ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Mεταφορά των όπλων «στη μέσα κάμαρη»
● Συνομιλία του «ζητιάνου» με την Πηνελόπη
● Aναγνώριση του Oδυσσέα από την Eυρύκλεια
● H πρώτη νύχτα του Oδυσσέα στο παλάτι
● Προετοιμασίες για τη γιορτή του Aπόλλωνα
● H παραφροσύνη των μνηστήρων
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 39η ως την 40ή ημέρα:
Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας τ: Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία.Τὰ νίπτρα.
Συνομιλία του Oδυσσέα με την Πηνελόπη. Tο ποδόλουτρο.)
Το βράδυ (της 39ης μέρας) πατέρας και γιος μετέφεραν όλα τα όπλα από το μέγαρο «στη μέσα κάμαρη». Ο Τηλέμαχος αποσύρθηκε έπειτα, ενώ ο Οδυσσέας έμεινε με σκοπό να δοκιμάσει τη στάση των υπηρετριών και της Πηνελόπης, που στο μεταξύ είχε κατεβεί για την αναμενόμενη συνάντηση με τον «ξένο».
Καθισμένος λοιπόν κοντά στη γυναίκα του άκουσε τις τυπικές ερωτήσεις της, αντί όμως να απαντήσει, εξύμνησε τη δόξα της, αλλά εκείνη αντιπαρέθεσε τη δυστυχία της: την εξαφάνιση του άντρα της, την πολιορκία της από τους μνηστήρες και την ανάγκη πια να προχωρήσει σε νέο γάμο. Ο «ξένος» διηγήθηκε τώρα μια εκτεταμένη πλαστή ιστορία: ότι είναι Κρητικός (για τρίτη φορά το λέει), γόνος βασιλικής οικογένειας, ότι συναντήθηκε με τον Οδυσσέα, ότι ο άντρας της θα φτάσει σε λίγο στην Ιθάκη κτλ. Η Πηνελόπη τον άκουγε κλαίγοντας χωρίς να τον πιστεύει. Του έδειξε, ωστόσο, συμπάθεια και έδωσε εντολή στις δούλες να τον λούσουν· εκείνος όμως δέχτηκε μόνο ποδόλουτρο από τη γερόντισσα τροφό του, την Ευρύκλεια, που τον αναγνώρισε, μόλις άγγιξε την ουλή που είχε στο γόνατο από δόντι αγριόχοιρου – όταν έφηβος ακόμη είχε λάβει μέρος σε κυνήγι. Σαστισμένη η τροφός στράφηκε προς την Πηνελόπη, ο Οδυσσέας όμως την εξόρκισε να μην αποκαλύψει σε κανέναν αυτό που είδε, ενώ η Αθηνά φρόντισε να μην πάρει είδηση η βασίλισσα.
Συνεχίστηκε έπειτα η συνομιλία σε κλίμα περισσότερης οικειότητας. Η Πηνελόπη μίλησε για το δίλημμα που τη βασάνιζε: να αρνηθεί τον γάμο ή να παντρευτεί τον πιο γενναιόδωρο μνηστήρα και να αφήσει τη φροντίδα του «οίκου» στον ενήλικο πια γιο της; Διηγήθηκε κι ένα όνειρο, που ο «ξένος» το εξήγησε ως προμήνυμα της άφιξης του Οδυσσέα και του θανάτου των μνηστήρων· εκείνη όμως το θεώρησε απατηλό, και του εκμυστηρεύτηκε την απόφασή της πια να προκηρύξει αγώνα τόξου μεταξύ των μνηστήρων και να παντρευτεί, κατ’ ανάγκην, τον νικητή. Ο «ξένος» ενέκρινε την απόφασή της και την παρότρυνε να μην αναβάλει αυτόν τον αγώνα, γιατί ο Οδυσσέας θα είναι παρών και θα τους προλάβει. Η Πηνελόπη πάλι δεν τον πίστεψε και αποσύρθηκε.
Α1' ΚΕΙΜΕΝΟ Κείμενο, ραψωδία τ, 112-632/<104-585> (με ενδιάμεσες παραλείψεις)
112 «Ξένε, μια πρώτη ερώτηση για σένα·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου, ποιοι οι γονείς σου;»
Ανταποκρίθηκε πολύγνωμος ο
Οδυσσέας μιλώντας:
115 «Ω δέσποινα μου, ποιος θνητός στη γη μας την ατέρμονη
ψεγάδι εσένα θα μπορούσε να σου βρει· έφτασε η δόξα σου
ψηλά κι απλώθηκε στον ουρανό, σαν κάποιου βασιλιά·
άψογος και θεοσεβής, ένα λαό
μεγάλο και γενναίο κυβερνά,
με γνώμονα τη δίκαιη κρίση του,
120 κι εκεί το μαύρο χώμα βγάζει σιτάρι και κριθάρι,
απ’ τους καρπούς λυγίζουνε τα δέντρα, γεννοβολούν τα πρόβατα,
καλοκυβερνημένη η θάλασσα προσφέρει ψάρια,
κι ο κόσμος όλος, καλός κι ενάρετος, στον ίσκιο ζει του βασιλιά.
124-5 Γι’ αυτό ό,τι άλλο θες [...] μπορείς να το ρωτήσεις· μόνο μη με ρωτάς
ποια η πατρίδα μου, ποια η γενιά μου. [...]»
134 Τον λόγο πήρε πάλι η Πηνελόπη, φρόνιμο κι έξυπνο μυαλό:
135 «Ξένε, σ’ εμένα τα χαρίσματα, την ομορφιά, το ανάστημα,
όλα τα χάλασαν οι αθάνατοι, τη μέρα εκείνη που αποφάσισαν
το Ίλιο οι Αργείοι να πατήσουν – μαζί τους ο Οδυσσέας έφυγε [...].
139 Αν ήταν να γυρίσει, αν κυβερνούσε πάλι τη ζωή μου,
140 τότε κι η δόξα μου θ’ ανέβαινε ψηλότερα, όλα θα πήγαιναν/ καλύτερα. [...]
[Η Πηνελόπη αναφέρεται στην απαίτηση των μνηστήρων να παντρευτεί – και συνεχίζει:]
149 Του Οδυσσέα ο πόθος εμένα με μαράζωσε, κι όσο για γάμο
150 βιάζονται αυτοί, τόσο κι εγώ σκαρώνω δόλους.
Ένας θεός πρώτα με φώτισε για κείνο το πανί,
να στήσω μες στην κάμαρή μου τον ψηλό αργαλειό, / [...] ενώ τους έλεγα
τα λόγια αυτά, για να τους ξεγελάσω:
155 «Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού ο θείος Οδυσσέας πέθανε,
κάνετε λίγη υπομονή, μην τρέχετε πίσω απ’ τον γάμο μου,
ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν χαμένες
οι κλωστές μου. Το υφαίνω σάβανο του σεβαστού Λαέρτη [...].»
163 Έτσι τους μίλησα, κι αυτοί περήφανοι
στα λόγια μου εμπιστεύτηκαν.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την πάσα μέρα ύφαινα, στημένη
165 στον ψηλό αργαλειό, τις νύχτες όμως ξήλωνα, έχοντας πλάι μου
τις δάδες αναμμένες. Για τρία χρόνια ολόκληρα
τους ξεγελούσα και τους έπειθα ανύποπτους τους Αχαιούς.
168-9 Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, [...] / τότε οι σκύλες δούλες μου
170 το μαρτυρούν και επ’ αυτοφώρω μ’ έπιασαν, ξεστόμισαν
λόγια βαριά, κι έτσι αναγκάστηκα να το τελειώσω, / θέλοντας και μη.
Τώρα πια δεν μπορώ τον γάμο ν’ αποφύγω, μήτε και βρίσκω
τέχνασμα άλλο πονηρό, ενώ οι γονείς με σπρώχνουν
175 κάποιον να παντρευτώ, αλλά κι ο γιος μου βλέπει
το βιος του να του τρων και γίνεται έξαλλος. [...]
179 Και μολαταύτα, πες μου να μάθω τη γενιά και την πατρίδα σου· [...].»
182 Της αποκρίθηκε μιλώντας πάλι ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω σεβαστή γυναίκα, του Οδυσσέα ομόκλινη, που τον εγέννησε
ο Λαέρτης, δεν λες να σταματήσεις κι επίμονα ρωτάς για τη γενιά μου.
185 Λοιπόν θα σου τη φανερώσω, μόνο που βάζεις έτσι κι άλλα βάσανα
στα βάσανα που με κρατούν. [...]
191 Κάπου υπάρχει η Κρήτη, νησί στη μέση ενός πελάγου
βαμμένου στο μαβί, πλούσιο κι εύφορο, θαλασσοφίλητο·
το κατοικούν πολλοί, άνθρωποι αναρίθμητοι, σε πόλεις ενενήντα. [...]
198 Ανάμεσά τους η Κνωσός, μεγάλη πόλη, όπου βασίλευε άλλοτε ο Μίνως [...].»
[Δήλωσε εγγονός του Μίνωα, γιος του Δευκαλίωνα, αδερφός του Ιδομενέα και ότι φιλοξένησε τον Οδυσσέα όταν, πηγαίνοντας για την Τροία, ο άνεμος «τον έριξε στην Κρήτη».]
226 Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Κι η Πηνελόπη ακούγοντας, της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι
μαραίνοντας το πρόσωπο.
Όπως το χιόνι αναλιώνει στα πανύψηλα βουνά [...]
231 και στα ποτάμια τα νερά φουσκώνουν·
έτσι κι εκείνη, μούσκευε τα ωραία της μάγουλα
με τα πολλά της δάκρυα, τον άντρα της θρηνώντας – ήταν ωστόσο εκεί,
μπροστά στα μάτια της.
235 Ο Οδυσσέας όμως, κι ας ελεούσε τη γυναίκα του
για το σπαραχτικό της κλάμα, αδάκρυτα τα μάτια του δεν σάλευαν,
καν δεν τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά του, λες κι ήταν κέρατο ή ατσάλι –
ο δόλος του μυαλού τον έκανε να κρύβει τη συγκίνησή του.
Όταν εκείνη χόρτασε τον πολυδάκρυτό της γόο,
240 συνήλθε και ξαναμιλώντας είπε:
«Ξένε, τώρα φαντάζομαι πως ήλθε η ώρα να σε δοκιμάσω,
αν λες αλήθεια πως τον φιλοξένησες τον άντρα μου [...].
244 Πες μου λοιπόν πώς έμοιαζε στην όψη και τι λογής ρούχα
245 φορούσε το κορμί του, ποιοι σύντροφοι τον είχαν συντροφέψει;»
Xρυσή περόνη της 3ης χιλιετίας π.X. από τη Λήμνο. (Aθήνα, Eθνικό Aρχαιολ. Mουσείο)
Ανταποκρίθηκε από μέρους του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω δέσποινα, με τόσα χρόνια που μεσολαβούν, δύσκολο αλήθεια να μιλήσω· [...].
250 Κι όμως θα σου τον περιγράψω, όπως τον φέρνει η φαντασία μου.
Χλαίνη φορούσε πορφυρή, σγουρή, διπλόφαρδη ο θείος Οδυσσέας,
διπλά θηλυκωμένη με χρυσή περόνη, και πάνω της στολίδι σκαλισμένο:
σκύλος στα μπροστινά του πόδια κράταγε κατάστικτο ελαφάκι,
το δάγκωνε, κι αυτό να σπαρταρά· όλοι κοιτούσαν κι αποθαύμαζαν
255 το χρυσαφένιο σύμπλεγμα· [...].
257 Όσο για τον χιτώνα που κατάσαρκα φορούσε, τον είδα φωτεινό,
258-9 λεπτό σαν φλούδα κρεμμυδιού [...] / λάμποντας σαν τον ήλιο –
260 πολλές γυναίκες βλέποντας δεν έκρυψαν τον θαυμασμό τους. [...]
270 Και κάτι ακόμη· είχε, στα χρόνια κάπως μεγαλύτερο, τον κήρυκά του συνοδό –
γι’ αυτόν μπορώ να πω πώς έδειχνε στην όψη:
ώμοι λιγάκι στρογγυλοί, το δέρμα μελαψό, σγουρά μαλλιά,
τον λέγαν Ευρυβάτη· αυτόν από όλους τους συντρόφους
274-5 ο Οδυσσέας τιμούσε πιο πολύ, γιατί είχε γνώμη / ταιριαστή με τη δική του.»
276 Έτσι μιλώντας, κι άλλο της άναψε τον πόθο για θρήνο γοερό,
αναγνωρίζοντας σημάδια απαραγνώριστα στα λόγια του Οδυσσέα.
Όταν συνήλθε, πήρε ξανά τον λόγο λέγοντας:
«Ξένε μου, σε συμπάθησα απ’ την αρχή, μα τώρα θα μου γίνεις
280 φίλος πολύτιμος σε τούτο το παλάτι.
Να ξέρεις, τα ρούχα αυτά που λες εγώ του τα ’δωσα, αφού τα δίπλωσα
στην κάμαρή μου κι έβαλα πάνω τους περόνη λαμπερή,
να καμαρώνει όταν τα φορεί.
Κι όμως εγώ δε θα τον ξαναδώ στο σπίτι να γυρίζει,
285 να δει κι αυτός μια μέρα την πατρίδα του. [...]»
[Ο «ξένος» ενθαρρύνει την Πηνελόπη και τη βεβαιώνει:]
331-2 «[...] Όρκο θα πάρω να πειστείς: / μάρτυς μου πρώτα ο Δίας [...]·
335 προτού να κλείσει ο χρόνος, θα φτάσει ο Οδυσσέας εδώ,
336-7 μπορεί στου φεγγαριού τη χάση ή το πολύ όταν θα πιάσει / η νέα σελήνη·»
Ανταποκρίθηκε η Πηνελόπη, φρόνιμο μυαλό:
339 «Μακάρι, ξένε, ο λόγος σου να βγει αληθινός. [...]
343 Μα η δική μου η ψυχή αλλιώς φαντάζεται το μέλλον·
δεν θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, ούτε κι εσύ
345 κάποιον θα βρεις να σε ξεπροβοδίσει. [...]
349 Όμως ελάτε τώρα, παρακόρες, ώρα να πλύνετε τον ξένο [...].»
[Μεσολαβεί το ποδόλουτρο και η αναγνώριση του Οδυσσέα από την Ευρύκλεια, με ενδιάμεση αναφορά στην ιστορία της ουλής, στη γέννηση και στη βάφτιση του Οδυσσέα. Και ξαναπαίρνει τον λόγο η Πηνελόπη· εκθέτει στον «ξένο» το δίλημμά της, του διηγείται κι ένα όνειρό της και καταλήγει:]
616 «[...] / Μα τώρα θέλω κάτι άλλο να σου πω, κι εσύ βάλ’ το στον νου σου:
αύριο φτάνει η καταραμένη αυγή, αυτή θα με χωρίσει
από του Οδυσσέα το σπίτι. Το έχω αποφασίσει, θα στήσω
αγώνισμα με τα πελέκια – αυτά που εκείνος έστηνε [...],
620-1 δώδεκα στη σειρά, [...] κι από μακριά τοξεύοντας, το βέλος του
πέρα για πέρα όλα τα
περνούσε.
Τώρα λοιπόν θα βάλω στους μνηστήρες το άθλημα,
κι όποιος με δίχως ζόρι τεντώσει στις παλάμες του το τόξο
625 και κατορθώσει να περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια [...].
[Αυτόν θα παντρευτεί αφήνοντας το πανέμορφο και πλούσιο σπίτι της.]
629 Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
630 «Γυναίκα σεβαστή, του Οδυσσέα ταίρι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης,
μην αναβάλλεις άλλο σ’ αυτό το σπίτι τον άθλο που αποφάσισες·
γιατί θα τους προλάβει ο Οδυσσέας πανούργος και θα βρεθεί / εδώ [...].»
[Η Πηνελόπη πάλι δεν τον πίστεψε και αποσύρθηκε στην κάμαρή της.]
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο
Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας υ και ανάλυση των στ. 374-397: Τά πρό τῆς μνηστηροφονίας
Ο Οδυσσέας, ξαπλωμένος στον πρόδομο συλλογιζόταν πώς θα μπορέσει να εξοντώσει τόσους άντρες· αλλά, και αν αυτό το καταφέρει, πώς θα αποφύγει τις αντεκδικήσεις των συγγενών τους. Εμφανίστηκε όμως η Αθηνά και του υποσχέθηκε συμπαράσταση. Ηρέμησε τότε και τον πήρε ο ύπνος τη στιγμή που η Πηνελόπη ξυπνούσε – είχε δει σε όνειρο τον Οδυσσέα όπως της τον είχε περιγράψει ο «ξένος» – και κλαίγοντας προσευχόταν στην Άρτεμη να της πάρει τη ζωή, για να αποφύγει έναν γάμο που δεν ήθελε. Ο Οδυσσέας άκουσε στον ύπνο του το κλάμα της και του φάνηκε πως ήταν κοντά του. Βγήκε έξω και προσευχήθηκε στον Δία να του δείξει σημάδια ευοίωνα. Κι ο θεός απάντησε αμέσως με κεραυνό, ενώ απ’ το παλάτι ακούστηκε κατάρα για τους μνηστήρες από μια δούλα που άλεθε σιτάρι για το ψωμί τους.
Το πρωί (της 40ής μέρας) η Ευρύκλεια συντόνιζε τις εργασίες των υπηρετριών (συγύρισμα, νερό από τη βρύση κτλ.) για το επίσημο δείπνο, γιατί ήταν πρωτομηνιά, μέρα γιορτινή αφιερωμένη στον Απόλλωνα. Έφτασαν και οι βοσκοί φέρνοντας ζώα. Οι μνηστήρες, στο μεταξύ, συγκεντρωμένοι στην αγορά, ξανασκέφτηκαν (για τρίτη φορά) τη δολοφονία του Τηλέμαχου, ένας κακός όμως οιωνός τούς απέτρεψε και επέστρεψαν στο παλάτι.
Ο λαός τώρα της Ιθάκης, συγκεντρωμένος στο άλσος του Απόλλωνα, πρόσφερε εκατόμβη στον τοξότη θεό, ενώ στο παλάτι η Αθηνά εξωθούσε τους μνηστήρες σε προσβολές εναντίον του «ξένου», για να θυμώνει εκείνος όλο και περισσότερο μαζί τους. Κάποια στιγμή μάλιστα τους προκάλεσε παραφροσύνη (374-397/<345-367>):
[...] η Αθηνά Παλλάδα σήκωσε τώρα
375 στους μνηστήρες γέλιο ξέφρενο, σαλεύοντας τον νου τους·
γελούσαν ασυγκράτητα, λες και δεν ήταν πια δικά τους τα σαγόνια,
αιμόφυρτα τα κρέατα μασούσαν, τα μάτια τους πλημμύρισαν στο δάκρυ,
έλεγες όπου να ’ναι θα ξεσπάσουν σε κλάμα γοερό.
Σοφοκλής, «Οιδίπους Τύραννος» Η προφητεία του μάντη Τειρεσία για τον Οιδίποδα
Τότε τον λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος, θεόπνευστος τους μίλησε:
380 Άθλιοι, άθλιο πάθος υποφέρετε! Νύχτα σας τύλιξε,
κεφάλια, πρόσωπα, τα γόνατά σας.
Η οιμωγή σας φλέγεται, τα μάγουλά σας μούσκεψαν στο δάκρυ,
αίμα οι τοίχοι στάζουν, αίμα της στέγης τα καλά δοκάρια,
είδωλα γέμισε το πρόθυρο, είδωλα η αυλή,
385 που βιάζονται να κατεβούν στο Έρεβος, να βυθιστούν στο σκότος·
στον ουρανό αμαυρώθηκε ο ήλιος, μια καταχνιά θολή
απλώνεται τώρα παντού.»
Tόσα τους είπε, εκείνοι όμως όλοι αυτάρεσκα τον περιγέλασαν.
Oπότε ο Eυρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, πήρε αγορεύοντας τον λόγο:
390 «O ξένος μας μωράθηκε, αυτός που χτες μας ήλθε απ' αλλού.
Λοιπόν, παλικαράκια μου, στα γρήγορα σύρτε τον έξω από την πόρτα,
κι ας πάει στην αγορά, αφού φαντάστηκε παντού τη νύχτα.»
Aνταποκρίθηκε, μάντης θεού, ο Θεοκλύμενος:
«Eυρύμαχε, δεν ζήτησα κανένα συνοδό· έχω τα μάτια μου,
395 τ' αυτιά μου, τα δυο μου πόδια, κι απαρασάλευτος, σωστός,
ο νους μου παραμένει
Γι' αυτό θα φύγω μόνος μου· [...].»
Oι μνηστήρες χλεύασαν τον Tηλέμαχο για τους ξένους του, αλλά εκείνος κοίταζε σιωπηλός τον πατέρα του και περίμενε... Kαι ο ποιητής σχολίασε: τρωγοπίνουν αμέριμνοι, η Aθηνά όμως κι ο Oδυσσέας τούς ετοιμάζουν το πιο άχαρο τραπέζι που έγινε ποτέ· «δικό τους το άδικο».
Ἡσιόδου, Ἒργα καί Ἡμέραι, στ. 225–234
Ο Ησίοδος θεωρείται πατέρας του διδακτικού έπους – η ποίησή του τοποθετείται γύρω στο 700 π.Χ.
Όπου όμως [οι κριτές]
κρίσεις ίσες και για ξένους και δικούς
κάνουν, και το δίκιο διόλου δεν το παραβαίνουνε,
εκεί ακμάζει η πολιτεία και ανθούνε οι λαοί·
και ειρήνη μες στη χώρα, που ’ναι των αντρών τροφός,
και ποτέ δε φέρνει ο Δίας πόλεμο σ’ αυτούς κακό·
ποτέ άντρες με ίσια κρίση πείνα δεν τους ακλουθά
κι ούτε συμφορά, μα για γλέντια κι έργα αντάμα νοιάζονται.
Κι η γη βιος πολύ τους φέρνει, στα βουνά η βαλανιδιά
έχει απάνω βαλανίδια κι από μέσα μέλισσες·
και πυκνόμαλλα γεμάτα με μαλλί τα πρόβατα·
(Μετάφραση Ευ. Ρούσος, ΟΕΔΒ, 1978)
→ Nα παραλληλίσετε τους στίχους τ 118-123 με το ησιόδειο απόσπασμα, όπου γίνεται λόγος για τα καλά που φέρνει σε μια χώρα η επικράτηση της δικαιοσύνης (βλ. και το σχόλιο 2).
Πλάτων, «Πρωταγόρας», κεφ. 12,322 b-c: Η αιδώς και η δικαιοσύνη στον Πλάτωνα [πηγή: Αρχές Φιλοσοφίας: Κεφάλαιο 7: ορίζοντας το δίκαιο Β΄ Λυκείου]