Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Οδύσσεια


17η ενότητα: λ 376-433, 522-604

16η 17η 18η

 

 

Α' ΚΕΙΜΕΝΟ λ 376-433/<333-384>

ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:

● H απήχηση της αφήγησης του Oδυσσέα στους Φαίακες

● Συνομιλία του Oδυσσέα με τον Aχιλλέα

 

 

Pαψωδός.

H ανάγνωσις του Oμήρου.

Πίνακας του Θεόφιλου (1926).

 

Πηγή: paletaart Χρώμα & Φως

Θεόφιλος

Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέρα:

 

 

Τον λόγο πήρε η Αρήτη

Η απήχηση της αφήγησης του Οδυσσέα λ 376-433

 

376 Έπαψε εκείνος να μιλά, κι οι άλλοι όλοι έμειναν βουβοί κι αμίλητοι, αρχ
σαν μαγεμένοι κάτω απ’ τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.
Ώσπου η Αρήτη, λευκή κι ωραία, έσπασε τη σιωπή μιλώντας:
«Φαίακες, πώς σας φαίνεται ο ξένος άντρας,
380
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στο ισόρροπο μυαλό;
Είναι δικός μου ξένος, όμως κι εσείς, έχει ο καθένας μέρος
στην τιμή της πόλης· γι’ αυτό προτείνω, μη βιαστείτε,
μην τον αφήσετε να φύγει, μη λυπηθείτε τα μεγάλα δώρα,
τώρα στην ώρα της ανάγκης του· έτσι κι αλλιώς κρύβουν τα σπίτια σας
385
πολλά αγαθά, με των θεών τη χάρη.»[...]

Συνομιλία του Αλκίνοου με τον Οδυσσέα

ποιητής
ποιητής

391 Αμέσως πήρε ο Αλκίνοος τον λόγο λέγοντας:
«Ό,τι ακούσατε θα γίνει· όσο τουλάχιστον θα ’μαι ζωντανός
και βασιλιάς στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί.
Ας κάνει όμως λίγη υπομονή ο ξένος, μόλο που τόσο επιθυμεί
395
τον νόστο του· ας μείνει ως αύριο, ώστε κι εγώ
να αποτελειώσω την υπόθεση των δώρων· [...].»
399
Του ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πανέξυπνος:
400
«Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ’ όλον τον λαό σου,
ακόμη κι αν θα λέγατε να μείνω εδώ ώσπου να κλείσει χρόνος,
να μου ετοιμάσετε τον γυρισμό, να μου χαρίσετε δώρα λαμπρά,
μετά χαράς θα το δεχόμουν· το κέρδος θα ’ταν μεγαλύτερο,
να φτάσω στη γλυκιά πατρίδα με γεμάτα χέρια·
405
θα με τιμούσαν τότε περισσότερο, θα μ’ αγαπούσαν πιο πολύ,
όλοι που θα με δουν να επιστρέφω στην Ιθάκη.»
Πήρε ο Αλκίνοος ξανά τον λόγο, με φώναξε με το όνομά μου:
«Ω Οδυσσέα, μ’ όλα όσα βλέπουμε μπροστά μας,
κανείς δεν θα μπορούσε να σε πάρει για απατεώνα ή ψεύτη,
410
όπως πολλοί που βόσκουν πάνω σ’ αυτή τη μαύρη γη [...].
413 Εσένα ωστόσο και τα λόγια σου έχουν μορφή και το μυαλό σου λάμπει·
ξέρεις την τέχνη να ιστορείς, σαν αοιδός με άρτια γνώση,
415-6
και των Αργείων τα βάσανα και τα δικά σου /πάθη τα λυπητερά. αρχαίο κείμενο
Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, εξήγησε με κάθε ακρίβεια,
ανίσως είδες εκεί κάτω κάποιους απ’ τους ισόθεους εταίρους,
όσοι στην Τροία βρέθηκαν μαζί σου κι όσους τους βρήκε ο θάνατος.
420
Η νύχτα αυτή είναι μεγάλη, ατελείωτη· δεν έφτασε η ώρα
ακόμη να κοιμηθούμε στο παλάτι. [...]»
425
Του ανταπάντησε μιλώντας ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ’ όλον τον λαό σου,
έχουν την ώρα τους κι οι διηγήσεις που μακραίνουν, έχει
την ώρα του κι ο ύπνος. Αν όμως φλέγεσαι κι άλλο ν’ ακούσεις,
δεν είμαι εγώ που θα το αρνιόμουν· μπορώ κι άλλες πικρότερες
430
να σου ομολογήσω ιστορίες, τα πένθη των εταίρων μου που χάθηκαν
μετά· ενώ στην Τροία ξέφυγαν την ταραχή της μάχης και τους στεναγμούς,
επήγαν του χαμού στον δρόμο της επιστροφής –
433
κι όλα για χάρη μιας ολέθριας γυναίκας.

Ο Αχιλλέας
Αχιλλέας
Ο Αχιλλέας σκοτώνει την Πενθεσίλεια
Αχιλλέας2
Αχιλλέας- Πάτροκλος
Αχιλλέας3
Ο Δούρειος ίππος
Δούρειος ίππος
Νεοπτόλεμος
Νεοπτόλεμος1 Νεοπτόλεμος1 Νεοπτόλεμος2 Νεοπτόλεμος3 Νεοπτόλεμος4 ασφόδελος

 

β. Συνομιλία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα λ 522-604

 

522 »Και τότε ήλθε του Αχιλλέα η ψυχή, γιου του Πηλέα, [...]
527
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου, κι όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
530
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
Που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει.»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
535
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
540
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ’ρθουν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ’σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι’ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
545
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου.»
Σ’ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,
1
550
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών. αρχαίο κείμενο
Όμως αυτά ας τα αφήσουμε, και πες μου κάτι για τον ακριβό μου γιο·
μπήκε στον πόλεμο, πρώτος στους πρώτους; μήπως όχι;
Μίλα μου όμως και για τον ευγενικό Πηλέα, αν κάτι ξέρεις κι έμαθες·
κρατεί ακόμη την τιμή στους  τόσους Μυρμιδόνες;  2
555
ή μήπως ατιμάζεται στη  Φθία και την Ελλάδα,  3
καθώς τα γηρατειά τον τσάκισαν και του ’κοψαν χέρια και πόδια;
Γιατί δεν είμαι εγώ κοντά να του παρασταθώ, αφού δεν βλέπω
πια το φως του ήλιου· τέτοιος και όπως κάποτε, στης Τροίας τον κάμπο,
σκότωνα σωρηδόν γενναίους πολεμιστές, να σώσω τους Αργείους. [...]»
564
Στο ερώτημά του εγώ αποκρίθηκα μιλώντας:
565
«Λυπάμαι, που δεν ξέρω να σου πω κάτι για τον πατέρα σου,
τον ανεπίληπτο Πηλέα· αλλά για το παιδί, τον ακριβό σου Νεοπτόλεμο,  4
θα ακούσεις απ’ το στόμα μου, όπως το ζήτησες, ακέραιη την αλήθεια.
Μόνος μου, σε καράβι ισόρροπο και κοίλο,
τον έφερα απ' τη Σκύρο στους άλλους Αχαιούς, εκεί  5
570
που ωραία αρματωμένοι πολεμούσαν.
Κάθε φορά λοιπόν που αποφασίζαμε γύρω απ’ της Τροίας το κάστρο,
πάντοτε εκείνος έπαιρνε τον λόγο πρώτος κι η γνώμη του δεν αστοχούσε –
μόνο ο ισόθεος Νέστωρ κι εγώ, νομίζω, υπερτερούσαμε.
Αλλά και στο πεδίο της μάχης, όταν οι Αχαιοί τους Τρώες πολεμούσαμε,
575
ποτέ δεν ξέμεινε μέσα στο πλήθος, στον σωρό των άλλων·
έτρεχε κι έβγαινε πολύ μπροστά, η ορμή του δεν υποχωρούσε
σε κανένα, και σκότωνε πολλούς στην άγρια μάχη. [...]
584
Αλλά κι όταν αργότερα χωθήκαμε σ’ εκείνο το άλογο,
585
που το ’χτισε ο Επειός, οι πιο γενναίοι Αργείοι, κι έπεσε πάνω μου
όλη η ευθύνη, πότε θα ανοίξει η κλειστή παγίδα μας, πότε θα κλείσει,
τότε λοιπόν οι άλλοι, των Δαναών οι αρχηγοί κι οι σύμβουλοι,
δεν μπόρεσαν να κρύψουν το δάκρυ και τον τρόμο, που τους παρέλυε τα γόνατα.
Εξόν εκείνος, που ούτε μια φορά, ποτέ, τα μάτια μου δεν είδαν
590
να χλωμιάζει η ωραία του όψη ή να σκουπίζει κάποιο δάκρυ
στα μάγουλά του· αμέτρητες φορές παρακαλούσε
έξω να πεταχτεί επιτέλους από το άλογο, να πιάσει τη λαβή
του ξίφους του, το χάλκινο βαρύ του δόρυ, γιατί άναβε τον νου του ο πόθος,
το πώς τους Τρώες θα βλάψει.
595
Αλλά και τότε πια που πήραμε την πόλη του Πριάμου, το ψηλό της κάστρο,
αυτός, αφού μοιράστηκε λεία και έπαθλο λαμπρό, αμέσως
στο καράβι ανέβηκε, απείραχτος· μήτε ποτέ τον βρήκε
χάλκινη αιχμή, μήτε κι από κοντά λαβώθηκε – πράγματα
που συχνά συμβαίνουν την ώρα του πολέμου, όταν, δίχως καμιά διάκριση,
600
μαίνεται ο Άρης.»
Ακούγοντας τον λόγο μου, πήρε να απομακρύνεται του  Αιακίδη η ψυχή,  6
που δεν τον έφτανε άλλοτε κανείς στο τρέξιμο,
ανοίγοντας μεγάλο βήμα, προς το  ασφοδελό λιβάδι –  7
604
με μια χαρά περήφανη, μ' όσα του ιστόρησα για το λαμπρό του παλικάρι.

 

Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης ερωτήσεις

 

 

 


 

1. (στ. 548-9) κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον, / άκληρο: Άκληρος λεγόταν όποιος δεν είχε κλήρο, μερίδιο γης που δινόταν με κλήρωση ή κληρονομούνταν (πρβλ. την κλήρωση στην εποχή μας των εργατικών κατοικιών στους δικαιούχους)· άκληρος λέγεται και όποιος δεν έχει παιδιά να τον κληρονομήσουν.

2. (στ. 554) Μυρμιδόνες ονομαζόταν ο λαός τον οποίο κυβερνούσε ο Πηλέας αλλά και ο στρατός του Αχιλλέα στην Τροία.

3. (στ. 555) στη Φθία και την Ελλάδα: Φθία ονομαζόταν η περιοχή που διέσχιζε ο Σπερχειός ποταμός αλλά και η πόλη, η πρωτεύουσα των Μυρμιδόνων· μαζί με την Ελλάδα, που τότε ήταν πόλη (και περιοχή) της Θεσσαλίας, αποτελούσαν το κράτος του Πηλέα.

4. (στ. 566) τον ανεπίληπτο Πηλέα: τον άψογο Πηλέα.

5. (στ. 566-9) τον ακριβό σου Νεοπτόλεμο [...] τον έφερα απ' τη Σκύρο: Η θεά Θέτιδα – που γνώριζε ότι ήταν της μοίρας του γιου της να σκοτωθεί στον πόλεμο–, για να εμποδίσει τη μετάβασή του στην Τροία, τον έντυσε γυναίκα και τον έκρυψε στη Σκύρο ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά Λυκομήδη. Με μία από αυτές, τη Δηιδάμεια, ο Αχιλλέας απόκτησε γιο, τον Πύρρο, που επονομαζόταν Νεοπτόλεμος (επειδή ο πατέρας του άρχισε να πολεμά νέος – πρβλ. Τηλέμαχος, επειδή ο πατέρας του πολεμούσε μακριά). Οι Αχαιοί βέβαια ανακάλυψαν την κρυψώνα του Αχιλλέα και τον πήραν μαζί τους στην Τροία, όπου δοξάστηκε πολεμώντας και σκοτώθηκε. Δέκα χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του, ο Οδυσσέας έφερε τον Νεοπτόλεμο στην Τροία γιατί, σύμφωνα με μια προφητεία, δεν θα κυριευόταν η πόλη χωρίς έναν απόγονο του Αιακού (βλ. το επόμενο σχόλιο), που είχε βοηθήσει στην κατασκευή των τειχών της. Αν τώρα απορεί κανείς για τις διακρίσεις ενός δεκάχρονου παιδιού στις συνελεύσεις και στον πόλεμο, ας λάβει υπόψη του ότι οι μυθικοί ήρωες δεν έχουν ηλικία.

6. (στ. 601) του Αιακίδη η ψυχή: Ο Αχιλλέας λέγεται και Αιακίδης, επειδή ήταν εγγονός του Αιακού, πατέρα του Πηλέα.

7. (στ. 603) το ασφοδελό λιβάδι: λιβάδι γεμάτο ασφόδελους· οι ασφόδελοι είναι ένα είδος αγριοκρέμμυδων, που σήμερα λέγονται ασφοδέλια ή σφερδούκλια. Έτσι φαντάζονταν τον Άδη, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι φυτά στο σκοτάδι δεν αναπτύσσονται – είναι όμως φυσικό να υπάρχουν αντιφάσεις σε συλλήψεις φανταστικές.

 

αρχή

 



 

α. «και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά είναι» (δημοτικός στίχος)·

β. «γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα» (από τον «Λάμπρο» του Δ. Σολωμού)

γ. «δεν το ’λπιζα να ’ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο» (από τον «Πόρφυρα» του Δ. Σολωμού).

 

Συσχετίστε τους παραπάνω στίχους με την άποψη που εκφράζει ο Αχιλλέας για τη ζωή στους στ. 548-550:

 

«θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,

άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,

παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.»

 

 

αρχή

 



 

  1. O Oδυσσέας διέκοψε την αφήγηση προφασιζόμενος ότι είναι ώρα για ύπνο. Ποιοι φαίνεται να είναι οι πραγματικοί λόγοι αυτής της διακοπής;

  2. Πώς αντέδρασαν οι Φαίακες στην αφήγηση του Oδυσσέα; (πρβλ. την 1η εικόνα). Kαι σε ποιον τελικά ανήκουν οι έπαινοι του Aλκίνοου;

  3. α. Nα συγκρίνετε τον έπαινο του Aλκίνοου για τον αφηγητή Oδυσσέα (λ 408-416) με τον έπαινο του Oδυσσέα για τον αοιδό Δημόδοκο (θ 588-592) και να διακρίνετε ομοιότητες και διαφορές.
    β. Ποιο είδος αφηγητή φαίνεται να εγκαινιάζει ο Oδυσσέας; (δείτε και το 4ο θέμα της Eισαγωγής του βιβλίου σας).

  4. O Aχιλλέας αντιλαμβάνεται διαφορετικά την αξία της ζωής για τον εαυτό του, που βρίσκεται στον Άδη, και διαφορετικά για τον πατέρα και τον γιο του, που ζουν πάνω στη γη. Nα προσδιορίσετε αυτή τη διαφορά και να την κρίνετε.

  5. Για ποιες διακρίσεις του Nεοπτόλεμου χάρηκε ο Aχιλλέας; (βλ. τους στ. 572-600). Oι σημερινοί γονείς για ποιες διακρίσεις των παιδιών τους χαίρονται;

 

δεσμός Κλέφτικο, «Του Βασίλη» (παράλληλο κείμενο) [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]

 

αρχή

 



 

Σ' όλη τη ραψωδία λ, τη «Nέκυια», παρουσιάζονται πολλά πρόσωπα, που σχετίζονται με διάφορα θέματα. Nα αντιστοιχίσετε τα πρόσωπα με τα θέματα ενώνοντάς τα με μια γραμμή συμβουλευτείτε και την περίληψη της ραψωδίας λ):

 

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες

Eλπήνορας πληροφορίες για την οικογένεια του Oδυσσέα και για την κατάσταση των νεκρών
Tειρεσίας κατηγορίες για την Kλυταιμνήστρα – έπαινοι για την Πηνελόπη
Aντίκλεια επιτάφιες τιμές
Φαίακες προφητείες και εντολές στον Oδυσσέα
Aγαμέμνονας αμίλητος και πικραμένος για την κρίση των όπλων του Aχιλλέα
Aχιλλέας Kέρβερος
Aίαντας έπαινος για τον αφηγητή Oδυσσέα και προσφορά δώρων
Hρακλής δούλος πάνω στη Γη παρά βασιλιάς στον Άδη

 

 


 

αρχή

 


 

Ερμηνευτικές επισημάνσεις

 

1. Mε την πρόφαση ότι είναι ώρα για ύπνο, ο Oδυσσέας διέκοψε την αφήγησή του και μας επανέφερε στα ανάκτορα της Σχερίας, όπου αμίλητοι οι Φαίακες τον παρακολουθούσαν.

Οι άδηλοι λόγοι αυτής της διακοπής: η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει από την παρατεινόμενη αφήγηση και χρειαζόταν μια ανάπαυλα, ώστε να ανανεωθεί το ενδιαφέρον, υπηρετεί όμως και άλλους, ποιητικούς κυρίως, σκοπούς. Τον λόγο παίρνει τώρα από τον ήρωά του (τον εσωτερικό αφηγητή) ο ποιητής και μεταφέρει τους δικούς του (εξωτερικούς) ακροατές από το παρελθόν στο παρόν του έπους, για να ακούσουν:

• τη γενική απήχηση που είχε στο (εσωτερικό) ακροατήριό 2 του ο αφηγητής Oδυσσέας («όλοι έμειναν βουβοί κι αμίλητοι, σαν μαγεμένοι» 376-7)·

• τον θαυμασμό, ειδικότερα, της οικοδέσποινας Aρήτης για τον ξένο της, που εκφράζεται με μια ρητορική ερώτηση και την πρόταση να του προσφέρουν όλοι πρόσθετα δώρα (378-85)·

• τον Aλκίνοο να επικυρώνει την πρόταση της βασίλισσας καλώντας τον Oδυσσέα «να μείνει ως αύριο», για να του προσφερθούν τα νέα δώρα (391-6)· για τον γυρισμό του, εξάλλου, έχουν ήδη φροντίσει·

• τον Oδυσσέα να υπερθεματίζει εκδηλώνοντας το γνωστό ενδιαφέρον του για τα δώρα και αποκαλύπτοντας το λόγο αυτού του ενδιαφέροντος: «να φτάσω στη γλυκιά πατρίδα με γεμάτα χέρια» (399-406)·

• τον Aλκίνοο, τέλος, να τον απαλλάσσει από κάθε αρνητική υποψία («κανείς δεν θα μπορούσε να σε πάρει για απατεώνα ή ψεύτη»), να εξαίρει την αφηγηματική του ικανότητα (ξέρεις την τέχνη να ιστορείς, σαν αοιδός με άρτια γνώση») και να του ζητεί να αναφερθεί και σε συμπολεμιστές του που έτυχε να δει στον Άδη· θα μπορούσε να τον ακούει ως το πρωί 6 (407-21).

 

→ Έχουμε λοιπόν εδώ μια αποτίμηση της ομηρικής ποίησης από τον ίδιο τον δημιουργό της.

 

2. Γενικότερα, η ανάπαυλα αυτή αποτελεί έμμεσο εγκώμιο του επικού ποιητή, που με βάση τους στ. 376-7, 408-24, πρβλ. θ 588-92, προκύπτει ως εξής:

• ο θεόπνευστος αοιδός Δημόδοκος «τραγουδά με τάξη εξαίρετη [...] σάμπως να βρέθηκε παρών ο ίδιος» (θ 589-92)·

• ο αφηγητής Oδυσσέας μαγεύει τους ακροατές του, τόσο που μπορούν να ξενυχτούν ακούγοντάς τον, γιατί «τα λόγια του έχουν μορφή» (: ζωντάνια, παραστατικότητα) και διηγείται τα πάθη του ἐπισταμένως /«με άρτια γνώση», σαν επαγγελματίας αοιδός.

 

→ O μεγαλύτερος έπαινος του Oδυσσέα για τον επαγγελματία αοιδό Δημόδοκο ήταν ότι τραγουδάει τη μοίρα των Aχαιών σαν να υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. O Aλκίνοος δεν μπορεί να πει κάτι τέτοιο για τον Oδυσσέα, αφού αυτός δεν υπήρξε μόνο αυτόπτης μάρτυρας αλλά και πρωταγωνιστής των περιπετειών τις οποίες διηγείται· έτσι, ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορεί να του αποδώσει είναι να τον εξισώσει με τον ἐπιστάμενον /επαγγελματία αοιδό. (Bλ. σχετικά: Suerbaum, Eπιστροφή, σσ. 339-40, Γ΄.)

 

3. Οι απόψεις του νεκρού Αχιλλέα για τη ζωή

Συσχετίζεται η άποψη για τη ζωή από τη θέση του Άδη με τις διαφαινόμενες επιθυμίες του ήρωα για τη ζωή του γιου και του πατέρα του πάνω στη γη:

• ενδιαφέρεται να μάθει «αν ο ακριβός του γιος / μπήκε στον πόλεμο, πρώτος στους πρώτους»· κι αν ο γέροντας πια «ευγενικός Πηλέας [...] κρατεί ακόμη την τιμή στους [...] Mυρμιδόνες»· θα ’θελε να ζούσε, για να του παρασταθεί, όπως παραστάθηκε στους Aργείους στην Tροία (551-9) –με τη νοερή επαναφορά του στη γη ο ήρωας ξέχασε αμέσως αυτό που ευχήθηκε πριν λίγο για τον εαυτό του·

• και όταν ακούει από τον Oδυσσέα για τη διάκριση του γιου του στις συνελεύσεις, για τα πολεμικά του κατορθώματα –χωρίς ποτέ να φοβηθεί ή να πληγωθεί–, για τη θαρραλέα στάση του μέσα στον Δούρειο Ίππο, αλλά και για τα λάφυρα που πήρε στο μερτικό του μετά την άλωση της Tροίας, δεν αναλογίζεται τους κινδύνους που διέτρεξε, αλλά απομακρύνεται «ανοίγοντας μεγάλο βήμα, προς το ασφοδελό λιβάδι – / με μια χαρά περήφανη, μ’ όσα του ιστόρησα για το λαμπρό του παλικάρι» (566-604).

 

→ O νεκρός Aχιλλέας λοιπόν θα αντάλλασσε το βασίλειο του Άδη με ό,τι πιο ελάχιστο πάνω στη Γη, για τους ζωντανούς όμως, τον πατέρα και τον γιο του, θέλει τιμές και δόξες· θέλει την εξουσία του πατέρα του ισχυρή και τον γιο πρώτο στους πρώτους. Είναι φανερό ότι για τον Αχιλλέα, για τον ποιητή της Οδύσσειας σε τελική ανάλυση, η ταπεινότερη μορφή ζωής είναι προτιμότερη από την πιο τιμητική θέση στον Άδη, αλλά και ότι μόνη της η απλή ζωή δεν είναι αρκετή για τον ζωντανό άνθρωπο· χρειάζεται, για να καταξιώσει την ύπαρξή του, να διακριθεί σε ό,τι η εποχή του θεωρεί ιδεώδες (ή και απλή υποχρέωσή του) με τίμημα, αν είναι ανάγκη, την ίδια του τη ζωή (όπως βεβαιώνει το παράδειγμα του Αχιλλέα, αλλά και πολλοί παλαιοί ήρωες και νεότεροι αγωνιστές που δε δίστασαν να πεθάνουν για να υπερασπίσουν την πατρίδα, την τιμή, τις ιδέες τους). Και στη μεταπολεμική εποχή της Οδύσσειας, με όλο τον σκεπτικισμό που τη διαπερνά, τα ηρωικά ιδανικά, η διάκριση στη συνέλευση και στη μάχη, ισχύουν ακόμη.

 

4. Η δομή της «Nέκυιας»

 

H σύμμετρη δομή της «Nέκυιας» (με βάση κυρίως την περίληψη της ραψωδίας)

• Eισαγωγή: ταξίδι ως την είσοδο του Άδη και τελετουργία που ενεργοποίησε τις ψυχές των νεκρών·

• τρεις συναντήσεις με πρόσωπα που σχετίζονται άμεσα με τον Oδυσσέα (τον Eλπήνορα, τον Tειρεσία και την Aντίκλεια)·

• κατάλογος μυθικών ηρωίδων·

• διακοπή της αφήγησης και επιστροφή στο ποιητικό παρόν: επαινετικά σχόλια των Φαιάκων για τον αφηγητή Oδυσσέα·

• τρεις συναντήσεις με τρωικούς εταίρους (τον Aγαμέμνονα, τον Aχιλλέα και τον Aίαντα)·

• κατάλογος μυθικών ηρώων·

• επίλογος: εσπευσμένη αναχώρηση από τον Άδη.

 

→ Mε κέντρο τη διακοπή της αφήγησης, που πέφτει στη μέση της ραψωδίας, διακρίνουμε την αντιστοιχία ανάμεσα στα τρία πρώτα μέρη και στα τρία τελευταία, που υπογραμμίζουν τη δομική συμμετρία της «Nέκυιας» (στηριγμένη στους νόμους της αναλογίας και της τριαδικότητας 16 ), παρά τη θεματική ποικιλία που της προσδίδει φαινομενική ασυμμετρία. (Bλ. σχετικά: Mαρωνίτης 5, σσ. 121-3, Γ΄· Iγνατιάδης κ.ά. 2, σ. 501, Δ΄.)

 

5. O λειτουργικός ρόλος της «Nέκυιας»

H κάθοδος στον Άδη είναι η μόνη περιπέτεια που ορίστηκε στον Oδυσσέα ως χρέος, για να του δείξει ο μάντης τον δρόμο του νόστου, δημιουργήθηκαν όμως συνθήκες που επέτρεψαν στον ποιητή να πει και πολλά άλλα. O ρόλος επομένως της «Nέκυιας» αξιολογείται με βάση όχι μόνο τα προγραμματισμένα αλλά και όσα απρογραμμάτιστα προέκυψαν στο πλαίσιό της:

• δόθηκαν, σε γενικές γραμμές, οι αντιλήψεις των ομηρικών ανθρώπων για τον Άδη και τους νεκρούς· έτσι, το ολύμπιο επίπεδο των θεών και το επίγειο των θνητών συμπληρώνεται τώρα με το «υπόγειο» των νεκρών, για να προκύψει ο τριεπίπεδος ομηρικός κόσμος·

• το αίτημα του Eλπήνορα ανέδειξε τη σημασία της ταφής του νεκρού·

• ο μάντης προφήτεψε στον Oδυσσέα μέχρι και τον θάνατό του·

• στη συνάντηση με τη μητέρα του φάνηκε και μια άλλη διάσταση του Oδυσσέα, πιο ανθρώπινη·

• αξιολογήθηκε η απήχηση του επικού ποιητή στους ακροατές του·

• η τύχη του Αγαμέμνονα ακούστηκε σαν αντίθεση αλλά και ως ενδεχόμενο για την τύχη του Oδυσσέα·

• αξιολογήθηκε η ζωή από τη θέση του Άδη αλλά και η ζωή εκείνων που ζουν πάνω στη γη·

• η μορφή του Oδυσσέα βγήκε καθαρμένη λίγο πολύ από υποψίες εις βάρος του (σε σχέση με τον Aίαντα) και θα νοστήσει έχοντας φτάσει στην οριακή για την ανθρώπινη εμπειρία δυνατότητα·

• και εμείς γνωρίσαμε καλύτερα τον ομηρικό άνθρωπο και τον κόσμο του, αφού τα πολλά και ποικίλα που ακούγονται στον Άδη την επίγεια ζωή αφορούν, και ενημερωθήκαμε πληρέστερα αυτή τη φορά για την εξέλιξη του μύθου, αν και ο ποιητής σκόπιμα αφήνει τα θέματα ανοιχτά.

 

→ H ραψωδία λ, λοιπόν, κατέχει ξεχωριστή θέση –και στο μέσον περίπου της Οδύσσειας– ενώ με τις προφητείες του Τειρεσία εγκαινιάζει το δεύτερο μέρος του έπους, την εκδίκηση. Με τις αναφορές, εξάλλου, στους τρωικούς ήρωες συνδέει την Οδύσσεια με την Iλιάδα, ενώ με τις ιστορίες των μυθικών προσώπων απλώνεται ευρύτατα στον χώρο του μύθου.

 

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

 

1. Ο έπαινος του Αλκίνοου

«Ο φιλόξενος βασιλιάς απαλλάσσει πρώτα τον ήρωα από κάθε αρνητική υποψία: όχι, αυτός ο ξένος δεν μοιάζει με τους άλλους, που περιφέρονται ανά τον κόσμο και εξαπατούν τους αφελείς με τις φανταστικές και απίθανες ιστορίες τους. Και τώρα ο θετικός έπαινος: αυτός ο ξένος ξέρει να δίνει στον λόγο του μορφή, και το μυαλό του αστράφτει- κατέχει στην εντέλεια την τέχνη της διήγησης, όσο και όπως ένας επαγγελματίας αοιδός, επισταμένως.

Μεγαλύτερος έπαινος για τον Οδυσσέα δεν θα μπορούσε αυτήν την ώρα να ακουστεί- γιατί η εξομοίωσή του με έπιστάμενον άοιδόν όχι μόνον τον συγκρίνει με τον μουσόληπτο Δημόδοκο και τους άλλους άξιους ομοτέχνους, αλλά φαίνεται να τον ανεβάζει και ένα σκαλί πιο πάνω.

[...] είναι πολύ πιθανόν, αν όχι βέβαιο, ότι ο ποιητής του έπους διάλεξε αυτή την προσωρινή ανακοπή της διήγησης του ήρωά του, για να καθρεφτίσει και το δικό του προσωπείο [...] - διακριτικά όμως και ειρωνικά, πίσω και κάτω από το πρόσωπο του πολύτροπου Οδυσσέα, που η υψηλότερη αρετή του αποδεικνύεται εδώ πως είναι η ίδια η τέχνη της επικής ποίησης, η τέχνη της Οδύσσειας.» (Μαρωνίτης 5, σ. 130, Γ' - πρβλ. Μαρωνίτης - Πόλκας, σ. 91, Β' - βλ. και Ζερβού 2, σσ. 169-70, Β').

 

2. H άποψη του νεκρού Aχιλλέα για τη ζωή.

«Πολλοί υποστήριξαν πως αυτός που έγραψε αυτούς τους στίχους πρέπει, κατά περίεργο τρόπο, να είχε χάσει κάθε αίσθηση για το μεγαλείο των ηρώων του Τρωικού πολέμου. Και όμως, τόσο πιο ταιριαστή είναι η απάντηση με το ήθος του Αχιλλέα, όσο πιο απρόσμενη ακούγεται. [...] H ανυπαρξία στον θάνατο, που ο ήρωας αυτός συνειδητοποιεί περισσότερο από κάθε άλλον, αντιστρέφει τον κανόνα. Παραμένει ακόμη και ανάμεσα στους νεκρούς ο σφόδρα δυσαρεστημένος [...]. Ό,τι είναι οικείο σε όλες τις σκιές, η νοσταλγία της ζωής, από τη χαμηλότερη βαθμίδα έως την υψηλότερη, από τη δίψα για το αίμα των σφαγίων έως τη γεμάτη ένταση ερώτηση για τους απογόνους, αποκτά στην περίπτωσή του σφοδρή βιαιότητα. Και πώς βηματίζει πάλι προς τα κάτω στο λιβάδι με τους ασφόδελους αυτός ακριβώς που μόλις είχε εκφράσει την επιθυμία ακόμη και να χάσει την ηρωική του ταυτότητα, μόλις πληροφορήθηκε τα κατορθώματα του ήρωα γιου του!» (Reinhardt, βλ. Eπιστροφή, σσ. 138-9, Γ΄).

 

αρ

 



 

λ, 385-464 Οδυσσέας και Αγαμέμνων

 

H ιστορία του Αγαμέμνονα στην Οδύσσεια

 

Η τραγική μοίρα του Αγαμέμνονα και του οἴκου του επανέρχεται ξανά και ξανά στην Οδύσσεια, λειτουργώντας ως αντιθετικό φόντο για τον νόστο του Οδυσσέα αλλά και ως μέσο χειραγώγησης των προσδοκιών του κοινού σχετικά με τον νόστο αυτό. Η ιστορία φιλτράρεται μέσα από διαφορετικούς ομιλητές και εντάσσεται σε διαφορετικά συμφραζόμενα κάθε φορά, έτσι ώστε οι αποχρώσεις της να ποικίλλουν ανάλογα με την περίπτωση. Ο πίνακας που ακολουθεί συγκεντρώνει τα χωρία στα οποία γίνεται παροδική ή εκτεταμένη αναφορά στη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο ή/και στην εκδίκηση του Ορέστη:

 

Η τραγική μοίρα του Αγαμέμνονα και του οἴκου του στην Οδύσσεια

Στίχοι Πλαίσιο αναφοράς
α, 35-43 Θεῶν ἀγορά (αναφορά από τον Δία)
α, 298-300 Συνομιλία Μέντη-Τηλεμάχου (αναφορά από την Αθηνά-Μέντη)
γ, 193-8 Συνομιλία Τηλεμάχου-Νέστορα στην Πύλο (αναφορά από τον Νέστορα)
γ, 234-5 Συνομιλία Τηλεμάχου-Αθηνάς στην Πύλο (αναφορά από την Αθηνά-Μέντορα)
γ, 255-312  Συνομιλία Τηλεμάχου-Νέστορα στην Πύλο (αναφορά από τον Νέστορα)
δ 90-2 Συνομιλία Τηλεμάχου-Μενελάου στη Σπάρτη (αναφορά από τον Μενέλαο)
δ, 512-37, 546-7 Αφήγηση Μενελάου για τη συνάντησή του με τον Πρωτέα (παράθεση λόγων του Πρωτέα)
λ, 385-464 Συνομιλία Οδυσσέα και Αγαμέμνονα στον Άδη
ν, 383-4  Διάλογος μεταξύ Αθηνάς και Οδυσσέα (αναφορά από τον Οδυσσέα τον ίδιο)
ω, 19-137 Δεύτερη Νέκυια. Συνομιλία Αγαμέμνονα με το εἴδωλον του μνηστήρα Αμφιμέδοντα

 

Ο Olson (1990) αναλύει τις τροπές της ιστορίας του Αγαμέμνονα στις διάφορες περιστάσεις υπό τις οποίες εμφανίζεται στο έπος, ανάλογα με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του χαρακτήρα που την επικαλείται τη δεδομένη στιγμή. Ο Olson καταδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: ότι ο ποιητής της Οδύσσειας χρησιμοποιεί τις αφηγήσεις για τον Αγαμέμνονα, για να υπαινιχθεί στο ακροατήριό του ότι η δική του ιστορία, η Οδύσσεια, θα μπορούσε να είχε κατάληξη διαφορετική από αυτήν που η παράδοση όριζε και που οι ακροατές κατείχαν, αν οι πρωταγωνιστές του νεώτερου έπους έκαναν διαφορετικές επιλογές (Olson 1990, 57). Ο αφορισμός του Προοιμίου, αλλά και του Δία στο άλφα, ότι οι άνθρωποι ζουν ή πεθαίνουν, καταστρέφονται ή θριαμβεύουν ως αποτέλεσμα ελεύθερων, προσωπικών τους επιλογών επικυρώνεται στην Οδύσσεια μέσα από τα αντίθετα παραδείγματα του οίκου των Ατρειδών και του οίκου του Οδυσσέα.

 

Η συσσώρευση των αναφορών στον Αγαμέμνονα στην Τηλεμάχεια δεν είναι τυχαία. Αφενός, το παράδειγμα του Ορέστη εμψυχώνει τον Τηλέμαχο, καθώς αυτός αφυπνίζεται από τον λήθαργο της αδράνειας (βλ. σημείωση στο άλφα). Αφετέρου, ενισχύεται έτσι η αγωνία των ακροατών/αναγνωστών για την πιθανότητα η Οδύσσεια να παρεκτραπεί προς τις επικίνδυνες ατραπούς της Ορέστειας.

 

Αγαμέμνων και Οδυσσέας

 

Αγαμέμνων και Οδυσσέας είναι οι δύο μεγάλοι απόντες της Τηλεμάχειας. Η ειρωνεία είναι ότι ενόσω ο Τηλέμαχος περιηγείται τα πέριξ βασίλεια, ο Οδυσσέας τρόπον τινά είναι και αυτός, όπως ο Αγαμέμνονας, «νεκρός», έγκλειστος στη χρυσή φυλακή της Καλυψώς, στην οποία θα καταλήξει μετά την ὕβριν στη Θρινακία. Όταν, δηλαδή, ο Οδυσσέας συναντά τον Αγαμέμνονα στον Κάτω Κόσμο, βρίσκεται κι αυτός ένα βήμα πριν τη βύθιση στον δικό του Άδη. Αλλά, ενώ ο Αγαμέμνων είναι πια οριστικά και αμετάκλητα καμών, ο Οδυσσέας θα επανέλθει στην ηρωική επιφάνεια χάρη στην αντοχή του, τη μνήμη του, την πονηριά του, αλλά και τη βούληση των θεών να επιβάλουν στον κόσμο τη δικαιοσύνη: ο Οδυσσέας δεν είναι Αίγισθος, υπενθύμισε στον Δία η Αθηνά. Ο Οδυσσέας δεν είναι βεβαίως ούτε Αγαμέμνων, όπως και η Πηνελόπη δεν είναι Κλυταιμνήστρα (ή Ελένη). Καμία από τις ερωτικές περιπέτειες του Οδυσσέα κατά την απουσία του δεν ανέτρεψε την τάξη του οἴκου. Ο δόλος της γυναίκας του Οδυσσέα, επίσης, (το σάβανο του Λαέρτη, ο αγώνας του τόξου κτλ) τέθηκε στην υπηρεσία του οἴκου, δεν αποτέλεσε εργαλείο για την εκθεμελίωσή του. Την ανατροπή απειλούν να επιφέρουν οι Μνηστήρες, αλλά αυτοί προσκρούουν στην ὁμοφροσύνην και τη μῆτιν του βασιλικού ζεύγους της Ιθάκης, την αγάπη του Τηλεμάχου και την αφοσίωση των πιστών υπηρετών του παλατιού.

 

Κλυταιμνήστρα και Πηνελόπη

 

Στις προηγούμενες αναφορές στην ιστορία, πριν την ακούσουμε δηλαδή από την ἀχνυμένη (λ, 388) σκιά του ιδίου του Αγαμέμνονα στη Νέκυια, η έμφαση δινόταν ως επί το πλείστον στην ενοχή του Αιγίσθου ή/και στην ηρωική εκδίκηση του Ορέστη. Ο Αγαμέμνονας παρουσιάζει απερίφραστα την ιστορία ως παραβολή για τον ανοίκειο χαμό ενός άνδρα κακῆς ἰότητι γυναικός (έστω και αν αυτός που τον σκοτώνει είναι ο Αίγισθος —η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει την Κασσάνδρα) και άρα επίσης ως προειδοποίηση για τους κινδύνους που τυχόν θα αντιμετωπίσουν με την επιστροφή τους οι απανταχού απόντες ήρωες. Το δηλητήριο που ο Αγαμέμνονας χύνει στη Νέκυια κατά της Κλυταιμνήστρας μπορεί να ισοζυγιστεί μόνο από το μέλι που στάζει για την Πηνελόπη τόσο εδώ όσο και αργότερα, στη Δεύτερη Νέκυια (ω, 192-202). Η Πηνελόπη είναι περίφρων, λίαν πινυτή και εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδε (λ, 444-6). Η Κλυταιμνήστρα, αντιθέτως, εξυβρίζεται ως η πιο τρομερή και πιο ξεδιάντροπη ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες (427), γυναίκα δολόμητις και οὐλομένη, με φάτσα σκύλας (κυνῶπις, 424), που διέπραξε έργο ἀεικές (429) και ντρόπιασε το φύλο της στον αιώνα τον άπαντα (433).

 

Ο Οδυσσέας, δηλώνει ο Αγαμέμνων, δεν κινδυνεύει να δολοφονηθεί από γυναίκα (444), αλλά καλά θα κάνει να μην εμπιστεύεται τη φάρα των θηλυκών (440-2). Στην πατρίδα του, όταν φτάσει, θα πρέπει να αποβιβαστεί μυστικά, ἐπεὶ οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν (445-6). Ο Αγαμέμνων, μέσα στην πίκρα του, στέλλει αντιφατικά μηνύματα στον Οδυσσέα σχετικά με την πίστη της Πηνελόπης: ακόμη και οι καλύτερες των γυναικών μπορούν να αποβούν αναξιόπιστες. Η Κλυταιμνήστρα, δηλαδή, όπως και η Ελένη, δεν λειτουργούν για την Πηνελόπη μόνο ως αντιπαραδείγματα, αλλά ως πιθανές επιλογές δράσης που δεν υιοθετήθηκαν, πιθανές τροπές της πλοκής, που δεν ακολουθήθηκαν —και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η Πηνελόπη δεν θα παραμείνει πιστή επειδή έτσι έτυχε ή επειδή έτσι θέλησαν οι θεοί· θα επιλέξει να μην γίνει Ελένη ή Κλυταιμνήστρα προκρίνοντας την πικρή μοναξιά, τον πόνο και την αγωνία.

 

Αγαμέμνων και Μνηστήρες

 

Η απόπειρα να συνδεθούν Αγαμέμνων και Μνηστήρες μπορεί να ξαφνιάζει. Στο κάτω-κάτω, αν οι Μνηστήρες αντιστοιχούν σε κάποιον από τους πρωταγωνιστές στην ιστορία του Αγαμέμνονα, αυτός είναι ο Αίγισθος. Αυτή την προφανή σύνδεση επιχειρεί ανοικτά ο Οδυσσέας στο ν, 377-85. Όμως η τέχνη του ποιητή εδώ είναι πονηρή και εξίσου παρατηρητικός οφείλει να είναι και ο αναγνώστης / ακροατής.

 

Περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος και οι συν αυτώ δολοφονήθηκαν από τον αγαπητικό της γυναίκας του (λ, 405-434), ο Αγαμέμνονας μαρτυρεί ότι ο Αίγισθος τον κάλεσε σε δείπνο στο εσωτερικό του παλατιού και μεσούσης της λαμπρής γιορτής τον έσφαξε κι αυτόν και τους συντρόφους του σαν τα γουρούνια που σφάζονται σε γάμο ή σε μεγάλο γλέντι. Η όποια αντίσταση ήταν μάταιη, καθώς ο φόνος ήταν καλά σχεδιασμένος και η ορμή των επιτιθεμένων ακάθεκτη (νωλεμέως κτείνοντο, 413): ήταν σαφές ότι οι φονιάδες του Αιγίσθου δεν θα σταματούσαν, μέχρι και ο τελευταίος αντίπαλός τους να σωριαστεί νεκρός. Είτε σε μονομαχίες είτε σε ανοικτή μάχη, οι περί τον Αγαμέμνονα έπεσαν όλοι αργά ή γρήγορα. Τα νεκρά κουφάρια τους κείτονταν, λέει, σε λίμνη αίματος στο μέγαρο ανάμεσα σε κρατήρες από κρασί και σε τραπέζια που ξεχείλιζαν από φαγητά.

 

Η εικόνα αυτή, η ωμή βία της και οι γραφικές της περιγραφές —άνισος αγώνας, ανηλεής και δόλια σφαγή μέσα στο μέγαρο, δηλαδή σε κλειστό χώρο χωρίς διεξόδους και σε συμφραζόμενα πλούσιου συμποσίου— επί του παρόντος εντυπώνουν στο ακροατήριο το πόσο τραγικά και ανάξια πέθανε ο αρχιστράτηγος της τρωικής εκστρατείας. Όταν όμως η Οδύσσεια φτάσει πια στη ραψωδία χ, ο προσεκτικός ακροατής / αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι η περιγραφή του θανάτου του Αγαμέμνονα θυμίζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο ο Οδυσσέας σφάζει τους Μνηστήρες (δες σχετικό σημείωμα στη χ). Ό,τι όμως στη Νέκυια παρουσιάζεται ως αισχρή καταδολίευση (κατ’ αἶσχος ἔχευε, 433), ανατροπή του ηρωικού ιδεώδους και ευτελισμός ενός Ήρωα κατεξοχήν, στο χ θα αναδειχθεί στον πλέον επάξιο τρόπο να αποδοθεί η δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί η τάξη εις βάρος ανθρώπων που είναι τόσο κυνώπιδες όσο η Κλυταιμνήστρα και ο μοιχός της. Τα πράγματα γυρίζουν εντελώς από την ανάποδη. Ο Όμηρος είτε δεν γνωρίζει είτε παραβλέπει την εκδοχή που θα χρησιμοποιήσει αργότερα ο Αισχύλος, ότι ο Αγαμέμνονας δολοφονήθηκε στο μπάνιο του. Και να τη γνώριζε, όμως, δεν θα τον εξυπηρετούσε. Ο Αγαμέμνων πρέπει να πεθάνει με τρόπο που να θυμίζει τον φόνο των Μνηστήρων, ώστε να υπογραμμιστούν τα θέματα της Δίκης και της ευθύνης. Ό,τι αυτού δεν του αξίζει, για τους Μνηστήρες είναι τα επίχειρα της διαγωγής τους: τα σκυλιά πρέπει να πεθάνουν σαν σκυλιά.

 

λ, 465-491 Οδυσσέας και Αχιλλέας

 

 Ο Αχιλλέας εμφανίζεται στον Οδυσσέα μαζί με τρεις άλλους ήρωες: τον γιο του Νέστορα, τον Αντίλοχο, τον Πάτροκλο και τον Αίαντα. Από τους τρεις αυτούς μόνο στον Αίαντα θα δοθεί αφηγηματικό πρόσωπο.

 

H συνομιλία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στον Άδη είναι εγγεγραμμένη στην παγκόσμια λογοτεχνική φαντασία ως μια από τις κορυφαίες κατακτήσεις της ποίησης διαχρονικά, λαμπρή ποιητική κατάφαση της ζωής. «Μην προσπαθείς να μου ωραιοποιήσεις τον θάνατο, Οδυσσέα», απαντά πικραμένος ο Αχιλλέας στον θαυμασμό του συνομιλητή του, ότι ο γιος του Πηλέα ήταν βασιλιάς στη ζωή, βασιλιάς και στον Κάτω Κόσμο. «Θα προτιμούσα να ζω ως αγρότης, μίσθαρνος του πιο φτωχού αφέντη, παρά να βασιλεύω εδώ ανάμεσα στους άψυχους νεκρούς».

 

Η στάση του Αχιλλέα απέναντι στη ζωή και τον θάνατο στην Οδύσσεια είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη στάση που τήρησε στην Ιλιάδα (Σ 79-93). Στην Ιλιάδα, ο θάνατος του Πατρόκλου αφαίρεσε από τον Αχιλλέα οποιαδήποτε χαρά για τη ζωή (τί μοι τῶν ἦδος ἐπεὶ φίλος ὤλεθ’ ἑταῖρος / Πάτροκλος Σ, 80-1). Η μόνη σκοπιμότητα που αναγνωρίζει για τη συνέχιση της ζωής του είναι η εκδίκηση κατά του Έκτορα (Σ 90-2). Η αντίδραση της Θέτιδας στα λόγια αυτά είναι αντίδραση σοκαρισμένης μάνας: ὠκύμορος δή μοι τέκος ἔσσεαι, οἷ’ ἀγορεύεις (Σ, 95). Η απόκριση του Αχιλλέα είναι ακόμη πιο αποφασισμένη και σκληρή: μακάρι να πέθαινα αυτή τη στιγμή, αφού δεν κατάφερα να προστατεύσω τον σύντροφό μου. Ο Αχιλλέας παροπλισμένος και ντροπιασμένος νιώθει ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης. Θέλει να εκδικηθεί τον Έκτορα και θα δεχθεί με χαρά ως τίμημα τον θάνατο, όποτε αποφασίσουν να του τον στείλουν οι θεοί (Σ, 98-116).

 

Είναι σημαντικό ότι ο Αχιλλέας απαντά στη Θέτιδα με τον ίδιο ακριβώς τόνο που χρησιμοποιεί και προς τον Οδυσσέα: μέγ’ ὀχθήσας, με οργή δηλαδή και αγανάκτηση. Στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας απορρίπτει αγανακτισμένος μια ζωή άσκοπης αδράνειας προς όφελος της επικής τιμῆς και του κλέους. Κείσομαι ἐπεί κε θάνω, λέει με πείσμα (Σ, 121), νῦν δὲ κλέος ἐσθλὸν ἀροίμην. Τίποτε και κανένας δεν μπορεί να τον κρατήσει μακριά από τη μάχη (Σ, 126). Στην Οδύσσεια, η αγανάκτησή του στρέφεται εναντίον αυτού ακριβώς του ιλιαδικού ιδανικού. «Το πνεύμα του νεκρού Αχιλλέα λαχταρά τη ζωή με το ίδιο πάθος με το οποίο κάποτε ασπάστηκε τον θάνατο» (Heubeck & Hoekstra 2005, 273 ad 488-503). Η Οδύσσεια, επαναλαμβάνουμε, στοιχειοθετεί ένα καινοτόμο και πρωτοφανές ηρωικό ιδεώδες. Είναι ειρωνικό ότι στη σκηνή αυτή αντιστρέφονται οι ρόλοι: ο Οδυσσέας εκφράζει τον θαυμασμό του για ένα επίτευγμα καθαρά ιλιαδικό (υστεροφημία και μεταθανάτια μακαριότητα), ενώ είναι ο Αχιλλέας, ο ιλιαδικός ήρωας κατεξοχήν, εκείνος που τον επαναφέρει στην τάξη και του θυμίζει πού έγκειται η πραγματική αξία.

 

Στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας προβαίνει κι αυτός σε μια επιλογή, όπως ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψούς: προκρίνει τη θνητότητα εις βάρος της αθανασίας, αλλά με άλλο περιεχόμενο και άλλο στόχο. Τόσο ο Οδυσσέας όσο και ο Αχιλλέας κερδίζουν αθανασία μέσω του έπους: την αθανασία αυτή ο οδυσσειακός Αχιλλέας την απορρίπτει ως κούφια παρηγοριά (μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, λ 488).

 

Στη συνέχεια της σκηνής, ο Αχιλλέας, όπως και ο Αγαμέμνονας πιο πριν, στρέφει την προσοχή του στον γιο του (αλλά ρωτά επίσης για το βασίλειό του και για τον πατέρα του, τον Πηλέα: η αγωνία για τον γέρο θυμίζει ξανά τον Λαέρτη). Αξιοσημείωτη είναι η απόκλιση στις απαντήσεις του Οδυσσέα σε κάθε περίπτωση. Ο Οδυσσέας δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε για τον Ορέστη. Η απότομη αντίδρασή του («ας μην λέμε λόγια του αέρα, άμα δεν ξέρουμε», 464) αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να έχει ακούσει κάτι, αλλά να μην θέλει να πει. Στον Νεοπτόλεμο, όμως, αντίθετα, ο Οδυσσέας αναφέρεται λεπτομερώς αφηγούμενος την τρωική του δόξα και ειδικά τον ρόλο που έπαιξε στην άλωση της Τροίας. Ο Αχιλλέας ικανοποιείται και φεύγει. Ο γιος του συνεχίζει στ’ αχνάρια του, άρα και ο ίδιος είναι σαν να ξαναζεί μέσα από τον γιο του.

 

 

αρ