Επιδράσεις από την Αίγυπτο
Περίπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ιδρύεται στο δέλτα του Νείλου από Έλληνες μισθοφόρους ένας εμπορικός σταθμός, η Ναύκρατη. Με αφορμή τον σταθμό αυτό αρκετοί καλλιτέχνες γνωρίζουν την αιγυπτιακή αρχιτεκτονική και γλυπτική. Τόσο το τεράστιο μέγεθος των αγαλμάτων όσο και το σκληρό υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένα (γρανίτης ή πορφυρίτης) αποτελούν μια νέα πρόκληση. Έτσι θα αρχίσουν να κατασκευάζονται γλυπτά από μάρμαρο και με υπερφυσικές διαστάσεις (μνημειακές).
Τα αγάλματα που μας έχουν σωθεί από την περίοδο αυτή είναι λιγοστά, μπορούμε όμως να πούμε ότι τώρα στήνονται οι βάσεις για τη μεγάλη έκρηξη της πλαστικής που θα ακολουθήσει στα επόμενα χρόνια.
Οι επιδράσεις της Ανατολής και της Αιγύπτου σε συνδυασμό με τις κατακτήσεις των γεωμετρικών χρόνων θα μας δώσουν την τέχνη της αρχαϊκής περιόδου.
Κυρίαρχος τύπος αγαλμάτων είναι ο κούρος, δηλαδή ο νέος άντρας και η κόρη, δηλαδή νέο ανύπαντρο κορίτσι. Φυσικά έχουν σωθεί αρκετά αγάλματα καθισμένων μορφών, συμπλέγματα, αρχιτεκτονικά (αυτά που κοσμούσαν κάποιο κτίριο) αναθηματικά (που στήνονταν στα ιερά ή στους τάφους).
Το υλικό από το οποίο κατασκευάζονται τα αγάλματα είναι κυρίως η πέτρα, υπάρχουν όμως και αγάλματα από μπρούτζο.
Στο βιβλίο «Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της» των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά, διαβάζουμε:
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι η δημιουργία μεγάλων λίθινων αγαλμάτων προϋποθέτει τη χρήση ενός συστήματος αναλογιών. Στην περίπτωση των κούρων το σύστημα αυτό είναι εκείνο που είχαν αναπτύξει από παλιά και χρησιμοποιούσαν με μικρές τροποποιήσεις οι Αιγύπτιοι. Υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Έλληνες γλύπτες έμαθαν τις αναλογίες των γυμνών ανδρικών αγαλμάτων στην Αίγυπτο. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1.98), ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ., γράφει:
«Λένε [οι Αιγύπτιοι] ότι ήρθαν και έμειναν στη χώρα τους οι πιο περίφημοι αρχαίοι γλύπτες, ο Τηλεκλής και ο Θεόδωρος, οι γιοι του Ροίκου, που κατασκεύασαν για τους Σαμίους το άγαλμα του Απόλλωνος Πυθίου. Λέγεται πράγματι ότι το μισό άγαλμα το κατασκεύασε ο Τηλεκλής στη Σάμο και το άλλο μισό ο αδελφός του ο Θεόδωρος στην Έφεσο. Όταν ενώθηκαν μεταξύ τους τα δύο μέρη, ταίριαξαν τόσο καλά, ώστε φαινόταν σαν να είχε κατασκευάσει ολόκληρο το έργο ένας άνθρωπος. Αυτό τον τρόπο εργασίας οι Έλληνες δεν τον χρησιμοποιούν καθόλου, στους Αιγυπτίους όμως είναι πολύ διαδεδομένος. Γιατί εκείνοι δεν προσδιορίζουν τις αναλογίες των αγαλμάτων σύμφωνα με τον τρόπο που τα βλέπει το ανθρώπινο μάτι, όπως κάνουν οι Έλληνες, αλλά αφού πρώτα ξαπλώσουν τις πέτρες στο έδαφος, τις σημαδέψουν και τις κατεργαστούν, τότε βρίσκουν τις σωστές σχέσεις, αρχίζοντας από τα πιο μικρά μέρη και πηγαίνοντας στα πιο μεγάλα. Αυτό συμβαίνει επειδή χωρίζουν τη συνολική δομή του σώματος σε είκοσι ένα μέρη και ένα τέταρτο, και έτσι ορίζουν τις αναλογίες της μορφής. Επομένως, όταν οι τεχνίτες συμφωνήσουν για το μέγεθος, κατασκευάζουν έργα που ταιριάζουν με τόση ακρίβεια στα μέτρα, ώστε ο ξεχωριστός τρόπος της δουλειάς τους να προκαλεί έκπληξη. Το άγαλμα στη Σάμο σύμφωνα με την τεχνική των Αιγυπτίων, αν χωριστεί κάθετα στα δύο από την κορυφή του κεφαλιού ως το αιδοίο, θα διαιρεθεί στη μέση σε δύο μέρη ακριβώς ίσα μεταξύ τους. Λένε λοιπόν ότι είναι γενικά όμοιο με τα αιγυπτιακά, καθώς έχει τα χέρια κάθετα κατά μήκος του κορμού και το ένα πόδι προτεταμένο.»
Οι πληροφορίες του Διοδώρου (που τις έχει αντλήσει από το έργο ενός αλεξανδρινού ιστορικού, του Εκαταίου του Αβδηρίτη) περιέχουν κάποιες ανακρίβειες και παρανοήσεις (για παράδειγμα, ο Ροίκος δεν ήταν πατέρας του Θεοδώρου, αλλά νεότερος του και πιθανότατα όχι συγγενής του, όπως είδαμε πιο πάνω), είναι όμως σωστές ως προς την προέλευση του συστήματος αναλογιών των κούρων. Η μελέτη των αναλογιών των κούρων έχει δείξει ότι ο αιγυπτιακός κανόνας που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες γλύπτες είναι ο λεγόμενος σαϊτικός, που ανάγεται στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι η εισαγωγή του τύπου του κούρου στην Ελλάδα πρέπει να τοποθετηθεί στη δαιδαλική περίοδο. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι οι συστηματικές επαφές των Ελλήνων με την Αίγυπτο άρχισαν γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι Έλληνες δεν εφάρμοσαν πιστά το σύστημα των αναλογιών που έμαθαν από τους Αιγυπτίους, αλλά το τροποποίησαν, εισάγοντας μια σειρά από μικρές ασυμμετρίες, που κάνουν τους ελληνικούς κούρους να μην είναι ούτε απόλυτα συμμετρικοί ούτε απόλυτα μετωπικοί, αλλά να στρέφουν ανεπαίσθητα προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, να έχουν δηλαδή αυτό που ονομάζουμε «λανθάνουσα κίνηση». Επίσης, οι ελληνικοί κούροι είναι γυμνοί, ενώ οι αντίστοιχες αιγυπτιακές μορφές έχουν πάντοτε ένα ύφασμα τυλιγμένο γύρω από τους γλουτούς και τα γεννητικά τους όργανα. Τέλος, πρέπει να πούμε ότι τα αιγυπτιακά ανδρικά αγάλματα αποτελούν συνήθως σειρές και είναι τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο σε προσόψεις μνημειακών κτηρίων, ακουμπώντας με την πλάτη στον τοίχο· ακόμη και όταν είναι ελεύθερα, έχουν στο πίσω μέρος ένα ισχυρό στήριγμα. Αντίθετα, οι ελληνικοί κούροι δεν στηρίζονται πουθενά, αλλά είναι όλοι τους περίοπτοι και στημένοι ελεύθερα στον χώρο, είτε ως επιτύμβια μνημεία σε τάφους πλούσιων και επιφανών ανδρών είτε ως αναθήματα σε ιερά.
Τα χαρακτηριστικά των κούρων συμπίπτουν με εκείνα του Απόλλωνα, που είναι ο θεός της μουσικής, της μαντικής αλλά και των τελετών μετάβασης των νεαρών αγοριών στην εφηβεία. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί κούροι, και μάλιστα από τους πιο πρώιμους, ήταν στημένοι σε σημαντικά ιερά του Απόλλωνα, στη Δήλο και στο Πτώον της Βοιωτίας. Η ανασκαφή των ιερών αυτών στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η ανακάλυψη των αρχαϊκών κούρων οδήγησαν τους αρχαιολόγους στη σκέψη ότι τα αγάλματα αυτά ήταν όλα τους απεικονίσεις του θεού Απόλλωνα. Αργότερα όμως, όταν φάνηκε ότι πολλοί από τους κούρους δεν προέρχονταν από ιερά, αλλά ήταν επιτύμβια μνημεία, η αρχαιολογική έρευνα δέχθηκε ότι τα αγάλματα αυτά δεν είχαν πάντοτε την ίδια σημασία, αλλά ανάλογα με την περίπτωση παρίσταναν άλλοτε θνητούς και άλλοτε θεούς ή ήρωες. Τις ίδιες λειτουργίες έχουν και τα αγάλματα των κορών.
Ο κούρος
Στόχος της αρχαϊκής πλαστικής είναι ο κούρος, ο ανδρόπαις, που θα απασχολήσει τους γλύπτες για πολλά χρόνια. Πρόκειται για αναπαράσταση του νέου, που στην καλύτερη στιγμή της ζωής, τη γεμάτη ζωντάνια και σφρίγος μπορεί να τοποθετηθεί είτε ως ανάθημα στα ιερά ή τους τάφους είτε ως εικόνα του ίδιου του θεού.
Ως το 570 π.Χ. ο κούρος εικονίζει ένα γυμνό νέο που στέκεται κατενώπιον (δηλαδή στέκεται προς τα εμπρός). Προβάλλει το αριστερό του πόδι, ενώ τα χέρια ακουμπούν στους μηρούς με τα δάχτυλα σφιγμένα σε γροθιές. Το σώμα είναι γυμνασμένο και τα μαλλιά είναι μακριά σχηματίζοντας πλεξούδες που πέφτουν δεξιά και αριστερά στο λαιμό. Το πρόσωπο είναι μεγάλο και τριγωνικό. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι το ελαφρύ χαμόγελο, γνωστό ως «αρχαϊκό μειδίαμα».
Η κόρη
Η κόρη είναι ντυμένη, με βαθμιαία την απογύμνωση όσο περνούν τα χρόνια. Το ένδυμα μπορεί να προσθέτει περισσότερες δυσκολίες, ταυτόχρονα όμως προσφέρει νέες δυνατότητες στην επεξεργασία. Τα πόδια είναι κολλητά το ένα με το άλλο. Το ένα χέρι ακουμπά στον μηρό ενώ το άλλο διαγώνια στο στήθος. Το πρόσωπο είναι τριγωνικό και τα μαλλιά σε πλεξούδες πέφτουν δεξιά και αριστερά από το κεφάλι.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των πρώτων αγαλμάτων αυτής της περιόδου είναι:
το στέρεο στήσιμο των μορφών, και σε αρκετές περιπτώσεις
το μεγάλο τους μέγεθος, (γι’ αυτό και ονομάζεται μνημειακή πλαστική) που φτάνει ακόμα και τα 11 μέτρα, στοιχείο που δείχνει την επήρεια των Ελλήνων από τους Αιγυπτίους.
Ακόμα, (και σε αντίθεση με τη γεωμετρική περίοδο), τα επιμέρους τμήματα του αγάλματος αποδίδονται με σαφήνεια.
Ενδεικτικά παραδείγματα
Οι κόρες. Τα πρώτα παραδείγματα κορών έχουν τελείως δαιδαλική εμφάνιση και τα μελετήσαμε στη δαιδαλική περίοδο. Βλέπε Auxerre, Νικάνδρη.