O Πάουλ Κλέε γεννήθηκε στις 18 Δεκέμβρη 1879 στην Ελβετία, όμως πάντα έμεινε ως Γερμανο-ελβετός, καθώς δεν είχε καταφέρει να πάρει την ελβετική υπηκοότητα παρά μόνο μετά το θάνατό του. Τα έργα του αποτέλεσαν σημείο αναφοράς σε πολλά  καλλιτεχνικά κινήματα, όπως τον κυβισμό,το σουρεαλισμό,τον εξπρεσιονισμό, τον οριενταλισμό, την ανερχόμενη αρχιτεκτονική και την καλλιτεχνική μέθοδο του Μπάουχαους. Του άρεσε πολύ η μουσική, την οποία αγαπούσε από μικρό παιδί και προς τα εκεί προσανατολιζόταν. 

Το ύφος του είναι αρκετά απροσδιόριστο, ενώ αρχικά ζωγράφιζε μόνο σε άσπρο και μαύρο, θεωρώντας πως δε θα γίνει ποτέ ζωγράφος. Όμως, κομβικής σημασίας  θεωρείται το ταξίδι του στην Τυνησία το 1914, όπου θαμπώθηκε από τα έντονα χρώματα, τα οποία και άρχισε να εντάσσει σταδιακά στη δική του «παλέτα», η οποία περιλάμβανε αφηρημένες μορφές, ολοένα και λιγότερη προσκόλληση στη μορφή και έντονο συναίσθημα είτε αυτό σήμαινε κάποιο λανθάνον χιούμορ, ποιητική διάθεση, ειρωνεία ή ακόμη και μελαγχολία.

Από τη δεκαετία του ’20 και μετά, αρχίζει να διδάσκει σε πανεπιστήμια και σχολές αλλά και ν’ασχολείται με το Μπάουχαους, πρώτα στη Βαϊμάρη και έπειτα στο Ντεσάου, μέχρι και την άνοδο των ναζί στην εξουσία, οι οποίοι φυσικά έκριναν τη δουλειά του Κλέε ως «ανήθικη». Καθόλου παράξενο, μιας και εκτός του έντονου προοδευτισμού που αποπνέουν τα έργα του, ο ίδιος είχε εβραϊκή καταγωγή οπότε ήταν θέμα χρόνου να εκδιωχθεί από τη Γερμανία. Βρήκε καταφύγιο στη Βέρνη, όπου και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του πάσχοντας από σκληρόδερμα, μια σπάνια ασθένεια του δέρματος. Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε λόγω της υγείας του, αλλά και λόγω της δύσκολης  κατάστασης σε ολόκληρη την Ευρώπη με την άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων, αντικατοπτρίστηκαν στα τελευταία του έργα. 

Πέθανε στις 29 Ιουνίου 1940 στην Ελβετία. Εκείνη την περίοδο είχε κάνει αίτηση να γίνει κι επίσημα δημότης της Βέρνης, το οποίο αν κι απορρίφθηκε αρχικά, έγινε δεκτό μετά το  θάνατό του. Ο Κλέε άφησε πίσω του περίπου 9.000 έργα.