Στη μελέτη αυτή επιχειρείται να αναδειχθεί η σημασία για τη μάθηση της διαπροσωπικής σχέσης που αναπτύσσεται κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ γονέων, δάσκαλων ως διδασκόντων, και παιδιών ως διδασκομένων τόσο στο περιβάλλον της οικογένειας (ανεπίσημο) όσο και στο εκπαιδευτικό περιβάλλον της διδασκαλίας και της μάθησης(επίσημο).
Με τον όρο διαπροσωπική σχέση υπονοείται το σύνολο των επικοινωνιακών πρακτικών που χρησιμοποιούν τα μεγαλύτερα και εμπειρότερα μέλη μιας κοινωνίας, προκειμένου να μεταδώσουν γνωστικά, κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία στους νεότερους «μαθητευομένους», ως και ο τρόπος του μετασχηματισμού και της εσωτερίκευσης – οικειοποίησης τους από τους ίδιους (τους «μαθητευομένους»).
Η προσέγγιση του ζητήματος γίνεται μέσα από την αξιοποίηση και τη διερεύνηση των βασικών θεωρητικών εννοιών του κοινωνιο-πολιτισμικού πλαισίου μάθησης, όπως είναι ο διάλογος ως κοινωνικός τρόπος σκέψης, η ζώνη επικείμενης ανάπτυξης και η μάθηση με υποστήριξη.