντίσας τὸ ἂν εὕρῃς ἐόν τοι πλείστου ἄξιον καὶ ἐπ᾽ ᾧ σὺ ἀπολομένῳ μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀλγήσεις, τοῦτο ἀπόβαλε οὕτω ὅκως μηκέτι ἥξει ἐς ἀνθρώπους. ἤν τε μὴ ἐναλλὰξ ἤδη τὠπὸ τούτου αἱ εὐτυχίαι τοι τῇσι πάθησι προσπίπτωσι, τρόπῳ τῷ ἐξ ἐμεῦ ὑποκειμένῳ ἀκέο.
[8] ὠνόμασται δὲ ἡ τύχη καὶ πολλοῖς τισιν ἐν ἀνθρώποις ὀνόμασι, τὸ μὲν ἴσον αὐτῆς νέμεσις, τὸ δὲ ἄδηλον ἐλπίς, τὸ δὲ ἀναγκαῖον μοῖρα, τὸ δὲ δίκαιον θέμις, πολυώνυμός τις ὡς ἀληθῶς θεὸς καὶ πολύτροπος.