ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Διάλογος του νικητή Οδυσσέα με τον ηττημένο Κύκλωπα
● Προσευχή/κατάρα του Πολύφημου για τον Οδυσσέα
● Άρνηση του Δία να δεχτεί τη θυσία που του πρόσφερε ο Οδυσσέας
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέρα:
»Τότε κι εμείς, μόλις λιγάκι πιο μακριά βρεθήκαμε
απ’ τη σπηλιά και την αυλή, λύθηκα πρώτος από τον κριό,
515 λύνω μετά και τους συντρόφους.
Όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, τρέχαμε πίσω απ’ τα λιγνόποδα βοσκήματα,
θρεμμένα ωστόσο από το πάχος, στρέφοντας συνεχώς το μάτι μας
τριγύρω, ώσπου επιτέλους φτάσαμε στο πλοίο.
Εκεί μας είδαν οι καλοί συντρόφοι με αγαλλίαση,
520 εμάς που τον ξεφύγαμε τον θάνατο· στέναζαν όμως και θρηνούσαν
για τους άλλους. Κι όμως εγώ, κάνοντας νεύμα στον καθένα,
έδειξα πως δεν πρέπει να θρηνούν· προστάζοντας,
μόλις φορτώσουν τα πολλά καλόμαλλα βοσκήματα στο πλοίο,
να ξανοιχτούμε ευθύς στην αλμυρή τη θάλασσα. [...]
527 Πήραμε κάποια απόσταση, τόση ωστόσο που ν’ ακούγεται η φωνή,
κι εγώ φώναξα τότε προς τον Κύκλωπα χλευάζοντας:
«Κύκλωπα, δεν σου έμελλε να πέσεις σε δειλό αρχηγό,
530 που πήγες κι έφαγες στη θολωτή σπηλιά σου τους συντρόφους του
μ’ άγρια βία· έπρεπε να πληρώσεις με το παραπάνω τα τόσα
ανόσια έργα σου. Άσπλαχνε εσύ, που δεν φοβήθηκες, μέσα στο σπίτι σου,
533-4 τους ξένους να καταβροχθίσεις· γι’ αυτό και σε τιμώρησαν / ο Δίας
κι οι θεοί.»
535 Έτσι του μίλησα, κι αυτός χολώθηκε μέσα του πιο πολύ.
Κόβει λοιπόν μια κορυφή ψηλού βουνού και πάνω μας τη ρίχνει· [...]
539 Φουρτούνιασε στο πέσιμο του βράχου η θάλασσα, το κύμα
540 αγρίεψε και πίσω γύρισε απ’ τ’ ανοιχτά, το πλοίο παρασύροντας
προς τη στεριά – πήγαμε να καθίσουμε στην άμμο.
Όμως εγώ, στα χέρια πιάνοντας μακρύ κοντάρι,
έσπρωξα πάλι το καράβι προς τα μέσα· συγχρόνως φώναξα στους συντρόφους,
τους παραγγέλλω στα κουπιά να πέσουν, για να γλιτώσουμε απ’ το κακό [...].
547 Όταν πια σχίζοντας το κύμα βρεθήκαμε σ’ απόσταση από την ακτή,
πες δυο φορές μακρύτερα απ’ ό,τι πριν, θέλησα πάλι
να στραφώ στον Κύκλωπα, μόλο που γύρω μου οι σύντροφοί μου γύρευαν
550 πώς θα με συγκρατήσουν με λόγια μαλακά, καθένας από μέρους του:
«Σκληρέ κι αλύγιστε, τι σ’ έπιασε και προκαλείς ένα θεριό,
που τώρα μόλις, ρίχνοντας βράχο στ’ ανοιχτά,
έφερε πίσω το καράβι στη στεριά, κι είπαμε έφτασε το τέλος! [...]»
Έτσι μου μίλησαν· όμως δεν μπόρεσαν ν’ αλλάξουν το περήφανό μου θάρρος.
Γυρνώντας τότε προς το μέρος του, φώναξα εγώ πνιγμένος στον θυμό:
560 «Κύκλωπα, αν κάποιος κάποτε απ’ τους θνητούς ανθρώπους
ρωτήσει ποιος σου χάλασε το μάτι, ποιος σε τύφλωσε,
να πεις: «Ο Οδυσσεύς μού το ’βγαλε, ο πορθητής,
γιος του Λαέρτη, που έχει το σπιτικό του στην Ιθάκη.»
Ακούγοντας τον λόγο μου, βαριά αναστέναξε μιλώντας:
565 «Αλίμονό μου, να λοιπόν που τα παλιά μαντεύματα αληθεύουν·
ήτανε κάποτε στα μέρη μας ένας σπουδαίος και μεγάλος
μάντης [...].
569 Αυτός τα πάντα μού προφήτευε όσα στο μέλλον θα συμβούν,
570 πως θα χαθεί το φως μου από το χέρι κάποιου Οδυσσέα.
Χρόνια περίμενα έναν άντρα μέγα κι όμορφο
να φτάσει εδώ, που να ’χει πάνω του αντρεία μεγάλη·
μα τώρα κάποιος αχαμνός,
ασήμαντος και
λίγος,
μου χάλασε το μάτι, αφού πρώτα με νάρκωσε με το κρασί του.
575 Αλλά, Οδυσσέα, έλα, κόπιασε εδώ, να πάρεις
το δώρο σου φιλόξενο· από τον ξακουσμένο Κοσμοσείστη θα γυρέψω
την επιστροφή σου. Είμαι δικός του γιος, κι αυτός το δέχεται
πως είναι ο πατέρας μου. Ο ίδιος μόνο, αν το θελήσει, μπορεί
να με γιατρέψει· άλλος κανείς απ’ τους μακάριους θεούς
580 μήτε κι απ' τους θνητούς ανθρώπους.»
Δημοτικό, «Του γιοφυριού της Άρτας» στ. 35-42: Η κατάρα της Λυγερής<
«Ιλιάδα», Ο Χρύσης ζητά από τον Απόλλωνα την τιμωρία των Αχαιών
Τελειώνοντας αυτός τον λόγο του, εγώ αμέσως του αποκρίθηκα:
«Άμποτε να μπορούσα να κόψω για καλά και τη ζωή και την πνοή σου,
κι έτσι τυφλό στον κάτω κόσμο να σε στείλω·
γιατί το μάτι σου κανείς δεν θα γιατρέψει, καν ο Κοσμοσείστης.»
585-6 Έτσι του μίλησα, κι αυτός [...] / ευχήθηκε στον μέγα Ποσειδώνα:
«Επάκουσέ με, Ποσειδών με την κατάμαυρή σου κόμη, εσύ κρατάς
τη γη στα χέρια σου· δώσε ποτέ να μη γυρίσει στην πατρίδα του
ο πορθητής της Τροίας Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, που έχει
590 το σπιτικό του στην Ιθάκη.
Αν όμως είναι το γραφτό του να δει δικούς, να φτάσει
στο καλοχτισμένο σπιτικό του και να πατήσει της πατρίδας του το χώμα,
τότε να επιστρέψει αργά, χάνοντας πρώτα όλους τους συντρόφους,
594-5 πάνω σε ξενικό καράβι, και μες στο σπίτι του να βρει / καινούρια πάθη.»
Έτσι μιλώντας προσευχήθηκε, και τον συνάκουσε ο θεός
με την κατάμαυρή του χαίτη. [...]
[Έφτασαν, τέλος, εκεί όπου οι άλλοι σύντροφοι περίμεναν με αγωνία τον
ερχομό τους.]
608 Μόλις αράξαμε, τραβάμε το καράβι μας στην άμμο
και βγήκαμε στο ακροθαλάσσι πρώτοι.
610 Ύστερα βγάλαμε απ’ το βαθύ καράβι γίδια και πρόβατα του Κύκλωπα,
και τα μοιράσαμε σωστά, κανείς μη φύγει αδικημένος από τη μοιρασιά.
Για μένα μόνο ξεχωρίζουν οι καλοί μου εταίροι
ένα κριάρι χάρισμα από τα πρόβατα που μοίρασαν. Αυτό στην αμμουδιά
το σφάζω, θυσία στον Κρονίδη Δία, που τον σκεπάζουν μαύρα νέφη,
615 κύριο των πάντων, κι έκαψα τα μεριά·
όμως δεν δέχτηκε ο θεός
την ιερή μου προσφορά, μόνο μουρμούριζε και συλλογιόταν πώς
να χαθούν όλα τα καλοκούβερτα καράβια, να αφανιστούν
οι τιμημένοι σύντροφοί μου.
Τότε λοιπόν όλη τη μέρα, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος,
620 μείναμε εκεί, να τρώμε κρέας άφθονο, να πίνουμε γλυκό κρασί. [...]
623 Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
παρακινώ και παραγγέλλω οι σύντροφοι στα πλοία
625 ν’ ανέβουν και να λύσουν τις πρυμάτσες.
Εκείνοι υπάκουσαν κι ανέβηκαν, κάθισαν στα ζυγά και, καθισμένοι
στη σειρά, με τα κουπιά χτυπούσαν την αφρισμένη θάλασσα.
Πήραμε τότε ν’ ανοιχτούμε, με την ψυχή περίλυπη,
χαρούμενοι που δεν μας βρήκε ο χάρος, χάνοντας όμως
630 τους καλούς συντρόφους.
Ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης δραματοποιεί το επεισόδιο της «Κυκλώπειας» στο σατυρικό δράμα του Κύκλωψ με τρόπο κωμικό. Στο απόσπασμα που ακολουθεί παίρνουν μέρος ο Κύκλωπας, ο Οδυσσέας και ο χορός των Σατύρων, που παρουσιάζονται σαν αιχμάλωτοι κι αυτοί του Κύκλωπα.
[Ακούγονται φωνές και ουρλιαχτά του Κύκλωπα.]
(Κύ)κλωπας: Όι, όι ξεφτίλα! Με κατάκαψαν!
Μα δεν θα βγείτε ζωντανοί, ρε τιποτένιοι.
Στην πόρτα θα σταθώ και θα τη φράξω.
[Παρουσιάζεται στην είσοδο της σπηλιάς – αίματα τρέχουν από το μάτι του.]
(Χο)ρός: Τι φωνάζεις, Κύκλωπα!
Κύ. Με χάλασαν! Με χάλασαν!
Χο. Άσχημο σ’ έκαναν! Α!
Κύ. Άσχημο και ξοφλημένο.
Χο. Στα κάρβουνα θα παράπεσες...
Κύ. Με κατάστρεψε ο Κανένας...
Χο. Άρα δεν φταίει κανένας!
Κύ. Με τύφλωσε ο Κανένας!
Χο. Άρα δεν είσαι τυφλός!
Κύ. Αχ κι εσύ...
Χο. Μα τυφλώνει ο κανένας;
Κύ. Με κορϊδεύεις. Ο Κανένας πού είναι;
Χο. Ο κανένας! Πουθενά.
Κύ. Ο ξένος, για να καταλάβεις. Με πέθανε
ο μιαρός. Μ’ έπνιξε στο κρασί.
Χο. Α! τρομερός είναι ο κράσος, δύσκολα παλεύεται!
Κύ. Πού είναι επιτέλους! Μέσα είναι; Ξέφυγαν;
Χο. Εκεί! Εκεί! Στην πόρτα δίπλα! Στην κουφάλα.
Κιχ δεν βγάζουν.
Κύ. Προς ποιο μου χέρι;
Χο. Στο δεξί.
[Ο Κύκλωπας τρεκλίζει προς τα εκεί· ο Οδυσσέας πάει προς την άλλη μεριά.]
Κύ. Μα πού;
Χο. Σ’ αυτόν το βράχο. Από δω. Τους έπιασες;
[Προχωρώντας ο Κύκλωπας κουτουλάει στον βράχο.]
Κύ. Κακό στο κακό! Έσπασα το κεφάλι μου.
Χο. Ε, γρήγορα, σου ξεφεύγουν. Αργός είσαι.
Κύ. Δεν είπες από δω;
Χο. Όχι από κει. Από δω.
Κύ. Πού;
Χο. Εκεί, εκεί! Στ’ αριστερά σου.
Κύ. Πλάκα μού κάνεις, παίζεις με τη συμφορά μου.
Χο. Ούτε εκεί πια. Μπροστά σου τώρα! Πιάσ’ τον!
Κύ. Πού είσαι, βρε κακούργε, επιτέλους;
[Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του τώρα είναι δεξιά, στην άκρη της σκηνής.]
Οδ(υσσέας): Ε Κύκλωπα!
Τον φυλάω τον Οδυσσέα μου μακριά σου!
Κύ. Τι; Άλλο όνομα; Το άλλαξες;
Οδ. Οδυσσέας!
Το όνομα που μου ’δωσε ο νονός μου.
Έπρεπε να το πληρώσεις το άνομο φαΐ σου.
Κι αν δε σε τύφλωνα, που μου ’φαγες δυο φίλους,
εμ τότε τι την έκαιγα την Τροία εγώ;
Κύ. Όι μου, όι μου!
παλιός χρησμός του Τήλεμου αλήθεψε –
αν είσαι ο Οδυσσέας!
Το είπε πως θα φτάσεις από την Τροία φεύγοντας
κι ότι θα με τυφλώσεις.
Όμως κι εσύ κακήν κακώς θα το πληρώσεις.
Έτσι είπε.
Χρόνια και χρόνια μες στη θάλασσα θα δέρνεσαι.
Οδ. Α τώρα· κλαίγε.
Εγώ αυτό που είπες έκανα.
Τώρα κατεβαίνω και πάω στην ακτή·
το καραβάκι μου θα ρίξω στο νερό της θάλασσας·
ντουγρού για την πατρίδα φεύγω.
Κύ. Δεν θα μπορέσεις.
Τούτο το βράχο θα τον ξεκόψω
και πάνω σας θα τον ρίξω·
θα σας κομματιάσω
και τους συντρόφους σου και σένα.
Ας είμαι τυφλός.
Από την πίσω πόρτα της σπηλιάς θ’ ανεβώ.
[Μπαίνει στη σπηλιά, ενώ ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του αποχωρούν.]
Χο. Κι εμείς θα τη σκαπουλάρουμε με τον Οδυσσέα.
Από δω και πέρα τώρα θα λατρεύουμε τον Βάκχο.
[Αποχωρεί και ο χορός των Σατύρων χορεύοντας.]
(Ευριπίδης, Κύκλωψ, στ. <665-709>, μτφρ. Κ. Τοπούζης, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1993)
→ Nα συγκρίνετε το απόσπασμα του δράματος αυτού με τις αντίστοιχες σκηνές της «Kυκλώπειας» επισημαίνοντας ομοιότητες και διαφορές.