5η Σελίδα :Περιεχόμενα

ΕΝ – θυμήσεις από Ηπειρώτικους ήχους - της Σοφίας Η. Σιούτη
Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ (Του Πύρρου το Βασίλειο) - Ποίημα - Βασιλικό Ιωαννίνων
Την σήμερον ημέραν - Ποίημα - Βασιλικό Ιωαννίνων
Μια ιστορία θα σας πω - Ποίημα - Αχιλλέας Γραμμόζης
Στο Δέμα, στο εικονοστάσι - Ποίημα - Ανδρέας   Μεντής

ΕΝ – θυμήσεις από Ηπειρώτικους ήχους
   Μυριάδες    αηδοί    της    πολυφωνίας παίρνουν τραγούδια και τα κλωθογυρίζουv  μουσικάντηδες.     Βιολιά, νταούλια,  λαούτα  κι  ο  κλαριντζής  -  ο  επικεφαλής  -  με  το  κλαρίνο  το  πεταριστο  από τη μια μοιρολογεί και κλαίει κι από την άλλη κελαηδεί.
   Γλεντοκόποι. Ανδρες και γυναίκες, παππούδες και παιδιά κι ο πρωτοχορευτής σχηματίzouv ένα πολύμορφο στεφάνι, ακούνε τις ιστορίες τις συγκινητικές που τους διηγούνται "καημούς της αγάπης, του θανάτου και της ξενιτιάς, πάθη και κατορθώματα της φυλής" (1) τραγούδια γεμάτα ντέρτια και καημούς. Ευλαβικά τα βήματα τους!
   Κι  ο  πρωτοχορευτής  -  το  όνομα το λέει,  ο πρώτος  κι  ο  καλύτερος,  δημιουργεί  το  σώμα του  που  και  που  ανατινάζεται, αυτοσχεδιάζει βήματα  βαριά λες  κι  η  γη  τον  καταπίνει,  ξεχνιέται, αντλεί μια δύναμη θεϊκή, μεταμορφώνεται, γίνεται ένα με τη φύση. Και το κλαρίνο του Πέτρου Αούκα του Χαλκιά στο αυτί του σιγοτραγουδάει και τον ανατριχιάΖει,  ήχοι    μεθυστικοί τον μαγεύουν και τον αναπτερώνουν.
   Ο Αρχοντας των Πνευστών στέκει από άνω του.    Ξέρει, μαντεύει τους πόνους και τα ονείρατά του, αγγίζει τη ψυχή του.   Αυτοσχεδιάζει κι αυτός με μαεστρία καρφώνοντας τη ματιά στο χέρι του  χορευτή που τον  παρακαλεί  να τον  παρηγορήσει  όλο και πιο πολύ.
   Φεγγαροπρόσωπες νύφες στα λευκά τους, πριν δρασκελίσουν το κατώφλι, σέρνουν σεμνά και ντροπαλά τον τελευταίο τους χορό στην πατρική αυλή. Νερό και άρτος φτερουγίζουν στον ουρανό! Και το κλαρίνο κλαίει.  Κι όταν φορούν τις βελουδένιες φορεσιές τις κεντητές και στον ασημένιο τους λαιμό τις χρυσαφένιες λίρες, -θρύψαλα γίνεται το γυάλινο ποτήρι γεμάτο νερό - χαροκοπεί και παίζει κλαρίνο.
     Με επιβλητικό βλέμμα οι γαμπροί ζευγαρώνουν τα βήματα τους με κείνα ης καλής τους, βήματα αργά λες και είναι ιεροτελεστικά... Και ξάφνου, ο πρώτος του χορού σπάει τον κύκλο. Στο κέντρο του στριφογυρίζει σκορπίζοντας ψηλά δέσμες χαρτονομίσματα που τροβιλίζονται στον αέρα πριν τσαλαπατηθούν και πριν ο νιότερος  της κομπανίας χαμογελώντας τα μαζέψει. Και πριν το χέρι ξαναπλώσεις στους νιόγαμπρους, το πιο ακριβό χαρτονόμισμα στο μέτωπο του κλαριντζή θα θέσει.

... Εικόνες- ήχοι που φωλιάζουν
στην καρδιά μου...

   Μυριάδες στέγες από Βυζαντινά και γαλλικά κεραμίδια με τις αλλόκοτες πλακόστρωτες αυλές, καμινάδες που καπνίζουν, κατώγια γεμάτα από τσαντίλες που μοσχοβολάνε, που βρίδουν ρίγανη και τσάι, τσίπουρο και ροδολούκουμα.
   Κακοτράχηλοι και πισσωμένοι δρόμοι, διάσπαρτες αχλαδιές, κερασιές, συκιές και περγουλιές. Κι ο αγέρωχος πλάτανος της πέτρινης πλατείας αγναντεύει της Παναγιάς την ασβεστωμένη εκκλησιά. Οι Αγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, σκιά στο κοιμητήριο όπου αναπαύεται η γιαγιά μου η Σοφία.
   Η Βαλαώρα μοιάζει με τείχος που πότε χρυσαφίζει πότε πρασινίζει και στο ραχοκέφαλό της, τα βαριά τροκάνια του Σιούτου - Καλέσιου και των γιδοπροβάτων αντηχούν πέρα ως πέρα.
   Ο μοναχικός Προφήτης Ηλίας, βωρώντας ακατάπαυστα γη και ουρανό, καρτερεί 'κείνη του χρόνου τη μέρα που 8α τραγουδήσουν γλυκόπικρα τραγούδια.

...θέα που αγαλλιάχει την ψυχή
μου...

   Οι γέροντες, καθισμένοι στα καφενεία, παίζουν τα  κομπολόγια  τους  με  τις χοντρές τις χάντρες κι από τα ζαρωμένα  χείλη  τους βγαίνουν  σύμφωνα  ηχηρά, σκληρά μα συνάμα και γλυκά, λόγια που φαντάζουν μυστικά, άγνωστα σε μένα.
   Ανάμεσα τους ο παππούς μου ο Σπύρος, κείνος ο ίδιος ο λεβέντης, στη φωτογραφία του σαλονιού, με το μουστάκι το στριφτό, παραπονιέται που γέρασε μα οι πρησμένες φλέβες στα χέρια του τα σκελετωμένα έκρηξη θυμίζουν σαν σφίγγει το μικρό ποτήρι τσίπουρο
μυρωδάτο.
   Ο γκρίζομάλλης θείος Μήτσος με συγκίνηση εξιστορεί τα δεινά του τόπου. Τ΄ ολοκαύτωμα. Τα είκοσι δυο παλικάρια που χάθηκαν μια μέρα του Ιούλη του 43.
   Η αγαπητή  θεία  Ευανθία  απλώνει  κρυστάλλινη  ζάχαρη  στις  βουτυρωμένες φρέσκιες   φέτες   και   τα   μικρά   γύρω της με λιγούρα τις κοιτάζουν περιμένοντας να τις γευθούν.
   Ενώ οι μητέρες υφαίνουν τα προικιά για τις μελλόνυμφες κόρες και τα στοιβάζουν προσεκτικά πάνω στα μπαούλα τα μεταλλικά που κρύβουν αμέτρητους θησαυρούς, σαράντα μέρες ανεμίζει το φλάμπουρο με τις πολύχρωμες μάλλινες κορδέλες, των γάμων τη χαρά να μας  θυμίζει.
   Κι όταν μυρίσει καλοκαίρι, Ζωντανεύει το χωριό. ζεστή αγκάλη γίνεται, να υποδεχτεί τους απόδημους ανδρώπους του ερχόμενους από τη Φραγκιά. Η Γιαννούλα τους καλωσορίζει γελοκλαίγοντας από συγκίνηση και χαρά.

... Ήχοι, τοπία, πρόσωπα, κατά-
στάσεις, χρώματα και μυρωδιές...

   Τέτοιες μαγευτικές εικόνες - ποιήματα, αναρίθμητες μνήμες π' αναβλύζουν υδάινους ήχους.    Τέτοιες μελωδικές εικόνες  ρίζωμένες  βαθιά μες την καρδιά μου αναπολώ.
   Κι αυτό το ακριτικό χωριό, το χωριό των γεννητόρων μου, είναι το χωριό μου. Το Κεφαλόβρυσο. "Το σφρίγος του βλάχικου στοιχείου (2) .
   Κι εγώ, μια ελληνίδα, γεννημένη στην ξενιτιά νοσταλγός της μουσικής παράδοσης, θυμάμαι - παντοτινά -, αναζητώ τα περασμένα, ανακαλύπτω τις ρίζες μου...
   Νοσταλγική η γη σου αλησμόνητη μου Ήπειρο που με πληγώνεις μα και μ' ευφραίνεις!

Σοφία Η. Σιούτη
Καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας

(1) Μιχάλης Γκάνας, από το ένθετο δίσκου
"Πολυφωνικά της Ηπείρου".

(2) Βασίλης Κραψίτης
Ταξίδι στην Ήπειρο.

Η Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ - - - Την σήμερον ημέραν
Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ
(Του Πύρρου το Βασίλειο)

Η ΒΟΡΕΙΟΣ Η ΗΠΕΙΡΟΣ
Η ΕΥΑΝΔΡΟΣ η χώρα.
στενάζει η έρμη δύστυχη
χρόνια και χρόνια τώρα.

Η Νύμφη η περίλαμπρη
ΧΕΙΜΑΡΡΑ η δοξασμένη
χωρίς φωνή, χωρίς μιλιά
με σίδερα δεμένη.

Δερόπολη πανέμορφη
χιλιοτραγουδισμένη
βογγάει δακρύζει αλοίμονο
πικρή και σκλαβωμένη.

Δεν κελαηδούνε τα πουλιά
τα δένδρα δεν ανΘούνε
χωρίς ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ
που πάντα σιωπούνε.

Βουβά τα σπίτια τα σχολειά
βουβή η γύρω πλάση
όλα τα μάρανε η σκλαβιά
φόβος τάχει σκεπάσει.

Μα ξάφνου φως ανέλπιστο
της Λευτεριάς αέρας
από τη Γαλανόλευκη
γεμίζει ο αιθέρας.

Ελληνικός στρατός στην ΚΟΡΥΤΣΑ
ο ΣΠΥΡΟ Μίλιος στη ΧΕΙΜΑΡΡΑ
και μέσα στο ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ
ο Γιώργος ο Ζωγράφος
την τρισπόΘητη φέρνουν Λευτεριά.

Με μιας ο τόπος γέλασε
λουλούδια ξεφύτρωσαν
οι κάμποι πρασινίσανε
μοσχοβολάει ο αέρας.

Το αηδόνι και ο κότσιφας
στις ρεματιές το λένε.
Κι οι ραγιάδες από τη λύτρωση
απ' τη χαρά τους κλαίνε

Μα τούτο δεν καλάρεσε
βησοδομούνε "φίλοι"
μετράνε τα συμφέροντα
και σβήνουν το καντήλι.

Τουρκαλβανοί σαν σίφουνας
στο Δέλβινο προγκάνε
κι όλα τα γύρω τα χωριά
τα καιν και τα χαλάνε.

'Οι φίλοι μας' οι γκαρδιακοί
φίλοι μας απ' τη Δύση
επιτροπή τοιμάΖουνε
να δώσουνε τη λύση.

Στήνουν το κράτος της ντροπής
στη Βόρειοηπειρό μας
έργο πανάθλειο επί της γης
και σβήνουν το όνειρο μας.

Και πάλι η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ
ρακένδυτη σφαδάζει.
Με δάκρυ πόνο και καημό
κλαίει κι αναστενάζει

Αίσχος και φρίκη και ντροπή
που λέγονται Ευρωπαίοι
το δίκιο στραγγαλίσανε
και γίναν Φαρισαίοι.

Το ΝΑΤΙ στήνουν δολερά
και δεν νογούν καρφάκι
το πως σκλαβώνουν το ΝΤΟΥΝΙΑ
με πίκρα και φαρμάκι.

Ξυπνάτε αδέρφια κάποτε
Αδέρφια σκλαβωμένοι
και θυμηθήτε τους καιρούς
που ήσταν λευτερωμένοι.

Του Σπύρο Μίλιου η Χαραυγή
ο αγώνας του Ζωγράφου
Είναι καιρός για να γένη
γαλανόλευκο πανί.
ΣΗΜΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Βασιλικό Ιωαννίνων

Την σήμερον
ημέραν

Έφθασε στα ογδόντα του
πολλά Βασανισμένος
έκανε το καθήκον του
και νοιώθει αντρειωμένος.
 

Δεν τον Βαραίνει στην ψυχή
του κόσμου η καταφρόνια
γιατί είναι μίσος που αντηχεί
μες στα λευκά του χρόνια.
 

Σκόρπισε την αγάπη του
Δεν έβλαψε κανέναν.
Έδωσε νου και διδαχή
με έργα και με πέννα.
 

Κι ήρθε τώρα το σήμερα
τον κόσμο δεν γνωρίζει
ανυγλεπιά τριγύρω του
πονάει και δακρύζει.
 

Σε ποιον να δώσει σιγουριά
το σπλάχνο του ν' αφήσει
όταν παπάδες ασελγούν
σε ποιόν να κοινωνίση.
 

Εβρόμησαν τα σύμπαντα
και δεν υπάρχει ΝΟΜΟΣ
Σε πνίγει τώρα η ντροπή
και σε θερίΖει ο πόνος.
 

Σε ποιόν να πη το άχτι του
σε ποιόν και τον καημό του
στο γείτονα στο φίλο του
σ' αυτόν τον αδελφό του;
 

Κατέληξε στο σπλάχνο του
στο λατρευτό παιδί του
για να του δώσει δυο φιλιά
τα κόπια απ' τη Ζωή του
 

Ψάχνει για να βρη γιατρικό
να γιάννει την πληγή του
και να μερώσει την καρδιά
τη δόλια την ψυχή του.
 

Παντού βρίσκει την άρνηση
και την αχαριστία
κι όλα του σκόρπισε καλά
αυτά ειν’ τώρα αστεία!!
 

Ολοι κοιτούν τα χέρια του
και όλοι τη δραχμή του
όλοι τον λησμονήσανε
του κλέψαν τη φωνή του.
 

Γυναίκα, αδέρφια και παιδιά
μια γνώμη έχουν όλοι
πότε θ’ αρπάζουν τα κλειδιά
το έρμο πορτοφόλι.
 

Αγάπη πόνο σεβασμό
τα βάλανε στην άκρη
στον γέρο μας τον μοναχό
κυλάει βροχή το δάκρυ
 

Αίσχος και Βούκινο φρικτό
στην κοινωνία τούτη
τίποτε πια δεν ειν' σωστό
κι όμως σε λεν κουτούκι.

Βασιλικό Ιωαννίνων






 

10-4-2000 Μια ιστορία θα σας πω - - - Στο Δέμα, στο εικονοστάσι
10-4-2000

Μια ιστορία θα σας πω,
γνώρισα ένα γέρο
εδάκρυσαν τα μάτια μου
χωρίς να τον εξέρω.

Μια συμβουλή στον άνθρωπο
γράφω πρώτου γεράσει
να τη διαβάζει πάντοτε,
(και) να μην την εξεχάσει.

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
δε τόνε συμπαθούνε
το θάνατο παρακαλούν
να τον ξεφορτωθούνε.

Γι' αυτό κράτα καημένε γέροντα
τα περιουσιακά σου
γιατί μια μέρα θα βρεθείς
στο δρόμο απ' τα παιδιά σου!

Ο μεγαλύτερος εχθρός στον άνθρωπο
γίνονται τα παιδιά του
και ο καλύτερος φίλος του
είναι η σύνταξη του.

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
και δεν αυτοσυντηρείται
καλύτερα ο θάνατος
παρά να τυραννείται.

Σε μια γωνιά τον βάζουνε
το φουκαρά το γέρο
και για να τον κοιτάξουνε
χρειάζεται συμφέρο...

Άμα φύγει ο ένας απ' τους δυο
ο άλλος γίνεται κουράλι
ο ένας τον σπρώχνει από τη μια
κι ο άλλος δεν τον θέλει.

Τη συμβουλή μου ανάλυσα
και μη την ξεχάσεις
να τη διαβάζεις πάντοτε
αλλά προτού γεράσεις!

Αλλιώς "να 'χαν οι κουρούνες γνώση
Να μας δίναμε καμπόση"

Αχιλλέας Γραμμόζης

Στο Δέμα, στο εικονοστάσι
δόθηκε μεγάλη μάχη.

Κέκος κάνει το κουμάντο
μα ο Νίκος από πάνω.

Δεν αφήνει να μιλήσει
για να δώσει κάποια λύση.

- θα σας φύγω βρε παιδιά
να μη με πιάσει η καρδιά.

- Γιώργο μην κάνεις την τρέλα
για να πας σ' άλλη παρέα

να αφήσεις αρχηγία
σε μεγάλη ηλικία.

Κεφαλόβρυσο, Βοστίνα
θέλεις κάμποση βενζίνα

Γιώργο, τι τα 'θελες ετούτα
δε σκέφτηκες τον Λένε Μπούκια.

Έφτασες μες την Ντουτσιάκα
ξέχασες τον Μπασκουμάκα

Έφυγες απ' την παρέα
ξέχασες και τον Αντρέα

τα κάνες όλα στραπάτσα
είχε δίκιο ο Πίλιος Νάτσιας.

Αλλά κάπου γκόρτσα, κάπου σύκα
η κοιλιά σου μπουσιουλίκα.

Γιώργο, πέφτεις χαμηλά
είμαστε καλά παιδιά

να αφήσεις αρχηγία
σε μεγάλη ηλικία.

Ανδρέας   Μεντής