Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενή Όντα-Θεοί και Δαίμονες

ΚΗΡ ΚΑΙ ΚΗΡΕΣ (φτερωτοί δαίμονες)





Μία Κήρα ή περισσότερες Κήρες; Ανεξάρτητη/ες θεότητα/ες ή δύναμη εγγενής στον άνθρωπο; Ο Ησίοδος τις παρουσιάζει ως κόρες της Νύκτας, όμως μιλά και για μία Κήρα, αδελφή του Θανάτου και του Μόρου και μετά ξανά για πολλές Κήρες, αδελφές των Μοιρών. Ούτως ή άλλως, στην Ιλιάδα έχουν μάλλον σημασία συλλογική, καθώς ο ποιητής αναγνωρίζει μία Κήρα για τους Τρώες και μία για τους Έλληνες. Είτε μία είτε πολλές είναι θεότητες του θανάτου ή δαίμονες που προσωποποιούσαν τη θανατηφόρο μοίρα και τον βίαιο θάνατο και την εκδίκηση· επομένως, παίζουν σημαντικό ρόλο στην Ιλιάδα, σαν Μοίρες που αρπάζουν τους ήρωες τη στιγμή του θανάτου τους. Έτσι, μυριάδες Κήρες στοιχειώνουν τα πεδία των μαχών πολεμώντας μεταξύ τους σαν όρνια πάνω από τον ετοιμοθάνατο.

Ήταν κόρες της Νύκτας, με μαύρα φτερά, άσπρα φριχτά δόντια, μακριά και γαμψά νύχια, κόκκινα από το αίμα των νεκρών, όπως κόκκινα είναι και τα ρούχα τους, λεκιασμένα από το αίμα των θανάσιμα τραυματισμένων και τον ιδρώτα τους.

οι μαύρες Κήρες, τ’ άσπρα τους δόντια έτριζαν,
με μάτια άγρια, βλοσυρές και ματωμένες, άπληστες,
έριζαν μεταξύ τους γι’ αυτούς που πέφτανε. Όλες τους
αίμα να πιουν ποθούσαν μαύρο. Μόλις πιάνανε κάποιον
που κειτόταν ή έπεφτε φρεσκοτραυματισμένος, τον γράπωναν
μ’ όλα μαζί τα μεγάλα νύχια τους. [Στον Άδη] κατέβαινε η ψυχή του
στον κρυερό τον Τάρταρο. Κι εκείνες, μόλις χορταίνανε οι καρδιές τους
μ’ ανθρώπινο αίμα, αυτόν πίσω τους τον πέταγαν
και πίσω στο θόρυβο της μάχης και τον αγώνα έσπευδαν.
[Η Κλωθώ και η Λάχεση στο πλάι τους στέκανε. Και η κοντύτερη Άτροπος
δεν έμοιαζε με θεά μεγάλη, μα ήτανε στ’ αλήθεια
ανώτερη και πιο ηλικιωμένη από τις άλλες.
Κι όλες γύρω από έναν άντρα μάχη δριμεία στήσανε.
Και φοβερά η μια την άλλη κοίταζαν στα μάτια οργισμένες
κι εξίσου τα νύχια και τα χέρια τα ορμητικά άπλωσαν πάνω του.]

(Ησ., Ασπ. Ηρ. 248-263, μετ. Σταύρος Γκιργκένης)

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος τις ονομάζει «γρήγορες σκύλες του Άδη, που από τις ομίχλες όπου περιστρέφονται, ρίχνονται πάνω στους ζωντανούς» (Αργ. 4.1665). Χτυπούσαν παντού τον άνθρωπο, στο κρεβάτι του, στα κύματα, στο πεδίο της μάχης μαζί με τους γύπες, έτοιμες πάντα να ορμήσουν και να σπείρουν παντού την καταστροφή. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να γλιτώσει από τις Κήρες, γι’ αυτό και προκαλούσαν τρόμο. Η ευμετάβλητη Τύχη σας έδωσε «Κήρες» για νύφες, και σ’ εμένα τη δυστυχισμένη δάκρυα για τα λουτρά σας, λέγει η Μεγάρα για τους γιους της που θα σκοτώσει ο πατέρας τους Ηρακλής σε κρίση τρέλας (Ευρ. Ηρ. 480-82).

Με κάποιον τρόπο ταυτίζονται με τις Μοίρες. Έτσι ο Αχιλλέας είχε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο Κήρες, μία καλή μοίρα και μία κακή. Η πρώτη θα του εξασφάλιζε μακρά και ευτυχισμένη ζωή με άδοξο τέλος· η άλλη του πρόσφερε σύντομη ζωή με ένδοξο αλλά πρόωρο τέλος κάτω από τα τείχη της Τροίας. Ο Δίας, στην ψυχοστασία Αχιλλέα - Έκτορα μπροστά στους θεούς ζυγίζει την Κήρα του ενός και την Κήρα του άλλου, για να μάθουν ποιος θα πεθάνει στη μονομαχία. Όταν η Κήρα του Έκτορα γέρνει προς τον Άδη, ο Απόλλωνας εγκαταλείπει αμέσως τον ήρωα· η μοίρα του, η κακιά του μοίρα, είναι αναπόδραστη. Ο Παυσανίας, περιγράφοντας τη σκηνή της μονομαχίας Πολυνείκη και Ετεοκλή στη λάρνακα του Κύψελου, γράφει τα εξής:

Ο Πολυνείκης, ο γιος του Οιδίποδα, είναι πεσμένος στα γόνατα κι επάνω του ορμάει ο Ετεοκλής. Πίσω από τον Πολυνείκη στέκεται μια γυναίκα με δόντια άγριου θηρίου και με γαμψά τα νύχια των χεριών της. Μια επιγραφή πάνω της την ονομάζει Κήρα υποσημαίνοντας ότι τον Πολυνείκη τον πήρε το πεπρωμένο του κι ότι δικαίως κι ο Ετεοκλής βρήκε το τέλος του.

(Παυσ. 5.19.6-7)

Οι Κήρες δεν είχαν απόλυτη εξουσία πάνω στη ζωή των ανθρώπων, αλλά διψασμένες για αίμα επιδίωκαν θανάτους πέρα από τα όρια της μοίρας. Οι Ολύμπιοι θεοί συχνά στέκονταν πλάι στους προστατευόμενους ήρωές τους διαφυλάσσοντάς τους από τα νύχια των πνευμάτων του θανάτου και αναχαιτίζοντας την ορμή τους· άλλοτε πάλι τις επέτρεπαν να ορμούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.

Συγχέονται και με τις άγριες και χθόνιες Ερινύες, ο Πλάτωνας τις παρομοιάζει με τις Άρπυιες που μιαίνουν ό,τι αγγίζουν, ενώ η λαϊκή παράδοση τις ταύτισε με τα κακοποιά πνεύματα των νεκρών —κήρες ανθρώπιναι νεκρών αίσχη φέρουσιν [1] — που τα εξευμένιζαν με θυσίες σε γιορτές.

Οι Κήρες θεωρείται ότι φέρνουν στους ανθρώπους τις επιδημικές ασθένειες (Νόσοι) που είχαν απελευθερωθεί από το πιθάρι της Πανδώρας. Στην ασπίδα του Ηρακλή βρίσκουν τη θέση τους δίπλα σε φιδιών κεφάλια φοβερών, σε αγέλες κάπρων άγριων και λιονταριών, σε μάχες με Λαπίθες και Κένταυρους, στον Περσέα που τον καταδιώκουν οι Γοργόνες, στη Γοργώ, στις Μοίρες και την Αχλύ, σε γυναίκες και γέρους άνδρες που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους που πολεμούσαν. Δικαιολογημένα, λοιπόν, τις επικαλούνταν οι μάγισσες για να προκαλέσουν το κακό σε αντιπάλους τους (Απολλ. Ρ., Αργ. 4.1659-1672δεσμός).


Υποσημείωση

FgrHist 26 F 1, 45 (=T 115).


Σχετικά λήμματα

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣδεσμός, ΑΡΠΥΙΕΣ, ΑΧΛΥΣ, ΕΚΤΟΡΑΣδεσμός, ΓΟΡΓΟΝΕΣ, ΕΡΙΝΥΕΣ, ΕΤΕΟΚΛΗΣ-ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣδεσμός, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΘΑΝΑΤΟΣ, ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ, ΜΟΡΟΣ, ΝΥΚΤΑ, ΠΕΡΣΕΑΣ