ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Προκήρυξη και εξέλιξη του αγώνα τόξου
● Aποκάλυψη του Oδυσσέα στους δυο υπηρέτες του
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 39η ως την 40ή ημέρα:
Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας φ:
Tόξου θέσις (Προκήρυξη αγώνα τόξου)
Υποκινημένη από την Αθηνά, η Πηνελόπη πήρε από την αίθουσα κειμηλίων το τόξο του Οδυσσέα, θρήνησε κρατώντας το, κατέβηκε στο «μέγαρο» και προκήρυξε αγώνα μεταξύ των μνηστήρων με έπαθλο την ίδια· δήλωσε δηλαδή ότι θα παντρευόταν αυτόν που θα τεντώσει το τόξο και θα περάσει το βέλος μέσα από δώδεκα πελέκια.
Ο Τηλέμαχος αιφνιδιάστηκε προς στιγμήν, γρήγορα όμως ανέλαβε ρόλο προστάτη της μητέρας του, την επαίνεσε ως έπαθλο του αγώνα, έστησε τα πελέκια και έκανε ο ίδιος την αρχή, για να αποδείξει ότι είναι άξιος να κρατήσει τα όπλα του πατέρα του. Δοκίμασε τρεις φορές χωρίς επιτυχία, την τέταρτη θα τα κατάφερνε, λέει ο ποιητής, τον ανέκοψε όμως με νεύμα ο Οδυσσέας. Αντιλήφθηκε τότε το σχέδιο του πατέρα του, προσποιήθηκε αδυναμία και παραιτήθηκε δίνοντας τη σειρά στους μνηστήρες.
Πρώτος δοκίμασε ο μάντης Ληώδης, αλλά απέτυχε και προέβλεψε ότι ο αγώνας αυτός θα φέρει συμφορά. Ο Αντίνοος όμως τον αποπήρε και πρότεινε να αλείψουν το τόξο με λίπος ζεστό, για να μαλακώσει· δοκίμασαν στη συνέχεια όλοι χωρίς επιτυχία, εκτός από τους δύο κορυφαίους, τον Ευρύμαχο και τον Αντίνοο.
Στο μεταξύ, ο Εύμαιος και ο γελαδάρης Φιλοίτιος είχαν βγει στην αυλή, ο «ζητιάνος» τούς ακολούθησε και, αφού βεβαιώθηκε για την αφοσίωση στον αφέντη τους, τους αποκαλύφτηκε και τους έδωσε εντολές: ο Εύμαιος να φροντίσει να του δώσει το τόξο και να πει στις υπηρέτριες να κλείσουν την πόρτα του «μεγάρου» και να μείνουν στον χώρο τους, ο δε Φιλοίτιος να κλείσει την αυλόθυρα. Ένας ένας έπειτα ξαναμπήκαν μέσα.
Την ώρα εκείνη δοκίμαζε ο Ευρύμαχος να τεντώσει το τόξο, χωρίς επιτυχία κι αυτός, οπότε ο Αντίνοος πρότεινε να αναβάλουν για αύριο τον αγώνα· σήμερα, εξάλλου, είναι η γιορτή του Απόλλωνα, είπε.
Παρακάλεσε τότε ο Οδυσσέας να του επιτρέψουν να δοκιμάσει κι αυτός, τον πρόσβαλε όμως άσχημα ο Αντίνοος. Αλλά η Πηνελόπη κι ο Τηλέμαχος στήριξαν το αίτημά του και το τόξο πέρασε τελικά στα χέρια του. Η Ευρύκλεια και ο Φιλοίτιος έκλεισαν τις πόρτες και οι υπηρέτριες περιορίστηκαν στον χώρο τους, όπως και η Πηνελόπη.
Ο Οδυσσέας περιεργαζόταν κιόλας το τόξο, ενώ οι μνηστήρες τον σχολίαζαν πικρόχολα· πανικοβλήθηκαν όμως όταν τον είδαν να τεντώνει εύκολα τη χορδή και να περνά το βέλος μέσα από τις τρύπες όλων των τσεκουριών.
Κωστής Παλαμάς, « Ω Πηνελόπη Ω Πηνελόπη, Αγρύπνησα…»
Α2. Κείμενο Το τόξο στα χέρια του Oδυσσέα: φ 303-473/<273-434> (με ενδιάμεσες παραλείψεις)
303 Εκείνοι στάλαξαν σπονδή, ήπιαν μετά όσο τραβούσε η ψυχή τους, και τότε
ο Οδυσσέας, πολύγνωμος και δολοπλόκος, μπήκε στη μέση λέγοντας:
305 «Μνηστήρες της περήφανης βασίλισσας, ακούστε με ό,τι θα πω,
όσα η ψυχή στα στήθη μου προστάζει·
απ’ τον Ευρύμαχο προπάντων και τον θεόμορφο Αντίνοο ζητώ
μια χάρη· πολύ σωστός ο λόγος που είπε,
προσώρας το τόξο να το βάλετε στην άκρη και στους αθάνατους ν’ αφήσετε
310 την τελική απόφαση – αύριο ο θεός θα κρίνει σε ποιον θα δώσει σίγουρα τη νίκη.
Αλλά παρακαλώ, δώσετε και σ’ εμένα αυτό το τόξο το γυαλιστερό,
να δοκιμάσω ανάμεσά σας τη δική μου δύναμη, όση μου απόμεινε [...].»
[Ο Αντίνοος τον πρόσβαλε και τον απείλησε, πήρε όμως τον λόγο η Πηνελόπη:]
344 «Αντίνοε, μήτε σωστό μήτε και δίκαιο είναι με τέτοιον τρόπο
345 να καταφρονείς ξένους του Τηλεμάχου, όποιος κι αν βρέθηκε
φιλοξενούμενος στο σπίτι του.
Μήπως σου πέρασε η ιδέα πως, αν ο ξένος κατορθώσει
το μέγα τόξο να τεντώσει, γιατί εμπιστεύεται τα χέρια και τη δύναμή του,
πως θα με πάρει και γυναίκα του στο σπίτι [...];»
353 Στη μέση μπήκε του Πολύβου γιος ο Ευρύμαχος, ανταπαντώντας:
«Του Ικαρίου κόρη, φρόνιμη Πηνελόπη, καθόλου δεν το φανταστήκαμε
355 πως θα σε πάρει αυτός στον τόπο του γυναίκα, πράγμα εντελώς
αταίριαστο. Ντρεπόμαστε όμως την καταλαλιά από γυναίκες κι άντρες,
μήπως και κάποιος ταπεινότερος κουτσομπολέψει λέγοντας:
‘‘Κοίτα λοιπόν, άντρες κατώτεροι γυρεύουν ταίρι τους τη γυναίκα
ενός ανώτερου, αλλά δεν έχουν δύναμη το τορνεμένο τούτο τόξο
360 να τανύσουν· κι όμως ένας ζητιάνος, που έφτασε εδώ περιπλανώμενος,
το τάνυσε εύκολα και τη σαΐτα στα πελέκια πέρασε.’’
Αυτά θα πουν, κι εμείς θα φορτωθούμε την ντροπή.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, με γνώση και με φρόνηση:
«Ευρύμαχε, για τον θεό, δεν τίθεται νομίζω ζήτημα μνείας εύφημης
365 στον κόσμο μας, όσο ατιμάζουν κάποιοι το σπίτι και το βιος
ενός ενάρετου κι αντρείου. Λοιπόν ποιος λόγος τώρα να νιώθετε ντροπή;
Όσο γι’ αυτόν τον ξένο, δείχνει και μεγαλόσωμος και μπρατσωμένος,
καυχιέται εξάλλου και για τη γενιά του, πως είναι γόνος πατέρα ευγενικού.
Λέω λοιπόν να του παραχωρήσετε το τορνεμένο τόξο,
370 κι ύστερα βλέπουμε. Και κάτι ακόμη έχω να πω, και πείτε το συντελεσμένο:
ανίσως το τανύσει αυτός, αν ο Απόλλων τού χαρίσει νίκη,
υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με ρούχα ωραία, χλαίνη,
χιτώνα, πως θα του δώσω μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει
από σκυλιά κι ανθρώπους, πως θα του δώσω δίκοπο σπαθί, σαντάλια
375 για τα πόδια του, κι έτσι θα τον προπέμψω όπου η ψυχή του
και η καρδιά του επιθυμεί.»
Στην ώρα του αντιμίλησε ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση:
«Μάνα, το τόξο αυτό μου ανήκει, κανείς σ’ αυτό δεν είναι ανώτερός μου·
το δίνω σ’ όποιον θέλω εγώ ή και τ’ αρνούμαι. [...]
382 κανένας δεν μπορεί, παρά τη θέλησή μου, να βγάλει απαγόρευση δική του,
αν ήθελα εγώ το τόξο στον ξένο να το δώσω,
και μάλιστα για πάντα, να καμαρώνει με το δώρο μου.
385 Αλλά του λόγου σου τράβα στην κάμαρή σου και κοίτα τις δουλειές σου [...]
387 το τόξο όμως είναι των αντρών υπόθεση, όλων
και προπαντός δική μου, αφού σ’ εμένα ανήκει το κουμάντο του σπιτιού.»
Τα ’χασε εκείνη και πήρε ν’ ανεβαίνει στην κάμαρή της [...].
394 Κι ενώ ο χοιροβοσκός το γυαλισμένο τόξο κουβαλούσε, έβαλαν οι μνηστήρες
395 όλοι τις φωνές μες στο παλάτι, και κάποιος ξιπασμένος νιος ανάμεσά τους έλεγε:
«Για πού το πας, χοιροβοσκέ ρεμάλι, που εδώ συνέχεια τριγυρνάς,
αυτό το κυρτωμένο τόξο; Αύριο κιόλας τα σκυλιά στην ερημιά θα σε ξεσχίσουν,
μπρος στα γουρούνια σου που τρέφεις, αν ο Απόλλωνας μας ευνοήσει
κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί.»
400 Έτσι του φώναξαν, κι αυτός παράτησε στη μέση εκεί της αίθουσας
το τόξο που κρατούσε, απ’ τις φωνές τους φοβισμένος.
Απ’ τη δική του όμως ο Τηλέμαχος μεριά, φωνάζοντας κι αυτός, τον απειλούσε:
«Γέρο, για φέρε καταδώ το τόξο· αν στον καθένα πείθεσαι,
κακό του κεφαλιού σου. Κι ας είμαι εγώ μικρότερος,
405 με πέτρες θα σε κυνηγήσω, ώσπου να φτάσεις στα χωράφια –
υπερτερώ σε δύναμη από σένα.
Μακάρι να ’μουνα πιο δυνατός, πιο χεροδύναμος κι απ’ τους μνηστήρες,
όσοι κυκλοφορούν εδώ· γρήγορα τότε, και με μίσος, κάποιον απ’ όλους,
θα τον έδιωχνα έξω απ’ το σπίτι, να πάει στα κομμάτια –
410 οι πάντες μηχανεύονται μονάχα το κακό.»
Αυτά τους είπε, κι όλοι οι μνηστήρες γλυκοχαμογέλασαν,
σαν να τους έπεσε ο βαρύς θυμός για τον Τηλέμαχο.
Επάνω εκεί ο χοιροβοσκός σήκωσε πάλι το δοξάρι, προχώρησε
στην αίθουσα και φτάνοντας στο πλάι του έμπειρου Οδυσσέα
415 έβαλε στα χέρια του το τόξο. [...]
[Και το «μέγαρο» αποκλείστηκε.]
430 Αυτός εξέταζε κιόλας το τόξο σ’ όλες του τις μεριές, το στριφογύρισε,
το ’φερε πάνω κάτω, προσέχοντας μήπως ο σκόρος έφαγε
τα δυο του κέρατα, όσο το αφεντικό του τόξου έλειπε στα ξένα. [...]
441 Κι ενώ οι μνηστήρες τον γλωσσότρωγαν, ο Οδυσσέας πολύβουλος,
αφού είχε ψάξει από παντού το τόξο, τώρα το κράτησε
γερά μέσα στα χέρια του.
Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι,
445 εύκολα τη χορδή τεντώνει
στο καινούριο της στριφτάρι, δένοντας
πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα·
έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι
τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε καλά σαν χελιδόνα.
Τότε οι μνηστήρες ένιωσαν πανικό, πρασίνισε το μούτρο τους·
450 και πάνω εκεί ο Δίας βρόντηξε βροντή μεγάλη και σημαδιακή.
Ένιωσε μέσα του χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
που ο γιος του δολοπλόκου Κρόνου έστειλε το σημάδι του.
Άρπαξε ευθύς μια γρήγορη σαΐτα – ήταν εκεί γυμνή
στο πλαϊνό τραπέζι· περίμεναν οι άλλες στη βαθιά φαρέτρα,
455 που θα τις ένιωθαν σε λίγο οι μνηστήρες στο κορμί τους.
Το τόξο μεσοπιάνοντας στον πήχη, τέντωσε τη χορδή
με τη διχαλωτή σαΐτα, και καθισμένος στο σκαμνί ρίχνει
το βέλος σημαδεύοντας· πελέκι δεν απόμεινε ασημάδευτο·
η χάλκινη σαΐτα βρίσκοντας την πρώτη τρύπα, τις πέρασε όλες
460 φτάνοντας στην άκρη.
Τότε ο Οδυσσέας γύρισε λέγοντας στον Τηλέμαχο:
«Τηλέμαχε, δεν σε ντροπιάζει ο ξένος που φιλοξένησες εσύ
στο σπίτι σου. Άστοχος στον στόχο μου δεν φάνηκα μήτε και κόπιασα
το τόξο να τανύσω. Μου μένει ακόμη ακλόνητο
465 το μένος της ψυχής· να μη νομίσουν οι μνηστήρες πως αξίζω
την άτιμή τους καταφρόνεση.
Μα τώρα είναι η ώρα να ετοιμαστεί το δείπνο,
όσο ακόμη φέγγει· μετά θ’ αρχίσει το ξεφάντωμα με μουσική και με τραγούδι –
συμπλήρωμα απαραίτητο σ’ ένα καλό τραπέζι.»
470 Είπε κι έκανε με το φρύδι νεύμα στον Τηλέμαχο· κι αυτός
ζώστηκε αμέσως κοφτερό σπαθί, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,
πιάνει στο χέρι του το δόρυ, κι έτσι λαμπρά οπλισμένος με χαλκό,
στήθηκε πλάι στο σκαμνί, έτοιμος παραστάτης του πατέρα του.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο