ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Oι περιπέτειες του Oδυσσέα στο νησί του Aιόλου, στη χώρα των Λαιστρυγόνων, στο παλάτι της Kίρκης και στον Άδη
● Συνάντηση του Oδυσσέα με τον μάντη Tειρεσία και τη μητέρα του
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέρα:
Α1. Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας κ:
Ἀλκίνου Ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην
Επόμενος σταθμός μας ήταν η Αιολία, το πλωτό νησί του Αιόλου, του θεού των ανέμων, που μας φιλοξένησε έναν μήνα. Κατά την αναχώρηση, ο θεός μού δώρισε έναν ασκό, όπου είχε κλείσει όλους τους ενάντιους ανέμους, και έπειτα από ταξίδι εννέα ημερών αντικρίσαμε την πατρίδα. Με συνεπήρε τότε ύπνος γλυκός και οι σύντροφοι, νομίζοντας ότι ο ασκός έκρυβε θησαυρό, τον άνοιξαν· αμέσως ξεχύθηκαν οι άνεμοι και ξέσπασε τρικυμία που μας γύρισε πάλι στον Αίολο· εκείνος όμως με έδιωξε ως θεομίσητο.
Έπειτα από έξι μέρες φτάσαμε στη χώρα των Λαιστρυγόνων, γιγάντων ανθρωποφάγων, που πετροβολώντας κατέστρεψαν αύτανδρα* τα έντεκα καράβια μου. Σώθηκε μόνο το δικό μου, που, προνοώντας, το είχα δέσει έξω από το λιμάνι.
Με μόνο πια αυτό το καράβι φτάσαμε στην Αία, όπου κατοικούσε η μάγισσα θεά Κίρκη. Χώρισα τότε τους συντρόφους σε δύο ομάδες (από είκοσι δύο άντρες καθεμιά) με επικεφαλής στη μία εμένα και στην άλλη τον Ευρύλοχο· η δεύτερη ομάδα κληρώθηκε να πάει για εξερεύνηση.
Όταν έφτασαν στο παλάτι της Κίρκης, εκείνη τους πρόσφερε μαγικό κυκεώνα, για να ξεχάσουν την πατρίδα, και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Μόνο ο Ευρύλοχος έμεινε απέξω και μου έφερε την τρομερή είδηση.
Έσπευσα τότε αμέσως εκεί, παρά την αποτροπή του Ευρύλοχου, κατά τη διαδρομή όμως ο Ερμής με εφοδίασε με μαγικό αντιβότανο και συμβουλές για την αντιμετώπιση της μάγισσας. Έτσι, όχι μόνο δεν κατάφερε να με μεταμορφώσει, αλλά την ανάγκασα να ξαναδώσει στους συντρόφους την ανθρώπινη μορφή και να προσκαλέσει και τους άλλους στο παλάτι της, όπου φιλοξενηθήκαμε έναν χρόνο. Θυμηθήκαμε τότε τον νόστο – οι σύντροφοι πρώτοι – και η Κίρκη δεν έφερε αντίρρηση· ράγισε όμως η καρδιά μου, όταν μου είπε ότι είναι ανάγκη να κατεβώ πρώτα στον Άδη, για να μου δείξει ο νεκρός πια μάντης Τειρεσίας τον δρόμο του νόστου· αναθάρρησα, ωστόσο, με τις πληροφορίες και τις οδηγίες που μου έδωσε για το ταξίδι. Κατά την αναχώρηση, ο σύντροφος Ελπήνορας – «μήτε [...] πολύ γενναίος, μήτε [...] τόσο γνωστικός» – ζαλισμένος από το πολύ κρασί, έπεσε από το δώμα και σκοτώθηκε, πάνω δε στη βιασύνη μας τον αφήσαμε άταφο.
Oι Λαιστρυγόνες πετροβολούν τα πλοία του Oδυσσέα.
Pωμαϊκή τοιχογραφία του 1ου αι. π.X. (Pώμη, Bατικανό)
H Kίρκη ανακατεύει τον κυκεώνα.
Λήκυθος λευκού βάθους του Ζωγράφου της Αθηνάς, περίπου 490–480 π.Χ. (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)
Α.2. Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας λ: Ἀλκίνου Ἀπόλογοι:
Νέκυια (Ο Οδυσσέας διηγείται την περιπέτεια του στον Άδη)
Ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, φτάσαμε στον Ωκεανό και προχωρώντας στο ρεύμα του συναντήσαμε τον βράχο όπου δυο ποτάμια «σμίγοντας μεταξύ τους» χύνονται στον Αχέροντα, τον ποταμό του Άδη. Στο χάσμα αυτό χωθήκαμε και βγήκαμε στην είσοδο του Κάτω Κόσμου. Πρόσφερα εκεί χοές στους νεκρούς και θυσίασα πρόβατα στον άρχοντα του Άδη, τον Πλούτωνα. Γύρω από τα σφάγια μαζεύτηκε πλήθος νεκρών, που γύρευαν να πιουν αίμα, για να θυμηθούν τον Επάνω Κόσμο και να μιλήσουν. Πρώτη είδα την ψυχή του άταφου Ελπήνορα, που μου ζήτησε να κάψω το σώμα του και να του υψώσω τύμβο με καρφωμένο επάνω το κουπί του, για να μην ξεχαστεί από τους ανθρώπους.
Εμφανίστηκε έπειτα ο μάντης Τειρεσίας και μου προφήτεψε όσα μπορεί να μας συμβούν στο νησί του Ήλιου, αλλά και στην Ιθάκη, και τι πρέπει να κάνω μετά τον νόστο μου.
Τρίτη μίλησε η μητέρα μου, η Αντίκλεια: μου έδωσε πληροφορίες για τη γυναίκα μου, τον γιο και τον πατέρα μου, καθώς και για την αιτία του θανάτου της. Θέλησα να την αγκαλιάσω, αλλά η ψυχή της, μια άσαρκη σκιά, πέταξε μέσα απ’ τα χέρια μου. Είδα μετά ένα πλήθος γυναικών, συζύγων και θυγατέρων διάσημων ηρώων· έπινε καθεμιά τους αίμα και «εξιστορούσε το γένος της». Πρέπει όμως να σταματήσω· ώρα να κοιμηθούμε.
Οι Φαίακες άκουγαν τον Οδυσσέα βουβοί, σαν μαγεμένοι, και του ζήτησαν να συνεχίσει την εξιστόρηση.
Είδα λοιπόν τον Αγαμέμνονα, συνέχισε, που κλαίγοντας μού διηγήθηκε τα καθέκαστα της άγριας δολοφονίας του. Παραπονέθηκε για την απιστία της Κλυταιμνήστρας και με καλοτύχισε για τη συνετή γυναίκα μου, την Πηνελόπη. Με συμβούλεψε, ωστόσο, να είμαι προσεχτικός και να μην εμπιστεύομαι τις γυναίκες.
Με πλησίασε, έπειτα, ο Αχιλλέας και είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του.
Ο Αίαντας μόνο, οργισμένος ακόμη για τη νίκη μου κατά την κρίση των όπλων του νεκρού Αχιλλέα, κρατούσε απόσταση. Εγώ προσπάθησα να συμφιλιωθώ μαζί του, εκείνος όμως με προσπέρασε αμίλητος.
Είδα και άλλους γνωστούς ήρωες και τελευταίο τον Ηρακλή, που μου μίλησε για τον άθλο του να κατεβεί κι αυτός στον Άδη ζωντανός, για να φέρει επάνω τον σκύλο Κέρβερο. Στο μεταξύ, τα πλήθη των νεκρών θορυβούσαν κι εμείς, φοβισμένοι, επιστρέψαμε αμέσως στο καράβι και πήραμε τον δρόμο για τον Επάνω Κόσμο.
Η διήγηση του Τεύκρου [πηγή: Ευριπίδου Ελένη, Δραματική Ποίηση ΄Γυμνασίου]
Ταφές στα ομηρικά έπη
Νεκρομαντείο του Αχέροντα [πηγή: Οδυσσέας. Πολιτιστική Πύλη του Υπουργείου Πολιτισμού]
Οι τόποι των μύθων: ο Κάτω Κόσμος [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
H Γη όπως την αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι κατά την ομηρική εποχή (8ος αι. π.X.).
Oι ομηρικοί άνθρωποι θεωρούσαν τη Γη σαν έναν επίπεδο σχεδόν δίσκο περιβαλλόμενο από τον Ωκεανό. Πάνω από τη Γη υψωνόταν ο ουρανός σαν μια αναποδογυρισμένη κούπα. Kάτω από τη Γη βρισκόταν ο Άδης. H μυθική αυτή εικόνα παράσταινε ένα σύμπαν με τρία επίπεδα: το ουράνιο (χώρο των ολύμπιων θεών), το επίγειο (χώρο των θνητών) και το υπόγειο (χώρο των νεκρών και των θεών του Άδη). Ήταν ένας κόσμος με ορόφους και οι θνητοί δεν μπορούσαν να περάσουν από τον έναν στον άλλο, παρά μόνο σε ειδικές συνθήκες. Aς σημειωθεί, ακόμη, ότι οι ομηρικοί άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι κυρίως με τον ελλαδικό και τον μικρασιατικό χώρο και τα κοντινά τους νησιά.
»Κι ήλθε και του Θηβαίου Τειρεσία η ψυχή· κρατούσε
100 το χρυσό του σκήπτρο, αμέσως μ’ αναγνώρισε [... και αφού ήπιε αίμα]
110 [...] έτσι μου μίλησε ο τέλειος μάντης:
«Τον νόστο σου γυρεύεις, γλυκόν σαν μέλι, Οδυσσέα περίφημε.
Όμως κάποιος θεός θα σου σταθεί στον δρόμο σου φραγμός, γιατί
δεν το πιστεύω πως θα ξεχάσει ο Κοσμοσείστης εκείνη την οργή
που άναψε μέσα του, όταν χολώθηκε μαζί σου, που τύφλωσες
115 τον ίδιο του τον γιο.
Παρ’ όλα αυτά, έστω με βάσανα και πάθη, μπορεί και να νοστήσετε,
φτάνει να συγκρατήσεις τις ορμές σου, εσύ κι οι σύντροφοί σου,
όταν θ’ αράξεις κάποτε με το καράβι σου γερό
στης Θρινακίας το νησί, γλιτώνοντας από το μπλάβο πέλαγο.
120 θα βρείτε εκεί βόδια να βόσκουν θηλυκά, πρόβατα μαλλιαρά –
στον Ήλιο ανήκουν, που τα πάντα βλέπει από ψηλά, τα πάντα ακούει.
Ανίσως και δεν τα πειράξεις, στον νόστο σου προσηλωμένος
μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και στην Ιθάκη·
αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο,
125 για το καράβι σου και τους συντρόφους· αλλά κι εσύ, που ίσως γλιτώσεις,
λέω πως αργά κι άσχημα θα γυρίσεις πίσω, θα χάσεις όλους τους συντρόφους,
θα ταξιδέψεις σε καράβι ξένο· όμως κι εκεί, στο σπίτι σου, σε περιμένουν
άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το βιος σου,
που θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους,
130
τάζοντας δώρα για τη νύφη –
και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς την αδικία αυτή.
Όταν ωστόσο τους μνηστήρες, στο παλάτι,
με τον χαλκό που κόβει τους σκοτώσεις, είτε με δόλο ή και φανερά,
τότε πιάσε στο χέρι σου κουπί καλά αρμοσμένο
135 και κίνησε, ώσπου να φτάσεις σ’ ανθρώπους
που δεν είδαν θάλασσα,
που αλατισμένο δεν τρων το φαγητό τους·
δεν ξέρουν καν τα πλοία, βαμμένα κόκκινα στα μάγουλά τους,
ή τα καλά κουπιά, που γίνονται φτερά των καραβιών.
Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο – μην το ξεχάσεις·
140 όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος
να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου,
τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί,
και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα [...].
145 Ύστερα γύρνα στην πατρίδα σου, εκεί θυσίασε
μιαν εκατόμβη στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν [...].
148 Ο θάνατος σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα,
149-50 ήσυχος και γλυκός [...] / σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,
151-52 όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου, / αλάνθαστος κι αληθινός.» [...]
166 Αυτά μου μήνυσε η ψυχή του μάντη Τειρεσία, και πίσω κίνησε
για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,
170 ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ’ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν
τον κόσμο μας, και πώς!
Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
175 να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Τροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Ιθάκη καν·
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;»
180 Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
«Μάνα, το χρέος μ’ έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Αχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
185 παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω [...].
188 Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
190 αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
195 Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Αχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;»
Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
200 «Ησύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
202-3 σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες, / πνίγεται στο κλάμα.
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
205 ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και
στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ’ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει [...].
208 Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια· [...]
216 Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
220 Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
δεν πήγα απ’ τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ψυχή του.
225 Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
226-7 για την ευγενική σου καλοσύνη – αυτά μου στέρησαν / τη γλύκα της ζωής.»
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν’ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
230 όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ’ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
235 Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. [...]»
239 Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
240 «Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο [...].
242 Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
245 που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά–
μόνο η ψυχή πάει, πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.»
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο κ Σταυρόλεξο κ Σταυρόλεξο λ Σταυρόλεξο λ
1. Αποσπάσματα στα οποία εφαρμόζεται η τεχνική των "άστοχων ερωτημάτων"
α. Από τη συνομιλία του Οδυσσέα με τον Αγαμέμνονα (λ 448-6Ι/<397-4Ι0>):
«Ατρείδη τιμημένε, ω Αγαμέμνονα, [...]
ποια μοίρα να σε δάμασε, ποιος ανελέητος θάνατος;
Μήπως σε τσάκισε ο Ποσειδώνας στα καράβια σου,
Σ’ άρπαξε θύελλα φριχτή, μ’ ανέμους φοβερούς;
μήπως σε χάλασαν εχθροί επάνω στη στεριά,
που γύρεψες να κόψεις βόδια, ή όμορφο κοπάδι γιδοπρόβατα;
ή πολεμώντας για μια πόλη τειχισμένη; ή για γυναίκες;»
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος μου αποκρίθηκε με το όνομά μου:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
όχι, μήτε ο Ποσειδώνας στα καράβια μου με τσάκισε,
με θύελλα φριχτή, μ’ ανέμους φοβερούς,
μήτε κι εχθροί με χάλασαν κάπου σε μια στεριά·
ο Αίγισθος συντέλεσε τη μοίρα του θανάτου μου,
αυτός με σκότωσε, μαζί κι η δολερή γυναίκα μου· [...]»
β. Από ένα δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς:
– Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;
– Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτε έχω κακή μάνα·
ξένε μου, κι αν εδάκρυσα κι αν βαριαναστενάζω,
τον άντρα έχω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνους.
(Ν. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, αρ. 84, στ. 11–5)
→ Nα διακρίνετε την τεχνική των «άστοχων ερωτημάτων» στα πιο πάνω αποσπάσματα και να προσδιορίσετε τη λειτουργία της, αφού διαβάσετε τα παρακάτω σχόλια:
Στις ερωτήσεις του Οδυσσέα για την αιτία του θανάτου της μητέρας του (189–191) και στις δικές της απαντήσεις (220–227) εφαρμόζεται η τεχνική των «άστοχων ερωτημάτων». Δηλαδή, εκείνος που ρωτά κάνει διάφορες λογικές μεν υποθέσεις για την αιτία ενός γεγονότος, καμία όμως δεν στοχεύει σωστά· έτσι, εκείνος που απαντά απορρίπτει μία μία τις «άστοχες» ερωτήσεις, για να δώσει στο τέλος με έμφαση τη σωστή απάντηση· σ’ αυτό ακριβώς αποβλέπει αυτή η τεχνική, που αποτελεί τυπικό θέμα της επικής ποίησης αλλά και των δημοτικών μας τραγουδιών.
2. [Ο μύθος του Αϊ-Λια]
Ο Αϊ-Λιας, επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές εκόντεψε να πνιγεί, εβαρέθη τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει σε μέρος που να μην ξέρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι καράβια. Βάνει το λοιπόν στον ώμο το κουπί του και βγαίνει στη στεριά, και όποιον απαντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει. Όσο του έλεγαν «κουπί», τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που ήβρε εκεί τι είναι, και του λεν «ξύλο». Κατάλαβε λοιπόν πως αυτοί δεν είχαν ιδεί ποτέ τους κουπί, και έμεινε μαζί τους εκεί ψηλά.
(Ε. Κακριδή, Η διδασκαλία των ομηρικών επών, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1988, σ. 240)
→ Nα συγκρίνετε τους στίχους λ 134-147 με την παραπάνω λαϊκή παράδοση για τον Aϊ-Λια και να εντοπίσετε τα κοινά τους σημεία. Aκόμη: σκεφτείτε τι επιχειρεί να εξηγήσει η παράδοση αυτή.
3. Δημοτικά τραγούδια του Κάτω Κόσμου
α. [Στον Κάτω Κόσμο]
κόρη της μάνας δε μιλεί, μηδέ στην κόρη η μάνα,
μηδέ τα τέκνα στους γονιούς, μηδέ οι γονιοί στα τέκνα,
κι ο βασιλιάς ακόμα εκεί με όλους μας είναι ίδια.
Εκεί τα σπίτια είν’ σκοτεινά, οι τοίχοι αραχνιασμένοι,
εκεί μεγάλοι και μικροί είναι ανακατεμένοι.
(Ι. Θ. Κακριδής, Ομηρικά Θέματα, Αθήνα 1954, σ. 96)
β. Κάτου στα Τάρταρα της γης τα κρυοπαγωμένα
μοιρολογούν οι λυγερές και κλαίν’ τα παλικάρια.
γ. Και τι παράπον’ έχομ’ μεις εις τον Απάνω Κόσμο,
που με τον ήλιο βλέπομε και με το φως δειπνούμε;
Στον Άδ’ αέρας δε φυσά και ήλιος δεν προβαίνει·
όλα πικρά είν’ στην Κάτω Γη, γιατί δεν ξημερώνει,
γιατί δεν κράζει πετεινός, δεν κελαηδεί τ’ αηδόνι.
(Aναστασιάδης, ό.π., σσ. 176-177)
→ Ποιες ομοιότητες παρουσιάζει η εικόνα του ομηρικού Άδη με την εικόνα που φαίνεται στα παραπάνω δημοτικά τραγούδια του Κάτω Kόσμου (μοιρολόγια) – και σε κείμενα άλλων εθνών, αν υπάρχει δυνατότητα;
Μοιρολόγια [πηγή: Μυριόβιβλος]
Η λυγερή στον Άδη [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α Λυκείου]