● Σύγκρουση του Οδυσσέα και της ομάδας του με τους μνηστήρες
● Τιμωρία των άπιστων υπηρετριών και του Μελάνθιου
● Εξαγνισμός των ανακτόρων
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 39η και 40ή ημέρα:
Α1. Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας χ:
Μνηστηροφονία
Ο Οδυσσέας, μετά την επιτυχία του, πέταξε τα ράκη και έστρεψε το τόξο εναντίον των μνηστήρων με πρώτο νεκρό τον πιο προκλητικό απ’ όλους, τον Αντίνοο. Οι μνηστήρες αναστατώθηκαν και άρχισαν να τον απειλούν, τρόμαξαν όμως όταν άκουσαν τις κατηγορίες του και κατάλαβαν ποιος ήταν. Τότε ο Ευρύμαχος ζήτησε έλεος υποσχόμενος πλούσια αποζημίωση, ο Οδυσσέας όμως αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό και τους κάλεσε σε αναμέτρηση. Στη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκαν ο Ευρύμαχος και ο Αμφίνομος.
Ο Οδυσσέας συνέχισε να τοξεύει, ενώ ο Τηλέμαχος φρόντισε να εφοδιάσει την τετραμελή ομάδα του με ασπίδες, δόρατα και κράνη, ξέχασε όμως την πόρτα της αποθήκης ανοιχτή. Βρήκε έτσι την ευκαιρία ο Μελάνθιος και πήρε κι αυτός δώδεκα αρματωσιές για τους μνηστήρες, και η σύγκρουση γενικεύτηκε.
Πλησίασε τότε τον Οδυσσέα η Αθηνά με τη μορφή του Μέντορα, τον ενθάρρυνε και πέταξε μετά σαν χελιδόνι στο δοκάρι της στέγης. Στους μνηστήρες έδινε θάρρος και εντολές ο Αγέλαος, η Αθηνά όμως φρόντιζε να αστοχούν οι επιθέσεις τους· κατάφεραν μόνο να τραυματίσουν εξώδερμα τον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο. Αντίθετα, οι επιθέσεις της ομάδας του Οδυσσέα ευστοχούσαν όλες και σχεδόν τους αποτελείωσαν.
Ακολούθησαν τρεις σκηνές ικεσίας: Ο μάντης Ληώδης μάταια ικέτεψε τον Οδυσσέα να τον λυπηθεί. Οι ικεσίες όμως του Φήμιου και του Μέδοντα εισακούστηκαν.
Ο Οδυσσέας κάλεσε, έπειτα, την Ευρύκλεια που, μόλις είδε νεκρούς τους μνηστήρες, πήγε να αλαλάξει από χαρά, της έκοψε όμως εκείνος τη φόρα και της ζήτησε να απαριθμήσει τις πιστές και τις άπιστες δούλες. Κάλεσε, λοιπόν, τις δεύτερες (δώδεκα τον αριθμό) να βοηθήσουν στη μεταφορά των νεκρών στην αυλή και στον καθαρισμό της αίθουσας και έδωσε εντολή στον Τηλέμαχο να τις σκοτώσουν μετά, μαζί και τον Μελάνθιο. Τέλος, ο Οδυσσέας εξάγνισε το παλάτι από το φονικό με θειάφι και φωτιά και κάλεσε τις (τριάντα οχτώ) πιστές δούλες, που έσπευσαν χαρούμενες με δάδες αναμμένες και καλωσόρισαν τον αφέντη τους.
Σχεδιάγραμμα του κεντρικού κτιρίου των ανακτόρων της Iθάκης (με βάση σχέδιο της H.L . Lorimer). A: H πίσω πόρτα του μεγάρου, που οδηγεί στις αποθήκες και σε θαλάμους (B). – Γ: O διάδρομος που από την πίσω πόρτα οδηγεί στον πρόδομο και στην αυλή. – Δ: Tο κατώφλι του μεγάρου, από όπου τοξεύει ο Oδυσσέας. – Θ: Tο κατώφλι που οδηγεί στα διαμερίσματα της Πηνελόπης και των υπηρετριών (E, Z, H· το Z, ιδιαίτερα, δείχνει την υπερυψωμένη κάμαρη της Πηνελόπης, το υπερώο).
Α2' ΚΕΙΜΕΝΟ Ο Οδυσσέας αποκαλύπτεται και επιτίθεται στους μνηστήρες: χ 1-446 (με ενδιάμεσες παραλείψεις)
Οπότε ο Οδυσσέας γυμνώθηκε, τα ράκη πέταξε,
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
5 και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ’ αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
8-9 αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει / τέτοια δόξα.»
10 Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα, [...]
19 κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι [...].
23 Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
25 στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
30 το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλικάρια
της Ιθάκης – σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
35 ο Οδυσσέας τον σκότωσε – μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω
στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ’ όλους η θηλιά του ολέθρου.
Ο Οδυσσέας όμως πολυμήχανος λοξά τούς κοίταξε κι άγρια τους αντιμίλησε:
«Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι’ αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
40 βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δε φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
45 Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και
τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ’ τον χαμό.
Μόνο ο Ευρύμαχος τόλμησε να μιλήσει λέγοντας:
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
50 ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι
ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων· αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
55 αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν· ήθελε ο ίδιος να ’ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
60 φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ’ τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ’ ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου – ως τότε δικαιούσαι να ’σαι χολωμένος.»
Τον κοίταξε ο Οδυσσέας λοξά και πολυμήχανος του μίλησε άγρια:
65 «Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε
κι άλλα απ’ αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
70 το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν’ αποφύγει, την κακή του μοίρα – δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»
[Ο Ευρύμαχος κήρυξε τώρα αντεπίθεση με τα σπαθιά που διέθεταν όλοι τους.]
86 Είπε κι ευθύς το κοφτερό σπαθί του τράβηξε
(χάλκινο,
αμφίστομο) κι όρμησε πάνω του άγρια κραυγάζοντας.
Πρόλαβε όμως ο Οδυσσέας θείος, έριξε, και τον
βρήκε κατάστηθα η σαΐτα [...].
90 Του φεύγει από το χέρι τότε το σπαθί, τρεκλίζοντας διπλώθηκε
στην τάβλα, σκορπίζοντας δίδυμη κούπα και φαγιά στο πάτωμα· [...]
95 Τώρα αντιμέτωπος στον ένδοξο Οδυσσέα βγήκε μπροστά ο Αμφίνομος,
τραβώντας ξίφος κοφτερό, μήπως και κάνει πίσω εκείνος,
αφήνοντας την πόρτα ελεύθερη.
Πρόλαβε όμως ο Τηλέμαχος, έτρεξε πίσω του και με το χάλκινό του δόρυ
99-100 τον χτύπησε μεσοπλατίς· [...] / οπότε αυτός κάτω σωριάστηκε με
βρόντο [...].
[Οι δύο αντιμαχόμενες
πλευρές προμηθεύονται τώρα ασπίδες, δόρατα, περικεφαλαίες, και η σύγκρουση
γενικεύεται, υπερέχει όμως η τετραμελής ομάδα του Οδυσσέα.]
325 [...] οι τέσσερις,
μέσα στην αίθουσα ορμώντας, χτυπούσαν τους μνηστήρες, δεξιά
ζερβά, κι άγριος βόγκος έβγαινε, συντρίβονταν κεφάλια,
το πάτωμα παντού πλημμύρισε αίμα.
Τότε ο Ληώδης τρέχοντας προσπέφτει στου Οδυσσέα τα γόνατα
330 και τον ικέτευε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πέφτω στα γόνατά σου· έλεος, Οδυσσέα, σπλαχνίσου με.
Εγώ ποτέ δεν πείραξα σε τούτο το παλάτι καμιά γυναίκα,
ποτέ υβριστικά δεν φέρθηκα με λόγια κι έργα· αντίθετα
πολλές φορές δοκίμασα φρένο να βάλω στους μνηστήρες [...].
338 Εγώ ωστόσο, που μάντης ήμουν μόνο στις θυσίες, αθώος κινδυνεύω
να θανατωθώ, αφού δεν έχουν πια τα ευεργετήματα καμιάν ανταμοιβή.»
340
Άγρια και λοξά τον κοίταξε ο Οδυσσέας πανούργος:
«Αν λες πως μόνο μάντευες για των μνηστήρων τις θυσίες,
τότε γιατί τόσες φορές ευχήθηκες να μη χαρώ κι εγώ
μέρα γλυκιά του γυρισμού; γιατί μαζί τους γύρευες
γυναίκα σου να κάνεις τη γυναίκα μου, να της γεννήσεις και παιδιά;
345 Λοιπόν, δεν θ’ αποφύγεις τώρα τον φονικό σου θάνατο.» [...]
350 Και πάνω εκεί ο Φήμιος, του Τέρπιου γιος, ο αοιδός, πέτυχε
να ξεφύγει από τον μαύρο χάρο – αυτός που άθελά του
τραγουδούσε στους μνηστήρες.
Τώρα στα χέρια του κρατώντας τη γλυκόφθογγη κιθάρα,
όρθιος στήθηκε στο μεσοπόρτι, ενώ ο νους του μοιρασμένος
355 γύρευε τη λύση: έξω να βγει από το μέγαρο και να προσφύγει ικέτης
στον βωμό του Δία, χτισμένο στον
αυλόγυρο για τον μεγαλοδύναμο θεό,
όπου συχνά στο παρελθόν ο Οδυσσέας κι ο πατέρας του
έκαιγαν προς τιμήν του μεριά βοδίσια; ή να προσπέσει στου Οδυσσέα τα γόνατα,
να τον παρακαλέσει; Κι όπως το σκέφτηκε καλύτερα, αυτό του φάνηκε
360 ωφελιμότερο, του Οδυσσέα τα γόνατα ν’ αγγίξει [...]:
366 «Πέφτω, Οδυσσέα, στα γόνατα· έλεος και σπλαχνίσου με .
Βάρος θα το ’χεις στην καρδιά σου, αν θανατώσεις αοιδό –
εμένα, που θεούς κι ανθρώπους τραγουδώ κι ευφραίνω. [...]
370-71 [...] Αν θες, κι εδώ για χάρη σου / μπορώ να τραγουδήσω, σε
βλέπω σαν θεό.
Γι’ αυτό κρατήσου, μη με σφάξεις με χαλκό. Μπορεί κι ο ακριβός σου γιος
να μαρτυρήσει, να σου το πει ο Τηλέμαχος, πως με το ζόρι κι άθελά μου
στα γλέντια των μνηστήρων τραγουδούσα· μ’ έσερναν με τη βία μέσα,
375 αυτοί που ήσαν περισσότεροι κι είχαν μεγάλη δύναμη.»
Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ ήμουν
380 παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. [...]»
384 Τον λόγο του ο Μέδων άκουσε, στη σκέψη πάντα φρόνιμος.
385 Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
390 γονατιστός πιάνει τα γόνατά του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το χάλκινο σπαθί [...].»
397 Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«θάρρος, σ’ έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους·
400 έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ’ αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός· [...].»
404 Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
405 πήγαν και κάθισαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από τον θάνατο.
410 Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ’ την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,
από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,
415 ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει· όμοιοι με ψάρια κι οι
μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι. [...]
[Ο Οδυσσέας, αφού τελείωσε το έργο του, κάλεσε την Ευρύκλεια.]
434 Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
435-36 στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας / το μεγάλο αυτό
κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει [...]:
439 «Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές·
440 δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους ,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι’ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
445 Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»
[Aκολουθεί η τιμωρία και των άπιστων δούλων, ο εξαγνισμός του
παλατιού και το καλωσόρισμα του Oδυσσέα από τις πιστές δούλες.]
→ Περιγράψτε τις παραπάνω εικόνες. (Στην εικ. 10 μπροστά στις πύλες, όρθιος αριστερά, μόλις διακρίνεται ο Οδυσσέας.)
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο